Πώς μια γυναικοκτονία καθρέπτισε, μεταξύ των άλλων και τις αδυναμίες του νομοσχεδίου για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια
της X.K.
Τους προηγούμενους μήνες, κατά την περίοδο ψήφισης του μεταρρυθμιστικού νομοσχεδίου για τις σχέσεις των γονέων και της αναθεώρησης ζητημάτων οικογενειακού δικαίου που επέβαλε την υποχρεωτική συνεπιμέλεια των παιδιών και από τους δύο γονείς σε περίπτωση διαζυγίου, άνοιξε ένας κύκλος συζητήσεων, διαβουλεύσεων και κινητοποιήσεων ως αντίσταση στην εφαρμογή του. Ο νέος νόμος της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί μια κακέκτυπη προσπάθεια εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμιστικών τάσεων του ακροδεξιού κινήματος παγκοσμίως. Πιο συγκεκριμένα, όλο αυτό αποτελεί συστρατευμένο αποκύημα του αυτοπροσδιοριζόμενου ως «εναλλακτική δεξιά (alt right)» κινήματος της ακροδεξιάς της Αμερικής. Κεντρική ιδέα του δεξιού κινήματος αποτελεί η πεποίθηση πως πλέον δεν υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες αλλά κρατικές «αβλεψίες» και ατομικές παραβατικές συμπεριφορές. Γι’ αυτό επιχειρεί μεμονωμένες κρατικές μεταρρυθμίσεις για να καλύψει αντιφάσεις και αδυναμίες του υπάρχοντος συστήματος, επιτιθέμενο όμως στις «προνομιακές» πολιτικές που παρέχονται σε ευάλωτες ομάδες. Ακολούθως, στην περίπτωση των γυναικών αφού υποτίθεται ότι έχει επιτευχθεί η νομική ισότητα των φύλων, κρίνεται σκόπιμο να κοπούν παροχές και «ειδικές» χορηγίες.
Η προβληματική με το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια έγκειται στον υποχρεωτικό και καθολικό χαρακτήρα του που ισοπεδώνει τις ιδιαίτερες συνθήκες των κατ’ αντιδικία διαζυγίων, αναβαθμίζοντας τον οικογενειακό θεσμό (ακόμα και μετά το διαζύγιο) ως τεχνοκρατικός φορέας «ανατροφής παιδιών». Προεκτείνοντας βέβαια τις αγωνίες για την καταλληλόλητα της γονεϊκότητας με ή χωρίς διαζύγιο ανάμεσα και εκτός ενδοοικογενειακής συμπεριφοράς, αξίζει να προβληματιστούμε αν είναι κατάλληλος γονιός ή/και μπορεί να έχει την επιμέλεια ενός παιδιού πχ κάποιος που έχει καταδικαστεί για πογκρόμ σε μετανάστες ή που έχει καταδικαστεί για συμμετοχή σε φασιστική, εγκληματική οργάνωση.
Φυσικά, συνεχίζεται να αναπαράγεται το θέσφατο η μητέρα να καθίσταται ως ο γονέας φροντιστής-εκτελεστής των αναγκών των παιδιών και ο πατέρας ως ο γονέας διασκεδαστής που περνάει ποιοτικό και δημιουργικό χρόνο με τα παιδιά του το Σαββατοκύριακο αφού τα ίδια έχουν φροντιστεί, διαβαστεί, έχουν πάει στον γιατρό και στις δραστηριότητες της εβδομάδας από τη μητέρα.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην «καθυστερημένη» Ελλάδα (ή Μέση Ανατολή κλπ). Ποια εξιδανίκευση της δύσης; Της δύσης που τα ποσοστά των καταγεγραμμένων περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας έχουν αυξηθεί έως και 40% τα τελευταία χρόνια; Της Δυτικής Ευρώπης, όπως η Γαλλία, όπου η υπόθεση της χρόνιας σεξουαλικής κακοποίησης της Βαλερί Μπακότ από τον πατριό της και η οποία εν τέλει τον δολοφόνησε ξεφεύγοντας με τα παιδιά της /τους, έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις και καταρρίπτει τον μύθο περί εξάλειψης της έμφυλης καταπίεσης στον δυτικό πολιτισμένο κόσμο και ότι αυτά συμβαίνουν κατά κόρον στην απολίτιστη Ανατολή;
Η αντίδραση στο νόμο δεν μπορεί να γίνει παρά με ταξικά κριτήρια. Η καταπίεση των γυναικών δεν οργανώνεται από τους άνδρες, όπως αυτή των μεταναστών δεν γίνεται από τους Έλληνες, ή των μαύρων από τους λευκούς. Η απάντηση στον ακροδεξιό νεοφιλελευθερισμό δεν βρίσκεται στη παλαιοσυντηρητική ανάδειξη του υποτιθέμενου «μητρικού ενστίκτου». Η απάντηση στην κακοποίηση δεν βρίσκεται στην αναζήτηση ενός «σκληρότερου» νόμου, στην αποδοχή του διδύμου «αστυνομίας – δικαστηρίων» ως σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Η οικογένεια αποτελεί το βασικό εργαλείο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Μέσα από αυτή αναπαράγεται η πειθαρχία στην ταξική ιεραρχία της παραγωγής και η ενσωμάτωση της αστικής ιδεολογίας. Το ζευγάρι «μαθαίνει» πως είναι υπεύθυνο για την παιδεία, υγεία, διατροφή, στέγαση, πνευματική ευεξία των παιδιών.
