του Γιάννη Μιχάλαρου
Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Πέντε δεκαετίες μετά, η εξέγερση που συγκλόνισε τη χούντα των συνταγματαρχών, η οποία φάνταζε στα μάτια όλων άτρωτη, παραμένει ζωντανή με τη μνήμη της να αποδεικνύεται κάθε φορά πιο επίκαιρη και πιο ανθεκτική από ποτέ, παρ’ όλο που συνεχίζει να βρίσκεται στο στόχαστρο δεχόμενη επίθεση από όλες τις πλευρές.
Ο ‘’μύθος’’ του Πολυτεχνείου με τους ‘’ανύπαρκτους νεκρούς’’ του, καλά κρατεί απευθυνόμενος σε ένα κομμάτι της κοινωνίας που ταυτίζεται με τις συκοφαντίες εκείνων που θέλουν να βυθιστεί η εξέγερση στη λήθη. Ταυτόχρονα, δέχεται τα πυρά του συστήματος που προσπαθεί να τη μετατρέψει σε μία εθιμοτυπική γιορτή που εξαντλείται στις σχολικές αίθουσες. Μία άλλη κριτική έρχεται να αποθεώσει τη λάμψη της (αστικής) δημοκρατίας έναντι της δικτατορίας και του κοινοβουλευτισμού έναντι της κάννης των όπλων και των τανκ. Πενήντα χρόνια μετά και ο αμέτρητος χρόνος που έχουν αφιερώσει οι θιασώτες του καπιταλισμού και οι φορείς του συμβιβασμού, κάνει εκκωφαντικό θόρυβο συγκρουόμενος και δυσκολευόμενος να ξεπεράσει την αντίσταση που διατηρεί τη μνήμη και την ελπίδα του αγώνα ζωντανές.
Η διατήρηση της μνήμης, δεν είναι η φυσική εξέλιξη ενός μεγάλου γεγονότος. Όσο μεγάλο κι αν είναι το ταρακούνημα της ιστορίας, η συνέχειά του είναι προδιαγεγραμμένη θετικά μόνο όσο συνεχίζουν εκείνοι που την επικαλούνται να την επαναφέρουν, επικαιροποιώντας τα διδάγματά της. Η ιστορία προκύπτει από τη δημιουργική παρέμβαση του ανθρώπου και η καταγραφή της δεν ξεφεύγει από αυτή την ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου είδους.
Οι δεκάδες, ενίοτε εκατοντάδες ή και χιλιάδες διαδηλωτές κάθε χρόνο έρχονται να διαψεύσουν στην πράξη πως η παρακαταθήκη της επετείου δεν έχει διαταραχθεί και συνεχίζει να αποτελεί κάθε χρόνο σταθμό για την αναζήτηση της ανατροπής του καπιταλισμού. Η συζήτηση που επικρατεί εκείνη τη μέρα καταφέρνει να ξεπεράσει τα στενά πολιτικά όρια που επιβάλλει το αστικό μπλοκ στο δημόσιο διάλογο. Όταν η ‘’βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού’’ και η ‘’εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου’’ είναι λέξεις που κάποιοι τις θεωρούν ακραίες, εκείνη η μέρα τις επιβάλει! Η επανάσταση και ο σοσιαλισμός καταφέρνουν να κοσμούν κάθε λεγόμενο της επαναστατικής αριστεράς, ακόμα και των πιο μετριοπαθών οργανώσεων, οι οποίες παρασυρόμενες από το κλίμα δοκιμάζουν την τύχη τους ξεθάβοντας κάθε χρόνο τα σχετικά συνθήματα.
Οι εξεγέρσεις όμως δεν είναι εξαγγελίες, αλλά πράξεις μιας μερίδας ανθρώπων που τολμούν και παίρνουν την πρωτοβουλία όταν όλα φαινομενικά φωνάζουν το αντίθετο.
