Πολιτικό κίνημα ενάντια στην κυβέρνηση και στην παρουσία μπάτσων στις σχολές και όχι «φοιτητικές κινητοποιήσεις»
Βιάστηκε ο Υπουργός Προ.Πο. να ανακοινώσει στις 8 Μαρτίου την εγκατάσταση μπάτσων στις πρώτες σχολές. Τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη τον πρόλαβαν και ανέστειλαν επ’ αόριστο την παραπέρα κατοχύρωση και νομιμοποίηση του Κράτους Έκτακτης Ανάγκης που οραματίζεται η αστική τάξη.
Πιεσμένο, κουρασμένο και αηδιασμένο ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας από τις πολιτικές απομόνωσης και την υποκρισία της κυβέρνησης στη διαχείριση της υπόθεσης της δημόσιας υγείας, κατάφερε να εκφράσει την απόγνωσή του με αφορμή τους άγριους ξυλοδαρμούς πολιτών από μπάτσους στην πλατεία της γειτονιάς.
Αυτό επέτρεψε, με τη σειρά του, στο οργανωμένο ταξικό κίνημα να επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο, κάτι που αδυνατούσε να κάνει τον προηγούμενο καιρό. Τα στοιχειώδη αντανακλαστικά του αριστερού πολιτικού δυναμικού, διαμόρφωσαν στη συνέχεια ένα πολιτικό περιβάλλον ικανό να μας οδηγήσει σε νέα πολιτικά συμπεράσματα.
Στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης αντιμετωπίζουμε τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στη μία περίπτωση τη συμπεριφορά της πλειοψηφούσας αριστεράς (αναφερόμενος στα σκεπτικά που ηγεμονεύουν στο φοιτητικό κίνημα) στα διακυβεύματα της εποχής μας και στην άλλη τη φαινομενική επαναφορά της αναρχίας στα δρώμενα.
Και στις δύο περιπτώσεις, κοινοί παρανομαστές, η αδυναμία τους αφενός να εκμεταλλευτούν την απονομιμοποίηση της κυβέρνησης σε κάθε πτυχή της κοινωνίας και αφετέρου να χαράξουν την αντικαπιταλιστική στρατηγική που θα σταθεί εμπόδιο στις πολιτικές που στοχοποιούν τη ριζοσπαστικοποίηση στις σχολές. Συνεχίζουν να αδυνατούν να μεταφέρουν στο φοιτητικό κίνημα το κυρίαρχο αντικυβερνητικό κλίμα που επικρατεί στην κοινωνία. Δυσκολεύονται να εκμεταλλευτούν την μουδιασμένη κυβέρνηση και να προσφέρουν νέο απαραίτητο πολιτικό περιεχόμενο ενώ είναι αρκούνται σε ληγμένες παρελθοντικές συνταγές.
Αυτά οδηγούν σε συμπτώματα τα οποία γίνονται όλο και πιο εμφανή όσο περνάει ο καιρός και δείχνουν τα στενά όρια , προς το παρόν, των αντιλήψεών τους.
Η αριστερά έχει υποτιμήσει εδώ και καιρό την αξία και τη δυναμική των συλλογικών διαδικασιών στους φοιτητικούς συλλόγους. Αδυνατώντας στις αρχές του έτους να προσφέρει περιεχόμενο στις διαδικασίες και στη συνέχεια αποφεύγοντας να καλέσει τους φοιτητές σε αυτές, παρέμεινε στις αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων που είχαν την πλειοψηφία, σε κάποιες σχολές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απομαζικοποιήσει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις που λάμβαναν χώρα στο κέντρο της Αθήνας (η τελευταία στις 15 Απριλίου ήταν με διαφορά μία από τις πιο άμαζες κυρίως συγκριτικά με αυτές των χιλιάδων διαδηλωτών τον Ιανουάριο) ματαιώνοντας ένα αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό που σε περίοδο καραντίνας την εμπιστεύθηκε και στερώντας σε ένα άλλο πιο αποφασισμένο και συνειδητοποιημένο να αναζητήσει αιτίες και λύσεις συλλογικά. Η επίμονη και αφηρημένη επίκλησή της σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν από το φοιτητικό κίνημα, στην επαρχία και στη συμπρωτεύουσα, δεν ήταν αρκετή (πώς άλλωστε να ήταν;) για να αλλάξει το κλίμα στην Αθήνα.
