Βραζιλία & Περού, Μεταρρυθμίσεις με εμπόδια αλλά και αδιέξοδα
του Κ.Μ.
Η βαρβαρότητα του καπιταλισμού στη Λατινική Αμερική έχει εκδηλωθεί τον τελευταίο αιώνα τόσο σε κοινωνικό όσο και πολιτικό – οικονομικό επίπεδο. Οι οικονομίες και τα τοπικά λόμπι χτίστηκαν σε κράτη “μπανανίες” και οι πολιτικές εξουσίες βασίστηκαν αρκετές φορές σε στρατιωτικές δικτατορίες. Οι κοινωνικές σφαγές με θύματα ιθαγενείς και μειονοτικές φυλετικές ή πληθυσμιακές ομάδες αποτέλεσε όρος κυριαρχίας για τις αστικές τάξεις και την ισχυροποίηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ.
Αυτή η συνθήκη σκληρής πολιτικής καθημερινότητας έχει καταστήσει την Αριστερά, με την ευρύτερη έννοια του όρου, ως πιο μαχητική και πολεμική – ειδικά αν θέλουμε να θέσουμε μια σύγκριση με την ευρωπαϊκή εμπειρία. Τα όπλα και οι εξεγέρσεις έχουν αποτελέσει απαραίτητο στοιχείο πολιτικής μάχης για την Αριστερά και τους φτωχούς, τους αγρότες, τους ιθαγενείς, ώστε να διεκδικήσουν μια πιο δίκαιη κοινωνία που τους αναγνωρίζει ελευθερίες και δικαιώματα.
Κι αν αυτά έχουν συμβεί σε περιόδους θριάμβου και επέκτασης του καπιταλισμού σε κάθε γωνιά της γης και εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων μοντέλων, σήμερα εν μέσω παγκόσμιας βαθιάς οικονομικής ύφεσης η πολιτική αστάθεια διογκώνεται. Οι αστικές τάξεις για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα τους και να εκμηδενίσουν όποια ενδεχόμενα πολιτικής αλλαγής, δεν κάνουν παζάρια για την εξουσία αλλά δοκιμάζουν σχέδια αμφισβήτησης ακόμα και των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών. Μιας δημοκρατίας που έχει πολύ νεαρή ηλικία ακόμα στην Λατινική Αμερική και δεν μπορεί να συγκριθεί με ευρωπαϊκά παραδείγματα. Η σημερινή αδυναμία της συντηρητικής δεξιάς να προσφέρει ένα στοιχειώδες αποτελεσματικό σχέδιο αντιμετώπισης της παγκόσμιας κρίσης φέρνει λαϊκή αμφισβήτηση και συνυπάρχει με μια εκτενή προσπάθεια κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης από την ακροδεξιά, ώστε να καθυποτάξει κάθε “κόκκινη” ή “ροζ” αντίσταση και εναλλακτική αντικαπιταλιστική διεκδίκηση.
Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις στις κυβερνήσεις της Βραζιλίας και του Περού. Το άρθρο προσεγγίζει αυτές τις δύο τόσο διαφορετικές περιπτώσεις συνοπτικά για να προσφέρει κρίσιμα στοιχεία και συμπεράσματα για την διεκδίκηση εξουσίας από την Αριστερά, αλλά και τα εμπόδια που συναντάει μέσα σε μια περίοδο παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και ανάπτυξης ακροδεξιών κινημάτων.