Λίγες μέρες αρκούσαν για να αλλάξουν την ιστορία
Οι φοιτητές εκμεταλλεύτηκαν την κερκόπορτα που άνοιξαν, καταλαμβάνοντας το Πολυτεχνείο. Γρήγορα αντιλήφθηκαν τη δυνατότητα που ξεδιπλώθηκε μπροστά τους και άδραξαν την ευκαιρία, όχι για να διαμαρτυρηθούν στους κυβερνώντες ελπίζοντας πως το ηθικό δίκαιο του αγώνα θα τους τρομάξει, αλλά σχεδιάζοντας, οραματιζόμενοι, την ανατροπή της δικτατορίας τους. Η ανάγκη για μια κοινωνία ισότητας και αλληλεγγύης έγινε δυνατότητα! Η διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας και όχι των συνδικαλιστικών αιτημάτων, εδραιώθηκε τη δεύτερη μέρα, δίνοντας τη σκυτάλη στην επόμενη αναμέτρηση. Η απεύθυνση προς ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια και η απομάκρυνση του αυστηρώς φοιτητικού χαρακτήρα της κατάληψης, έληξαν τη δεύτερη μέρα.
Η προηγούμενη μέρα όμως ήταν εκείνη που τροφοδότησε με θάρρος τους αγωνιστές, όταν κατάφεραν να κερδίσουν τη μάχη κατά της απομόνωσης και της ενσωμάτωσης. Οι ‘’τριακόσιοι προβοκάτορες’’ αγωνίστηκαν επιτυχώς ενάντια τόσο στις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς που καυτηρίαζαν την πρωτοβουλία, θεωρώντας πως θα χαλάσει τα σχέδια της φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, βλέποντας περιθώρια εκδημοκρατισμού και κατ’ επέκταση ευκαιρίας επανεμφάνισης της αριστεράς (άραγε πως;) όσο και στην πολιτική της χούντας να μην επέμβει ‘’σεβόμενη το άσυλο’’. Η προσπάθεια να μπει περιτύλιγμα στη χούντα για την προσεχή ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, ήταν αυτή που έκανε το καθεστώς να μαλακώσει τη στάση του σε σύγκριση με την άγρια εκκένωση της κατάληψης της Νομικής τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους και μία μερίδα της αριστεράς να γοητεύεται. Οι χιλιάδες νέων και εργαζομένων που έτρεξαν από την πρώτη στιγμή και υποστήριξαν με κάθε τρόπο την κατάληψη, δεν επέτρεψαν στην πρωτοβουλία να εκτροχιασθεί και να χαμηλώσει τον πήχη. Έτσι, οι δυνάμεις του ρεφορμισμού ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ-ΚΚΕ εσωτερικού δεν κατάφεραν να ηγεμονεύσουν, ενώ το πρόταγμα της διεκδίκησης της λαϊκής εξουσίας ήταν αυτό που στάθηκε ικανό και αναγκαίο για τη διασφάλιση της απαραίτητης συνέχειαςστις συνειδήσεις των εξεγερμένων.
Φορέας του ήταν η επαναστατική αριστερά που έδωσε πολύωρες μάχες στις γενικές συνελεύσεις και σε κάθε σπιθαμή της σχολής για να το πετύχει. Άλλωστε η εξέγερση στη Γαλλία τον Μάιο του 1968 δεν άφηνε πολλά περιθώρια για κάτι λιγότερο. Παρέμενε πηγή έμπνευσης για ολόκληρο τον κόσμο, με τον εργατικό κίνημα στην Ελλάδα να τολμάει λίγα χρόνια μετά να αντιπαρατεθεί, παραδειγματιζόμενο από αυτήν σχηματίζοντας τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Έτσι, κατατέθηκε το σοσιαλιστικό όραμα χωρίς αστερίσκους, εκφραζόμενο από τις ανοικτές πόρτες του εργαλείου της κατάληψης, η οποία λειτούργησε ως κέντρο αγώνα χωρίς ‘’λουκέτα’’, ανοικτό προς τους μαθητές και τους εργαζόμενους αντιστασιακούς. Παρά τον ανοιχτό αυτό χαρακτήρα της κατάληψης, πρέπει να καταστεί σαφές, ότι οι αγωνιστές της