Αντιφασιστική Φρουρά | Τεύχος 62 | ΝΟΕ 2024
Η ελληνική αστική τάξη σε συνεργασία με τους διεθνείς της συμμάχους, επέβαλε τη Χούντα το 1967 για να ελέγξει την πολιτική κατάσταση, ανοίγοντας το δρόμο σε μία σειρά απαγορεύσεων που διαμόρφωσαν τη νέα κανονικότητα. Τα πέντε πρώτα χρόνια χαρακτηρίστηκαν από αντιεργατικό αυταρχισμό και αντικομμουνιστικές διώξεις. Τα κόμματα, οι εκλογές και ο παραδοσιακός συνδικαλισμός απαγορεύτηκαν. Σε αυτή την κατεύθυνση εντασσόταν η κατάργηση του δικαιώματος της ΓΣΕΕ, το 1969, να υπογράφει Εθνική Συλλογική Σύμβαση, δίνοντας την αποκλειστικότητα της ρύθμισης των ημερομισθίων και των μισθών στο διορισμένο υπουργικό συμβούλιο.
Κανένας επίσημος ρόλος δεν περίσσευε για την εργατική τάξη. Το ενδιαφέρον της δικτατορίας στρεφόταν και στον κοινωνικό χώρο της νεολαίας, κυρίως στο κομμάτι της που δραστηριοποιούνταν περισσότερο πολιτικά, δηλαδή στους φοιτητές. Ήταν γνωστό πως κάθε ύποπτος για κομμουνιστική δράση είχε τον δικό του προσωπικό ασφαλίτη. Ακόμα και μία εκπαιδευτική εκδρομή απαιτούσε την έγκριση του πρύτανη ενώ και στα όργανα των διοικητικών συμβουλίων συμμετείχαν αποκλειστικά διορισμένοι χαφιέδες. Η πειθαρχία και η πάταξη κάθε υποψίας αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής γραμμής, ήταν προτεραιότητα για το δικτατορικό καθεστώς. Γινόταν φανερό πως οι κοινωνικές κατακτήσεις των προηγούμενων δεκαετιών είχαν μπει στον ‘’γύψο’’ και όταν κάποιος ξεστόμιζε τις λέξεις αριστερά και δημοκρατία έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για συνέπειες.
Όταν η απειλή της αριστεράς εξασθένισε, η ελληνική αστική τάξη, επεδίωξε, εμπνεόμενη από άλλα παραδείγματα ανά τον κόσμο όπως αυτό της Ισπανίας του Φράνκο και του Πινοσέτ στη Χιλή, την ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία σε μία ελεγχόμενη και αυταρχική δημοκρατία, απαραίτητη προϋπόθεση και για την ένταξη στην ΕΟK, τον πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι προπομποί αυτού που σήμερα αποκαλούμε εξέγερση του Πολυτεχνείου, εμφανίστηκαν το 1972 όταν η Χούντα έταξε στους φοιτητικούς συλλόγους την κατάργηση των διορισμένων Διοικητικών Συμβουλίων και τη διεξαγωγή εκλογών. Ωστόσο, μιας και τα μηνύματα της γαλλικής εξέγερσης του Μάη του 1968 είχαν ήδη εμπεδωθεί από πυρήνες αντίστασης που εμφανίζονταν (παρά τη δυσκολία επικοινωνίας υπό το άγρυπνο βλέμμα της ασφάλειας) στις τάξεις των φοιτητών, η υπόσχεση της Χούντας δεν έπεισε. Βιβλία των Λένιν, Τρότσκι, Μαρκουζέ, Σαρτρ και άλλων στοχαστών και αγωνιστών απασχολούσαν στα κρυφά κύκλους αριστερών. Αφίσες του Τσε Γκεβάρα κοσμούσαν, έστω διακριτικά, πολλά δωμάτια φοιτητών. Αντίστοιχες πολιτικές προσπάθειες γίνονταν και σε εργασιακούς χώρους και κυρίως στις οικοδομές που έκαναν την εμφάνισή τους κομμουνιστικές προκηρύξεις.
