Την ώρα που το Μακεδονικό συνεχίζει να προβληματίζει την ελληνική αστική τάξη, να τη πάλι η ελληνοτουρκική κόντρα. Τα παιχνίδια στα Ίμια υπενθυμίζουν πως η υπόθεση ΑΟΖ δεν μπορεί να κλείσει τόσο εύκολα. Η πιθανότητα να βρεθούν σημαντικά κοιτάσματα στα οικόπεδα που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση, ανεβάζουν τον πυρετό των ανταγωνισμών. Το παραμύθι της ανάπτυξης είναι καλό για την εσωτερική προπαγάνδα, αλλά δεν μπορεί να θρέψει το ελληνοτουρκικό κεφάλαιο που βλέπει μια δεκαετία, σχεδόν, μηδαμινές ευκαιρίες επένδυσης. Όσο για την έξοδο από το μνημόνιο; Η Λαγκάρντ το είπε ξεκάθαρα: «και μετά τον Αύγουστο που τελειώνει το πρόγραμμα θα συνεχιστεί η διεθνής επιτήρηση. Έχουμε επενδύσει πολλά στην Ελλάδα και έχουμε δικαιολογημένο συμφέρον να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις».
Το άγχος για το κλείσιμο και την τακτοποίηση των περιφερειακών διενέξεων, έγινε εντονότερο από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια που υποκίνησε η ΝΔ. Μετά το 2009 και την αντιμνημονιακή φορεσιά που πούλησε η ΝΔ ως αντιπολίτευση, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ δεν μπορούσαν να ανεχτούν άλλη μια περίοδο αμφισβήτησης των διεθνών επιταγών από τον βασικό πολιτικό φορέα της ελληνικής αστικής τάξης. Το ξεδίπλωμα του σκανδάλου NOVARTIS έρχεται να τραβήξει το αυτάκι του Σαμαρά και όσων επιδιώκουν να σηκώσουν μια αντιΕΕ παντιέρα με αφορμή το Μακεδονικό. Το διεθνές δημοκρατικό αστικό στρατόπεδο έχει τιθασεύσει με μεγάλη επιτυχία τις ακροδεξιές (αλλά και αριστερές) αμφισβητήσεις και δεν πρόκειται να αφήσει να αναπτυχθεί μαζικός ακροδεξιός πόλος. Αλλά στο Μακεδονικό ζήτημα δεν θα δοθεί καμία λύση. Ή θα μεταφερθεί στις καλένδες παρατείνοντας την αβεβαιότητα ή θα εφαρμοστεί μια μη λειτουργική, συμβιβαστική πρόταση που θα αφήνει όλες τις πλευρές με ερωτήματα και αμφισβητήσεις. Η πόλωση και η διάσπαση του ελληνικού αστικού μπλοκ θα μεγαλώνει μέρα με την ημέρα, αμφισβητώντας τις δυνατότητες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ να φέρνουν σταθερότητα στα Βαλκάνια και επικερδείς λύσεις στο τραπέζι.
Η πιθανή διαμόρφωση ενός ακροδεξιού εθνικιστικού πόλου που «θα αντιστέκεται στις αντεθνικές κατευθύνσεις που εκπορεύονται από ΝΑΤΟ και ΕΕ» έχει φέρει μια σύγχυση στο ταξικό στρατόπεδο. Μια πτέρυγα βλέπει μια «ακροδεξιά ηγεμονία» σε μια σωστή στρατηγική που πρέπει να διεκδικηθεί. Βρίσκεται ένα βήμα από το ενιαίο μέτωπο με τους εθνικιστές «για χάρη του αγώνα ενάντια στο ΝΑΤΟ». Ένα δεύτερο κομμάτι διαπιστώνει μια γενική «ενδοαστική διαμάχη» που το παραλύει. Αδυνατεί να παρέμβει στην κεντρική πολιτική σκηνή και περιμένει στωικά να λήξει αυτή διαμάχη και να μπούμε σε «φυσιολογικούς» κανόνες πολιτικής αντιπαράθεσης. Εδώ η δεξιά, εδώ οι ρεφορμιστές που ξεπουλάνε και εδώ οι σύμμαχες δυνάμεις που κάνουν λάθος. Τέλος, ένα τρίτο κομμάτι που διαβλέπει τον κίνδυνο της φασιστικής αντεπίθεσης ενσωματώνεται στο δημοκρατικό στρατόπεδο. Η άνευ όρων αποδοχή της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ και της ΕΕ και η ταύτιση με την επικείμενη πρόταση των διαμεσολαβητών, όχι μόνο δεν θα μπορέσει να βάλει φρένο στον εθνικιστικό προστατευτισμό που θα φέρει η κατάρρευση του «κοινού σπιτιού» αλλά θα έχει ευνουχίσει τις λιγοστές ελπίδες του κόσμου της εργασίας να έχει μια ανεξάρτητη φωνή.
Η μάχη απέναντι στο ελληνικό αστικό μπλοκ δεν μπορεί να είναι αφηρημένη. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε τη φάση σύγχυσης και διάσπασης που επικρατεί στο αντίπαλο στρατόπεδο. Το τσάκισμα της ακροδεξιάς ανασυγκρότησης πρέπει να είναι ο κυρίαρχος στόχος αλλά αυτό πρέπει να γίνει με τη διαμόρφωση δικών μας εργαλείων και όχι του δημοκρατικού στρατοπέδου. Η διαμόρφωση μιας μαζικής διεθνιστικής στρατηγικής που θα προβάλλει μια ξεχωριστή κατεύθυνση είναι απαραίτητος όρος για την ανάδειξη μιας επαναστατικής πολιτικής. Βήμα – βήμα, γειτονιά με γειτονιά, συνδικάτο με συνδικάτο, φοιτητικό σύλλογο πρέπει να εμφανιστεί μια εναλλακτική κατεύθυνση κόντρα στην παράλυση και την υποχωρητικότητα. Η συγκρότηση ενός μαζικού αντιφασιστικού – αντικαπιταλιστικού πόλου είναι όσο ποτέ αναγκαία.