Ο Σαχζάτ Λουκμάν ήταν ο πρώτος οικονομικός μετανάστης με όνομα κι επίθετο που δολοφονήθηκε από τάγμα εφόδου της χρυσής αυγής. Ήταν ο πρώτος που δεν βρέθηκε νεκρός «από αγνώστους», από «αγνώστους». Έτσι μάθαμε πως οι μετανάστες πέρα από όνομα, έχουν πατέρα και μάνα και αδέλφια και εν τέλει ζωή. Δεν ήταν χαραμοφάης, δεν ήρθε να «κλέψει» και να «βιάσει τις κόρες και τα παιδιά μας». Ήταν 27 χρονών και δολοφονήθηκε στις 3 τα ξημερώματα πηγαίνοντας για δουλειά.
Ο Σαχζάτ Λουκμάν με το θάνατό του έκανε γνωστή στο πανελλήνιο την σκληρή καθημερινότητα που βίωναν οι οικονομικοί μετανάστες εκείνη την περίοδο και συγκεκριμένα το Γενάρη του ‘ 13. Όχι ότι δεν ξέραμε, δηλαδή, εμείς οι ημεδαποί ότι οι ξένοι, οι μαύροι, οι «πάκιδες», οι «μοχάμεντ» και όλοι αυτοί κάνουν τις πιο σκληρές δουλειές. Τις δουλειές που εμείς δεν θα επιτρέπαμε ποτέ στον κανακάρη μας να κάνει. Άλλωστε, τί τον σπουδάσαμε, έτσι δεν είναι; Πάντως, το να δολοφονούνται κιόλας, εκτός από το να θεωρούνται κατώτεροι από ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, ήταν ένα χαστούκι για πολλούς από αυτούς που εκείνη την εποχή είχαν παγώσει από τη σαστιμάρα που προκαλούσε η ραγδαία άνοδος του φασισμού στην Ελλάδα. Παρ όλα αυτά το ποτήρι δεν είχε ξεχειλίσει ακόμα. Ένας πακιστανός δεν σήμαινε ότι ήταν δα και Έλληνας κι ας είχε πλέον όνομα.
Γενάρης 2013 ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ – ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ
Εκείνη η εποχή ( μόλις πριν τέσσερα χρόνια δηλαδή) είναι μια περίοδος που το αντιφασιστικό αλλά και συνολικά το ταξικό κίνημα επιλέγει κακώς να μην τη θυμάται. Ήταν η εποχή όπου ακόμα οι Παναγιώταροι αλωνίζανε σε εκπομπές της Τατιάνας, οι Κασιδιάρηδες παρουσιάζονταν ως οι ωραίοι σε γκόσιπ εφημερίδες, ο ένας χρυσαυγίτης περνούσε απέναντι τη γιαγιά του άλλου και γινόταν πρωτοσέλιδο στο Πρώτο Θέμα, ενώ έξω στο δρόμο ναζιστικά τάγμα εφόδου σακάτευαν, μαχαίρωναν, έσπαγαν μαζί με στελέχη της χρυσής αυγής και έμεναν πάντα ατιμώρητα ακόμα και όταν πιάνονταν επ’ αυτοφώρω. Στις γειτονιές και στα καφενεία του Πειραιά της Νίκαιας, των Καμινίων, και αλλού γίνονταν συζητήσεις για φήμες που κυκλοφορούσαν για μέρη όπου μετανάστες αλυσοδένονταν και αφήνονταν να πεθάνουν ή πως ο Κηφισός ξέβραζε πτώματα πακιστανών που κανείς δεν αναζητούσε. Ο ρόλος της αστυνομίας ήταν όχι απλά εξόφθαλμα υποστηρικτικός στη φασιστική δράση, αλλά και έντονα επιθετικός απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια αντιφασιστών να κατέβουν απλά στο δρόμο. Το αντιφασιστικό κίνημα αναζητούσε τρόπους να βάλει ένα τέλος στη φασιστική τρομοκρατία αλλά δεν μπορούσε να ξεπεράσει αγκυλώσεις που το κρατούσαν αλυσοδεμένο σε φοβικές λογικές. Γι αυτό και η δολοφονία του Σαχζάτ δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Όλοι την είχαν ακούσει από πριν γίνει.