Με απαραίτητα συστατικά τη διεθνή συγκυρία, τη μίνιμουμ προετοιμασία κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες των πολιτικών υποκειμένων που στη συνέχεια έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στο Πολυτεχνείο, μία οργή που είχε εξαντλήσει εδώ και καιρό την υπομονή των μαζών και μία χαραμάδα ευκαιρίας που εμφανίστηκε όταν η Χούντα αναγκάστηκε να υιοθετήσει έστω και προσχηματικά κάποια ψήγματα δημοκρατίας, η Εξέγερση ήταν προ των πυλών και αυτό που έλειπε για να πραγματοποιηθεί ήταν η πρωτοβουλία που θα άναβε τη σπίθα, που δεν άργησε να εμφανιστεί.
Ακόμα και όταν η Χούντα προχώρησε σε σκληρά κατασταλτικά μέτρα για να περιορίσει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, έπειτα από την αποτυχημένη εξέγερση των φοιτητών στη Νομική Σχολή, τον Φεβρουάριο του 1973, δε μπορούσε να μπει φρένο στην αποφασιστικότητα μιας ομάδας φοιτητών που εξέφρασε όλη την κοινωνία και έγινε φυσικός αυτουργός και καθοδηγητής της Εξέγερσης. Ο διορισμός του Μαρκεζίνη, ενός πολιτικού με αστικές καταβολές, στον πρωθυπουργικό θώκο, τον Ιούλιου του 1973, ενθάρρυνε παρά καταπράυνε τους οργισμένους φοιτητές. Η απουσία επιφανών προσωπικοτήτων, που είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στα προηγούμενα γεγονότα, ξεπεράστηκε με τη νέα απόπειρα κατάληψης στη Νομική Σχολή στις 14 Νοεμβρίου από λίγες εκατοντάδες φοιτητές.
Μία λάθος πληροφορία σχετικά με μία σύγκρουση ανάμεσα σε φοιτητές της Αρχιτεκτονικής και αστυνομία, στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει η Εξέγερση, καθώς λόγω αυτού του περιστατικού, οι φοιτητές κινήθηκαν συγκροτημένα οργανώνοντας διαδήλωση στο χώρο του Πολυτεχνείου και κατέλαβαν τον χώρο αυτοσχεδιάζοντας.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έγινε εν κενώ. Όλες οι εμπειρίες του μέχρι τότε αγώνα, αναδύθηκαν, διαμορφώνοντας στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος δύο αντικρουόμενες γραμμές: εκείνη των ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού που θεωρούσαν πως οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες για κατάληψη, για μία δηλαδή καθοριστική μάχη με τη χούντα, κόντρα σε αυτή της επαναστατικής αριστεράς που υποστήριζε την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη δικτατορία που πρέσβευε πως η φιλελευθεροποίηση δημιουργεί αμηχανία στο καθεστώς και κατ’ επέκταση χρυσή ευκαιρία για δράση. Αξιομνημόνευτο παραμένει το δημοσίευμα της Πανσπουδαστικής Νο 8, εφημερίδας της φοιτητικής παράταξης του ΚΚΕ, τον Δεκέμβριο του 1973, το οποίο κατηγορούσε τους φοιτητές που ξεκίνησαν την κατάληψη στο Πολυτεχνείο, χαρακτηρίζοντάς τους ως “300 προβοκάτορες” καθοδηγούμενους από την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών. Η ρεφορμιστική αριστερά ακόμα και μετά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί από πράξεις που έμοιαζαν με εξέγερση.
