Τα αδιέξοδα του αριστερού κυβερνητισμού: μια σύντομη ιστορική αναδρομή
Του Γιάννη Μιχάλαρου
Η ιστορία της αριστεράς, τον τελευταίο αιώνα αποπνέει ένα έντονο άρωμα κοινοβουλευτισμού, καθώς προσπαθεί να είναι ενταγμένη, μέσα στο αστικό-δημοκρατικό πλαίσιο του καπιταλισμού. Οι μεγάλοι αγώνες του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος αποτελούν τη βάση της δυναμικής των κομμάτων της αριστεράς, αλλά δεν αρκούν από μόνοι τους να δρομολογήσουν αντικαπιταλιστικές στρατηγικές. Η κοινοβουλευτική αριστερά δυσκολευόταν να παρεκκλίνει από το μεταρρυθμιστικό μονοπάτι. Στην παρακάτω ανάλυση δεν περιλαμβάνουμε καμία εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας που έτσι κι αλλιώς έχει περιορισμένη και αμφιλεγόμενη παρουσία στην ελληνική ιστορική πραγματικότητα.
Η προσπάθεια της αριστεράς να επιμένει να διεκδικεί ρόλο στην αστική διαχείριση, ανήμπορη να εκμεταλλευτεί τις ρωγμές που εμφανίζονταν στο καθεστώς, δημιουργούσε ανά περιόδους μαζικές ελπίδες και κοινωνικές συσπειρώσεις. Δημιουργούσε μια αντιφατική πολιτική συνθήκη όπου οι ελπίδες των πληβείων τάξεων οδηγιόντουσαν σε ένα «αναγκαίο» συμβιβασμό με το κεφάλαιο. Αυτή η «μισή διαδρομή» όχι μόνο δεν τσάκιζε τις αστικές δυνάμεις οδηγούσε το κεφάλαιο σε έναν ρεβανσισμό που στοίχιζε ζωές, καθόριζε μνήμες και κατέληγε σε περαιτέρω αφαίμαξη του κόσμου της εργασίας. Η κοινοβουλευτική εμμονή, βαθιά ριζωμένη στις συνειδήσεις των αγωνιστών, δεν έπαυε να διαπνέει όλες τις ηρωικές αλλά ανεπαρκείς προσπάθειες της εργατικής τάξης να απελευθερωθεί από τον ζυγό και να πάρει τα ηνία της πολιτικής εξουσίας στα χέρια της. Το τίμημα ήταν βαρύ, κυρίως λόγω της διαμόρφωσης μίας αιωνόβιας πολιτικής μήτρας η οποία, συνεχίζει να τροφοδοτεί μέχρι και σήμερα την ανημποριά της αριστεράς να χαράξει μία εναλλακτική, επαναστατική στρατηγική. Δεν ήταν λοιπόν ορισμένα στιγμιαία λάθη, αυτά που δέσμευσαν και δεσμεύουν πολιτικές αλλά η φυσική εξέλιξη συγκεκριμένων κάθε φορά αποφάσεων.
Όταν τα όπλα τελικά δεν μίλησαν (ΕΑΜ)
Με την ελληνική αντίσταση απέναντι στους ναζί να αναγνωρίζεται από τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού, το ΕΑΜ είχε καταφέρει να συγκεντρώσει χιλιάδες μέλη και να κερδίσει την πολιτική ηγεμονία εκείνη την περίοδο. Η ελληνική δεξιά και το κεφάλαιο είχε συνταχθεί με τις δυνάμεις Κατοχής κι έτσι οι ελπίδες για την ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους είχε εναποτεθεί στη συνεργασία με τις μεγάλες δυνάμεις, κυρίως με τη Μεγάλη Βρετανία.