Βραζιλία: η προεδρία Λούλα ξεκινάει με ακροδεξιά αντεπίθεση
Τον Οκτώβρη του ‘22 ο ρεφορμιστής αριστερός Λούλα κερδίζει τις προεδρικές εκλογές επί του ακροδεξιού Μπολσονάρο, ο οποίος αμφισβητεί το αποτέλεσμα ως νοθεία και ενθαρρύνει το “εμφυλιακό” προεκλογικό κλίμα πυροδοτώντας αντιδραστικές κινητοποιήσεις ακροδεξιών οπαδών του. Για μέρες, οι ακροδεξιοί μπλοκάρουν εθνικές οδούς και κατασκηνώνουν έξω από στρατώνες και την ομοσπονδιακή αστυνομία στην Μπραζίλια, καλώντας τον στρατό να κάνει πραξικόπημα. Στις 12 Δεκέμβρη, ημέρα που επικυρώθηκε η νίκη του Λούλα, οι ακροδεξιοί συγκρούονται με την αστυνομία, πυρπολούν οχήματα έξω από το αρχηγείο της αστυνομίας στο οποίο προσπάθησαν να εισβάλουν. Ενώ, είχε προηγηθεί κάλεσμα προς τους μπολσοναριστές κατόχους όπλων σε όλη τη χώρα να πάνε στη Μπραζίλια για να διαδηλώσουν.
Μια εβδομάδα μετά την ορκωμοσία του Λούλα, την Κυριακή 8/1, ακροδεξιοί μπολσοναριστές πραγματοποιούν μαζικά μια σχεδιασμένη (μέχρι και με δημόσια καλέσματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) επιχείρηση, στα όρια του λαϊκού πραξικοπήματος, συνδυαστικά σε διάφορες πόλεις της χώρας. Με κέντρο την Μπραζίλια κατορθώνουν με ευκολία και δίχως μάχη με την στρατιωτική αστυνομία, η οποία συνοδεύει την πορεία(!), να καταλάβουν τα δημόσια διοικητικά κτίρια των τριών εξουσιών (Προεδρικό Μέγαρο, Ανώτατο Δικαστήριο, Κογκρέσο) ζητώντας στρατιωτικό πραξικόπημα και επιστροφή του Μπολσονάρο. Είναι χαρακτηριστικό πως αυτή η επιχείρηση σχεδιαζόταν και ήταν γνωστή για μέρες, αλλά η ομοσπονδιακή αστυνομία παρέμεινε αδρανής και στην πράξη επέτρεψε και προστάτεψε τα επεισόδια, αποδεικνύοντας ότι ο Λούλα μπορεί να πήρε την κυβέρνηση, όμως δεν έχει τον έλεγχο του κράτους και τον μηχανισμών του. Η ολιγωρία για μέτρα αντίστασης απέναντι στους ακροδεξιούς είναι εκκωφαντική! Και από μεριάς της κυβέρνησης Λούλα και από την υπόλοιπη Αριστερά που πιάνεται στον ύπνο. Θα χρειαστεί μία ημέρα μέχρι να πραγματοποιηθούν εκκενώσεις των καταλήψεων και των καταυλισμών παράλληλα με μαζικές συλλήψεις (τουλάχιστον 1.500) από την αστυνομία, ενώ ο Λούλα βγάζει διάταγμα κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη χώρα ως τις 31/1. Αριστερές διαδηλώσεις ενάντια στην ακροδεξιά καλούνται την επομένη των γεγονότων. Το σύνολο αριστερών οργανώσεων και εργατικών συνδικάτων στέκονται στο πλευρό του Λούλα, δηλώνοντας ότι πρέπει να δοθεί μάχη απέναντι στην ακροδεξιά.
Ο Μπολσονάρο κατάφερε στη θητεία του να συγκροτήσει ένα σκληροπυρηνικό ακροδεξιό κοινό το οποίο απέδειξε ότι μπορεί να κάνει πράξη μια δυναμική κινητοποίηση – μια άσκηση επίθεσης – αμφισβητώντας τους δημοκρατικούς θεσμούς και κυρίως την κυβερνητική νομιμοποίηση της ρεφορμιστικής Αριστεράς και του Λούλα. Ταυτόχρονα, υπάρχει ένα ισχυρό οικονομικό λόμπι όπως και ένα σύνολο ιδιωτικών συμφερόντων που επωφελήθηκε από την προεδρία Μπολσονάρο και έχει τη δύναμη να σταθεί εμπόδιο ακόμα και σε αυτό τον ευνουχισμένο μεταρρυθμιστικό δρόμο του Λούλα. Η στήριξη των ακροδεξιών κινητοποιήσεων μέσω χρηματοδότησης ή μιντιακής προπαγάνδας είναι μόνο η αρχή. Και θυμόμαστε το ρόλο του Ανώτατου Δικαστηρίου και Γερουσίας για την δίωξη και φυλάκιση του Λούλα το 2018 αποτρέποντας τον να συμμετέχει και στις προεδρικές εκλογές τότε.
