Οι προσπάθειες της μαχόμενης εργατικής τάξης να οργανωθεί στους χώρους δουλειάς ήταν και είναι το μεγαλύτερο αγκάθι στα σχέδια του κεφαλαίου όλων των βαθμίδων. Πάντα όμως αυτή η αντιπαλότητα ορίζονταν από τις γενικές συνθήκες που επέβαλε η εκάστοτε πολιτική περίοδος. Αν και υπήρξαν στο πρόσφατο παρελθόν περίοδοι όπου το κεφάλαιο και η εργασία έδειχναν να βρίσκουν πεδία “συνεννόησης”, αυτές πάντα ήταν μικρές και η “συνεννόηση” εύθραυστη.
Σήμερα αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις βρίσκονται και πάλι εν μέσω μίας περιόδου αναθεώρησης των σχέσεων τους. Αυτή η αναθεώρηση δεν γίνεται σχεδόν ποτέ σε συνθήκες αλληλοσεβασμού ή “fair play”. Η απεργία και η περιφρούρησή της που θεωρούνται τα μεγαλύτερα όπλα των εργαζομένων έχουν να αντιμετωπίσουν μια τεράστια αστική εργαλειοθήκη που βέβαια δεν περιορίζεται στη χρήση των δικαστηρίων, της αστυνομίας, των απολύσεων. Τα μικρά και μεγάλα αφεντικά δεν δίστασαν ποτέ να καταφύγουν στην ωμή φασιστική βία και καταστολή. Στο δρόμο για την ιδεολογική – πολιτική και οικονομική τους κυριαρχία, δε θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν κάθε όπλο. Από τη μία θα προσπαθούν να δωροδοκήσουν και να εξαγοράσουν συνειδήσεις και από την άλλη να τρομοκρατήσουν τους απείθαρχους. Με καρότο και μαστίγιο ψάχνουν την υποταγή των πληβείων τάξεων.
Στην περίπτωση της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης και του Περάματος οι φασίστες ήρθαν να συμπληρώσουν αυτό που η κρίση είχε ήδη ξεκινήσει για τα καλά. Τα μεροκάματα στη ζώνη είχαν ήδη μειωθεί σε τραγικό βαθμό και η ανεργία στο Πέραμα είχε ξεπεράσει το 40% όταν μικροί και μεγάλοι εργολαβικοί εργοδότες αποφάσισαν να ξεκινήσουν μία μάχη ζωής και θανάτου με τα συνδικάτα των εργατών στην περιοχή, με σκοπό να μείνουν οι μόνοι κυρίαρχοι στον χώρο και να έχουν στα πόδια ένα εξαθλιωμένο εργατικό δυναμικό έρμαιο των πενιχρών μισθών που ήταν διατεθειμένοι να τους πετάξουν. Βασιζόμενοι στη χρόνια μηντιακή προπαγάνδα που ισχυρίζεται ότι για όλα φταίνε οι απεργίες και ο συνδικαλισμός και μη μπορώντας να διαλύσουν με νομικά τερτίπια (ακόμα) τα συνδικάτα που κατά κύριο λόγο πρόσκεινται στο ΠΑΜΕ αποφάσισαν να επιστρατεύσουν χρυσαυγίτες ειδικά από τη στιγμή που πλέον είχαν αποκτήσει κοινωνικό και θεσμικό έρεισμα. Έτσι ξεκινώντας από την τρομοκρατία κατ’ αρχήν της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά πέρασαν στους εργασιακούς χώρους. Οι επιθέσεις σε συνδικαλιστές, μετανάστες, και αντιφασίστες την νύχτα, συμπληρώθηκαν με τη σύσταση λακέδικων – απεργοσπαστικών σωματείων όπως αυτό του Αγ. Νικολάου στη ζώνη. Μια κατάσταση που δεν θα πραγματοποιούσαν μόνοι τους οι ναζί χωρίς τη χρηματική στήριξη των εργολάβων που δραστηριοποιούνται στη ναυπηγοεπισκευή. Από τη μία λοιπόν στήθηκε ένας μηχανισμός στηριζόμενος σε στοιχεία της νύχτας, (μπράβους, νταβατζήδες κλπ) ικανός να επιστρατεύσει αριθμούς που να είναι σε θέση να επιτεθούν σε συνδικαλισμένους εργάτες και από την άλλη ένας εργοδοτικός μηχανισμός ικανός να ανταμείψει τους φασίστες για τη δράση τους δίνοντας μεροκάματα στη ζώνη μέσω επιλεκτικών προσλήψεων.
Μετά τις αθρόες συλλήψεις των χρυσαυγιτών και από το Πέραμα το 2013 που είχαν στελεχικό ρόλο στην οργάνωση όλου αυτού του μηχανισμού κάποιοι από τους εργολάβους έδειξαν να προσπαθούν να κρατήσουν αποστάσεις από αυτό το κύκλωμα. Παρ’ όλα αυτά οι “ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ ΕΠΙΣΚΕΥΕΣ ΠΛΟΙΩΝ” και η “ΕΝΤΕΧΝΟΣ Βενιός Κώστας” συνεχίζουν να διατηρούν σχέσεις με τους φασίστες και να τους προτιμούν για δουλειά. Με άλλα λόγια συνεχίζουν να χρηματοδοτούν τα τσιράκια της πιο μεγάλης εγκληματικής-τρομοκρατικής οργάνωσης στην Ελλάδα.
Σε παρέμβαση που έγινε από κλιμάκιο 20 συντρόφων της ΟΡ.Μ.Α. την Τρίτη 16 Οκτώβρη στα παραπάνω συνεργεία, ο μεν Βουδούρης αν και προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τη θέση του χρηματοδότη των ναζί, σε κάποιο σημείο της συνομιλίας μας του ξέφυγε η πρόθεση του να δουλεύει μόνο με Έλληνες. Μαζεύοντας τα λόγια του την ίδια στιγμή μας διαβεβαίωσε ότι δεν θέλει να έχει καμία σχέση με την εν λόγω εγκληματική οργάνωση. Από την άλλη ο Βενιός ο οποίος προσέλαβε μέσα στο καλοκαίρι ως εργοδηγό τον Κυριτσόπουλο (πρόεδρο του λακέδικου σωματείου), δήλωσε πως δεν είχε πρόθεση να κάνει μια τέτοια διαλογή ανάμεσα στους εργάτες. Η παραμονή ενός φασιστικού στελέχους ως εργοδηγού, παραμένει μια πρόκληση για το εργατικό κίνημα.
Η απαίτηση για απόλυση των φασιστών από κάθε χώρο δουλειάς όπως και η εξαφάνιση τους συνολικά από τις γειτονιές μας δεν είναι απαίτηση απλά της οργάνωσης μας αλλά ολόκληρου του κόσμου της εργασίας. Μια απαίτηση που το μαχόμενο κομμάτι της εργατικής τάξης δεν πρόκειται ν’ αφήσει απλά στα χέρια και τους θεσμούς του αστικού κράτους αλλά θα αναλάβει να υλοποιηθεί χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία που έχει αποκομίσει από την 150χρονη ιστορία του.