Το χτύπημα στη Φαβέλα και οι συλλήψεις των ΑΜΕ & C-18: Ακόμα περισσότερο περιθώριο, ακόμα περισσότερες ήττες στους φασίστες
Συνδικάτα, σωματεία και εργατικές παρατάξεις φτάνουν από κατοχυρωμένος συνομιλητής της κυβέρνησης μέχρι και σε θεσμικό συνδιαμορφωτή της εκάστοτε πολιτικής. Παρόμοιες διαδικασίες συναντώνται και στο φοιτητικό κίνημα με παρατάξεις και συμμετοχή σε όργανα συνδιοίκησης. Στις γειτονιές ξεπηδούν όλο και περισσότερα στέκια, λέσχες και κοινωνικά κέντρα υποστήριξης της τάξης. Με πολιτιστικές παρεμβάσεις συγκρατούν ένα κοινωνικό ιστό που μένει στο περιθώριο της αστικής πολιτικής. Με μαθήματα υποστήριξης σε μαθητές, με δράσεις αλληλεγγύης σε ανέργους & αστέγους, με προβολή εναλλακτικών πολιτιστικών προτύπων δημιουργούν ένα χώρο που σπάει την περιθωριοποίηση σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μας. Η ανάπτυξη του φεμινιστικού και LGBTQ κινήματος κατοχυρώνει τα πρώτα εναλλακτικά κέντρα και στέκια αυτών ενώ οι οργανώσεις του αποτελούν – πολλές φορές – και θεσμικό συνομιλητή της κρατικής πολιτικής. Μετά τη δεκαετία του `60 μειονοτικές, προσφυγικές και μεταναστευτικές οργανώσεις λειτουργούν ως πρωταρχικό κέντρο συλλογικοποίησης μεγάλων κοινωνικών ομάδων. Παράλληλα δημιουργούνται ομάδες υποστήριξης σε αυτές: Δίκτυα στέγασης και σίτισης, σχολεία πρωταρχικής επαφής στη γλώσσα και κουλτούρα της Ελλάδας και ομάδες νομικής υποστήριξης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Θρησκευτικές μειονότητες αποκτούν δημόσια αναγνωρισμένους και προστατευμένους λατρευτικούς χώρους.
Παρ` όλη τη σημασία τους για την ανάπτυξη του ταξικού κινήματος, η πολιτική που κυριαρχεί σε αυτές δεν είναι εξασφαλισμένη ούτε προκύπτει με ένα «αυτόματο», μηχανιστικό τρόπο. Κάποιες από αυτές τις ενώσεις έχουν ρητά δημοσιοποιημένο αριστερό, αναρχικό ή αντιεξουσιαστικό πρόσημο ενώ άλλες έχουν ρητό θεσμικό ρόλο. Σε κάθε περίπτωση ο κοινωνικός τους χαρακτήρας είναι το βασικό χαρακτηριστικό και όχι ή αντικαπιταλιστική ή επαναστατική στρατηγική.
H ανάπτυξη του φασιστικού κινήματος στον πλανήτη τις τελευταίες δύο δεκαετίες έφερε πολύ συζήτηση και προβληματισμό στο ταξικό στρατόπεδο. Υποτιμήθηκε η στρατηγική του και αντιμετωπίστηκε, περισσότερο, ως μια παρακρατική – τραμπούκικη φιλοεργοδοτική ομάδα παρά ως ένα πολιτικό σχέδιο της αστικής τάξης. Κυρίαρχος στόχος του φασισμού, λοιπόν, είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και για να το καταφέρει αυτό πρέπει να διαλύσει τις πολιτικές και κοινωνικές ομάδες της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Ακόμα και οι οργανώσεις της εκκλησίας πρέπει να υποταχτούν σε αυτή την πολιτική. Το 2010 η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα είχε πρόγραμμα σίτισης και υποστήριξης των μεταναστών και δέχτηκε την σφοδρή επίθεση των Ταγμάτων Εφόδου. Κανένα στέκι, κανένα σωματείο, καμία μεταναστευτική οργάνωση δεν έχει χώρο στην αυριανή Νέα Τάξη εκτός και αν ενσωματώσει την εθνικιστική, ρατσιστική πολιτική. Ακραίοι θρησκευτικοί και τοπικιστικοί σύλλογοι μπορούν να επιζήσουν μαζί με «ελληνικά» εργοδοτικά σωματεία.
