Το βράδυ του Σαββάτου της 6ης Δεκέμβρη του 2008, μια σφαίρα από το περίστροφο του αστυνομικού, εν ώρα υπηρεσίας, Επαμεινώνδα Κορκονέα πλήττει θανάσιμα τον νεαρό μαθητή Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Απ ‘τον εκκωφαντικό κρότο ξυπνάει μια ολόκληρη χώρα. Μαζί της ξυπνάει και το φάντασμα της εξέγερσης. Γιατί όμως το φάντασμα της εξέγερσης κοιμόταν τόσο ελαφριά εκείνο το βράδυ;
Το περιβάλλον της εξέγερσης
Το κίνημα του Δεκέμβρη δανείζεται τα εργαλεία του και τους τρόπους πάλης από τις σύγχρονες μητροπολιτικές εξεγέρσεις των τελευταίων δεκαετιών (ενδεικτικά Λος Άντζελες 1992, Παρισινά προάστια 2005) καθώς και από το αντι-παγκοσμιοποιητικό κίνημα (Σιάτλ 1996, Γένοβα 1998) και τις τακτικές του Black Block που ακολούθησαν οι διαδηλωτές και κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο είναι οι αναρχικές ομάδες και τα φοιτητικά στέκια. Χωρίς να υπάρχει μια ενιαία οργάνωση ή ακόμα και συντονισμός, παρατηρείται μια κοινή συνισταμένη στο τρόπο δράσης αλλά και συνεννόησης όλων των επιμέρους κομματιών που πραγμάτωσαν την εξέγερση.
Το 2008 έχει ήδη δοθεί το σήμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης μέσα από την κατάρρευση του οικονομικού κολοσσού των ΗΠΑ, Lehman Brothers. Η χώρα βρίσκεται σε δεύτερη χρονιά ύφεσης, αλλά παρ’ όλη την ευμάρεια και ανάπτυξη της προηγούμενης δεκαετίας, ένα τεράστιο ποσοστό της εργατικής τάξης, και ιδιαίτερα των νέων προλετάριων, είναι αποκλεισμένη από αυτήν. Ήδη μιλάμε για την γενιά των 700 ευρώ και αρχίζει σιγά-σιγά να καλλιεργείται η αντίληψη ότι, μεταπολεμικά, οι νέοι της χώρας θα είναι η πρώτη γενιά που θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη.
Είναι ακόμη νωπές οι μνήμες από το φοιτητικό κίνημα των ετών του 2006-7, όπου το κίνημα αυτό, με πολύ ριζοσπαστικές πρακτικές, ανέτρεψε την νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση για τα πανεπιστήμια. Χιλιάδες φοιτητές, μαθητές και νέοι προλετάριοι συμμετείχαν στις εβδομαδιαίες μαζικές κινητοποιήσεις, οι οποίες, από τις πρώτες ακόμα βδομάδες, κατέληγαν σε οδοφράγματα και πολύωρες συγκρούσεις στον δρόμο. Αυτά τα μέσα πάλης που χρησιμοποίησε το φοιτητικό κίνημα, σε μια μεγάλη μειοψηφία αυτού, αντιπροσώπευαν και τη συνταγή της νίκης πάνω στην επικείμενη μάχη.
