του Γ.Α.
Μετά από τρία χρόνια ακροδεξιάς κυβέρνησης στη Βραζιλία, ο ρεφορμιστής αριστερός (και πρώην πρόεδρος) Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα κερδίζει τις εκλογές. Αναδείχθηκε με ποσοστό 50,9% έναντι του ακροδεξιού Ζαΐρ Μεσίας Μπολσονάρουυ με ποσοστό 49,1%. Η πολιτική που άσκησε ο Μπολσονάρου κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του χαρακτηριζόταν από τον αντικομμουνισμό και τον ρατσισμό μετατρέποντας την Βραζιλία σε μία χώρα – πρότυπο για τις Η.Π.Α. και τον τότε πρόεδρό τους Ντόναλντ Τραμπ. Από την άλλη ο Λούλα επανέρχεται στην κυβέρνηση με ένα ακόμα πιο ηττοπαθές πρόσωπο. Παρόλα αυτά όμως η νίκη του ήρθε να ταράξει τα νερά της Βραζιλίας.
Στο σύνολο ο Λούλα συγκέντρωσε πάνω από 60 εκατομμύρια ψήφους, γεγονός το οποίο δεν είχε καταφέρει κανένας άλλος πρόεδρος στα χρονικά της πολιτικής ιστορίας της Βραζιλίας. Οι ψηφοφόροι του αποτέλεσαν κάτοικοι της βορειοανατολικής περιφέρειας της χώρας που βρίσκεται στην εξαθλίωση, με την ανεργία να θερίζει. Πήραν την απόφαση να δώσουν την ψήφο τους στον Λούλα μέσα σε ένα κλίμα κατά το οποίο απειλήθηκαν με απολύσεις από τους εργοδότες τους και την ημέρα τον εκλογών δέχθηκαν πιέσεις από θρησκευτικές οργανώσεις. Την ίδια στιγμή η Ομοσπονδιακή Αστυνομία Αυτοκινητόδρομων είχε πραγματοποιήσει αποκλεισμούς στους δρόμους ώστε να μην καταφέρουν να φτάσουν στα εκλογικά κέντρα. Από την άλλη ο Μπολσονάρουυ συγκέντρωσε 8 εκατομμύρια ψήφους παραπάνω από τις εκλογές του 2018. Αλλά στις εκλογές του 2022 έχασε σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων στις τρεις πλουσιότερες πολιτείες της Βραζιλίας, δηλαδή στο Σάο Πάολο (-12,7%), στο Ρίο Τζανέιρο (-11,5%) και στο Μίνας Ζεράις (-8,4%).
Την ημέρα των εκλογών ο Μπολσονάρου κρατήθηκε μακριά από τη δημοσιότητα, ενώ δεν δέχθηκε καν να εμφανιστεί στους ίδιους του τους συνεργάτες. Ενώ εκείνοι προχώρησαν σε συνομιλίες με στελέχη του Εργατικού Κόμματος για την ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας.