Το ΚΚΕ έχοντας χτιστεί στις πολιτικές της 6ης Ολομέλειας, αναζητούσε τη συμμαχία με το «δημοκρατικό» κεφάλαιο. Η συμφωνία της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 1945 δεν ήταν ένα στιγμιαίο λάθος. Όλη η προηγούμενη χρονιά υπήρχαν συνομιλίες με τις δυνάμεις των ιμπεριαλιστών και του κεφαλαίου για την ομαλή παράδοση της εξουσίας. Πριν τη συνθήκη της Καζέρτας το Σεπτέμβριο του 1944 και τη δημιουργία ενιαίου εθνικού στρατού, υπήρξε η ντροπιαστική συμφωνία του Λιβάνου (Μάιος 1944) όπου η αντιπροσωπεία της αριστεράς συνομολόγησε την καταδίκη της εξέγερσης του κινήματος ναυτών στη Μέση Ανατολή αλλά και της «ΕΑΜικής τρομοκρατίας» στην ύπαιθρο. Η ρεφορμιστική αριστερά στην προσπάθεια να δώσει εγγυήσεις αστικής πειθαρχίας, αφοπλιζόταν ιδεολογικά – πολιτικά και εν τέλει οργανωτικά.
Αν η μία όψη ήταν τα γεμάτα τουφέκια στα χέρια των κομμουνιστών, η άλλη αποτυπωνόταν στις σημαίες με τα εθνικά σύμβολα που έσμιγαν στις 12 Οκτωβρίου του 1944 μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τα κατοχικά στρατεύματα, δημιουργώντας ένα βαρύ συμβολισμό, με τη συνύπαρξη ελληνικών, βρετανικών, αμερικάνικων μαζί με το σφυροδρέπανο.
Το αποτέλεσμα ήταν θλιβερό, τόσο που πλανιέται από πάνω μας μέχρι και σήμερα μαζί με τα δάκρυα των ανταρτών, όταν παρέδωσαν τα όπλα στη μετέπειτα συμφωνία της Βάρκιζας. Η εθνική ενότητα πέτυχε το σκοπό της. Η έλλειψη πολιτικής βούλησης και προετοιμασίας για τη σύγκρουση με τη σταλινική γραμμή έπαιξε το ρόλο της, ούτως ώστε ενώ οι συνθήκες και οι συσχετισμοί που παρουσίαζε η ελληνική πραγματικότητα τότε, ήταν ικανές να οδηγήσουν στην κομμουνιστική ελπίδα, μακριά από συμβιβασμούς και ηττοπάθειες, προώθησε αντίθετα τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια και χιλιάδες κομμουνιστές στα ξερονήσια, με την αστική τάξη αποφασισμένη να εκδικηθεί για όλες τις επαναστατικές υποψίες που είχαν αναπτυχθεί στον κόλπο του εργατικού κινήματος. Το αστικό επιτελείο είχε σαφή προσανατολισμό και κατάφερε να πετύχει το σκοπό του, να απομακρύνει δηλαδή το όραμα του κομμουνισμού για αρκετά χρόνια από την επικαιρότητα, κάνοντας τον τριετή εμφύλιο που ακολούθησε.
Επαναλαμβάνοντας το λάθος με καταφύγιο το κοινοβούλιο (ΕΔΑ)
Με μία απομονωμένη αριστερά και το ΚΚΕ στην παρανομία, η εμφάνιση της ΕΔΑ δεν ήταν ένα αμελητέο γεγονός. Κατάφερε, μόλις δύο χρόνια μετά τη συντριβή του τρίχρονου εμφυλίου πολέμου, να εκλέξει τους πρώτους βουλευτές το 1951 και να γίνει το μοναδικό κοινοβουλευτικό κόμμα που καταψήφισε την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ ενώ το 1958 να συγκεντρώσει 24,4% των ψήφων και να ξυπνήσει στο κεφάλαιο και τους υποστηρικτές του, πρόσφατες επικίνδυνες μνήμες. Πώς αλλιώς να γινόταν όταν οι «κατσαρίδες»1 κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να αναδειχθούν, 14 χρόνια μετά, αξιωματική αντιπολίτευση! Η συσπείρωση του ΚΚΕ, που αφιέρωσε τους παράνομους πυρήνες σε ολόκληρη τη χώρα στην εκλογική μάχη και η συνεργασία του με μικρότερα αριστερά κόμματα που φορούσαν τον μανδύα