Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η κρίση στην Άπω Ανατολή
Της Μαρίνας Λύρα
Οι πρόσφατες εκλογές στην Ταϊβάν με την επανεκλογή του Λάι Τσινγκ-τε ως προέδρου της για τρίτη φορά, έχουν έρθει να συμπληρώσουν μια σειρά αντιδράσεων στην περιοχή των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμενων παγκόσμια. Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί αυξάνονται και οι κονταρομαχίες Κίνας- Αμερικής αποδεικνύουν την αναζωπύρωση της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, τόσο στην περιοχή, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Λάι Τσινγκ-τε ως υποψήφιος του φιλο-δυτικού κόμματος DPP (Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα) κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με ποσοστό 40,05%. Έπειτα από την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων η Κίνα ανακοίνωσε την πίστη της στην επανένωσή της με την Ταϊβάν, δείχνοντας τη δυσαρέσκειά της με το αποτέλεσμα των εκλογών. Την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν (όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών στον πλανήτη) την Ταϊβάν ως κράτος και θεωρούν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση, χορηγούν στην Ταϊβάν σημαντική στρατιωτική βοήθεια.
Ιστορικά, η Ταϊβάν βίωσε την ιαπωνική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κίνα διχάστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου μεταξύ των Κομμουνιστών και του Κουομιντάνγκ, με τους Κομμουνιστές να έχουν τον έλεγχο της βόρειας Κίνας και του Κουομιντάνγκ να ελέγχει τις περιοχές της Νανκίνγκ και της Κουαντούν. Μετά τη νίκη του ΚΚΚ στον εμφύλιο πόλεμο το 1949, ακολούθησε η εγκατάλειψη του Κουομιντάνγκ και των υποστηρικτών του στην Ταϊβάν, όπου ίδρυσαν τη Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν). Αυτή η διαμάχη δημιούργησε μια μακρόχρονη διαμάχη μεταξύ της Κίνας και της Ταϊβάν, με την Κίνα να προσπαθεί να διεκδικήσει τα εδάφη, και την Ταϊβάν να προσπαθεί να εγκαθιδρύσει αυτονομία. Η Κίνα πάντα θεωρούσε την Ταϊβάν ως μέρος της επικράτειάς της, όπως και το Χονγκ – Κόνγκ ή το Μακάο – που πέρασαν στην Κίνα από τη Βρετανία το 1997 και 1999 αντίστοιχα (πάντα με ειδικό καθεστώς αυτονομίας), ζητώντας την επανένωση του νησιού με κάθε τρόπο. Πολλές κυβερνήσεις, σε διεθνές επίπεδο, συντηρούν διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο, με εξαίρεση κάποιες που διατηρούν ακόμα οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με την Ταϊβάν. Η πολιτική κατάσταση μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν συνεχίζει να είναι έντονη και οι διαμάχες μεταξύ των δύο πλευρών παραμένουν ανά τα χρόνια.
Παρόλα αυτά βρισκόμαστε σήμερα στη φάση που η συμμαχία της Ιαπωνίας με τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, δημιουργούν εντάσεις και μια κρίση στον Ινδικό Ωκεανό. Η ανακοίνωση των υπουργών Εξωτερικών του G7 έδειξε ότι τάσσονται στο πλευρό των ΗΠΑ και κατά της Κίνας, όπως έκανε και η Αυστραλία, ενώ η Ρωσία βρέθηκε χωρίς αστερίσκους στο πλευρό της Κίνας, ανταποδίδοντας τη δική της στήριξη στην περίπτωση της Ουκρανίας. Τα στρατόπεδα γίνονται ολοένα και πιο καθαρά. Βλέπουμε αντιτορπιλικά της Αμερικής να διασχίζουν το Στενό της Ταϊβάν και πλέον να στέλνουν συχνά πλοία στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας με την Κίνα να απαντά με συχνή παρουσία στο Στενό της Ταϊβάν μέσω ναυτικών και εναέριων σκαφών μπροστά και πάνω από το νησί.
Η επέκταση στην Άπω Ανατολή αλλά και η συνεργασία με χώρες της Αφρικής και με Αραβικές Χώρες, αυξάνονται μέσω συνεχόμενων εμπορικών συναλλαγών και δοκιμάζεται να καλυφθεί έτσι το επιχειρησιακό κενό που έχει αφήσει η Αμερική. Αυτή η επέκταση σε συνδυασμό με την απόσυρση της Αμερικής, τα προηγούμενα χρόνια, από τα εδάφη αλλά και οι παγκόσμιες συνθήκες δίνουν τον τόνο αναζωπύρωσης της κρίσης. Η πολιτική της Κίνας προς την Ταϊβάν ενεργοποιεί προπολεμικές συμμαχίες ξαναφέρνοντας το φάντασμα του πολέμου μετά από δεκαετίες. Η συμμαχία της Αμερικής με την Αυστραλία και την Ιαπωνία και η επέμβαση της Αμερικής στην περιοχή συμβαίνει σε συνεργασία με την Ταϊβάν. Ωστόσο, οι χώρες στις γύρω περιοχές δεν έχουν κρατήσει κάποια σταθερή στάση, αλλά ετεροκαθορίζονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις που επηρεάζουν την εξωτερική τους πολιτική. Αν σήμερα εμφανίζεται ένα ρεύμα κυβερνήσεων που φαίνεται να στρέφεται προς την Κίνα, μπορεί να ανατραπεί αύριο με την ίδια ευκολία αν βρεθεί μια «καλύτερη λύση».
Η ανάδειξη των χωρών των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία τις διεθνείς σχέσεις και την παγκόσμια πολιτική τα τελευταία χρόνια. Η εναπόθεση των ελπίδων για νέες παγκόσμιες ισορροπίες στις BRICS, με κανένα τρόπο δεν αποτελούν εναλλακτικό πόλο ειρήνης και σταθερότητας, αλλά αποτελούν τη συνέχιση των ίδιων πολιτικών με άλλο προσωπείο στην καλύτερη περίπτωση ή την κλιμάκωση των ήδη υπαρχόντων εντάσεων στις διάφορες περιοχές. Η παγκόσμια κρίση φέρνει στην επιφάνεια νέους ανταγωνισμούς, και τη διαμόρφωση νέων συμμαχιών όπου μεταξύ αυτών γίνονται σε μια προσπάθεια να κερδηθούν μεγαλύτερα κομμάτια από την παγκόσμια πίτα μέσω επερχόμενων εντάσεων.
Συμπερασματικά, το παζλ των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών συμπλήρωσε η Αμερική με την εκδήλωση ενδιαφέροντος για την επιρροή στον ινδικό ωκεανό. Εφόσον οι ΗΠΑ ανέδειξαν ότι μπαίνουν και επιδρούν στη ζώνη της περιοχής, οι ανταγωνισμοί οξύνθηκαν και η σύνδεση της Ταϊβάν με τις ΗΠΑ έφεραν στην επιφάνεια μια κρίση, καθώς η νέα επεκτατικότητα της Κίνας ήταν γεγονός. Όμως οι λυκοφιλίες δεν δίνουν τη λύση, απλώς δημιουργούν μια προσωρινή ανακωχή, που αλλά την ίδια στιγμή η μία πλευρά υπονομεύει την άλλη.
Η ανάπτυξη των ανταγωνισμών δημιουργεί τον κίνδυνο να μετακινηθεί από το οικονομικό επίπεδο σε βαθύτερα πεδία. Η κλιμάκωση συγκρούσεων που μαίνεται θα πρέπει να βρει το παγκόσμιο προλεταριάτο ως ανάχωμα και όχι κρέας στα κανόνια τους.