Η υπόθεση των Γλυκών Νερών φέρνει στην επικαιρότητα προβλήματα που δε λύνονται ούτε με αυτόν, ούτε με τον παλαιότερο νόμο. Η φαλλοκρατική και εν τέλει δολοφονική στάση του συζύγου αντικατοπτρίζει όλο το εξουσιαστικό και ρατσιστικό καπιταλιστικό σύστημα. Ο δολοφόνος δεν ήταν μετανάστης ούτε μέλος σπείρας αλλοδαπών ληστών, όπως προσανατολίστηκαν οι έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. αρχικά και όπως εικάστηκε από τα ΜΜΕ, αλλά το λευκό, καλό, ευκατάστατο και καταξιωμένο παιδί που «όλες θα ήθελαν για άντρα ή γιο τους». Έρχεται να αναπαράγει το επιχείρημα των «ριγμένων» μπαμπάδων περί βιονικού όντος που καταφέρνει από κακός σύζυγος να μετατρέπεται σε τρυφερό πατέρα, που βιαιοπραγεί στη μητέρα, αλλά αυτοσυγκρατείται μπροστά στο παιδί. Μπορεί να αναθρέψει ο δολοφόνος της μητέρας την κόρη της; Αλλά ακόμη κι αν συναινούσαν οι γονείς της Καρολάιν πώς μπορεί το σύστημα να εμποδίσει την ανατροφή ενός παιδιού από έναν δολοφόνο;
Το θόλωμα των νερών κατά την προσέγγιση της αλήθειας και των μηχανισμών της βίας καλά κρατεί ως επί το πλείστον εκφρασμένο από την ακροδεξιά, με ιδανικούς εκφραστές και ενορχηστρωτές τα στελέχη και εκλεγμένους με τη ΝΔ Μπογδάνο – Μπαλάσκα, που αναρωτιόνται σχετικά με το πού αποσκοπεί η επιλογή του όρου γυναικοκτονία, γιατί διαφοροποιείται σε αξία και δεν εκλαμβάνεται ως κλασσική ανθρωποκτονία ανάγοντας, λέει, σε προτεραιότητα έναντι άλλων (sic) και δίνουν τακτικές αθώωσης στους σεξιστές δολοφόνους.
O λόγος, λοιπόν, που οι αστοί εχθρεύονται ταξική προσέγγιση των προβλημάτων και των καταπιεστικών συνθηκών είναι επειδή ουσιαστικά φοβούνται τη μετάβαση από το ειδικό στο γενικό. Προτιμούν να ερμηνεύουν τα περιστατικά βίας και καταπίεσης ως μεμονωμένες περιπτώσεις, τυχαία και ανεξήγητα γεγονότα παρά τη συχνή και με ομοιογενή χαρακτηριστικά εμφάνισή τους. Τραμπουκισμοί, βιασμοί και γυναικοκτονίες υποτίθεται πως δεν συνδέονται με το ευρύτερο εξουσιαστικό σύστημα και ως εκ τούτου θα πρέπει να τα αποδεχτούμε ως αναπόφευκτα «της ανθρώπινης φύσης και αλληλεπίδρασης» αντί να τα αναλύουμε, να τα εξηγούμε και να επεμβαίνουμε σε αυτά ως την κατάλυσή τους. Το να θεωρούμε ως «ειδική» μια περίπτωση που μοιάζει τόσο με δεκάδες άλλες προηγούμενες είναι απλοποιημένο σόφισμα που εστιάζει στους ατομικούς παράγοντες, όπως βολεύει κάλλιστα τον αστισμό και τον νεοφιλελευθερισμό και συγχρόνως παραπέμπει και σε δεισιδαιμονικές ερμηνείες της πραγματικότητας από άλλες εποχές, που υπεύθυνα για τη συμπεριφορά των ανθρώπων λογίζονταν πνεύματα και στοιχειά που θόλωναν το μυαλό του ανθρώπου και γι’ αυτό προέβαινε στις πράξεις του. Αντίθετα, παραβλέπονται σκόπιμα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που υποδεικνύουν την αιτιώδη σχέση και εξάρτηση των φαινομένων από κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές παραμέτρους.
