Ο τρελός και αναρχικός Λένιν στις «Θέσεις του Απριλίου»
του Γιάννη Μιχάλαρου
Ο Νικόλαος Β’ ως τσάρος, έχοντας στην επίβλεψή του από το 1868 μία ολόκληρη αυτοκρατορία δύο αιώνων, είχε πολλές υποχρεώσεις. Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του καθεστώτος δεν του άφηνε πολύ ελεύθερο χρόνο καθώς το πρόγραμμά του ήταν γεμάτο από συναντήσεις με αξιωματικούς του στρατού, κρατικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, ενώ συχνοί επισκέπτες στην έπαυλή του, στο Τσάρσκογιε Σελό, ήταν επίσης εκπρόσωποι από άλλες χώρες και ευγενείς που έπρεπε να τους υποδεχθεί. Ας μην τα παραλέμε βέβαια. Δεν έπαυε να είναι αυτοκράτορας! Ζούσε μία αξιοζήλευτη ζωή, γεμάτη ανέσεις και πλούτη. Του άρεσε να διαβάζει βιβλία, να συλλέγει έργα τέχνης και να πηγαίνει για κυνήγι στη φύση, προτιμώντας για θηράματα ελάφια, αγριογούρουνα και αρκούδες. Αγαπούσε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, ήταν ένας σωστός οικογενειάρχης και δεν επέτρεπε τίποτα να του χαλάσει τη γαλήνη. Είχε άλλωστε και την θεία έγκριση, ως απεσταλμένος του θεού, να διοικεί αυτόν τον τόπο με τη δικαιοσύνη που πρόσταζε το ορθόδοξο, χριστιανικό δόγμα.
Οι εκατομμύρια υποτελείς από την άλλη, ήταν ένα μίγμα από πιστούς, εξαθλιωμένους και φοβισμένους πληβείους. Η υπέρμαχη των τσαρικών συμφερόντων γραφειοκρατική μηχανή, η εκκλησία και οι αξιωματικοί του στρατού, αν και ιδιαίτερα ισχυροί, στα νούμερα φαίνονταν ισχνοί μπροστά στους υπηκόους. Η ρωσική εργατική τάξη που ήταν σχηματισμένη, ερχόταν συνεχώς αντιμέτωπη με αδικίες και εκμετάλλευση από τους εργοστασιάρχες και τους διευθυντές. Το εξουθενωτικό ωράριο και οι δυσμενείς συνθήκες εργασίας χαρακτήριζαν τη ζωή του Ρώσου εργάτη και αγρότη. Η πρόσβαση σε επαρκείς, βασικές υπηρεσίες όπως η υγεία και η εκπαίδευση ήταν πολυτέλεια, που μόνο μία συντριπτική μειοψηφία της κοινωνίας απολάμβανε. Η καθημερινότητα ήταν γεμάτη προκλήσεις και ο αγώνας για την επιβίωση διαρκής.