Τα αντιμαθήματα δια ζώσης που θεωρητικά είχαν σκοπό να απονομιμοποιήσουν την τηλεκπαίδευση, χωρίς την εκ των προτέρων προπαγάνδιση τους και χωρίς ολοκληρωμένο σχέδιο αντικυβερνητικής αντεπίθεσης, συγκεντρώνουν ένα ελάχιστο δυναμικό, κυρίως του στενού κομματικού μηχανισμού. αντί να αναδειχθούν ως εκδηλώσεις-σταθμοί στον αγώνα ενάντια στις αντεργατικές και αντικομμουνιστικές πολιτικές της κυβέρνησης του Τσιόδρα και του Φουρθιώτη και να προσφέρουν την ευκαιρία ριζοσπαστικοποίησης και αναβάθμισης της αποφασιστικότητας των συμμετεχόντων, έμειναν στις αγορεύσεις των καθηγητών. Χαμένη, λαμπρή ευκαιρία ώστε όταν τολμήσουν οι μπάτσοι να αμφισβητήσουν το εκπαιδευτικό άσυλο και τα κεκτημένα των φοιτητών να συναντήσουν γεμάτες, αγωνιζόμενες και όχι άδειες σχολές.
Οι υπογραφές φοιτητικών συλλόγων, είτε έμπαιναν αυθαίρετα χωρίς απόφαση των συλλόγων στα πλαίσια των πολιτικών δυνάμεων είτε ήταν απόρροια αποφάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι και στις δύο περιπτώσεις, οι υπογραφές είχαν ως στόχο να διακοσμήσουν με λίγες περισσότερες λέξεις τα καλέσματα και όχι να αποτελέσουν εφαλτήριο νομιμοποίησης της κλιμάκωσης του αντικυβερνητικού αγώνα.
Ο χώρος της αναρχίας, αποδεδειγμένα από πέρυσι την Άνοιξη ευάλωτος και περιθωριοποιημένος από τις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις της επικαιρότητας, αναζωπύρωσε τις διαθέσεις του τον τελευταίο καιρό. Εκμεταλλευόμενος την αδυναμία της αριστεράς να κινήσει τα φοιτητικά νήματα, προσπάθησε να επανέλθει αλλά με τρόπο που θυμίζει προηγούμενες αδιέξοδες τακτικές. Οι πρωτοβουλίες πολιτικών ομάδων που δοκίμασαν καταλήψεις σε πρυτανείες και σε κτίρια σχολών και δοκίμασαν τη συγκρότηση κέντρων αγώνα των φοιτητών, είχαν από την αρχή σύντομη ημερομηνία λήξης. Μακριά από τις συλλογικές διαδικασίες και αποφεύγοντας τη συνδιαλλαγή με άλλες πολιτικές δυνάμεις δοκίμασαν να κάνουν το δικό τους ‘’τακτοποιημένα’’ και ‘’καθαρούτσικα’’. Η κατάληψη κτιρίου στο ‘’Γυάλινο’’ κτίριο του Παντείου, λίγες μέρες πριν τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη, δεν κατάφερε (μα και δε δοκίμασε ποτέ) να συνδεθεί με κεντρικές κινητοποιήσεις εκείνων των ημερών. Όταν όλη η κοινωνία έβραζε από την καταστολή και τον αυταρχισμό που επιδείκνυε η ακροδεξιά κυβέρνηση, αυτή αρκέστηκε σε εσωστρεφείς εκδηλώσεις και αυτό-αναφορικότητα. Η πρώτη κατάληψη που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και μάλιστα στον πιο ζωντανό φοιτητικό σύλλογο, δεν κατάφερε να κινητοποιήσει περισσότερο κόσμο και να αποτελέσει σημείο αναφοράς για ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος. Έληξε, με δική τους απόφαση, με τις φήμες να λένε πως αυτό συνέβη λόγω κρούσματος κορονοϊού!
Ολιγοήμερες καταλήψεις όπως αυτές των πρυτανειών σε ΠΑΠΕΙ. και ΕΜΠ, υπογράμμισαν το πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο χώρος και είχαν την ίδια μοίρα. Μικροφωνικές και άλλες προπαγανδιστικές δράσεις που είχαν ως target group τις άδειες σχολές με τα ντουβάρια τους, ήταν μελανή αποκλειστικότητα που αναμφίβολα δεν είχε σκοπό την ανάδειξη των γεγονότων.
