…Η ερυθρά σημαία και τα λάβαρα με το σφυροδρέπανον εκυριάρχουν από άκρου εις άκρον. Ο Εθνικός ύμνος η εν οιονδήποτε Εθνικό άσμα δεν ηκούοντο. Μόνον η «Λαοκρατία». Θέσις δια μιαν έστω εθνικήν οργάνωσιν εις την Πλατείαν του Συντάγματος δεν υπήρχε.
Τα παραπάνω είναι περιγραφή του Θεμιστοκλή Τσάτσου υπ. Δικαιοσύνης της 1ης κυβέρνησης, μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, για την συγκέντρωση υποδοχής της, στις 18 Οκτώβρη του ‘44. Επίσημα, η απελευθέρωση της Αθήνας έγινε στις 12 του ίδιου μήνα. Εκείνες τις ημέρες όπως και για λίγες ακόμα, το κενό εξουσίας ήταν τόσο καταφανές όσο και η συντριπτική υπεροχή του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ στα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα της χώρας. Στα χρόνια της κατοχής το ΕΑΜ είχε αναδυθεί ως η μόνη υπολογίσιμη και ειλικρινής δύναμη προστασίας των συμφερόντων αλλά και της ίδιας της καθημερινότητας του χειμαζόμενου λαού. Ακόμα και σε στρατιωτικό επίπεδο η δύναμη του ΕΛΑΣ ήταν τόσο μεγάλη που οι ίδιοι οι Ναζί είχαν εγκαταλείψει την ύπαιθρο χώρα σχεδόν ένα χρόνο πριν, αναλωνόμενοι κυρίως σε εξορμήσεις αντιποίνων από τα αστικά κέντρα. Το 2ο μεγαλύτερο αντάρτικο του Β’ Π.Π. γεννήθηκε στα βουνά της Ελλάδας από κομμουνιστικές δυνάμεις και μπορεί να μην ήταν πάντα και παντού άρτια εξοπλισμένο, ήταν όμως ασύγκριτα πιο μεγάλο, εμπειροπόλεμο και αποφασισμένο να ριχτεί σε οποιαδήποτε μάχη του ζητούσε η ηγεσία του, από όλες τις υπάρχουσες ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που διοικήθηκαν από τις συμμαχικές, μαζί. Το θέμα βέβαια ήταν τι του ζήτησε η ηγεσία του εν τέλει να πράξει.
Από το 1935 η Κομμουνιστική Διεθνής είχε σκαρφιστεί την ιδέα της ταξικής συνεργασίας με τις δυνάμεις του αστισμού (πολιτική Λαϊκών Μετώπων) στο όνομα του αντιφασιστικού αγώνα. Ήταν επί της ουσίας η επισημοποίηση της εγκατάλειψης της υπόθεσης της διεθνούς επανάστασης και η παγιοποίηση του χτισίματος του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα, καθώς και της εξυπηρέτησης των διεθνών συμφερόντων της Ε.Σ.Σ.Δ. με όρους ισότιμου πλέον συνομιλητή με τις καπιταλιστικές χώρες. Η πολιτική των λαϊκών μετώπων, όπου αναδύονταν ο φασισμός, κατέστη ο μηχανισμός που κράτησε στη ζωή τις καταρρέουσες αστικές δυνάμεις που δεν εμπιστεύονταν ούτε τους κομμουνιστές αλλά ούτε και τους φασίστες. Επί της ουσίας τα κομμουνιστικά κόμματα ανά την Ευρώπη προσπάθησαν να εκμηδενίσουν τις ελάχιστες πιθανότητες εμφάνισης μιας επαναστατικής στρατηγικής ανεξάρτητης από τις επιταγές του κεφαλαίου. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της καταστροφικής αυτής πολιτικής για την υπόθεση της επανάστασης, τα βρίσκουμε στη Γαλλία και την Ισπανία προπολεμικά. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη δική μας πολυπόθητη «απελευθέρωση».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής το ΚΚΕ έδωσε τον αγώνα κατά των Γερμανών στη βάση μιας εθνικοαπελευθερωτικής τακτικής. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ πολέμησε τον φασισμό με ό,τι μέσα είχε, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να διανοηθεί την ευκαιρία που ανοίγονταν μπροστά του για την κομμουνιστική επανάσταση στο εδώ και στο τώρα. Για την ηγεσία του ΚΚΕ έννοιες όπως επανάσταση, διεθνισμός, εργατική εξουσία, είχαν παραπεμφθεί οριστικά για το απώτερο μέλλον. Η μανιώδης προσκόλλησή του στη γραμμή του Στάλιν και της Κομιντέρν θόλωνε ακόμα και την κρίση των οπαδών της σύγκρουσης με τους Άγγλους. Πάντως παρά τις εσωκομματικές μικροδιαφωνίες, στα ανώτερα όργανα του κόμματος δεν υπήρξε ποτέ αυτός ή αυτοί που θα έθεταν το ζήτημα της απελευθέρωσης με όρους κοινωνικοπολιτικούς. Οι συζητήσεις δεν ξέφυγαν ποτέ από το θέμα της ομαλής μετάβασης σε ένα αστικοδημοκρατικό καθεστώς παρά την πρόταση του Τίτο για συμμαχία μαζί του και όχι με τους «συμμάχους». Η Ελλάδα είχε παραχωρηθεί στους Άγγλους και το ΚΚΕ δεν αμφισβήτησε ούτε για μια στιγμή αυτή τη συνθήκη ούτε όταν ο κόσμος του πυροβολούνταν τρεις μόλις ημέρες μετά την απελευθέρωση, από εθνικιστές. Αυτή είναι η μοίρα του ρεφορμισμού ακόμα και όταν παίρνει τα όπλα.