Παρισινή Κομμούνα 1871: Η εξουσία στα χέρια των εργατών
του Γιάννη Μιχάλαρου
‘’Οι προλετάριοι του Παρισιού μέσα από τις αποτυχίες και τις προδοσίες των κυρίαρχων τάξεων, κατάλαβαν ότι έφτασε η ώρα να σώσουν την κατάσταση, παίρνοντας στα χέρια τους τη διεύθυνση των δημόσιων υποθέσεων . Κατάλαβαν ότι είναι επιτακτικό τους καθήκον και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους και να πάρουν στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία’’.
Απόσπασμα από την διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής της 18ης Μαρτίου
Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από εντάσεις και ένοπλες συγκρούσεις, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας της αστικής τάξης να εδραιώσει την κυριαρχία της έναντι στα φεουδαρχικά κατάλοιπα που ακόμα στέκονταν εμπόδιο στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών της δυνάμεων.
Οι εναπομείνασες δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος, μπορεί να έχαναν δραματικά ισχύ όσο προχωρούσαμε στα βάθη του αιώνα, ωστόσο το καπιταλιστικό καθεστώς, αν και νεαρό στην ηλικία του, από τα πρώτα βήματά του, αποκάλυπτε τις αντιφάσεις της εξουσίας του, μέσω του πολιτικού συστήματος της αστικής δημοκρατίας που απεμπόλησε τις αρχές και τις αξίες του. Γρήγορα λοιπόν φανερώθηκε το νέο πρόσωπο της καταπίεσης, με την εργατική τάξη που σχηματιζόταν με γοργούς ρυθμούς, να παίρνει τη σκυτάλη της εξαθλίωσης και της εκμετάλλευσης. Η πολιτική παρεμβολή της εργατικής τάξης δεν άργησε να εμφανιστεί, με τις νέες προοδευτικές ιδέες να αναπτύσσονται ραγδαία, δημιουργώντας ένα μίγμα πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων που τάραξαν την παγκόσμια ιστορία. Οι φεουδαρχικές σχέσεις έτειναν να εξαφανιστούν, παραχωρώντας σταδιακά την κυριαρχία τους στον καπιταλισμό που προσπαθούσε να κατοχυρώσει τη θέση του, ενώ η εργατική τάξη παρεμβάλλονταν, προβάλλοντας διεκδικήσεις και ένα όραμα που θα μπορούσε σπάσει τα δεσμά της.
Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο, στις δεκαετίες 1850-1870 αναπτύχθηκαν δύο μεγάλες δυνάμεις που προετοίμασαν την αλληλοσφαγή των λαών τους. Η Γαλλία της Δεύτερης Αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Γ’ που επιδόθηκε σε αποικιακούς κατακτητικούς πολέμους στις περισσότερες ηπείρους του κόσμου, σταθεροποιώντας περισσότερο την δυναμική που πήγαζε από τα εδάφη της στην Ευρώπη και η Πρωσία του καγκελάριου Βίσμαρκ που είχε βλέψεις ενοποίησης όλων των γερμανικών κρατιδίων με επίκεντρο αυτή. Στα ανατολικά της Γαλλίας αναπτυσσόταν μία ανταγωνιστική δύναμη που την χαρακτήριζαν η αλματώδης οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξη και την έκαναν μία υπαρκτή απειλή για τα συμφέροντά της. Αυτή η εξέλιξη δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητη από τη φιλόδοξη γαλλική αστική τάξη.Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1870 με τη Γαλλία να χάνει διαρκώς έδαφος, με πιο καθοριστική στιγμή, τη μάχη στο Σεντάν στις 2 Σεπτεμβρίου στην οποία η Πρωσία κέρδισε πανηγυρικά, αιχμαλωτίζοντας χιλιάδες αξιωματικούς και στρατιώτες των γαλλικών στρατευμάτων.