Από την άλλη πλευρά, ο Λούλα ορκίζεται και άμεσα προχωρά σε μια σειρά μίνιμουμ μεταρρυθμιστικών διαταγμάτων. Για παράδειγμα, λαμβάνει μέτρα για τον περιορισμό της αγοράς και κατοχής όπλων, για την προστασία του Αμαζονίου, των περιοχών και τον έλεγχο της αποψίλωσης των δασών, αύξηση του κατώτατου μισθού, παράταση για το «Bolsa Familia» (δλδ. οικογενειακό επίδομα) για τις φτωχότερες οικογένειες, σταμάτησε τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης οκτώ δημόσιων επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένης της Petrobras). Ο Λούλα επιδιώκει την ανατροπή ενός πολύ σκληρού νεοφιλελεύθερου προγράμματος του Μπολσονάρο και την επαναφορά κρατικών παροχών για να υποστηρίξει τα κατώτερα και φτωχοποιημένα στρώματα.
Περού: θεσμική κρίση, πολιτική αστάθεια και μαχητικός ταξικός αγώνας
Το 2021, ο αριστερός Πέδρο Καστίγιο, συνδικαλιστής δάσκαλος σε αγροτική επαρχία και προερχόμενος από το αριστερό κόμμα Perú Libre (Ελεύθερο Περού), εκλέγεται πρόεδρος του Περού σε μια βουλή δέκα κομμάτων και 130 εδρών. Το Περουβιανό σύστημα παρέχει ισχυρή εξουσία στον πρόεδρο, όμως με μια τόσο αμβλεία διανομή εδρών στα κόμματα τον αφήνει ανίσχυρο εφόσον δεν συγκροτεί μέτωπο συμμαχίας. Το Περού έχει ένα πολιτικό τοπίο με ανίσχυρα κόμματα και καταγράφει τα τελευταία 8 χρόνια 7 διαφορετικές προεδρίες με 4 παύσεις προέδρων.
Ο Καστίγιο από την πρώτη στιγμή βρήκε απέναντι του την οικονομική ελίτ και τα συστημικά μίντια, παράλληλα με τα κόμματα της δεξιάς. Οι κομβικές μεταρρυθμίσεις που σκόπευε να περάσει ήταν αδύνατες. Βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο προτάσεις μομφής και πολλαπλές δικαστικές έρευνες εις βάρος του με σκοπό την καθαίρεση του από την προεδρία. Ταυτόχρονα αντιπαρατέθηκε ενδοκομματικά για την στρατηγική του σε τέτοιο βαθμό που αποχώρησε από το κόμμα του και ανεξαρτητοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2022.
Στις 7/12, ο Καστίγιο για να αποτρέψει την αποπομπή του από την τρίτη πρόταση μομφής που δρομολόγησε η ακροδεξιά αντιπολίτευση ανακοινώνει προσωρινή διάλυση του κοινοβουλίου, σύσταση έκτακτης κυβέρνησης και στόχο την αναθεώρηση του συντάγματος. Η ακροδεξιά αντιπολίτευση με τις δικαστικές αρχές τον καθαιρούν και τον προφυλακίζουν ως πραξικοπηματία. Το υπουργικό του συμβούλιο παραιτείται και τον αφήνει ανυποστήρικτο, ενώ ορίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση και νέα πρόεδρος η υποταγμένη αριστερή Ντίνα Μπολουάρτε, που συνθηκολογεί με την ακροδεξιά και την πρεσβεία των ΗΠΑ.