Μετά την λήξη των εκλογών ο Μπολσονάρου, αρχικά αρνείται το αποτέλεσμα και χαρακτήριζε την νίκη του Λούλα ως προϊόν νοθείας, ενώ οι συνεργάτες του απέφυγαν να τοποθετηθούν δημόσια για το ζήτημα. Ο Μπολσονάρου παρακινεί και οργανώνει τους υποστηρικτές του να προχωρήσουν σε επεισόδια διαμαρτυρίας σε συνεργασία με κομμάτια του στρατού και της αστυνομίας. Χτίστηκαν ακόμη και οδοφράγματα που καλούσαν σε στρατιωτικό πραξικόπημα ώστε να εμποδιστεί η επάνοδος του Λούλα. Οδοφράγματα χτισμένα από ακροδεξιούς οπαδούς του Μπολσονάρου οδηγούς φορτηγών που μπλοκάρανε την κυκλοφορία σε όλη την χώρα, ξεκινώντας από τις πόλεις και μπλοκάροντας τον αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Ρίο ντε Τζανέιρο με το Σάο Πάολο ενώ στην Σάντα Καταρίνα που ο Μπολσονάρου συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων του (70%) , έγιναν οι μεγαλύτεροι αποκλεισμοί δρόμων και έπειτα εξαπλώθηκαν σε ευρύτερα κομμάτια τις χώρας κυρίως στις αγροτικές πολιτείες βάζοντας έτσι σε κίνδυνο την παραγωγή σιτηρών. Τα γεωργικά λόμπι της χώρας έκαναν τεταμένες προειδοποιήσεις για διακοπή εξαγωγών, το οποίο σε τελική ανάλυση δεν εφαρμόστηκε αλλά κατάφερε να σπείρει τον πανικό σε ολόκληρη την Βραζιλία. Αξίζει να σημειωθεί πως η Βραζιλία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα σιτηρών σε παγκόσμια κλίμακα και συνεπώς αποτελούν ίσως την βασικότερη πηγή εσόδων για τη χώρα. Σύμφωνα με πηγές του τύπου και εργατικών σωματίων της Βραζιλίας, τα ακροδεξιά επεισόδια αποκλείσανε μερικώς ή πλήρως την κυκλοφορία σε δρόμους, σε 388 σημεία που αφορούσαν τις 23 από το σύνολο των 26 πολιτειών της Βραζιλίας. Τη Δευτέρα 31 Οκτωβρίου η Εθνική Συνομοσπονδία Εργαζομένων Μεταφορών και Επιμελητείας (CNTTL) δημοσίευσε ένα σημείωμα αποκήρυξης των διαδηλώσεων χαρακτηρίζοντάς τις ως “αντιδημοκρατικές” υποστηρίζοντας την εκλογή του Λούλα. Οι οδηγοί φορτηγών που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τη διάρκεια των επεισοδίων αποτελούν το μεγαλύτερο πελατειακό κοινό του Μπολσονάρου επειδή μειώθηκε ο φόρος στο ντίζελ κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του και μεταξύ άλλων αποτελούν ένα σημαντικό δυναμικό όταν ο στόχος αφορά την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας. Οι ηγεσίες των κινητοποιήσεων των οδηγών φορτηγών αποτελούνταν από μία ομάδα άμεσα ελεγχόμενη από τις εργοδοσίες, τους ιδιοκτήτες δηλαδή των μεταφορικών εταιριών και από μία άλλη ομάδα φασιστών, ενώ στα μπλόκα εντάχθηκε και ένα μεγάλο κομμάτι της αστυνομίας ώστε να προστατεύει τις κινητοποιήσεις καθώς και ένα κομμάτι ακροδεξιών αγροτών. Άλλα πραξικοπηματικά μπλοκ στήθηκαν από την Ομοσπονδιακή Αστυνομία Αυτοκινητόδρομων (PRF) όπου συγκέντρωσε ένα κομμάτι κόσμου σε περιοχές που κυριαρχούσε ο Λούλα καθώς στις συγκεκριμένες είχε κερδίσει από τον πρώτο γύρο με ποσοστό 70% των ψήφων, κινητοποιώντας 5.000 πράκτορες για την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας. Ωστόσο σύντομα η αστυνομία υποχώρησε κατόπιν αντιδράσεων που δέχθηκε από τους εργάτες των περιοχών αυτών που εγκατέλειπαν τους χώρους εργασίας τους για να διαδηλώσουν κατά των πραξικοπηματικών μπλοκ. Πραγματοποιήθηκαν κινητοποιήσεις εκδίωξης των ακροδεξιών υποστηρικτών του Μπολσονάρου, ενώ κάτοικοι πέταξαν πέτρες σε φορτηγά ώστε να ανοίξουν τον δρόμο για τη διέλευση ενός ασθενοφόρου που είχε μπλοκαριστεί. Με τη σειρά τους ναυπηγοί της Άνγκρα Ντος Ρέις του Ρίο Ντε Τζανέιρο κινητοποιήθηκαν και έσπασαν τις πραξικοπηματικές συγκεντρώσεις στη εθνική οδό. Χέρι – χέρι με την ακροδεξιά κυβέρνηση Μπολσονάρου το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο ξεκίνησε διαδικασία ξεπλύματος των πραξικοπηματικών κινητοποιήσεων καθώς ο υπουργός της κυβέρνησης και πρόεδρος του δικαστηρίου Αλεξάντρε ντι Μοράες σε συνέντευξη τύπου χαρακτήρισε τη δράση της αστυνομίας ως αναγκαία, απαραίτητη και νόμιμη. Κατόπιν ενός 24ωρου αποκλεισμών των δρόμων και κατόπιν των κινητοποιήσεων εκδίωξης των κατοίκων το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο πήρε επίσημα θέση κατά των πραξικοπηματικών συγκεντρώσεων αφού δεν είχε άλλα περιθώρια.
