Ιμπεριαλιστική περίοδος του κεφαλαίου
Το σφαγείο του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου έγινε για το ξαναμοίρασμα των αποικιών ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις που διεκδικούσαν την κυριαρχία στην καπιταλιστική πραγματικότητα.
Οι παλιές Αυτοκρατορίες (Πορτογαλική – Ισπανική – Οθωμανική – Ρωσική – Κινεζική) βρισκόντουσαν σε πολιτική παρακμή και άνοιγαν την όρεξη σε παλιούς αλλά και νέους παίχτες της παγκόσμιας σκακιέρας. Δεν ήταν μόνο οι παραδοσιακές δυνάμεις της Αγγλίας και της Γαλλίας που εποφθαλμιούσαν να κληρονομήσουν τη Νέα Παγκόσμια Τάξη. Οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία έβλεπαν πως μπορούσαν να κερδίσουν ένα σημαντικό μερίδιο στην πίτα. Αλλά και μικρότερες χώρες σαν την Ελλάδα οραματίζονταν ένα μέλλον με παγκόσμια αίγλη στον εαυτό τους.
Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας τον 19ο αιώνα δημιούργησε τη βάση ώστε να μπορεί να επεκταθεί πέρα από τις μητροπόλεις. Η πρωταρχική συσσώρευση που είχε γίνει, δεν αρκούσε στον 20ο αιώνα. Για να γίνει ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση των περιφερειακών χωρών από τη Μητρόπολη δεν αρκούσε η μεταφορά εργατικού δυναμικού και πρώτων υλών στο καπιταλιστικό κέντρο. Έπρεπε και ο «Τρίτος Κόσμος» να εκσυγχρονιστεί ώστε να ανέβει η ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αυτή η διαδικασία από τη μία διαμόρφωνε μια δυναμική, περιφερειακή αστική τάξη που και από την άλλη δυνάμωσε το λαϊκό μίσος για τις εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν.
Όσες αστικές τάξεις είχαν «καθυστερήσει» ιστορικά να συγκροτήσουν εθνικά κράτη, βρίσκονταν κάτω από μια πολύ σκληρή πολιτική πραγματικότητα. Έπρεπε να βρουν πολιτικές και οικονομικές διεξόδους για να μπορέσουν να επιβιώσουν σε ένα πολύ ανταγωνιστικό περίγυρο. Συνήθως αναζητούσαν διεθνείς συμμαχίες με ισχυρούς συμμάχους ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν σε άμεσους ανταγωνιστές τους.
Η ρωσική Επανάσταση του 1917, φέρνοντας το επαναστατικό εργατικό κίνημα και τις λαϊκές μάζες στο προσκήνιο, άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού.
Σοβιετική Επανάσταση και εθνικά κινήματα
Η εργατική επανάσταση και η σοβιετική εξουσία (ανάμεσα στα πολλά άλλα) υπηρετούσε δύο σημαντικές αρχές. Από τη μία διαλύοντας το αστικό κράτος, δεν μπορούσε παρά να καταργήσει άνευ όρων όλες τις εκμεταλλευτικές διεθνείς συνθήκες που το εξυπηρετούσαν. Από την άλλη η αυτοκυβέρνηση του λαού δεν μπορούσε να σταθεί με οποιαδήποτε ρατσιστική, εθνικιστική υποδούλωση οποιασδήποτε εθνότητας – μειονότητας.
Στις 15/11/1917 η Σοβιετική Κυβέρνηση δημοσιεύει τη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων των εθνών της Ρωσίας» βασιζόμενη στις αρχές της ισοπολιτείας, του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης μέχρι και της απόσχισης, στην κατάργηση των εθνικών διακρίσεων και προνομίων και στην αρχή της απόλυτης ελευθερίας και ανάπτυξης των εθνικών μειονοτήτων. Με βάση αυτές τις αρχές η Φιλανδία δημιουργεί ανεξάρτητο (και μάλιστα εχθρικό στη σοβιετική εξουσία) κράτος και αποσύρεται ο ρωσικός στρατός από την Περσία.
Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση του `17 δεν έφερε μόνο εργατικές εξεγέρσεις στην Ευρώπη. Σε μια σειρά από χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας ξέσπασαν λαϊκά κινήματα και εξεγέρσεις. Η μηδαμινή οργανωμένη επιρροή των κομμουνιστών σε αυτές τις χώρες έστρεψε αυτά τα κινήματα σε εθνικό, αντιιμπεριαλιστικό πρόσημο. Αστικές πολιτικές δυνάμεις ανέλαβαν τη διαμεσολάβηση και τη χάραξη μιας εθνικής – αστικής στρατηγικής για αυτά τα κινήματα.
Οι νικητές του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου αντί να δρέψουν τους καρπούς της κυριαρχίας τους, αντιμετωπίζουν μια νέα συνθήκη: οι αποικίες διεκδικούν με ένταση την ανεξαρτησία τους καθιστώντας τα κέρδη των ιμπεριαλιστών επίφοβα. Από το 1919 ως το 1922 ξεσπούν επαναστάσεις σε κάθε σημείο του πλανήτη: στις 4 Μάη αρχίζει εθνικός αγώνας στην Κίνα, την ίδια περίοδο ξεσπά εξέγερση στο Παντζάμπ της Ινδίας ενώ τον προηγούμενο μήνα έχει ξεσπάσει εξέγερση στην Κορέα. Το καλοκαίρι του `19 αρχίζει ο αντιαγγλικός πόλεμος στο Αφγανιστάν. Από το 1920 αρχίζουν εξεγέρσεις σε κάθε επαρχία της Περσίας καθώς και ο πόλεμος των βόρειων φυλών της Ινδίας. Το 1922 ανεξαρτητοποιείται η Μογγολία. Ο ηγέτης των εξεγερμένων Ινδών Μαχάτμα Γκάντι, ενώ είναι φημισμένος για τον πασιφισμό του, δεν είναι τόσο γνωστή η διακήρυξη του τον Αύγουστο του 1920 που έλεγε «Εκεί που δεν υπάρχει άλλη επιλογή ανάμεσα στη δειλία και τη βία, επιλέγω τη βία. Θα προτιμήσω να δω μια Ινδία στα όπλα, παρά να παραμείνει δειλός μάρτυρας της υποδούλωσης της».
Η Σοβιετική διπλωματία – εξωτερική πολιτική και το εθνικό τουρκικό κίνημα
Στα πρώτα επαναστατικά χρόνια πέρα από τις πολιτικές διακηρύξεις και την αποκήρυξη των διακρατικών μυστικών συνθηκών, η επαναστατική κυβέρνηση προσπάθησε να έρθει σε πολιτικές συμφωνίες με εθνικά κινήματα. Παράλληλα διεκδικούσε τη συμμετοχή της ίδιας σε διεθνείς συνδιασκέψεις και συνθήκες, αλλά και τη συμμετοχή κινημάτων σε αυτές. Βασική αρχή της Σοβιετικής διπλωματίας ήταν πως δεν μπορεί να κουβεντιάζεται ένα θέμα χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων από τις ενδιαφερόμενες περιοχές. Επίσης υποστήριζε τη μη ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά οποιασδήποτε χώρας.
Γενικά η διεθνής στρατηγική των Μπολσεβίκων ήταν η στήριξη για τη διαμόρφωση ισχυρών συγκεντρωτικών εθνικών κρατών – δομών μιας και διαπίστωναν τη μικρή διεισδυτικότητα των κομμουνιστικών οργανώσεων και, άρα, τη δυνατότητα ανεξάρτητων εργατικών εξεγέρσεων. Ο ιμπεριαλισμός προέκρινε χαλαρές, ομόσπονδες δομές ώστε να είναι ευάλωτες στις διαπραγματεύσεις, άρα και στην επιρροή των Μεγάλων Δυνάμεων.