άκρας αριστεράς δεν έτρεφαν αυταπάτες πως ό,τι συνέβαινε στο Πολυτεχνείο εκείνες τις μέρες, ήταν ικανό να υποκαταστήσει την απαραίτητη κοινωνική γείωση και συμμετοχή, αλλά επίσης δεν αναρωτιούνταν αν τα καθήκοντα της πρωτοπορίας είναι διαφορετικά από αυτά του ενορχηστρωτή της εξέγερσης. Έκαναν σωστή ανάγνωση της ιστορικής συγκυρίας, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της διακυβέρνησης της χούντας, η οποία ήταν ευάλωτη στην αμφισβήτησή της από την κομουνιστική σκοπιά. Οι εξεγερμένοι συνδέθηκαν με την κοινωνία αντιλαμβανόμενοι πως τα αιτήματά της ξεπέρναγαν αυτά που στόχευαν στους ρεαλιστικούς στόχους και αναζητούσαν τα ιδανικά. Έτσι, η μειοψηφία που τόλμησε να μπει στην κατάληψη, να τα βάλει με τη χούντα, την τρίτη μέρα κατάφερε και τόνισε τις σοσιαλιστικές αιχμές της κερδίζοντας για άλλη μία φορά τη μάχη απέναντι στον περίφημο ‘’ρεαλισμό’’, προβάλλοντας τη λαϊκή εξουσία έναντι της κυβέρνησης της εθνικής ενότητας. Η εξάντληση ως φυσικό επακόλουθο μετά από πολλές ώρες αϋπνίας και πίεσης δεν κατάφερε να αποτρέψει την υποστήριξη των χιλιάδων διαδηλωτών που συνέχιζαν να πλαισιώνουν το κέντρο αγώνα, να στήνουν οδοφράγματα στο κέντρο της Αθήνας, συγκρουόμενοι με την αστυνομία, ελπίζοντας και νιώθοντας έτοιμοι για περισσότερες κατακτήσεις.
Οι τελευταίες ώρες σημαδεύτηκαν από την αγωνία για την εκκένωση που στηνόταν από τον στρατό και την επιλογή της παθητικής αντίστασης ενάντια στην πρωτοβουλιακή εκκένωση που προτάθηκε από τις δυνάμεις της αριστεράς. Τα εργαστήρια του Πολυτεχνείου ήταν ικανά να προμηθεύσουν με επαρκές υλικό τους εξεγερμένους και αν υιοθετούνταν η πρόταση για την ένοπλη σύγκρουση, η ιστορία θα διαγραφόταν διαφορετικά.
Η εργατική συνέλευση πρόδρομος μίας εργατικής εξουσίας που δεν πρόλαβε να έρθει ποτέ
Η εξέγερση αν και ξεκίνησε από μερικές εκατοντάδες φοιτητές έχοντας ως αφετηρία συνδικαλιστικά αιτήματα, γρήγορα τα μετέτρεψε σε κεντρικά πολιτικά με σαφή και άμεση στόχευση την πτώση της χούντας, αγγίζοντας το όραμα του Σοσιαλισμού. Η αφετηρία για αυτή τη συζήτηση και για το όχημα που θα επέτρεπε την αποτελεσματική σύγκρουση με το καθεστώς και την υλοποίηση του προγράμματος ήταν η εργατική επιτροπή που σχηματίστηκε γρήγορα, αργά το βράδυ της πρώτης μέρας. Η πρωτοβουλία της κατάληψης είχε γρήγορα αντίκρισμα σε ευρύτερα τμήματα, με τους αγωνιστές που ανήκαν στην άκρα αριστερά να προσεγγίζουν εργασιακούς χώρους, με όπλο την εργατική επιτροπή, καλώντας τους εργαζόμενους να πλαισιώσουν την πάλη τους. Η συγκρότηση εργατικής συνέλευσης, τα συνθήματα και τα σχέδια για γενική απεργία που προσέδωσαν ταξικά χαρακτηριστικά στο κέντρο αγώνα απέναντι στη δικτατορία, μοιράστηκαν με προκηρύξεις σε χώρους εργασίας, γοήτευσαν τους εργαζόμενους, οι οποίοι διεκδίκησαν πρωταγωνιστική συμμετοχή στη νέα συνέλευση που θα εξέφραζε μία πιο αναβαθμισμένη αναγκαιότητα. Επαναστατικά και εργατικά συνθήματα κυριάρχησαν απέναντι στην περιορισμένη ταυτότητα του φοιτητή και ρύθμισαν την προσωπικότητα του Πολυτεχνείου, εκφράζοντας έμπρακτα την πλειοψηφία των πολιτών.