Ένα μικρό χρονικό
Μια ώρα μετά τη δολοφονία, ένα μεγάλο μέρος του «χώρου» αποτελούμενο από αναρχικές ομάδες αλλά και μεμονωμένους αγωνιστές, συγκεντρώνεται στο Πολυτεχνείο, σταθερό σημείο αναφοράς για το σύνολο των αγώνων του ριζοσπαστικού κινήματος. Πραγματοποιείται μια μεγάλη συνέλευση που, παρά τον αρχικό δισταγμό, λόγω της συνειδητοποίησης του μεγέθους του γεγονότος και την έντονη συναισθηματική φόρτιση, αποφασίζεται η άμεση ανάληψη επιθετικών δράσεων, με στόχο τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής. Η συνέλευση αυτή δεν τελείωσε ποτέ λόγω της άφιξης της αστυνομίας στον περίγυρο του πολυτεχνείου και της ανάληψης δράσης των παρευρισκομένων για την επιτέλεση της απόφασης. Κομβικό σημείο για την διαφοροποίηση της συγκεκριμένης βραδιάς από δεκάδες άλλες που μπορούν να πάρουν τον σχηματικό τίτλο “Νύχτες Ταραχών”, είναι αρχικά η συντριπτική, με μαζικούς και μαχητικούς όρους, επίθεση στις πρώτες διμοιρίες που προσέγγισαν το Πολυτεχνείο, οι οποίες εκδιώχθηκαν από την μία μεριά, πέρα από την πλατεία Κάνιγγος και από την άλλη, ως την πλατεία Αιγύπτου και την Λ. Αλεξάνδρας. Αφετέρου, οι επιθέσεις στο εμπορικό κέντρο της πόλης, στην οδό Ερμού, όπου μεγάλος αριθμός εμπορικών καταστημάτων καταστρέφεται και επίσης, οι συγκρούσεις που ξεσπάνε έξω από τον χώρο του Παντείου στο Κουκάκι. Μέσα σε λίγη ώρα καταλαμβάνεται και η Νομική και η ΑΣΟΕΕ, καθώς έχουν ξεκινήσει παρόμοια συγκρουσιακά γεγονότα και στην Θεσσαλονίκη, στο χώρο του ΑΠΘ, καθώς και μια μαζική πορεία που ξεκινά από την Καμάρα και διασχίζει το κέντρο της πόλης. Οι συγκρούσεις κρατάνε τον μαζικό τους χαρακτήρα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες και όλα έχουν μια αίσθηση συνέχειας. Την επόμενη μέρα καλείται πορεία προς την ΓΑΔΑ, στην οποία συμμετέχουν οι 3 καταλήψεις, στις οποίες περιλαμβάνεται ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των αναρχικών ομάδων αλλά και κομματιού της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η πορεία πλαισιώνεται από περίπου 10.000 αγωνιστές και ανηφορίζει κάτω από σφοδρές συγκρούσεις από το Πεδίο του Άρεως και την αρχή της Λ. Αλεξάνδρας, έως και την Ιπποκράτους.
Για πρώτη φορά, αρχίζει να συζητιέται μέσα στους αγωνιστές ο όρος εξέγερση. Το πρωί της Δευτέρας, μαθητικές πορείες πραγματοποιούνται σχεδόν σε όλους τους δήμους της Αθήνας αλλά και στις περισσότερες πόλεις της χώρας. Οι μαθητές επιτίθενται με μένος στα αστυνομικά τμήματα σε πολλές πόλεις της χώρας. Η εξέγερση γίνεται κοινή πεποίθηση, δίνοντας μια απίστευτη δυναμική στις κινήσεις, που δεν γίνονται πλέον από αγωνιστές αλλά από εξεγερμένους. Αυτό κατοχυρώνεται από την πορεία του ίδιου απογεύματος, όπου το σύνολο του κέντρου της Αθήνας, από τα Εξάρχεια έως το Πάντειο και όλες τις ενδιάμεσες λεωφόρους (Σταδίου, Πανεπιστημίου, Μοναστηράκι) χάνεται παντελώς ο έλεγχος από την αστυνομία και οι δρόμοι ανήκουν στους εξεγερμένους. Στιγμιότυπο εκείνης της μέρας είναι και το κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία Συντάγματος. Πανεπιστήμια καταλαμβάνονται σε όλη την Ελλάδα αλλά για πρώτη φορά έχουμε μαζικές καταλήψεις δημαρχείων, νομαρχιών και άλλων δημόσιων κτιρίων. Οι πορείες, οι συγκεντρώσεις και οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, σε πολλές πόλεις είναι καθημερινό φαινόμενο και για τις επόμενες τρεις βδομάδες, υπάρχουν συνεχόμενες εστίες εξέγερσης, υφέσεις και αναζωπυρώσεις. Ιδιαίτερα σημαντική στιγμή αποτελεί η κατάληψη της ΓΣΕΕ και η μετονομασία της σε Γενική Συνέλευση Εξεγερμένων Εργατών. Το πώς εξελίχτηκε αυτό το εγχείρημα θα δούμε παρακάτω.