Το 1921 η Σοβιετική κυβέρνηση συνάπτει συμφωνίες με τις επαναστατικές κυβερνήσεις του Ιράν και του Αφγανιστάν ενώ το Μάρτιο του ίδιου χρόνου υπογράφεται η Σοβιετοτουρκική συνθήκη φιλίας και στέλνονται σοβιετικοί αξιωματικοί να βοηθήσουν στην οργάνωση του τουρκικού στρατού. Όμως, ήδη, έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από την επανάσταση και το διεθνές εργατικό κίνημα δεν μπόρεσε να προχωρήσει. Η ήττα στη Γερμανία και στην Ουγγαρία και η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία έχουν αρχίσει να μετατοπίζουν το κέντρο βάρους στη διεθνή πραγματικότητα.
Η διεθνή συνδιάσκεψη στη Γένοβα που έγινε το Μάη του 1922 έδειξε την νέα πραγματικότητα. Παρ` όλο που συμμετείχε η Σοβιετική αντιπροσωπεία, οι προτάσεις έπεσαν στο κενό. Ειδικά στο θέμα των Στενών του Βοσπόρου, πρότεινε την πλήρη κυριαρχία της Τουρκίας, τη μονομερή αποποίηση των δικαιωμάτων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας σε αυτό αλλά και την απαγόρευση διέλευσης πολεμικών πλοίων από χώρες που δεν έχουν θαλάσσια πρόσβαση στον Εύξεινο Πόντο. Η Κεμαλική αντιπροσωπεία δεν δέχτηκε τις σοβιετικές προτάσεις και αποδέχτηκε τη διεθνή επιτροπεία του Βοσπόρου. Η νέα τουρκική κυβέρνηση τον Οκτώβρη του 1922 απαγορεύει ξανά το μικρό κομμουνιστικό κόμμα λήγοντας τον εξάμηνο «μήνα του μέλιτος».
Μέσα στο 1922 η Αγγλία και η Γαλλία έβλεπαν την ανικανότητα του ελληνικού ιμπεριαλισμού να συντρίψει το τουρκικό κίνημα. Αλλά και η Κεμαλική κυβέρνηση έπρεπε να πάρει αποφάσεις για το πώς έβλεπε τον εαυτό της στον παγκόσμιο χάρτη. Μια ταύτιση με τη Σοβιετική διπλωματία θα διακινδύνευε μια διπλωματική περιθωριοποίηση. Η αποκλειστική διεκδίκηση των Στενών και η εθνικοποίηση των πετρελαϊκών πηγών θα έκλεινε την πόρτα στον καπιταλιστικό κόσμο. Η Αγγλία αντικαθιστά το ρόλο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στο Βόσπορο και οι αμερικάνικες επιχειρήσεις αντίστοιχα τις γαλλικές και τις ιταλικές. Η Τουρκία αρχίζει να αναγνωρίζεται ως νέα θεσμική δύναμη στον παγκόσμιο χάρτη.
Οι ιμπεριαλιστικές χώρες βλέποντας την άνοδο του επαναστατικού κινήματος αναπροσάρμοσαν τη διπλωματία. Για να απομονώσουν το νέο προλεταριακό καθεστώς, άρχισαν να διαπραγματεύονται με τις αναδυόμενες αστικές τάξεις της περιφέρειας. Πλέον το «κέρδος» δεν βρίσκεται μόνο στο πετρέλαιο, αλλά και στο χτίσιμο αντισοβιετικών καθεστώτων.
Ο νέος κόσμος που προέκυψε από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο υπονομεύτηκε πολλαπλά και πολύπλευρα. Η μοιρασιά της λείας δεν έγινε ομαλά γιατί οι λαϊκές μάζες αρνήθηκαν να μείνουν αμέτοχες. Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν ήδη στα σκαριά για να δώσει οριστική λύση στο τεράστιο αυτό πρόβλημα.
Κομμουνιστική ή αντιιμπεριαλιστική εξέγερση;
Μέχρι σήμερα κρατάνε οι συζητήσεις για την ορθότητα της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Φυσικά, οι εντάσεις και οι διαφωνίες ήταν τεράστιες και τότε. Μήπως έπρεπε να στηριχθεί μια πιο «ξεκάθαρη» επαναστατική πολιτική και να μη προτάσσονται αστερίσκοι και εξαιρέσεις συνεργασιών με εθνικά κινήματα; Δυστυχώς όσοι «διαβάζουν» σε αυτή την τακτική θεωρητικές κωλοτούμπες και πολιτικούς τυχοδιωκτισμούς χωρίς αρχές, κάνουν τεράστιο λάθος.