Παρά τις δυσκολίες, η εργατική τάξη διέθετε χαρακτηριστικά ισχυρή μνήμη. Δύναμη μα και κατάρα που βρισκόταν αγκιστρωμένη στις συνειδήσεις του προλεταριάτου και φαινόταν πως με τίποτα δε θα μπορούσε να τη διαγράψει. Άλλωστε η τελευταία απόπειρα να αλλάξει ριζικά η τραγική κατάσταση για τον ρωσικό λαό, κατέληξε βαμμένη με πολύ αίμα στις 9 Ιανουαρίου του 1905. Χιλιάδες άοπλοι εργάτες, γυναίκες και παιδιά έπεφταν νεκρά από τα πυρά των στρατιωτών, έμπιστων του τσάρου. Προσπαθώντας με ειρηνικό τρόπο να θέσουν τα αιτήματά τους, χωρίς να χάνουν την πίστη τους για τον αυτοκράτορα, πλήρωσαν το τίμημα με την ίδια τους τη ζωή. Οι απεργίες των εργατών και η επαναστατική διαδικασία που ξετυλίχθηκε τα επόμενα χρόνια, δεν στάθηκαν ικανά για να ανατρέψουν την τσαρική εξουσία. Οι χρονιές 1907-1909 που ακολούθησαν, χαρακτηρίστηκαν από την αντεπαναστατική αντίδραση του καθεστώτος, το οποίο εξαπέλυσε αιματηρή καταστολή προς πάσα επαναστατική κατεύθυνση. Οι μυστικές υπηρεσίες κατάφεραν να διεισδύσουν σε κάθε δημοκρατικό ή σοσιαλιστικό κόμμα που πρωτοστάτησε στις κινητοποιήσεις διαμορφώνοντας ένα κλίμα ανασφάλειας και καχυποψίας. Η ήττα γέννησε την εσωστρέφεια και την ηττοπάθεια στις τάξεις των επαναστατών και τίποτα δε μπορούσε να προϊδεάσει για την αντιστροφή αυτών των συσχετισμών. Ο αυθορμητισμός και το κλείσιμο στα κομματικά κάστρα, ηγεμόνεψαν στους κόλπους των σοσιαλιστικών κομμάτων. Από την επαναστατική μέθη των πρώτων Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Μόσχας, στην σκιά της ταξικής πάλης.
Όλους αυτούς τους αιώνες οι τσάροι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, προσθέτοντας στο βιογραφικό της αυτοκρατορίας κάθε φορά περισσότερη καταπίεση και περισσότερο αίμα. Δεν ήταν λοιπόν αδιάφορη εξέλιξη η πτώση του καθεστώτος του τσάρου και η ανακήρυξη της αστικής δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 1917, από τους εργάτες της Πετρούπολης. Τι παραπάνω θα μπορούσε να ζητήσει κανείς και πώς αλλιώς θα μπορούσε να περιγράψει τη ‘’λευτεριά’’ εκείνη την εποχή; Το δικαίωμα της ψήφου και η δημόσια και νόμιμη φωνή που απέκτησαν οι καταπιεσμένοι ήταν ισχυρά δέλεαρ για τις καταπιεζόμενες τάξεις που έβλεπαν τον εαυτό τους πρωταγωνίστριες, για πρώτη φορά, στις ζωές τους.
Η βιομηχανική ανάπτυξη στη Ρωσία ενορχηστρώθηκε κυρίως από το τσαρικό κράτος ως ένα οργανωμένο σχέδιο. Στην Ευρώπη της βιομηχανικής επανάστασης, του 19ου αιώνα, που όλοι βρίσκονταν στην κούρσα των οικονομικών και επεκτατικών ανταγωνισμών, η μεγάλη αυτοκρατορία έκλεινε το μάτι στην επίσπευση της βιομηχανικής ανάπτυξης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα να είναι γρήγορες σε σύγκριση με άλλες χώρες που χρειάστηκαν δεκαετίες για να σχηματίσουν βιομηχανική παραγωγή. Η εργατική τάξη μπορεί να παρέμενε ποσοτικά μικρή, αλλά είχε στις πλάτες της την εμπειρία της και δεν είχε διάθεση να διαπραγματευτεί την ύπαρξη των καπιταλιστικών αλυσίδων της. Επιπλέον, η ανάλυση του Μαρξ πως ‘’οι προοδευμένες χώρες δείχνουν τον δρόμο προς τον Σοσιαλισμό’’ δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί μηχανιστικά. Αν κάποιος αντιμετώπιζε τη Ρωσία ως ένα απομονωμένο παράδειγμα, μακριά από τις διεθνείς εξελίξεις και τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τότε μεταφυσικά θα είχε δίκιο. Αντίθετα όμως, στις πραγματικές συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού κατάφερε να διακριθεί η επαναστατική, σοσιαλιστική προοπτική. Μία διάκριση που αποδείχθηκε πολύτιμη στο μέλλον.