Χαρακτηριστικό της άνεσης που αισθάνονταν ακόμα και όταν μαχαίρωναν θανάσιμα οι φασίστες, ήταν ότι οι Διονύσης Λιακόπουλος και Χρήστος Στεργιόπουλος (τα καθάρματα που δολοφόνησαν το Λουκμάν) μετά την πράξη τους δεν ένιωσαν το παραμικρό άγχος, έφυγαν χωρίς να βιάζονται για να συλληφθούν λίγο αργότερα στο Σύνταγμα με τα μαχαίρια πάνω τους. Η κλήση στην αστυνομία και οι πληροφορίες δόθηκαν από αυτόπτες μάρτυρες από παρακείμενο σπίτι. Στα σπίτια των δολοφόνων βρέθηκε μεταξύ άλλων όπλων και υλικό της χρυσής αυγής σε ποσότητα που πρόδιδε πως δεν ήταν απλοί ψηφοφόροι. Αλλιώς τι να κάνουν ένα πάκο από 120 ψηφοδέλτια της εγκληματικής οργάνωσης;
Για την ιστορία οι φασίστες καταδικάστηκαν αρχικά σε ισόβια ύστερα από 17 μήνες, ενώ σήμερα περιμένουν και την απόφαση του εφετείου. Αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα ρατσιστικό κίνητρο, ενώ δεν είχαν κανένα ελαφρυντικό. Η υπόθεσή τους αργότερα συνδέθηκε με την κεντρική δίκη της χρυσής αυγής.
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Από τις 17 Γενάρη του ’13 έγιναν πολλά, αλλά δυστυχώς το αντιφασιστικό κίνημα φαίνεται ότι αργεί να επεξεργαστεί τα νέα δεδομένα που βρίσκει κάθε φορά μπροστά του. Εκείνη τη μέρα δεν ήμασταν έτοιμοι να σηκώσουμε τον πήχη της απάντησης σε τέτοιο επίπεδο που να αναχαιτίσει τη δράση των ναζί. Οι δράστες είχαν συλληφθεί, ενώ ο Λουκμάν δεν φάνταζε να είναι τελείως ένας από μας. Εκτός αυτού, η δολοφονία είχε γίνει στα Πετράλωνα, περιοχή με πολλές οργανώσεις και συλλογικότητες της αριστεράς και της αναρχίας με έντονη δράση στην περιοχή. Αλλά μόνο στην περιοχή. Και τότε όπως και σήμερα οι οργανώσεις του αντιφασιστικού κινήματος έμεναν εγκλωβισμένες σε μια τοπικιστική λογική που έλεγε για τη μεν αριστερά “θα κινητοποιήσω τους τοπικούς δικούς μου”, για τη δε αναρχία “πάμε όλοι να κάνουμε πορεία στη γειτονιά”. Αντίληψη που από μόνη της υποβάθμιζε ένα τεράστιο γεγονός και το καταδίκαζε σε εσωστρεφή κοινωνική απεύθυνση.
Χρειάστηκε να περάσουν άλλοι εννιά μήνες και να δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας για να καταφέρουμε να φέρουμε το ζήτημα της φασιστικής τρομοκρατίας στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ακόμα και τότε, όμως, αυτό έγινε με τοπικούς όρους, ενώ η αντιφασιστική πορεία που ακολούθησε και έγινε στο κέντρο της Αθήνας, (η μεγαλύτερη που οργανώθηκε ποτέ στη Ελλάδα), έγινε μέσα σε κλίμα διάσπασης και σύγχυσης για τη συνέχεια, με την αναρχία να λάμπει δια της απουσίας της. Στο τέλος, η ποινική δίωξη κατά της ηγεσίας της εγκληματικής οργάνωσης που ξεκίνησε στον απόηχο των τεράστιων αντιφασιστικών διαδηλώσεων που έγιναν σε όλη τη χώρα, έβγαλαν τις οργανώσεις του κινήματος από τη δύσκολη θέση της απάντησης στο ερώτημα “τι κάνουμε με τους φασίστες πλέον”. Είχε πια αναλάβει το κράτος, η χρυσή αυγή διώκονταν, κάποιοι αστυνομικοί ξηλώνονταν, και τα πράματα πλέον θα ήταν πιο εύκολα για το ταξικό κίνημα. Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν κάποιοι.