Μπορεί οι ρεφορμιστικές δυνάμεις που στην αρχή ήταν ενάντια στην κατάληψη και στη συνέχεια πρότασσαν ως αίτημα τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, χαμηλώνοντας τον πήχη και υπονομεύοντας την απαραίτητη επαναστατική προέκταση, δεν κατάφεραν όμως ποτέ να αποτελέσουν υπαρκτό εμπόδιο για την ανάπτυξη του αγώνα. Τον ρόλο του αντίπαλου δέους, ανέλαβε το τανκ και η άγρια καταστολή που ακολούθησε, βάζοντας τέλος στο τριήμερο που άλλαξε τον ρου της ελληνικής σύγχρονης ιστορίας. Χιλιάδες προκηρύξεις τυπώθηκαν και μοιράστηκαν στους εργασιακούς χώρους και στις οικοδομές. Το σύνθημα ‘’εργάτες πάρτε τον αγώνα από τα αδύναμα χέρια των φοιτητών’’ που γράφτηκε σε αφίσα, συμπύκνωσε τον χαρακτήρα που απέκτησε το κίνημα, απομακρυνόμενο από κάθε συντεχνιακό αίτημα. Στις 16 Νοεμβρίου έχουμε πλέον τις διαστάσεις μίας μαζικής εξέγερσης που παρέσερνε χιλιάδες συμμετέχοντες από όλες τις ενδιαφερόμενες κοινωνικές ομάδες. Οι αγρότες από τα Μέγαρα που πάλευαν ενάντια στις απαλλοτριώσεις της γης από την χούντα αποτέλεσαν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το εύρος της εξέγερσης.
Η εξέγερση έγινε κτήμα της κοινωνίας και παρ’ όλη την προσπάθεια κατάπνιξής της, κατάφερε ένα πλήγμα στη χούντα, τόσο βαθύ, ώστε στάθηκε ικανό να οδηγήσει στην πτώση της, έναν χρόνο αργότερα. Η γενική πρόθεση και ο σχεδιασμός για γενική απεργία στις 17 ή στις 18 Νοεμβρίου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, μπορεί όντως να επέσπευσε τη μετακίνηση του τανκ, αλλά απελευθέρωσε επίσης μία τέτοιας κλίμακας πολιτική δυναμική.
Οι αγωνιστές αναμετρήθηκαν με τα δύσκολα καθήκοντα που τους επέβαλε η ιστορία και έδωσαν την κατεύθυνση στο κίνημα τα επόμενα χρόνια, διαμορφώνοντας τις παραδόσεις και τα ρεύματα που συνεχίζουν να επηρεάζουν το σήμερα. Κατάφεραν να κάνουν ‘’κάτι’’ κόντρα στην υποταγή, στην υπερεκτίμηση του εχθρού και στην υποτίμηση των δυνατοτήτων τους. Ένα ‘’κάτι’’ χωρίς την υποστήριξη προγενέστερου σταθερού μαζικού εργατικού κινήματος που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει με πείρα και δύναμη την απαραίτητη εξεγερσιακή κίνηση. Η χούντα είχε εξασφαλίσει σε ηγεμονικό βαθμό τη νηνεμία του κινήματος. Η χάραξη της ιστορίας έγινε με τέτοιο ανεξίτηλο τρόπο ώστε οι επερχόμενες γενιές ακόμα και μετά από πενήντα χρόνια να ταυτίζονται με τα κομουνιστικά ιδεώδη και να καλούνται να ολοκληρώσουν το έργο των προγόνων τους, ήταν αποτέλεσμα λίγων εκατοντάδων φοιτητών που αισθάνθηκαν τη δυνατότητα και τόλμησαν, κόντρα στον λεγόμενο τυχοδιωκτισμό που η ρεφορμιστική αριστερά λανθασμένα τους χρέωνε και κόντρα στη συναίνεση που το ίδιο κομμάτι της αριστεράς μέχρι τελευταία στιγμή πάλευε.
Έτσι, άλλη μία εξέγερση δικαιώθηκε στην πράξη.