Μετά από πολλές μέρες σιγής του Μπολσονάρου, ενώ παράλληλα πολλοί συνεργάτες του είχαν ξεκινήσει να ανοίγουν συνομιλίες με το στρατόπεδο του Λούλα για τη μεταβίβαση της εξουσίας, αποφασίζει και ο ίδιος να κάνει τη δημόσια εμφάνισή του. Ο ίδιος αν και τυπικά δεν αναγνώρισε εν τέλει την ήττα του και την νίκη του Λούλα, δήλωσε ότι θα σεβαστεί το σύνταγμα και θα ξεκινήσει κανονικά τη διαδικασία μεταβίβασης της εξουσίας όπως προβλέπει το βραζιλιάνικο σύνταγμα. Έπειτα προχώρησε σε δηλώσεις κατά τις οποίες επέκρινε τα επεισόδια και τα οδοφράγματα που στήθηκαν από τους οπαδούς του. Χαρακτήρισε τέτοιες μεθόδους διαμαρτυρίας που περιλαμβάνουν την παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας ότι ανήκουν αποκλειστικά στην αριστερά και ότι για αυτό δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται, δικαιολογώντας τες παράλληλα ως ένα ξέσπασμα λαϊκής αγανάκτησης μπροστά στην αδικία που ξετυλίχθηκε σε βάρος του ίδιου και των υποστηρικτών του.
Αυτή η στάση του Μπολσονάρου έρχεται να θυμίσει μία άλλη ιστορία ενός εξίσου ακροδεξιού προέδρου. Στις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020 όπου ηττήθηκε ο τότε πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ από τον Τζο Μπάιντεν, ο ακροδεξιός πρόεδρος αρνήθηκε το αποτέλεσμα και την ήττα του, αμφισβητώντας την εγκυρότητα των εκλογών. Στις 6 Γενάρη του 2021 όπου θα αναλάμβανε καθήκοντα ο Τζο Μπάιντεν, ακροδεξιοί υποστηρικτές του Τραμπ εισέβαλαν στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον για να εμποδίσουν την διαδοχή του προέδρου, με την πλήρη ανοχή και συγκατάθεση της αστυνομίας και της φρουράς. Ο ίδιος ο Τραμπ που δεν είχε αρχικά τοποθετηθεί για την εισβολή των υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο , αργότερα και όταν τα είδε σκούρα τα πράγματα εμφανίστηκε και την καταδίκασε ως αντιδημοκρατική.
