Την Κυριακή 21 Ιανουαρίου συγκεντρώθηκε στη Θεσσαλονίκη ο ακροδεξιός εθνικιστικός εσμός. Πάνω από 300 πούλμαν από όλη την Ελλάδα, με εκπτωτικές πολιτικές των ΚΤΕΛ μετέφεραν πάνω από 15 χιλιάδες διαδηλωτές καταφέρνοντας να συγκροτήσουν ένα συλλαλητήριο που προσέγγισε τις 50 χιλιάδες κόσμο. Είχε την ανοικτή υποστήριξη του 42% των πολιτικών κομμάτων που συμμετείχαν στις εκλογές του 2015, μιας και παρέλασαν οι βουλευτές της ΝΔ, των ΑΝΕΛ, του Β. Λεβέντη και της Χρυσής Αυγής. Αυτό το δυναμικό μαζί με 8 μητροπολίτες, τον Ιβάν Σαββίδη και τους πληρωμένους μπράβους των ποδοσφαιρικών ανωνύμων εταιρειών του ΠΑΟΚ, Άρη και Ηρακλή μπόρεσαν και δημιούργησαν ένα δυναμικό πολιτικό γεγονός.
Η συγκέντρωση αυτή χτίστηκε για να σημάνει ένα «καμπάνακι» από το αστικό μπλοκ προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πως δεν της έχει δοθεί λευκή επιταγή στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο των αστών για τη διαχείριση της μνημονιακής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού, δεν είναι το κυρίαρχο πολιτικό επιτελείο του συστήματος.
Όσο κι αν καμώνονται οι συμβιβασμένοι υπουργοί πως η «καθαρή έξοδος από το μνημόνιο» είναι κοντά, αυτά τα ψέματα δεν μπορούν να πείσουν τα αστικά επιτελεία. Ακόμα και αν τελειώσει η μνημονιακή διεθνής επιτήρηση, επειδή η ανάπτυξη δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα πουθενά στην ΕΕ, ακόμη σκληρότερα μέτρα είναι μπρος στον ορίζοντα. Σε όλο τον πλανήτη υπάρχει μια ακροδεξιά αντιπολίτευση που αμφισβητεί τη δημοκρατική δυνατότητα αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Αν ο αστισμός βλέπει με μισό μάτι την Χ. Κλίντον και τους Δημοκρατικούς, την Α. Μέρκελ, την ευρωπαϊκή προοπτική του Αγγλικού και Γαλλικού κεφαλαίου, πολύ περισσότερο παραμένει δύσπιστος στις εξαγγελίες του Α. Τσίπρα και του Ε. Τσακαλώτου.
Η αδυναμία του αστικού μπλοκ να υποστηρίξει με σαφήνεια τη μία ή την άλλη στρατηγική, το έχει οδηγήσει στην υιοθέτηση της «μη-λύσης». Δημιουργώντας τις κατάλληλες πιέσεις στην κυβέρνηση αποτρέπουν «δια της διολίσθησης» μια οριστική λύση του «Μακεδονικού» ή, τουλάχιστον, τη χρέωση του στο αναλώσιμο πολιτικό προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, η ΝΔ δεν αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος του «εθνικού διχασμού» και μια ρήξη με την ΕΕ, αντίθετα απλά σιγοντάρει «από τα κάτω» τα εθνικιστικά κινήματα. Όμως, η στρατηγική του μπλοκαρίσματος των εθνικών συμφωνιών με Βόρεια Κύπρο και Μακεδονία, όσο καλή και ξυπνατζίδικη φαίνεται σε καφενειακές συζητήσεις, στην ουσία πριονίζει την όποια ελάχιστη πιθανότητα επιτυχίας της δημοκρατικής ευρωπαϊκής προοπτικής. Η διέξοδος από την κρίση με συλλογικό όχημα την ενωμένη Ευρώπη, απαιτεί σταθερό πολιτικό περιβάλλον, εχέγγυους συνομιλητές και δημιουργία ασφαλής ζώνης επενδύσεων. Η μεταφορά του όποιου εθνικού προβλήματος «σε ευνοϊκότερη περίοδο» αποσταθεροποιεί τα Βαλκάνια και φλερτάρει με ενδυνάμωση εθνικιστικών αποσχιστικών κινημάτων που θα βλέπουν με διαφορετικές συμμαχίες το πολιτικό περιβάλλον.