Κάθε πολιτική δύναμη, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα των πράξεών της. Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια, τα ρεφορμιστικά κόμματα, θεωρούσαν πως η ομαλή μετάβαση από τη χούντα στην αστική δημοκρατία θα εξυπηρετούσε τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα του εργατικού κινήματος. Υπό την απειλή της παρανομίας, των δολοφονιών και των βασανιστηρίων, πολλές φορές έκλειναν το μάτι στην πρόταση για σύσταση κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με αστούς πολιτικούς που είχαν αναλάβει θέσεις σε κυβερνητικά σχήματα πριν την δικτατορία. Το πρόβλημα που χαρακτήριζε την ανωτέρω στάση, ήταν πως ήταν αντίθετη στον ιδεολογικό αντίκτυπο της εξέγερσης του Μάη του ‘68, στο διεθνές αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στην αμερικανική εισβολή στο Βιετνάμ καθώς και ανεπαρκής μπροστά στα διδάγματα της νικηφόρας επανάστασης του Γκεβάρα και του Φιντέλ Κάστρο. Νέα επαναστατικά ρεύματα αναπτύσσονταν ενάντια στα καθεστώτα της Δύσης και στον κρατικό καπιταλισμό της Ρωσίας, ενώ σημαντικό ρόλο στην άσκηση πίεσης και κριτικής έπαιξε και η τέχνη κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο και τη μουσική που απαντούσαν με νέους τρόπους στις διαρκείς και αμετάβλητες ανάγκες της νεολαίας και της εργατικής τάξης. Η επαναστατική αντίληψη που κατέληγε στην απευθείας αναμέτρηση των φοιτητών με το καθεστώς της Χούντας, κόντρα στους γραφειοκρατικούς δισταγμούς, ήταν αυτή που τελικά κέρδισε την μάχη για την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Η ηγεμονία της επαναστατικής αριστεράς έγινε καθαρή όταν την πρώτη μέρα οι δυνάμεις των δύο ΚΚ αποχώρησαν ελπίζοντας πως θα συμπαρασύρουν τους φοιτητές, αλλά σύντομα επέστρεψαν άπραγοι.
Το πρώτο λουκέτο στην πύλη της Τοσίτσα μπήκε από χέρι οικοδόμου. Από τις πρώτες ώρες, χιλιάδες εργαζόμενοι πλαισίωσαν την κατάληψη, καθώς και άνθρωποι από ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας που εκδήλωσαν πιο μαχητικές συμπεριφορές, συγκρουόμενοι με την αστυνομία, στήνοντας οδοφράγματα, διαλύοντας χουντικά σύμβολα. Την άποψη ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ‘’νεολαιίστικη’’ και μικρής πολιτικής εμβέλειας, την διέψευσαν λοιπόν, τα ίδια τα γεγονότα. Πλέον, η γενική στήριξη των μαζών που ξεπέρασε τις προσδοκίες σε αριθμούς και σε ποιότητα, έγινε πλατιά συμμετοχή στην οργάνωση της κατάληψης που διαδραματιζόταν.
Στις 16 Νοεμβρίου σημειώνονται οι πρώτες σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας, όταν οι διαδηλωτές επιτέθηκαν σε δημόσια κτίρια. Στη Νομαρχία Αττικής στα Χαυτεία, οι διαδηλωτές επικοινώνησαν τηλεφωνικά με το Πολυτεχνείο, εκφράζοντας την αλληλεγγύη τους, αφού κατέλαβαν το κτίριο. Μία ώρα αργότερα επιτέθηκαν στον ΟΤΕ και στη συνέχεια στη Γενική Διεύθυνση Αστυνομίας, στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Παράλληλα, καταλήψεις πραγματοποιούνταν σε σχολές στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στην περιοχή του Ζωγράφου, υπήρξαν παρατεταμένες συγκρούσεις με την αστυνομία.