Οι αντιδράσεις αυτές του Μπολσονάρου αντιγραμμένες από τον Τραμπ, δηλαδή το στήσιμο ενός πραξικοπήματος και έπειτα η δήθεν καταδίκη του, υποδεικνύουν από τη μία πλευρά την χυδαιότητα και τις διαθέσεις των ακροδεξιών πολιτικών να διεκδικήσουν την εξουσία μέσα στις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Από την άλλη πλευρά όμως υποδεικνύουν πως οι ίδιες αυτές οι συνθήκες που έχει βρεθεί το δεξιό μπλοκ καθίστανται προβληματικές στο να καταφέρουν να υποστηρίξουν ακόμη και την ίδια τους την πολιτική πέφτοντας σε παγίδες, αντιφάσεις και αδιέξοδα. Φάνηκε δηλαδή στην Βραζιλία πως ο ακροδεξιός Μπολσονάρου δεν κατάφερε να υποστηρίξει εν τέλει τον κόσμο του και τον αρχικό του στόχο που ήτανε η παραμονή στην εξουσία και η στοχοποίηση του Λούλα ως ένας διεφθαρμένος πολιτικός που εκλέχτηκε πρόεδρος της Βραζιλίας μέσω νοθείας.
Αυτή η σύγχυση και η κρίση του αστικού μπλοκ φαίνεται και στις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας. Σε παγκόσμια κλίμακα δεν υπήρξε καμία κυβέρνηση ακόμη και ακροδεξιές κυβερνήσεις που να υποστηρίξανε τον Μπολσονάρου και να υιοθέτησαν τους ισχυρισμούς του για εκλογικό πραξικόπημα του Λούλα. Αντίθετα όλες οι κυβερνήσεις αναγνώρισαν κατευθείαν την εκλογική νίκη του Λούλα. Ακόμη και ο ίδιος ο πρόεδρος των Η.Π.Α, ο Μπάιντεν τάχθηκε υπέρ του Λούλα, αλλά και ο Μητσοτάκης του έστειλε τα συγχαρητήρια του για την νίκη του.
Από το στρατόπεδο του Λούλα και του Εργατικού Κόμματος, η αντίληψη που επικράτησε είναι μία λογική που υποστηρίζει την λαϊκή ενότητα την ίδια στιγμή που ο λαός της Βραζιλίας βρίσκεται σε καθεστώς διαχωρισμού και “εμφυλίου πολέμου”. Ο Λούλα δεν έδειξε κάποια διάθεση να επενδύσει πάνω σε αυτό το κλίμα. Το ζήτημα είναι πως αυτή του η αντίληψη δεν αποτέλεσε μια στοχευμένη πολιτική κατεύθυνση και στρατηγική για την αντιμετώπιση της κατάστασης, αλλά είναι κομμάτι μίας συνεχούς λογικής συμβιβασμού και ηττοπάθειας του Εργατικού Κόμματος ως κομμάτι ρεφορμισμού που είχε ακολουθήσει και στο παρελθόν και εμφανίζεται ξανά και ξανά όλο και πιο ηττοπαθές χωρίς να δίνει απάντηση στις προβληματικές του καπιταλισμού.
Ο εμφύλιος που πραγματοποιείται στην Βραζιλία μετά τις εκλογές πρέπει να αναγνωριστεί ως ένα πεδίο μάχης και ανασυγκρότησης του κινήματος και είναι ακριβώς η συνθήκη που δείχνει με έντονο τρόπο την αποσταθεροποίηση και την κρίση που βιώνει ο καπιταλισμός σε παγκόσμιο επίπεδο, ρίχνοντας τα καθήκοντα στις δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς να αδράξουνε την ευκαιρία πάνω στην λαϊκή αγανάκτηση, την οικονομική και πολιτική κρίση που γίνεται όλο και ισχυρότερη σε κάθε χώρα και να απαντήσει χτίζοντας την κομμουνιστική εξέγερση απέναντι στη δεξιά και τους καπιταλιστές. Ο λαός της Βραζιλίας μαύρισε την ακροδεξιά στις εκλογές δηλώνοντας την απέχθεια του απέναντι σε αυτήν. Η νέα ρεφορμιστική κυβέρνηση στη Βραζιλία αποτελεί έδαφος για την κλιμάκωση των δράσεων της επαναστατικής αριστεράς.