Η συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης και όλες οι κινήσεις για τη δημιουργία ακροδεξιού πόλου δεν είναι μια πολιτική αντεπίθεση των φασιστών. Δεν είναι ένας νέος «Μελιγαλάς 2013», όπου το φασιστικό κίνημα δοκιμάζει να ηγεμονεύσει στη «δεξιά πολυκατοικία» αναγκάζοντας τους δεξιούς καθεστωτικούς βουλευτές να σέρνονται πίσω από τα σχέδια της όποιας Χρυσής Αυγής. Αντίθετα, η κατάσταση στο στρατόπεδο τους βρίσκεται σε συνθήκες συρρίκνωσης και διάλυσης. Τα γραφεία της Χρυσής Αυγής (με τελευταίο παράδειγμα της Τ.Ο. Περάματος) κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Οι ακροδεξιές οργανώσεις ολοένα και περισσότερο οδηγούνται σε απεγνωσμένα τρομοκρατικά χτυπήματα μεγαλώνοντας την πολιτική και κοινωνική περιθωριοποίηση τους, αφού είναι ανίκανοι να χτίσουν πολιτικά ρεύματα υπεράσπισης αυτών των χτυπημάτων. Φυσικά, παραμένει ορθάνοιχτη η πόρτα της ακροδεξιάς ανασυγκρότησης. Αυτή η περίοδος transit με την συνεχή κατάπτωση της ευρωπαϊκής δημοκρατικής προοπτικής και της οικονομικής κρίσης δεν θα μπορεί να τιθασεύει για πάντα τους Τραμπ, Φάρατζ και Λεπέν του πλανήτη. Γι’ αυτό και οι συγκεντρώσεις αυτές έρχονται να συνεισφέρουν, ανοίγουν πόρτες και διεξόδους για ναζιστικές προτάσεις και διεκδικήσεις και σαν τέτοιες πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Στην ουσία η συγκρότηση των εθνικιστικών συλλαλητηρίων φέρνει στην επιφάνεια τη σύγχυση και αμηχανία που επικρατεί στο αστικό στρατόπεδο. Από τη μία δεν μπορεί να συνταχθεί με το ΣΥΡΙΖΑ και να επενδύσει στην ολοκληρωτική επιτυχία της «ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας» και της «δημοκρατικής συνομιλίας» με τη Βόρεια Κύπρο και τη Μακεδονία, από την άλλη δεν μπορεί να σηκώσει ένα «εθνικό διχασμό» και την εθνικιστική αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού κέντρου. Η διαφοροποίηση N. Δένδια και η ανοιχτή κρίση στην εκκλησία (ίσως του πιο συντηρητικού πόλου του αστισμού) που συγκαλεί έκτακτη Σύνοδο για αυτό το θέμα, είναι μερικές μόνο ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Οργάνωση Μαχητικού Αντιφασισμού θα δώσει όλες της τις δυνάμεις για την επανεμφάνιση ενός επαναστατικού υποκειμένου που θα σηκώσει το γάντι της ταξικής μάχης. Πρέπει να βρεθεί ο βηματισμός ώστε να αναμετρηθούμε με τους κυρίαρχους πυλώνες του αστικού στρατοπέδου. Σαν πρώτο βήμα, δεν μπορεί να αφεθεί το δεξιό πολιτικό σύστημα να «μισοκαλύπτει» τις εγκληματικές ενέργειες των φασιστοειδών. Δεν μπορούν να κυκλοφορούν ως ατομικότητες πολιτικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας νομιμοποιώντας δια της πλαγίας οδού το κάψιμο ενός κτιρίου (της κατάληψης Libertatia) στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, τις επιθέσεις σε αντιφασίστες πολίτες και τη βεβήλωση του μνημείου του Ολοκαυτώματος. Θα πρέπει να εξαναγκαστούν είτε να αναλάβουν της πολιτική ευθύνη των τραμπουκισμών, είτε να αποκηρύξουν τις εθνικιστικές δράσεις ως υποκινητές.
Η κατοχύρωση της ετήσιας διεθνιστικής διαδήλωσης στο τέλος Ιανουαρίου αποτελεί μια τεράστια παρακαταθήκη για την εργατική τάξη και τη νεολαία. Οι οργανώσεις και οι συλλογικότητες του ταξικού κινήματος έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν μια επαναστατική, αντικαπιταλιστική στρατηγική που να απευθύνεται στην δυνατότητα πολιτικής αλληλεγγύης των λαών των Βαλκανίων.
Η διαδήλωση της 27ης Ιανουαρίου στις 6μμ στην πλατεία Ρηγίλλης είναι ένα απαραίτητο στάδιο συγκρότησης ενός υποκειμένου που να μπορεί κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον, να αναμετρηθεί με τους πυρήνες και τις δομές δύο αιώνων καπιταλιστικού μηχανισμού.
Αθήνα, 25 Ιανουαρίου 2018