της δημοκρατικής νομιμότητας και κατάφερναν να επιβιώνουν, έφερε στην αριστερά, το μεγαλύτερο ποσοστό που συγκέντρωσε μέχρι τότε στο κοινοβούλιο. Ταυτόχρονα όμως έσκαβε το λάκκο της, χτίζοντας πάνω στα σκαριά των λαθών του παρελθόντος. Η ανασύνταξη της δεξιάς με προμετωπίδες της το κράτος και το παρακράτος, δεν άργησε να συμβεί μετά από λίγα χρόνια μουδιάσματος, δασκαλεμένη από την ταξική πάλη των προηγούμενων δεκαετιών. Όπως μαρτυρούν σχετικά έγγραφα της εποχής, αξιοποιήθηκαν μέγιστα αντικομουνιστικές γκρούπες και παρακρατικοί φασίστες προς όφελος μίας νέας δίωξης της αριστεράς που θα λάμβανε χώρα. Και όλα αυτά, εις γνώσιν της Ένωσης Κέντρου που είχε πρωτοστατήσει τα προηγούμενα χρόνια στην αντικομμουνιστική λαίλαπα. ‘’Θα κάνομεν εκλογάς με τους χωροφύλακες και με το πιστόλι στο χέρι’’ ομολογούσε ο Γ. Παπανδρέου στους συνεργάτες του, προμηνύοντας τις εξελίξεις που συνέβησαν στις γνωστές ‘’εκλογές βίας και νοθείας’’ το 1961.
Η ΕΔΑ χωρίς να αντιλαμβάνεται την ισχύ της, που είχε δημιουργήσει ανησυχίες στο καθεστώς, απέτυχε να απαντήσει με το (απαραίτητο) ίδιο νόμισμα και να εκμεταλλευτεί την απεύθυνση των πληβείων τάξεων προς εκείνη.Ήταν η κρίσιμη στιγμή που χρειαζόταν να απογυμνωθεί το σύστημα και να κατατεθεί εναλλακτική πρόταση, μακριά από τον κοινοβουλευτισμό που πριόνιζε την προσπάθεια. Στο βωμό εκδίωξης της δεξιάς ΕΡΕ, συνέχιζε να ευλογεί την Ένωση Κέντρου, θυσιάζοντας υποψήφιους βουλευτές στην επικράτεια που δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το εκλογικό σύστημα της εποχής που έβαζε υψηλό πλαφόν στην εκλογή τους και ενίσχυε εκείνους του ‘’δημοκρατικού τόξου’’. Η κάμψη της ΕΔΑ, πέρα από τα χαμηλά κοινοβουλευτικά ποσοστά, αποτυπώθηκε στα Ιουλιανά το 1965. Οι εργάτες στις διαδηλώσεις να συγκρούονται με την αστυνομία, δηλώνοντας τις προθέσεις τους για κλιμάκωση της ταξικής πάλης, να εμφανίζεται μια μειοψηφική αλλά δυναμική Νέα Επαναστατική Αριστερά και η «μαζική» κοινοβουλευτική αριστερά να παραμένει αμήχανη μπροστά στις εξελίξεις. Η αποθέωση της λανθασμένης πολιτικής εκτίμησης ήρθε δύο χρόνια μετά, με την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας, χωρίς να ανοίξει μύτη από την κοινοβουλευτική αριστερά.
Μεταπολίτευση: η αριστερά ξανά στο προσκήνιο (ΚΚΕ-ΚΚΕ εσ.)
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 επανέφερε την αριστερά στο προσκήνιο, μετά από επτά χρόνια στο γύψο. Οι δυνάμεις της Επαναστατικής Αριστεράς πάλευαν για την πτώση της Χούντας ενώ η ρεφορμιστική αριστερά αγωνιούσε για τη φιλελευθεροποίησή της και αποδεχόταν την θεσμική μετεξέλιξη της σε κοινοβουλευτική «δημοκρατία». Η ενσωμάτωση του κρατικού μηχανισμού της δικτατορίας στη μεταπολιτευόμενη δημοκρατία από τον Καραμανλή και η νωπή μνήμη των εγκλημάτων της χούντας, άφηνε πολλά περιθώρια στην αριστερά να αναπτυχθεί με αυτοπεποίθηση και φρόνημα, επανανοηματοδοτώντας τον ρόλο της, κάνοντας επίκαιρα τα επαναστατικά ιδεώδη που έβρισκαν χώρο να αναπτυχθούν, μακριά από το πιστόλι στον κρόταφο που έβαζαν οι συνταγματάρχες.