Όντως έκλεισαν κάποια γραφεία τους στην Αθήνα και ανά την Ελλάδα, όντως διαλύθηκαν κάποιοι πολύ ενεργοί τους πυρήνες, και ναι η κατάσταση σήμερα είναι κάπως καλύτερη. Το ερώτημα πάντως του “τι κάνουμε με τους φασίστες;” παραμένει και είναι αμείλικτο. Στο σήμερα που οι εχθροί μας βρίσκονται πολύ πιο αποδυναμωμένοι έπρεπε να έχουμε περάσει ήδη στη φάση του “πότε τους τελειώνουμε και πως προχωράμε;”, αντί αυτού φέτος θα γίνουν ξεχωριστές, κομματικές πορείες για τη μνήμη του χαμένου Λουκμάν και καμία την ημερομηνία που έγινε η δολοφονία του. Λες και οι ημερομηνίες του αγώνα μας είναι κινητές γιορτές να τις κάνουμε όποτε βολευόμαστε. Λες και είναι δύσκολο να βρεθούν μαζί στο δρόμο οι δυνάμεις του αντιφασιστικού κινήματος για ένα τέτοιο γεγονός απόδοσης τιμής σε έναν εργάτη που χάθηκε από φασίστες την ώρα που πήγαινε για το μεροκάματό του.
Είναι αλήθεια πως το αντιφασιστικό κίνημα δεν είναι στο σημείο που θα θέλε ο κάθε ένας και μία από μας να είναι. Από την άλλη πάλι, μάλλον δε θα ‘ναι και ποτέ. Οι πολιτικοί αγώνες πάντα θα έχουν να αντιμετωπίσουν την προβληματική της υπέρβασης των κεκτημένων. Υπάρχει και η άλλη όψη όμως. Πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του Λουκμάν, ο μαχητικός αντιφασισμός έχει χτίσει δικό του ρεύμα μέσα στο ευρύτερο αντιφασιστικό κίνημα διεκδικώντας να επηρεάσει το τρόπο σκέψης και δράσης συνολικά του ταξικού κινήματος. Οι πολιτικές μάχες που έχει δώσει και απέναντι στους εχθρούς του, αλλά και εντός του κινήματος τον έχουν καταστήσει ως παράγοντα που δεν μπορεί να μην λαμβάνεται υπόψη από όλες τις δυνάμεις. Το γεγονός και μόνο πως δια μέσου αυτού δίνονται λύσεις σε πεδία και αντιμετωπίζονται οι φασίστες σε περιοχές όπου το υπόλοιπο κίνημα ούτε που θέλει να ακούσει, λέει πολλά για το ρόλο που φιλοδοξούμε να παίξει στο άμεσο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, η υιοθέτηση και αφομοίωση της αντίληψης ότι οι δυνάμεις του κινήματος μπορούν να στηρίζονται στα πόδια τους και δίνουν λύσεις που θα ξεφεύγουν από τα θεσμικά πλαίσια όπως και από το μικροαστισμό της ομαδούλας μας, θα περάσει μέσα από την ευθεία αντιπαράθεση με τους φασίστες . Για να το πούμε κι αλλιώς, πάνω στα κεφάλια των ναζί θα μάθουμε να υπερασπιζόμαστε την τάξη μας και θα ετοιμαστούμε για την αντικαπιταλιστική εξέγερση. Στο δρόμο αυτό πάντως θέλουμε οι νεκροί μας να έχουν τη θέση που τους ανήκει στην ιστορία. Γιατί ακόμα δεν έχουμε τελειώσει με το φασισμό στην Ελλάδα, όσο κι αν ορισμένοι επιλέγουν να κλείνουν μάτια και αυτιά. Σήμερα μπορούν και το κάνουν επειδή υπάρχουν κάποιοι άλλοι που στέκονται ανάχωμα κι αυτό για τώρα φτάνει. Τα πράγματα όμως, όσο δεν τελειώνουμε τους φασίστες θα αλλάξουν, και τότε θα πρέπει να έχουμε χτίσει ήδη τις δικές μας απαντήσεις που δεν δώσαμε στις 17 Γενάρη του ’13.