Δύο όψεις, ένα νόμισμα: τα μειονεκτήματα των κινήσεων είχαν δύο βασικά κοινά σημεία που κάθε φορά στην πολιτική δραστηριότητα αλληλεπιδρούν. Η ανάπτυξή τους δίχως διακύβευμα και δίχως στρατηγική. Η κατάργηση των λοκντάουν στις συνειδήσεις του κόσμου και η ανατροπή της άποψης πως η κυβέρνηση λαμβάνει υγειονομικά μέτρα και όχι πολιτικά, οδήγησαν στην αναμόχλευση των παλιών πολιτικών τακτικών κάθε αντικαπιταλιστικής λογικής. Το ηθικό των αγωνιστών κάθε λογής απέκτησε ξανά ισχυρά χαρακτηριστικά αυτοπεποίθησης. Όταν σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας βλέπουμε την οργή του λαού για τις κυβερνητικές αποφάσεις σημαίνει πως η κυβέρνηση ακροβατεί στα ξύλινα ποδάρια της απονομιμοποίησης.
Οι εκρήξεις του κόσμου στην πλ. Νέας Σμύρνης και στη συνέχεια σε δεκάδες γειτονιές σε όλη την Ελλάδα, προσέφεραν το απαραίτητο φρόνημα στην αριστερά και στην αναρχία να βρεθούν στο προσκήνιο της πολιτικής επικαιρότητας. Δοκίμασαν, λογικά στην αρχή, να επιστρέψουν στα προηγούμενα πολιτικά εργαλεία, γνωστά και εξασκημένα σε προηγούμενες πολιτικές περιόδους αλλά σύντομα έδειξαν πως δεν αρκούν. ‘’Παράλογο’’ να επιμένουν σε αυτά όταν δε βρίσκουν λύσεις. Αδιαφορώντας για τη μήτρα της αυτοπεποίθησής τους, χωρίς να καταφέρνουν να εντοπίσουν στις αναλύσεις τους την αλλαγή της πολιτικής περιόδου, δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν τα κενά της κυβερνητικής πολιτικής για να τα εκμεταλλευτούν.
Ο ενδοκινηματικός ανταγωνισμός για την κυριαρχία σε μικροκόσμους χωρίς στρατηγικό διακύβευμα, αναπαράγει το αδιέξοδο και την αδυναμία αντιπαράθεσης με την ακροδεξιά πολιτική. Έτσι, οδηγούνται από τη μία να φταίνε οι ‘’κακοί, κόκκινοι γραφειοκράτες’’ και από την άλλη ‘’οι κακοί, προβοκάτορες που δεν έχουν σχέση με το φοιτητικό κίνημα’’. Η προσπάθεια «αντιμετώπισης» της ΔΑΠ είναι αδιέξοδη και οδηγεί το κίνημα να «ψάχνει» αόρατους εχθρούς. Η πολιτική της υλοποιείται από την κυβέρνηση και αυτή είναι το πολιτικό κέντρο του ταξικού αντιπάλου και όχι οι «φοιτητικές παρατάξεις» του.
Η σημασία δε βρίσκεται στο αν κάνει σωστή ή λάθος κριτική οι όποιες αριστερές ή αναρχικές συλλογικότητες στον «ενδοκινηματικό αντίπαλο», αλλά στο γεγονός πως φαίνονται να έχουν ως μοναδικό κίνητρο ‘’να είναι πιο επαναστάτες από τους άλλους’’ και να λάβουν την πιο αριστερή θέση σε αυτό τον χάρτη.Ο εχθρός είναι η κυβέρνηση του αστικού μπλοκ και η ακροδεξιά αντεπανάσταση που προσπαθεί να υλοποιήσει σε κάθε τομέα της κοινωνίας. Η απάντηση, λοιπόν, δεν είναι «οι φοιτητές να διώξουν την αστυνομία από τις σχολές» όπως και δεν είναι δουλειά των εργαζομένων να πάρουν πίσω τα αντεργατικά νομοσχέδια, οι γυναίκες τα σεξιστικά και οι διαδηλωτές να καταργήσουν τους νόμους των αντιδημοκρατικών απαγορεύσεων. Μόνη λύση η συγκρότηση ενός πολιτικού κινήματος ΚΑΙ ΜΕΣΑ στις σχολές ώστε να ξηλωθεί η κυβέρνηση των κατσαπλιάδων.