Ο Ριζοσπάστης πανηγύριζε την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Το ΚΚΕ πρόβαλλε το σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» και «Πραγματική Αλλαγή» απέναντι στο σύνθημα «Αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ, αναζητώντας την απλή αναλογική και τη συγκυβέρνηση. Το ΚΚΕ θεωρούσε τον εαυτό του απαραίτητο «εγγυητή» των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που έφερνε η ελληνική σοσιαλδημοκρατία.
Μετά την πρώτη τετραετία και τις καθυστερημένες (αλλά αναγκαίες) δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, το 1985 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξαπολύει μια τεράστια επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και στα εισοδήματα των εργαζομένων. Οι ιδιωτικοποιήσεις προς όφελος ενός νέου τμήματος της αστικής τάξης που είχε συμμαχήσει με την κυβέρνηση και η άγρια καταστολή που έδειχνε το πρόσωπο μίας διακυβέρνησης που θύμιζε τα… παλιά, ξεσήκωσαν μαχητικές κινητοποιήσεις από μεγάλος μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος, οι οποίες αν και περιορίζονταν σε συντεχνιακά αιτήματα με σημαία μία πιο δημοκρατική ομοσπονδία σωματείων, κατάφεραν να φθείρουν τη σοσιαλδημοκρατία και να δημιουργήσουν ρωγμές στο εσωτερικό της.
Διαμαρτυρόμενα για αυτή τη νέα τροπή, χιλιάδες στελέχη της ΠΑΣΚΕ διαγράφονται ή αποχωρούν, συγκροτώντας μία νέα συνδικαλιστική παράταξη και συμβάλλοντας σε μία μεγάλη έξαρση των αγώνων, στους οποίους πρωτοστάτησαν εργοστασιακά σωματεία υπό την ηγεσία της πρώην ΠΑΣΚΕ, νυν διαφωνούντων με την νέα πολιτική. Οι κινητοποιήσεις εξαπλώνονται από τα κατειλημμένα εργοστάσια και σχολεία, στις κινητοποιήσεις των Δήμων και στις συγκρούσεις του φοιτητικού κινήματος το 1987.
Η άνοδος του εργατικού κινήματος όχι μόνο δε συνοδεύτηκε από την απαιτούμενη πολιτική κλιμάκωση αλλά επισκιάστηκε από τις επόμενες εξελίξεις. Το ‘’βρώμικο ‘89’’, η συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΕΑΡ) με τη Δεξιά δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Οι διαδηλώσεις, οι απεργιακές φρουρές και οι συγκρούσεις των διαδηλωτών με τα ΜΑΤ που δήλωναν την αποφασιστικότητα των εργαζομένων στους αγώνες των προηγούμενων ετών, καταδικάζονταν από την ηγεσία του ΚΚΕ. Με τον υποτιμητικό όρο ‘’γιουρούσια’’ καταδίκαζε τις κινητοποιήσεις που ξέφευγαν από τα όρια που έβαζε το κόμμα και αναζητούσαν πιο ριζοσπαστικές μορφές δράσης απέναντι σε κράτος και κυβέρνηση.
Οι προσδοκίες των εργατικών αγώνων άρχισαν να παίρνουν την κατιούσα με το πλαίσιο συνεργασίας ΚΚΕ-ΕΑΡ, συνεργασία η οποία άνοιξε το δρόμο για τη συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία το 1989. Το «Κοινό Πόρισμα» των δύο κομμάτων δε θύμιζε σε τίποτα την κομμουνιστική πολιτική. Εκθειάζονταν τα ‘’Νέα πλαίσια επιχειρηματικής δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου που να ευνοούν τη νέα αναπτυξιακή πολιτική’’, η «δημοκρατική αναδιοργάνωση της αστυνομίας και του στρατού», η αποδοχή της νέας (τότε) Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προσπάθεια αριστερού καθορισμού της. Τα σχέδια και οι συνεννοήσεις που αποσκοπούσαν στην καλύτερη διαχείριση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων εργασίας και όχι στην ανατροπή τους, ήταν η αιτία που οδήγησε την αριστερά στην κυβέρνηση Τζαννετάκη αλλά και στην επόμενη «Οικουμενική» μαζί με ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και να γίνει συνένοχη στη θέσπιση σειράς αντεργατικών μέτρων που υλοποιήθηκαν μάλιστα μέσα στους επόμενους έξι μήνες, όπως ιδιωτικοποιήσεις (Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης), κατάργηση ασφαλιστικών και αμφισβήτηση ευρύτερων κοινωνικών δικαιωμάτων.