Ο Ναπολέων μετά από αυτή την ήττα, έγινε δέσμιος των Πρώσων και κάτω από τις έντονες αποδοκιμασίες του προλεταριάτου που κατέκλυσε το Παρίσι με συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, ανακηρύχθηκε η Γ’ Δημοκρατία, με τον Αδόλφο Θιέρσο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Η άλλοτε ισχυρή μοναρχία που είχε διαλύσει την Εθνοσυνέλευση το 1852 και φάνταζε άτρωτη απέναντι στους Γάλλους προλετάριους και στην γαλλική επαναστατική παράδοση των τότε τελευταίων δεκαετιών, αντικαταστάθηκε άμεσα από την ‘’Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας’’ ενώ στα τέλη Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε Εθνοφρουρά, αποτελούμενη από 300.000 οπλισμένους, στην πλειονότητά τους εργάτες.
Οι πρώτες απόπειρες εισβολής των πρωσικών στρατευμάτων στο Παρίσι είχαν εντωμεταξύ ήδη ξεκινήσει. Νέοι ορίζοντες ανοίχτηκαν εκείνη στιγμή μέσα από το ένοπλο προλεταριάτο. Η στρατιωτική ήττα της Γαλλίας είχε ρίξει το ηθικό των αστικών δυνάμεων με το αξιόμαχό τους να αμφισβητείται. Ταυτόχρονα οι εκατοντάδες χιλιάδες οπλισμένοι προλετάριοι ήταν αυτοί που κρατούσαν στα χέρια τους τη μοίρα του Παρισιού και η ανατροπή της μοναρχίας ερχόταν ως αποτέλεσμα των κινήσεών τους κι όχι ως αποκλειστικό σχέδιο της άρχουσας τάξης, να αναβαθμίσει την υπεροχή της.
Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκε μία συγκυρία που έκανε αναγκαία την επανάσταση με τις πολιτικές δυνάμεις που δρούσαν στους κόλπους των εργατών και είχαν ισχυρή επιρροή, να την πυροδοτούν.
Η σύλληψη του Μπλανκί στις 17 Μαρτίου και η αιφνιδιαστική κίνηση του στρατού, υπό τις διαταγές της αστικής τάξης, την επόμενη μέρα, να αρπάξει τα κανόνια της εθνοφρουράς που φυλάσσονταν στο λόφο της Μονμάρτρης, ήταν τα δύο γεγονότα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οι στρατιώτες, παραδόθηκαν στους πολίτες του Παρισιού και στην Εθνοφυλακή, αρνήθηκαν να συγκρουστούν μαζί τους, πυροβολώντας δύο στρατηγούς τους. Η επόμενη μέρα βρίσκει το Παρίσι στα χέρια των εργατών και την κόκκινη σημαία υψωμένη στο Δημαρχείο.
Η ταραγμένη περίοδος και συγκεκριμένα η δυναμική που είχε αναπτυχτεί στην κοινωνία, μεταξύ αφενός της άρχουσας τάξης της Γαλλίας η οποία δυσκολευόταν να διατηρήσει τη σταθερότητα και αφετέρου, στο αντίπαλο δέος των εργατών που εφοδιασμένοι με όπλα όπως ήταν, αποτελούσαν μια σημαντική απειλή για τα συμφέροντα της αστικής τάξης, προετοίμασαν το έδαφος για την ‘’πρώτη έφοδο στον ουρανό’’. Στη διελκυστίνδα αυτή, από τη μία πλευρά η αστική τάξη καλούνταν να σταθεροποιήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων με ή χωρίς δικτατορία, αλλά σίγουρα με τα χέρια των εργατών άδεια, και από την άλλη πλευρά οι εργάτες έπρεπε να αποκτήσουν πολιτική έκφραση και ταυτότητα με στόχο να αδράξουν την ιστορική ευκαιρία, όπως και το έκαναν. Με την αστική εξουσία απονομιμοποιημένη στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας, οι μελλοντικοί κομμουνάριοι έπραξαν πολύ σωστά όταν υπερασπιζόμενοι τα όπλα που κρατούσαν στα χέρια και ακριβώς χάριν αυτών, κατάφεραν και πήραν την εξουσία.