Από την πρώτη στιγμή ξέσπασαν στις περισσότερες επαρχίες της χώρας διαμαρτυρίες από συνδικάτα και οργανώσεις της πληθυντικής Αριστεράς, εν μέρει υποστήριξης του Καστίγιο αλλά κυρίως υπέρ της παραίτησης της νέας προέδρου, διάλυσης της βουλής και άμεση κήρυξη εκλογών. Οι πανεθνικές κινητοποιήσεις είναι πολύμορφες, περιλαμβάνουν 24ωρες και πολυήμερες απεργίες εργατικών συνδικάτων, μπλόκα σε επαρχιακούς αυτοκινητόδρομους, καταλήψεις σε αεροδρόμια, βίαιες συγκρούσεις κοινοτήτων με την αστυνομία, απαγωγές αστυνομικών, πυρπόληση αστυνομικών τμημάτων, βανδαλισμό εργοστασίων, απειλές για μπλοκάρισμα παραγωγής, μέχρι και κάψιμο εργοστασίου αερίου. Ενώ, υπήρξαν και περιπτώσεις κοινωνικών οργανώσεων που κήρυξαν τους εαυτούς τους ως «λαϊκή εξέγερση». Όμως, όλα τα παραπάνω δοκιμάζονται και εξαρτώνται σε έκταση από τον τρόπο οργάνωσης ανά περιοχή, κοινότητα ή/και εργατικό κλάδο. Υπάρχει συσσωρευμένη λαϊκή αγανάκτηση και αντισυστημική πολιτική αμφισβήτηση, αλλά όχι συγκροτημένη και ενιαία με μαζικούς όρους πολιτική πρόταση αυτή τη στιγμή.
Η Μπολουάρτε από την πρώτη εβδομάδα κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την ανάπτυξη του στρατού για τον τερματισμό των διαδηλώσεων και πολιτικές απαγορεύσεις σε δεκάδες επαρχίες. Η ενεργοποίηση των μηχανισμών του κράτους είναι άμεση και πλήρως υποστηριζόμενη από βουλή, δικαιοσύνη, ένοπλες δυνάμεις και Τύπο. Μέχρι σήμερα η ίδια και τα υπόλοιπα στελέχη της υπηρεσιακής κυβέρνησης διατηρούν την εξουσία μέσα από τις πολιτικές διώξεις Αριστερών, την εκτεταμένη καταστολή με χιλιάδες τραυματίες και το θάνατο δεκάδων αγωνιστών από αστυνομικά και στρατιωτικά πυρά.
Το νέο έτος στο Περού ξεκίνησε με γενική απεργία διαρκείας σε πληθώρα επαρχιών που κήρυξαν συνδικάτα και οργανώσεις αγροτών και ιθαγενών και νέες μαζικές κινητοποιήσεις. Παρά το μεγάλο φόρο αίματος από την καταστολή, ο ταξικός αγώνας παραμένει ανένδοτος και μαχητικός αναζητώντας διέξοδο και προοπτική ανατροπής.
Πολιτικά συμπεράσματα
Τα τελευταία δύο χρόνια, ρεφορμιστικά και σοσιαλ-δημοκρατικά Αριστερά κόμματα μέσα και έξω από συμμαχίες διεκδικούν και αποκτούν εκλογικά την εξουσία με προοδευτικό πρόγραμμα. Δέκα χρόνια μετά εμφανίζεται μια νέα “ροζ παλίρροια” στην Λατινική Αμερική. Ο μεταρρυθμιστικός δρόμος ως πρόταση αυτή τη στιγμή βρίσκει ανταπόκριση και φαντάζει ελπιδοφόρος για εκατομμύρια εξαθλιωμένων, είναι όμως ικανός; Οι αριστερόστροφες προεδρίες επιχειρούν αλλαγές σε σύνταγμα και κοινωνικά πεδία, όμως η νομιμοποίηση τους σκοντάφτει πάνω στα ισχυρά ντόπια και όχι μόνο αστικά συμφέροντα και στο κατά πόσο οι κυβερνήσεις κατέχουν τον έλεγχο των κρατικών δομών (στρατός – δικαιοσύνη – γερουσία). Η ενεργοποίηση της ακροδεξιάς με όρους αντιδραστικών κινητοποιήσεων φαίνεται κατά περιπτώσεις μαζική και κρίσιμη. Εφόσον