Οι διασπάσεις του ΚΚΕ, η ίδρυση νέων κομμάτων, η επιστροφή στελεχών στο ΠΑΣΟΚ και τα πολύ χαμηλά ποσοστά που συγκέντρωσαν τα κόμματα της αριστεράς στις εκλογές των επόμενων χρόνων, ολοκλήρωσαν μία περίοδο που μούδιασε τους εργατικούς αγώνες, και οδήγησε σε μια σιωπηρή αναμονή της επόμενης απορρύθμισης του συστήματος, που όμως άργησε σχεδόν τριάντα χρόνια.
ΣΥΡΙΖΑ: πρώτη φορά αριστερά (χωρίς το ΚΚΕ)
Με την έναρξη της κρίσης του 2009 και την εξέγερση του 2008 ‘’να μην έχει πει την τελευταία της λέξη’’, φάνηκε γρήγορα η σήψη της ηγεμονίας των δύο κυβερνητικών κομμάτων. Η εξέγερση των Ζαπατίστας στο Μεξικό το 1994, τα ροζ κινήματα στη Λατινική Αμερική και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα έδωσαν νέα μεθοδολογικά εργαλεία και ενίσχυσαν την επιρροή της αριστεράς αν και τα αποτελέσματα άργησαν να φανούν, εν όψει της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις του 2006 προετοίμαζαν την κοινή γνώμη για την αντίσταση που θα επιχειρούνταν τα επόμενα χρόνια και την αμηχανία του καθεστώτος. Η αμφισβήτηση του δικομματισμού και των πολιτικών του, προσέφεραν γόνιμο έδαφος για να αναζωπυρωθούν διάφορες προσεγγίσεις από τη μεριά του εργατικού κινήματος και το σύνθημα ‘’Άμεση δημοκρατία τώρα! Όλοι έξω στις πλατείες’’ έγινε πράξη. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές για αρκετούς μήνες ‘’στρατοπέδευσαν’’ στις πλατείες όλης της χώρας, μαζικές απεργίες διαδέχθηκαν η μία την άλλη και το αποτέλεσμα των εκλογών του 2012 βρήκε τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ στο ναδίρ και της Νέας Δημοκρατίας σημαντικά μειωμένα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βασισμένος σε αυτή την κοινωνική δυναμική διαμόρφωσε μια κυβέρνηση που για πρώτη φορά η αριστερά δεν ήταν μειοψηφία αλλά κυρίαρχη πολιτική δύναμη και η «δεξιά» στην αντιπολίτευση. Αλλά όπως και τις άλλες δύο φορές, διατράνωσε πως «η κυβέρνηση είναι ειδικού σκοπού», «συγκεκριμένου και περιορισμένου» και εν τέλει «δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε το πρόγραμμα μας». Όμως η αστική τάξη είναι ηγεμονική με ή χωρίς κυβέρνηση, με ή χωρίς κοινοβούλιο. Δεν ανέχεται πειράματα και ταλαντεύσεις.
Τέσσερα χρόνια μετά, η ‘’πρώτη φορά αριστερά’’ πέφτει από κυβέρνηση έχοντας υλοποιήσει τρίτο μνημόνιο, ιδιωτικοποιήσεις και έχοντας αφήσει ανεξέλεγκτους όλους του μηχανισμούς της αγοράς (τραπεζίτες – ΔΝΤ – καναλάρχες κλπ) αλλά και του Βαθέος Κράτους (μπάτσους, στρατιωτικούς, δικαστές κλπ).