Το 1906 ο Λέων Τρότσκι αναγνωρίζοντας αυτά τα στοιχεία, διατύπωσε σε βιβλίο τις απόψεις της ‘’Διαρκούς Επανάστασης’’, υπογραμμίζοντάς την ανάγκη και ταυτόχρονα αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα να πάρει η εργατική τάξη στα χέρια της την πολιτική εξουσία κόντρα στις κυρίαρχες απόψεις της εποχής περί σταδίων, δηλαδή πρώτα της σταθεροποίησης της αστικής δημοκρατίας που θα αντικατασταθεί μετέπειτα από τον Σοσιαλισμό. Η επιρροή αυτής της κατεύθυνσης στην αντίληψη των μπολσεβίκων φάνηκε μετά τις εξελίξεις τον Φεβρουάριο του 1917 με πρωτοπόρο τον Λένιν, ο οποίος θεωρούσε πως η παλιά συνταγή των αγωνιστών δεν επαρκεί ώστε οι εργάτες και οι αγρότες να καταφέρουν να ευημερήσουν. Το έβλεπε να συμβαίνει μπροστά του! Η αστική τάξη που κατάφερε να εγκαθιδρύσει την αστική δημοκρατία και να πάρει στα χέρια της την εξουσία δεν ήταν πρόθυμη να προσφέρει δικαιώματα στις πληβείες τάξεις και αυτές γεμάτες αυτοπεποίθηση από τα τελευταία τους κατορθώματα ήταν πρόθυμες να συνεχίσουν να κρατάνε τα όπλα και να δοκιμάσουν το σοσιαλιστικό άλμα.
Η αντίληψη αυτή, αποκρυσταλλώθηκε στις Θέσεις του Απρίλη. Η μεταβίβαση της εξουσίας από τους ευγενείς στους αστούς δε θα άλλαζε το βιοτικό επίπεδο του ρωσικού λαού που συνέχιζε να ζει στις τρώγλες της Πετρούπολης, υποσιτισμένος ή πεθαίνοντας στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό δεν άργησε να γίνει εμφανές. Έγινε γρήγορα πεποίθηση πως η αστική τάξη θα πάρει τη σκυτάλη από τους ευγενείς στα εγκλήματα. Αυτό που δεν ήταν αυτονόητο ήταν η αποδοχή αυτών των Θέσεων καθώς η πλειοψηφία των αγωνιστών ήθελαν να ‘’απολαύσουν’’ τα οφέλη της Δημοκρατίας.
Ο Λένιν εκδιωγμένος, λόγω της πολιτικής του δράσης και της αντιπολεμικής άποψης που είχε αναπτύξει, βρέθηκε στη Ζυρίχη όταν έλαβαν χώρα τα γεγονότα τον Φλεβάρη, με το μπολσεβίκικο κόμμα μουδιασμένο και να μην έχει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Οι διώξεις και οι εξορίες στα ηγετικά στελέχη είχαν σημασία και οι αγωνιστές σέρνονταν πίσω από τις εξελίξεις. Ο Λένιν προσπάθησε να επιστρέψει στη Ρωσία με κάθε τρόπο και το κατάφερε αφού η γερμανική κυβέρνηση του προσέφερε κρυφό δρομολόγιο με τρένο, ελπίζοντας πως η επαναστατική αντιπολίτευση θα αποσυντονίσει το εσωτερικό του ρωσικού καθεστώτος που το έβρισκε αντιμέτωπο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο στόχαστρο μπήκε η προσωρινή αστική κυβέρνηση ως άξιος συνεχιστής της πολιτικής του τσάρου στον πόλεμο. ‘’Καμία εμπιστοσύνη στην προσωρινή κυβέρνηση’’ και ‘’όλη η εξουσία στα Σοβιέτ εργατών και αγροτών’’ έγιναν οι αιχμές στον πολιτικό σχεδιασμό που ξεδίπλωνε ο Λένιν, σε συνεργασία με τα πιο προοδευτικά τμήματα του κόμματος που ταυτίζονταν πολιτικά με αυτές τις διαθέσεις. Η πρόταση για αλλαγή του ονόματος από ‘’σοσιαλδημοκρατικό κόμμα’’ σε κομμουνιστικό, ήταν απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στα γερασμένα κόμματα που συναίνεσαν στον πόλεμο και στο νέο που γεννιόταν από την ορμή της επανάσταση, σηματοδοτώντας την έναρξη μίας νέας πολιτικής περιόδου στην παγκόσμια ιστορία.