δεν προκύπτει επαναστατική ταξική πρόταση φαίνεται πώς και η ακροδεξιά δεν έχει ανάγκη να συγκροτηθεί με πιο μαχητικούς όρους. Είναι ξεκάθαρο ότι ο αστισμός και η δεξιά δεν χαρίζονται και δεν θα αφήσουν αμαχητί την εξουσία και το μέλλον της, αλλά θα χρησιμοποιήσουν και θα δοκιμάσουν πλήθος μέσων ενάντια σε όποια προοδευτική κυβέρνηση. Διώξεις και φυλακίσεις προέδρων, κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, ασκήσεις ανακατάληψης της εξουσίας πάνε χέρι χέρι με το στραγγάλισμα της οικονομίας και της παραγωγής από τους ιδιοκτήτες των μέσων και τα διεθνή κέντρα εξουσίας. Την ίδια στιγμή κατανοούμε ότι έχει προηγηθεί μια τρομακτική πολιτική υποχώρηση από την μεριά της Αριστεράς. Έχοντας εγκαταλείψει την επαναστατική παράδοση της ανατροπής του καπιταλισμού, οι αριστερές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό, αλλά και διεθνή, ασφυκτικό εναγκαλισμό των δυνάμεων της καπιταλιστικής αγοράς που τους οδηγούν με γοργούς ρυθμούς στη συνθηκολόγηση. Τα εκλογικά διλήμματα μεταξύ κεντροαριστεράς ή ακροδεξιάς δεν είναι πολιτικά αδιάφορα. Όμως, αν η πολιτική κρίση στο αστικό μπλοκ εντείνεται, τότε είναι ώρα να δοκιμαστεί η ταξική αντεπίθεση πατώντας στις αδυναμίες του συστήματος στοχεύοντας την εξουσία με επαναστατικούς όρους, κι όχι σε έναν δρόμο αναδίπλωσης και κοινοβουλευτικής ανάθεσης.
Στην Ευρώπη δυστυχώς παρατηρούμε αδυναμία από οποιαδήποτε κατεύθυνση ενώ η ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση εκφράστηκε μέσα από την αδυναμία χάραξης αντικαπιταλιστικής στρατηγικής τόσο απέναντι στην κορονοϋστερία και τα λοκ-νταουν, όσο και στον πόλεμο στην Ουκρανία. Άραγε τα πρόσφατα γεγονότα σε Περού και Βραζιλία συμβαίνουν μόνο εκεί ή μπορούν να εφαρμοστούν και στην “Δημοκρατική” Ευρώπη; Τουλάχιστον στην Ελλάδα έχουμε ζήσει επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ και τα capital controls της ΕΕ και τα ακροδεξιά συλλαλητήρια της ΝΔ των «νενέκων» και του μακεδονικού που δοκίμασαν να παρέμβουν άμεσα στην πολιτική κατάσταση. Το παράδειγμα αυτό εξυπηρετεί αποκλειστικά το επιχείρημα ότι η Δεξιά συγκροτείται με ομοιογένεια σε κάθε γεωγραφικό πλάτος και οι διοικητικοί θεσμοί υπάρχουν για να προστατεύσουν την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και των πολιτικών επιτελείων που υπηρετούν. Γι’ αυτό η πολιτική αστάθεια και κρίση οδηγεί το σύστημα σε απολυταρχικές κατευθύνσεις και αναίρεση των ίδιων των κανόνων της αστικής δημοκρατίας. Οι αντικαπιταλιστικές οργανώσεις φυσικά δεν έχουν ρόλο παρατηρητή και συμπαραστάτη, άλλα καθήκον χάραξης επαναστατικής στρατηγικής μέσα στην κρίση του συστήματος.
Ή θα μετατρέψουμε τη αμερικανική αλλά και όποια ευρωπαϊκή «ροζ παλίρροια» σε κομμουνιστικό τσουνάμι ή θα συντριφτούμε όλοι μαζί από την ακροδεξιά αντεπανάσταση.