Ο όρος γυναικοκτονία δεν ξεχωρίζει τις δολοφονίες των γυναικών ως “καλύτερες” ή “κρισιμότερες” από τις άλλες. Αντιθέτως, υποδεικνύει ότι αυτή δε λαμβάνει χώρα εν κενώ, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης και συγκροτημένης φαλλοκρατικής σκέψης και συμπεριφοράς. Επομένως, τα περίφημα κίνητρα της πράξης βρίσκονται στην κοινωνικά κατασκευασμένη αντίληψη των γυναικών ως κτήματα των αντρών και της οικογενείας τους, ως υπάρξεις που αποσκοπούν μόνο στο να συμπληρώνουν τη ζωή των αντρών.
Όταν το διαζύγιο εκλαμβάνεται και παρουσιάζεται ως “απειλή” της «ανάλγητης» γυναίκας προς τον «άμοιρο» άντρα, γίνεται επειδή το διαζύγιο και ο χωρισμός δεν αναγνωρίζονται ως επιλογή αυτοφροντίδας και αυτοπροστασίας των γυναικών προς τον εαυτό τους, αλλά ως αντίσταση και κατά μέτωπο επίθεση προς τους άντρες. Είναι επίθεση στους τίτλους ιδιοκτησίας που θεωρούν ότι έχουν πάνω στο σώμα και στα αισθήματά της.Η χρήση και η καθιέρωση του όρου «γυναικοκτονία» είναι αναγκαία και σημαντική καθώς μέσα από τη θεωρητικοποίηση και ανάλυση της βίας και της συστημικής καταπίεσης θα επέλθουν η αποφυγή και η «θεραπεία» της. Όπως και τις ασθένειες είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να τις προλάβουμε και να τις θεραπεύσουμε αν στοχεύσουμε μόνο στην καταπολέμηση των συμπτωμάτων τους αδιαφορώντας για τις αιτίες τους, έτσι και με την έμφυλη, τη ρατσιστική, την ομοφοβική βία και κάθε φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας δεν θα τα εξαλείψουμε αν δεν ανασύρουμε και κατανοήσουμε τους μηχανισμούς που τα γεννούν. Αδιαμφισβήτητα, χωρίς την πτώση της πατριαρχίας μέσα από την ανατροπή των εξουσιαστικών και καπιταλιστικών συστημάτων που τη θρέφουν, δεν θα σταματήσουν να υπάρχουν γυναικοκτονίες.
Ο αγώνας δεν έγκειται στο πώς θα καταφέρουν οι γυναίκες να επιβιώσουν, να ζήσουν καλύτερα και με λίγο περισσότερα δικαιώματα μέσα στον καπιταλισμό, αλλά στο πώς θα αποδομηθεί το καπιταλιστικό σύστημα που γεννά, αναπαράγει και θρέφει τις αστικές, σεξιστικές αντιλήψεις και τις καταπιεστικές, πατριαρχικές συμπεριφορές. Σε κάθε περίπτωση δεν θα μείνουμε στιγμή αδρανείς και οκνηρές απέναντι στην καταπίεση, την κριτική, την περιπτωσιολογία και τον κανιβαλισμό. Βασική κατεύθυνση του γυναικείου, κομμουνιστικού κινήματος είναι ο απεγκλωβισμός της γυναίκας ως άμισθο αναπαραγωγικό «πολυεργαλείο» και αυτό θα γίνει μέσα από την κοινωνικοποίηση της οικογένειας και τη μεταφορά ευθυνών ανατροφής στην κοινωνία.