Αν και αρχικά ο Λένιν αντιμετωπίστηκε από την πλειοψηφία της κεντρικής επιτροπής των μπολσεβίκων και των υπόλοιπων κομμάτων που πρωτοστάτησαν στα γεγονότα του Φλεβάρη, ως τρελός και αναρχικός, αποκομμένος και απομακρυσμένος από τις εξελίξεις και τα ζητήματα που αντιμετώπιζε το κόμμα, κατάφερε να αλλάξει τους συσχετισμούς και οι μπολσεβίκοι να γίνουν φορείς των θέσεών του. Επίσημα, σφραγίστηκε η υιοθέτησή τους στις 24 Απριλίου στη Συνδιάσκεψη που έλαβε χώρα στην Πετρούπολη, ενώ στις διαδηλώσεις που έγιναν αφιερωμένες στην εργατική Πρωτομαγιά, για πρώτη φορά ελεύθερα, ανακοινώθηκαν ως επίσημη γραμμή του μπολσεβίκικου κόμματος. Στη σημερινή εποχή όλοι οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες γαλουχούμαστε κάτω από το σύνθημα ‘’εργατικός έλεγχος’’. Οι μπολσεβίκοι κήρυξαν για πρώτη φορά στα άμεσα καθήκοντά τους αυτό το σχέδιο που λίγους μήνες μετά και μέσω της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, κατάφεραν να το βάλουν μπρος.
Το ρωσικό προλεταριάτο πήρε ένα μεγάλο μάθημα το 1905 που δεν ξέχασε τα επόμενα χρόνια παρ’ όλη τη συντριβή. Αποδείχθηκε πως οι αγωνιστές της εποχής σφυρηλατήθηκαν, αντιμετωπίζοντας την ήττα τους ως μια επαναστατική εκπαίδευση που τους έδωσε τη δυνατότητα να αντέξουν στις σκληρές συνθήκες της ταξικής πάλης και να ενδυναμωθούν μπροστά στα νέα καθήκοντα που τους γέννησαν τα γεγονότα στις αρχές του 1917.
Οι θέσεις του Απρίλη δεν ήταν αυτονόητες και προδιαγεγραμμένες. Η πείρα των καταλήψεων, των απεργιών, των μαχητικών κινητοποιήσεων, της πρώτης πολιτικά συγκροτημένης δημόσιας εμφάνισης της εργατικής τάξης στη Ρωσία, δώδεκα χρόνια πριν, ήταν αυτά που πράγματι αποτέλεσαν τον προπομπό της Οκτωβριανής Επανάστασης. Οι θέσεις διατυπώθηκαν με επιτυχία ακριβώς γιατί, δεν αποτελούσαν μια τυπολατρική καταμέτρηση και αποτύπωση αρχών, ένα κενό γράμμα, μία φόρμα ή ένα θεωρητικό κατασκεύασμα. Ούτε ήταν μία ωραία ποιητική φράση, ένα σύνολο ωραία διατυπωμένων λέξεων και συνθημάτων, ικανών να ξεσηκώσουν τα πλήθη. Ήταν μία διαπίστωση! Ήταν μία αποτύπωση της ιστορικής ευκαιρίας που αξιοποιήθηκε, το συμπύκνωμα πραγματικής και δυναμικής γνώσης και δράσης μιας διψασμένης για ταξική χειραφέτηση εργατικής τάξης, που έτσι, εμπνεόμενη και μαχόμενη, ξεδίψασε.