Υπάρχει άλλος δρόμος έξω από τον κοινοβουλευτικό;
Τα αδιέξοδα του κοινοβουλευτικού δρόμου μεταφέρονται στις πλάτες όλου του εργατικού κινήματος γιατί αποτελούν την μόνη «ορατή» αριστερά στο πολιτικό σκηνικό. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου του 2023 διαμορφώνουν ένα δυσμενές πεδίο για όλη την αριστερά αλλά πρέπει να αναγνωστούν ως συγκεκριμένη και παταγώδη αποτυχία της ρεφορμιστικής στρατηγικής που στάθηκε ανίκανη να προβάλλει έστω στα λόγια ένα αντίλογο στην ακροδεξιά επίθεση του κεφαλαίου.
Η κριτική που προβάλλει στη λογική του κυβερνητισμού το ΚΚΕ είναι υποκριτική. Έγινε το 2013 όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά ένας αριστερός σχηματισμός που διεκδικούσε την «εξουσία» και, άρα, την ίδια κληρονομιά αλλά δεν περιείχε το ΚΚΕ. Η απόρριψη του κοινοβουλευτικού δρόμου δεν γίνεται μέσα από τη στρατηγική της Επανάστασης, Πολύ περισσότερο έγινε μέσα από μια διαδικασία εσωστρέφειας και αποχής από τα σημαντικά κινηματικά γεγονότα της προηγούμενης περιόδου (αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, εξέγερση Γρηγορόπουλου, μάχη για την Κούνεβα, αντιμνημονιακοί αγώνες). Η λογική της αστικής (συν)διαχείρισης θα έλθει ξανά στο προσκήνιο όταν εξαλειφθεί ο «ανταγωνιστής» ΣΥΡΙΖΑ που έθεσε σε κίνδυνο τη στρατηγική αξία ύπαρξης του ΚΚΕ.
Η αξιοποίηση της μαζικής αγανάκτησης από τον ρεφορμισμό και η παρέκκλιση από το πολιτικό διακύβευμα, ανέδειξαν όχι μόνο την ίδια την επαναστατική αναγκαιότητα αλλά και τα αδιέξοδα της μεταρρυθμιστικής αυτής κατεύθυνσης. Η στάση αυτή της αριστεράς απέναντι στα γεγονότα όπως περιγράφηκαν πιο πάνω, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα ένα ‘’στιγμιαίο λάθος’’ στην ιστορία που ωστόσο καθόλου τέτοιο δεν ήταν. Μπορεί ο πολιτικός χώρος της αριστεράς να πηγάζει από την ιστορική μήτρα της ρήξης με τον καπιταλισμό αλλά οι αποτυχημένες προσπάθειες που επανέλαβαν οι εκπρόσωποι της εδώ και έναν αιώνα, διαποτισμένες από την επιθυμία της για συμμετοχή στην κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, κατάφεραν να υπονομεύσουν το διάλογο γύρω από την επανάσταση.
Χωρίς καμία υποτίμηση της βούλησης που προκύπτει σε κάθε ιστορική συγκυρία, η συνήθεια που περιγράφεται, έχει επιβάλλει όρια που μόνο ένας διαφορετικός πολιτικός οργανισμός ανασυνταγμένος επαναστατικά θα καταφέρει να υπερβεί. Ο οργανισμός αυτός θα πρέπει να είναι έτσι δομημένος ώστε να αντιληφθεί ότι η αναμέτρησή του με την ιστορία θα είναι σκληρή και η επαναστατική του επιτυχία θα είναι στις κρίσιμες στιγμές, το αίτημα μιας εργατικής τάξης που δεν ξεχνάει την ταυτότητά της.
Για να μη μείνουμε μόνο στα ευχολόγια και στην εξιστόρηση των αποτυχιών της αριστεράς στην πορεία των χρόνων, αξίζει να τονιστεί ότι η βούληση διαμορφώνεται στο πλαίσιο επιλογών που πάντα υπάρχουν και οδηγούν καθεμία σε διαφορετική κατεύθυνση. Είναι στο χέρι μας την επόμενη φορά που θα μας δοθούν οι επιλογές, να κάνουμε τη σωστή ώστε αυτή τη φορά να έχουμε να διηγηθούμε μία ιστορία επιτυχίας.