Από την άλλη μεριά, ο κρατικός μηχανισμός δεν έμεινε άπραγος. Το αρχικό κάλεσμα του προέδρου της δημοκρατίας, Παυλόπουλου, που τότε ήταν υπουργός εσωτερικών και με αρμοδιότητα και του πρώην υπουργείου δημόσιας τάξης, για αμυντική στάση των μπάτσων δεν δείχνει κάποια δημοκρατικά συναισθήματα ή κατανόησης της οργής του κόσμου. Δείχνει έναν φόβο και μια αδυναμία για μια ενδεχόμενη κορύφωση πολύ πέρα από τα όρια που μπορούσε να ανεχτεί το αστικό καθεστώς. Μια γενικευμένη σύρραξη που επιχειρούσε να αμφισβητήσει, όχι μόνο προταγματικά αλλά και υλικά, τις υπάρχουσες νόρμες εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, το κράτος δεν έχει μοναδικό εργαλείο καταστολής την αστυνομία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αστυνομία έμεινε σε παραινέσεις στους διαδηλωτές ώστε να διατηρηθεί η τάξη. Οι ξυλοδαρμοί, τα χημικά, η κακοποίηση των συλληφθέντων και όλη η εικόνα των ΜΑΤ που έχει σχηματίσει ο καθένας, παρέμενε ως είχε. Η ήπια στάση μεταφράζεται “να μην υπάρξει άλλος νεκρός”. Τα ΜΜΕ αποδομούσαν συνεχώς το πλήθος των εξεγερμένων και εστίαζαν, υπερπροβάλλοντας, ότι βόλευε κάθε στιγμή. Για παράδειγμα, μια επίθεση μαθητών με νεράντζια σε ένα Α.Τ. δεν θα σήκωνε εκείνο το καιρό τις αντιδράσεις της “φιλήσυχης” κοινής γνώμης. Παρ’ όλο που ήταν μια γενικευμένη πρακτική ενός μεγάλου κομματιού του κινήματος, δεν ήταν αυτή που προβαλλόταν κυρίαρχα στα ΜΜΕ αλλά κατά βάση, οι λεηλασίες των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, τα οποία παρουσιάζονταν βέβαια σαν μαγαζάκια φτωχών μεροκαματιάρηδων. Ένας άλλος τρόπος ήταν η απόπειρα τρομοκράτησης των κατοίκων σε σχέση με τους εξεγερμένους, πρακτική που εφαρμόστηκε κατά βάση σε επαρχιακές πόλεις. Το σύνολο των κοινοβουλευτικών κομμάτων κράτησε αποστάσεις από την εξέγερση όπως και το σύνολο της συνδικαλιστικής ηγεσίας της ΓΣΕΕ, επιχειρώντας έτσι την απομόνωσή της από το ταξικό κίνημα.
Αντί επιλόγου – Λίγες σημειώσεις
Η εξέγερση του Δεκέμβρη απελευθέρωσε τεράστιες δυναμικές του κινήματος που, όχι απλά δεν ήταν ορατές, αλλά ούτε στο πεδίο της φαντασίας δεν θα μπορούσαν να συλληφθούν από το υποκείμενο αυτής της εξέγερσης. Η υποκειμενική κατάσταση του κομματιού που πυροδότησε αλλά και καθοδήγησε την εξέγερση σε τίποτα δεν συνηγορούσε ή έδινε την εντύπωση ότι υπήρχε η ετοιμασία και η γνώση για ένα τέτοιο εγχείρημα. Παρ’ όλο που πολλά πράγματα παίξανε ρόλο στην προετοιμασία, αυτά δεν είχαν γίνει κοινώς αντιληπτά και αυτό ήταν βασικό για την δύναμη του Δεκέμβρη, για τις αδυναμίες αλλά και τελικά, για τα όριά του.