Η Εργατική Συνέλευση που είχε συσταθεί από την πρώτη μέρα, είχε καταφέρει να απασχολήσει στις συνελεύσεις της εκατοντάδες εργαζομένους από διάφορους εργατικούς κλάδους. Η συμμετοχή των εργατών στην κατάληψη δεν ήταν μόνο αριθμητικά σημαντική, αλλά είχε και πολιτική διάσταση. Μέσω της συνέλευσης, αναδείχθηκε η ευρύτερη κοινωνική αντίσταση ενάντια στη χούντα, καθώς και ο κομβικός ρόλος αυτής, στη μετατροπή της φοιτητικής κινητοποίησης σε Εξέγερση προσφέροντας της έναν πιο κεντρικό πολιτικό χαρακτήρα. Το σύνθημα ‘’Κάτω η χούντα’’ εξελίχθηκε σε “Κάτω η Χούντα, πάνω η εργατική εξουσία”. Η γενική απεργία, ως πολιτική και πρακτική πρόταση κλιμάκωσης του αγώνα για τις 17 Νοεμβρίου, ήταν κρίσιμη και δεν αποτέλεσε μια απλή διατύπωση. Αντίθετα, η απόφαση για την απεργία επιδιώχθηκε να υλοποιηθεί, καθώς μέσω των προκηρύξεων που διανεμήθηκαν σε πολλούς εργασιακούς χώρους, οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να συμμετάσχουν ενεργά στο μπλοκάρισμα της παραγωγής με αντιχουντικό και σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Αυτή η προσπάθεια πρόσφερε μια προοπτική που ταρακούνησε τη δικτατορία και υπεδείκνυε ότι, εάν η κατάληψη ως κέντρο αγώνα, διατηρούσε τη δυναμική της για λίγο ακόμη, οι αρχικά αμυδρές σκέψεις για ένοπλη αντιπαράθεση με τον στρατό της χούντας μπορούσαν να αποκτήσουν σάρκα και οστά. Σε αυτό το σημείο, το καθεστώς συνειδητοποίησε ότι η πολιτική διαχείριση της κατάστασης δεν επαρκούσε και προχώρησε σε βίαιη καταστολή.
Στους επόμενους εννέα μήνες, η δικτατορία πάσχιζε να σωθεί επιστρέφοντας σε κλασικές αυταρχικές πρακτικές, όπως αυτές που ακολουθούσε πριν από τις προσπάθειες φιλελευθεροποίησης. Αυτή η απόπειρα επαναφοράς επισημοποιήθηκε με το πραξικόπημα του ‘’σκληρού’’ Ιωαννίδη. Η εισβολή στην Κύπρο από τον ελληνικό στρατό υπήρξε η τελευταία πράξη του δράματος της χούντας σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από την ‘’ετυμηγορία’’ της Εξέγερσης. Η αποδυνάμωση του κύρους και της συνοχής του στρατού, καθώς και των κρατικών μηχανισμών, οδήγησε στην αποσύνθεση και την αναπόφευκτη κατάρρευση της δικτατορίας, ως συνέπεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, γεγονός που εμφατικά αποδείχθηκε, μέσα από την «επιστράτευση της παντόφλας», δηλαδή τη μαζική απροθυμία του πληθυσμού να υπηρετήσει το στρατό. Σε κανένα σημείο της χώρας δεν παρατηρήθηκαν φαινόμενα πολεμικού παροξυσμού, όπως ήλπιζαν οι κυβερνώντες και οι αξιωματικοί δίσταζαν να διανείμουν όπλα στους στρατευμένους, φοβούμενοι ότι ενδέχεται να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον τους. Αυτή η στάση της κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί ως ο επιθανάτιος ρόγχος της δικτατορίας.
Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου δημιούργησε ένα αξεπέραστο ρήγμα στο δικτατορικό καθεστώς, το οποίο τελικά, του στοίχισε την ίδια του την ύπαρξη. Η παρακαταθήκη της επανάστασης έγινε γρήγορα κατανοητή, όταν η επόμενη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Καραμανλή βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα εργατικό κίνημα που συνέχιζε να αντλεί τη δυναμική του από το πρόσφατο παρελθόν και τη μεγάλη του νίκη. Σήμερα, η παρακαταθήκη αυτή συνεχίζει να αναγνωρίζεται, καθώς οι ιδέες της εμπνέουν έναν διαρκή αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, δημιουργώντας συνεχώς προκλήσεις στους υπερασπιστές και θιασώτες του, αποτελώντας ταυτόχρονα διαρκή αφορμή για να γραφτεί καινούρια ιστορία, καθώς το αδύνατο που συνέβη μια φορά, παύει να είναι αδύνατο και γίνεται προοπτική και απτή δυνατότητα.
του Γιάννη Μιχάλαρου