Η κίνηση τους δεν ήταν αόριστη και αφηρημένη, αλλά εμπνευσμένη από τα δύο κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα που είχαν αναδειχθεί στους κόλπους τους, κάτι που επιβεβαιώνεται, όχι μόνο από τη συμπεριφορά τους μέχρι τότε (τα οδοφράγματα που ήταν το βασικό μέσο σύγκρουσης στα στενά σοκάκια του Παρισιού και μελετημένα διεξοδικά από τους Μπλανκιστές, χαρακτήριζαν τις εικόνες μέσα στην πόλη), αλλά και από τα αποτελέσματα των εκλογών που διοργανώθηκαν εσπευσμένα στις 26 Μαρτίου.
Εκεί, εργάτες, φτωχοί μικροαστοί με πολιτικές τοποθετήσεις υπέρ του αναρχισμού και του μπλανκισμού κατέλαβαν τις πρώτες κυβερνητικές θέσεις της Παρισινής Κομμούνας, οι οποίες ωστόσο συνοδεύονταν με δυνατότητα άμεσης ανάκλησης. Στο αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, αποτυπώθηκε η ανάγκη να βρεθεί μία διέξοδος στην παρατεταμένη εξαθλίωση που αντιμετώπιζαν οι κατώτερες πληβείες τάξεις, η οποία υλοποιήθηκε με την αναγνώριση των πολιτικών δυνάμεων που συνειδητά συμμετείχαν στις εξελίξεις.
Μέσα στις 72 μέρες που κράτησε η Κομμούνα, υλοποιήθηκε ένα πλούσιο έργο που αποκρυπτογράφησε πλήρως τον χαρακτήρα της και έγιναν πράξεις που πρώτη φορά η ανθρωπότητα στην ιστορική της ύπαρξη έγινε μάρτυρας. Κάποια ενδεικτικά παραδείγματα είναι: η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάστασή του από τον οπλισμένο λαό, ο διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους και απαλλοτρίωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας, η καθιέρωση της δωρεάν και δημόσιας εκπαίδευσης για όλους και η καθιέρωση ανώτατου ορίου στους μισθούς, στο επίπεδο εκείνων των εργαζομένων.
Μέσα από την καταστροφή της λαιμητόμου (γκιλοτίνας) και της στήλης της νίκης της Place Vendome, σύμβολα της μοναρχικής εξουσίας, αποκρυσταλλώθηκε η σύγκρουση του παλιού κόσμου που αξιακά είχε τελείως αποδυναμωθεί και του νέου που με θάρρος μόλις είχε γεννηθεί.
Η Κομμούνα του Παρισιού έγινε πράξη κόντρα στα προγνωστικά, σε μία περίοδο κατά την οποία δεν είχαν ακόμη προλάβει να σχηματιστούν κόμματα στα πρότυπα που ο Μαρξ είχε υποδείξει, (εξού και η μικρή συμμετοχή αυτών που επικαλούνταν τον Μαρξ στους πρωτομάστορες της Κομμούνας), ενώ αυτοί που πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης του αγώνα, ήταν οι μπλανκιστές και οι αναρχικοί.
Οι Μπλανκιστές θεωρούσαν πως το μέτρο για την αποτελεσματικότητα της επανάστασης ήταν το κατά πόσο θα οργανωθεί αποτελεσματικά η μειοψηφία που θα αναλάβει το έργο για την κατάληψη της εξουσίας και οι αναρχικοί ήταν εκείνοι που αρνούνταν ολοκληρωτικά την αναγκαιότητα του κράτους με οποιαδήποτε μορφή, ακόμα και εκείνου το οποίο οργώνεται γύρω από την εργατική εξουσία. Ο Προυντόν ήταν αυτός που είχε σαφή επιρροή στις τάξεις των πρωτοπόρων αναρχικών.