Βασική αγωνία των εξεγερμένων, ήδη από τις πρώτες μέρες, ήταν πώς θα εμπλακεί η εργατική τάξη, σαν καίριο κομμάτι για την ποιοτική αναβάθμιση της εξέγερσης. Η σημαντικότερη απόπειρα προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν η κατάληψη του κτιρίου της ΓΣΕΕ. Γενικά, η κατάληψη δημόσιων κτιρίων υπήρξε πάγιο εργαλείο του κινήματος, κυρίως κατά τις μέρες του Δεκέμβρη. Η μεταβολή των κεντρικών γραφείων της ΓΣΕΕ, ως το κτίριο που θα στεγάζει τη Γενική Συνέλευση Εξεγερμένων Εργατών δεν κατάφερε να προκαλέσει την ανάλογη τομή που φιλοδοξούσε εξαρχής. Παρ’ όλο που απαρτίζονταν από ένα μεγάλο μέρος αγωνιστών που καθορίζονταν από την εργατική τους ταυτότητα, δεν μπόρεσε να έχει κάποια σχέση ή πολύ περισσότερο, επιρροή στους μαζικούς χώρους εργασίας. Με την ηγεσία της επίσημης ΓΣΕΕ, ξεκάθαρα εχθρική προς την εξέγερση και χωρίς άμεση οργανική σχέση με άλλα πιο αγωνιστικά κομμάτια του κινήματος, η δράση της κατειλημμένης ΓΣΕΕ, περιορίστηκε στην πραγματοποίηση κάποιων εύστοχων πρωτοβουλιών, οι οποίες είχαν όμως προπαγανδιστικό χαρακτήρα προς την εργατική τάξη αλλά όχι ως υποκείμενο της εξέγερσης.
Ένα σημείο που έχουν σταθεί πάρα πολλοί αναλυτές της εξέγερσης αυτής είναι η απουσία της διαμεσολάβησής του σαν ένα σημείο δυναμικής το οποίο διασφαλίζει το μη ξεπούλημα, την μη συνδιαλλαγή και εντέλει, τον ευτελισμό του σε ένα διεκδικητικό κίνημα συνδικαλιστικών αιτημάτων. Παρ’ όλα αυτά, ο Δεκέμβρης, αν και δεν διαμεσολαβήθηκε από κανένα από τα υπάρχοντα κέντρα, χωρίς να συντριβεί στρατιωτικά, κρατώντας ακέραιες τις δυνάμεις του οργανωτικά, πολιτικά και ηθικά, αποτραβήχτηκε, παρ’ όλη την έλλειψη διαμεσολάβησης. Αυτό το γεγονός θα πρέπει να το δούμε πολύ προσεκτικά, για να αντιληφθούμε την φύση της διαμεσολάβησης και εν γένει, αυτό που ονομάζουμε ρεφορμισμό, όχι σαν έναν δόλιο εξωτερικό παράγοντα ο οποίος έρχεται να ανακόψει μια a priori επαναστατική στρατηγική, να καλουπώσει και εντέλει, να ευτελίσει μια επαναστατική διαδικασία. Αλλά την συνειδητοποίηση των ορίων και των δυνατοτήτων του κάθε κινήματος, τον ειλικρινή και υπαρκτό συμβιβασμό που επιβάλλουν οι υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες, διαλεκτικά συνδεδεμένες. Συνάμα, έτσι χάθηκε και ένα πολιτικό κεφάλαιο, μια πολιτική υπεραξία, όχι κάλπικη ή κολπαδόρικη, αλλά η ειλικρινής δουλειά των συλλογικών υποκειμένων που ενεπλάκησαν στον Δεκέμβρη, οι πραγματικές τομές που φέρανε και πραγμάτωσαν στο κίνημα και η κεφαλαιοποίησή τους και ως κομμάτι μνήμης και διατήρησης.
Εννιά χρόνια έχουν παρέλθει από τα γεγονότα του ’08 και η κοινωνία έχει μεταστραφεί με πολύ άγριους όρους προς το χειρότερο. Δεν έχουμε πια την αγωνία της επερχόμενης κρίσης που φαινόταν τότε, αλλά την αδυσώπητη πραγματικότητά της, με πολύ σκληρούς υλικούς όρους. Είδαμε μέσα σ’ αυτά τα χρόνια τα εργαλεία της εξέγερσης να γίνονται τα μέσα πάλης της τάξης στις μεγάλες κινητοποιήσεις της και να προσκρούουν πάλι στα ίδια όρια, χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντα το ξεπέρασμά τους και να στέκει από πάνω μετέωρο, ένα σύνθημα της εξέγερσης που λέει “Ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, αλλά ερώτηση” και η ερώτηση είναι τι να κάνουμε;
Βίκτορ Κοέν