Οι συνεχείς επιθέσεις, λοιπόν, σε σωματεία, στέκια, εναλλακτικά κέντρα διασκέδασης και μετανάστες έχουν σαν στόχο την απομαζικοποίηση και διάλυση αυτών των οργανωτικών κέντρων που οικοδομούν αυτό τον κοινωνικό ιστό. Η τρομοκράτηση των υπαρκτών ή εν δυνάμει μελών τους και η μετατροπή τους σε ατομικότητες, ευάλωτες στον επιβαλλόμενο κοινωνικό κανιβαλισμό είναι το μέσο. Στόχος είναι η καθιέρωση τρομοκρατίας στην κοινωνία για να δεχτεί κάθε εθνικιστική ή ρατσιστική πολιτική.
Το ταξικό κίνημα απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις χρειάζεται να βρει σχέδιο αντεπίθεσης. Η επιμονή στα σχέδια της προηγούμενης περιόδου είναι αναποτελεσματική και δημιουργεί ηττοπάθεια. Τα σωματεία έτσι κι αλλιώς είχαν πρόβλημα αποσυσπείρωσης τα τελευταία είκοσι χρόνια και αναζητούνται δίοδοι ισχυροποίησης. Είναι, όμως, άλλης φύσης πρόβλημα η εργοδοτική τρομοκρατία και οι ήττες της περασμένης περιόδου από τις επιθέσεις των Ταγμάτων Εφόδου πχ στη ζώνη του Περάματος. Οι επιθέσεις σε μια συνέλευση σωματείου η στεκιού έχουν το σκοπό να θέσουν τις κοινωνικές οργανώσεις σε κατάσταση «μάχης» καταργώντας de facto το μαζικολαϊκό χαρακτήρα τους.
Πρέπει, λοιπόν, να παραχθεί ένα ξεχωριστό σχέδιο αντιμετώπισης της φασιστικής τρομοκρατίας. Η επιθετική διάλυση των εγκληματικών κέντρων που οργανώνουν και δίνουν πολιτική κάλυψη σε αυτές τις επιθέσεις είναι ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης. Οι κοινωνικές οργανώσεις του κινήματος βρίσκονται, πλέον, σε ένα δίλλημα: είτε επιμένουν στον προηγούμενο τρόπο δουλειάς τους προσπαθώντας να μαζικοποιηθούν «παράλληλα» με τις φασιστικές επιθέσεις είτε αναζητούν αντιφασιστική δράση που όμως αλλοιώνει τα μαζικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά τους.
Ο συνδικαλισμένος εργαζόμενος που απεργεί για το μεροκάματο, ο μετανάστης που θέλει να εργαστεί ισότιμα και με αξιοπρέπεια, ο πρόσφυγας που αναζητεί νέο σπίτι, ο ομοφυλόφιλος που θέλει να μπορεί να συζήσει /παντρευτεί ή υιοθετήσει όπως οι ετεροφυλόφιλοι, ο γκοθάς που θέλει να έχει το στέκι του, ο μουσουλμάνος που θέλει να έχει να έχει το τζαμί του, όλοι αυτοί είναι οι στόχοι των Ταγμάτων Εφόδου. Οι κοινωνικές οργανώσεις τους, όμως, έχουν από τη φύση τους αποκεντρωμένο πολιτικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να παράξουν ένα συγκεντρωτικό σχέδιο αντιφασιστικής αντεπίθεσης που να ανταπεξέλθει στο ναζιστικό όλεθρο.
Επιπλέον, δεν μπορούν οι πολιτικές συλλογικότητες να «κρύβονται» πίσω από τις κοινωνικές οργανώσεις και να προσπαθούν να τις βάλουν μπροστά σε αυτή τη μάχη. Η συντροφική συνεργασία αντιφασιστικών, πολιτικών και κοινωνικών συλλογικοτήτων πάνω σε κατατεθειμένα σχέδια είναι όρος ανασυγκρότησης του ταξικού κινήματος. Δεν πρέπει να εφησυχαζόμαστε από αυτή την προσωρινή υποχώρηση των φασιστικών ομάδων. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, υπάρχουν πολλά «αυγά» φιδιού διασκορπισμένα και πρέπει να τα σπάσουμε πριν εκκολαφτούν.