Την περίοδο που οι Μπολσεβίκοι προέκριναν τη στήριξη των «εθνικών» αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων και καθεστώτων, δεν πρότειναν τη μετάλλαξη των τοπικών κομμουνιστικών κομμάτων σε υποστηρικτές της εθνικής συνεργασίας και της υποταγής. Όσο η Σοβιετική διπλωματία αναζητούσε διεθνείς συμμάχους, την ίδια ώρα έχτιζε «σκληρή» Κομμουνιστική Διεθνή. Το 1920 οι «21 όροι» στο 2ο Συνέδριο της Κομιντέρν προέκριναν τη γρήγορη Μπολσεβικοποίηση της Διεθνούς για την εξάπλωση της Επανάστασης.
Η στήριξη, λοιπόν, των εθνικών κινημάτων δεν έγινε ούτε με υπονόμευση της κομμουνιστικής στρατηγικής αλλά ούτε με πολιτική αφέλεια. Όσο επικρατούσε αστάθεια στο επαναστατικό ρεύμα, τόσο οι λιγοστές και αναδυόμενες κομμουνιστικές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν ένα ρόλο σε αυτή την επαναστατική πλημμύρα. Η εξωτερική πολιτική των Σοβιέτ δεν θα μπορούσε να σώσει τα τοπικά εθνικά κόμματα από την αστική καταστολή. Το πρόβλημα της μικρής διείσδυσης και της ανωριμότητας των πολιτικών στελεχών δεν μπορούσε να λυθεί με διατάγματα.
Όσο, λοιπόν, ήταν μεγάλη η δυναμική της Επανάστασης, τόσο ο ρόλος της Σοβιετικής διπλωματίας και των τοπικών κομμουνιστικών κομμάτων ήταν ισχυρός. Στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1924 την ώρα που κεντρικοποιείται η «αντιιμπεριαλιστική» στρατηγική, οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν αρχίσει την ενσωμάτωση στον καπιταλιστικό κόσμο. Την ώρα που ο φασισμός κερδίζει την Ιταλία, τα κομμουνιστικά κόμματα βγαίνουν στην παρανομία σχεδόν σε όλη την Εγγύς Ανατολή.
Η Σοβιετοτουρκική συμφωνία υπογράφεται στο μεταίχμιο αυτής της εποχής. Ο Λένιν και ο Τρότσκυ είναι φανατικά υπέρμαχοι αυτής, ενώ ο Στάλιν διαφωνεί επισημαίνοντας τον καιροσκοπικό χαρακτήρα της Τουρκικής κυβέρνησης. Ενώ, λοιπόν, φαίνεται να δικαιώνεται στις εκτιμήσεις του, στην πραγματικότητα έκανε ολέθριο λάθος και αποτελεί σημάδι των αντιλήψεων που κυοφορούσε.
Μια επαναστατική – κομμουνιστική κυβέρνηση δεν διαχειρίζεται δήθεν «ρεαλιστικά» την πραγματικότητα αλλά εξαντλεί κάθε πιθανότητα ανατροπής της. Αυτό το στοίχημα έβαζαν οι ηγέτες των Μπολσεβίκων και με βάση αυτό μπορούσαν να διακρίνουν τη διαφορά μιας εδαφικοποιήμενης επαναστατικής εξουσίας, από την αντικαπιταλιστική στρατηγική για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Το γιατί τα εθνικά κινήματα του Μεσοπολέμου δεν μετατράπηκαν σε προλεταριακά, δεν οφειλόταν στην εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής κυβέρνησης. Έπρεπε να φτάσουμε στη δεκαετία του `30 και να εκδοθεί ενιαία κατεύθυνση εθνικής ενότητας με τις αστικές δυνάμεις ώστε να υπονομευτεί στον Εμφύλιο της Ισπανίας η δυνατότητα Ανεξάρτητης Ταξικής Αντιφασιστικής Μάχης κόντρα και στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Αλέξανδρος Γανδής