Η Κομμούνα του Παρισιού, ‘’κατά τας γραφάς’’ δεν έπρεπε, δεν μπορούσε και δεν αναμενόταν να συμβεί και αν ποτέ συνέβαινε, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Κι όμως ενάντια σε κάθε «μη προσδοκία» η Κομμούνα έλαβε σάρκα και οστά. Αυτή η ιστορική πραγματοποίηση ‘’εξέθεσε’’ ακόμα και τον Μαρξ που θεωρούσε πως η εγκαθίδρυση της Γ’ Δημοκρατίας ήταν ένα εθνικό μέσο άμυνας, αποτέλεσμα της ήττας στον πόλεμο με την Πρωσία, και όχι μία κοινωνική κατάκτηση, υποτιμώντας τις κινητοποιήσεις των εργατικών μαζών, ταυτόχρονα με τα περιθώρια που θα προσέφερε μετέπειτα σε αυτές να τολμήσουν την κατάληψη της εξουσίας. Πίστευε δε, πως η δημοκρατία απλά αντικατέστησε τη βασιλεία στο ρόλο του καταπιεστή της εργατικής τάξης και πως ‘’κάθε απόπειρα ανατροπής της νέας κυβέρνησης, τη στιγμή που ο εχθρός χτυπάει κιόλας τις πόρτες του Παρισιού, θα ήταν απεγνωσμένη τρέλα’’. Καλούσε μάλιστα τους εργάτες να εδραιώσουν τη δύναμη τους εκμεταλλευόμενοι τα δημοκρατικά περιθώρια, αντί να δοκιμάσουν να πάρουν οι ίδιοι την εξουσία στα χέρια τους. Οι γοργές εξελίξεις ξεπέρναγαν τις παρατηρήσεις των θεωρητικών της εποχής.
Λίγους μήνες μετά, με τα γεγονότα του Μαρτίου 1871, όλες οι παραπάνω προβλέψεις και θεωρητικές διακηρύξεις διαψεύδονται, χωρίς ωστόσο οι διαψεύσεις αυτές, να αποτρέψουν τον Μαρξ από το να χαιρετίσει με ενθουσιασμό τις εξελίξεις, να τις μελετήσει και να κάνει σημαία του, το εμπειρικό απόσταγμα της παρατήρησης και του βιώματός του μέσα σε αυτή την πραγματικότητα. Στη συγκρότηση της Κομμούνας είδε τον δρόμο για την οικοδόμηση του εργατικού κράτους. Το ίδιο και ο Ένγκελς που από τη μεριά του, κατέληξε να ταυτίζει σχεδόν την Κομμούνα του Παρισιού με τη δικτατορία του προλεταριάτου, όρο ταυτισμένο με τον πυρήνα του θεωρητικού του έργου, γεγονός για το οποίο κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις σε πληθώρα επικριτών στη συνέχεια.
Οι εβδομήντα μέρες της Παρισινής Κομμούνας χαράχτηκαν ανεξίτηλα, στην παγκόσμια συλλογική ιστορική μνήμη. Στάθηκαν αρκετές για να αποτελέσουν πυξίδα, οδηγό και παράδειγμα στις επόμενες επαναστάσεις που δοκιμάστηκαν, δεσμεύοντας για πάντα την ανθρώπινη ιστορία στη δυνατότητα της Επανάστασης και της εγκαθίδρυσης του Σοσιαλισμού. Μετά από έναν αιώνα, τα διδάγματά της παραμένουν ανθεκτικά, διαλύοντας τις αυταπάτες περί εξιδανίκευσής του καπιταλισμού, επιτρέποντάς μας, να οραματιζόμαστε, αλλά περισσότερο να πιστεύουμε πως η αλλαγή προς μία κοινωνία που μπορεί να οικοδομηθεί διαφορετικά, μακριά από τις ανισότητες και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είναι εφικτή.