Αν η Ρωσική Επανάσταση κατέθεσε στις μελλοντικές γενιές ριζοσπαστών το πώς κερδίζεται ένας αδυσώπητος εμφύλιος, ταξικός πόλεμος, η Ισπανική υπέδειξε το πώς χάνεται, με ό,τι συνέπειες μπορεί να υπάρξουν και στις δύο περιπτώσεις. Σε αυτό το δεύτερο μέρος του αφιερώματος της Α.Φ. θα παρουσιαστεί το πώς η πιο υψηλή στιγμή της αναρχικής ιστορίας συνοδεύτηκε από την πρώτη φορά που ένα ελευθεριακό υποκείμενο αντιλήφθηκε τη σημασία της συγκροτημένης στρατιωτικής οργάνωσης στην επαναστατική πάλη, παρόλο που εντέλει οδηγήθηκε στη συντριβή εξαιτίας μη αντίστοιχης αποφασιστικής στρατηγικής. Αν και με αντίθετες πορείες, τόσο το παράδειγμα των Μπολσεβίκων όσο και της CNT-FAI απέδειξαν ότι σε περιόδους ακραίας ταξικής πόλωσης, τα ημίμετρα και οι συνεχείς συμβιβασμοί αποφέρουν με μαθηματική ακρίβεια τραγικά αποτελέσματα.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος μπορεί να συγκαταλεχθεί κάλλιστα στα μεγαλύτερα what if της επαναστατικής ιστορίας, όχι μόνο για τη μοίρα των χωρών και των κοινωνιών της Ιβηρικής Χερσονήσου, αλλά και όλων των προοδευτικών ταξικών δυνάμεων της Ευρώπης. Το μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου θα προβλεπόταν πιθανότατα λιγότερο δυσοίωνο σε μία πιθανή επικράτηση του ετερογενούς στρατοπέδου των Δημοκρατικών (σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικοί, ρεπουμπλικάνοι, αποσχιστικά κινήματα), ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψη και τα δεδομένα στο επερχόμενο σφαγείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση η επανάσταση θα είχε μακρύ δρόμο μπροστά της.
Αντιθέτως, θριαμβευτές στη λυσσαλέα ταξική αναμέτρηση του 1936-1939 αναδείχθηκαν οι εθνικιστικές δυνάμεις του βαθέως ισπανικού κράτους (μοναρχικοί, φασίστες, κλήρος, αριστοκράτες, μεγαλοφεουδάρχες) ό,τι πιο συντηρητικό και αρτηριοσκληρωτικό είχε απομείνει επί ευρωπαϊκού εδάφους μετά τον «αποκεφαλισμό» του τσαρισμού από το ρωσικό επαναστατικό κίνημα. Αυτές οι δυνάμεις είχαν προκαλέσει αλλεπάλληλα πραξικοπήματα καθ’ όλη τη διάρκεια της νεότερης ισπανικής ιστορίας, όντας συνεχώς ένα ισχυρό ανάχωμα όχι μόνο απέναντι σε ριζοσπαστικά κοινωνικά προγράμματα αλλά και σε αστικές μεταρρυθμίσεις.
Η νίκη των Εθνικιστών αποτέλεσε παράλληλα και μια από τις μεγαλύτερες στρατηγικές και στρατιωτικές πανωλεθρίες που γνώρισε το αστικό καθεστώς ή ένα επαναστατικό υποκείμενο απέναντι στη φασιστική αντίδραση. Ο Φράνκο βέβαια δεν θα κέρδιζε επ’ουδενί τον πόλεμο χωρίς την καταλυτική βοήθεια της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας σε έμψυχο και άψυχο υλικό, όμως σε κάθε περίπτωση η ήττα των Δημοκρατικών οφείλεται σε πιο σύνθετα ζητήματα στρατηγικής.
Στις αρχές του πολέμου πάντως, οι ταξικές δυνάμεις έδιναν τα πιο ελπιδοφόρα μηνύματα για τη συνέχεια, κάτι που φάνηκε με την εξουδετέρωση της εξέγερσης των Εθνικιστών στη Βαρκελώνη χάρη στην κυριαρχία των αναρχικών και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT). Η δράση του καταλανικού προλεταριάτου και η ζωτικότητα των δομών που είχε οικοδομήσει η CNT στα προεπαναστατικά χρόνια αποτελεί μεγάλη κληρονομιά στο οπλοστάσιο του εργατικού κινήματος, αλλά για να γίνουν καλύτερα κατανοητά όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου χρειάζεται να μεταβούμε λίγα χρόνια νωρίτερα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η ταξική πόλωση στην ισπανική κοινωνία περνούσε μία νέα φάση κλιμάκωσης. Μπορεί η χώρα να αποκτούσε την πρώτη αστικοδημοκρατική της κυβέρνηση στον 20ο αι., θέτοντας (προσωρινό) τέλος σε μια μακρά περίοδο μοναρχίας και στρατιωτικής κυριαρχίας, όμως το μέλλον δεν φαινόταν σε καμία περίπτωση ευοίωνο. Κι αυτό διότι το «συνταγματικό τόξο» της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας αποτελείτο στην πλειοψηφία του από κεντροαριστερές (Σοσιαλιστικό Κόμμα), κεντροδεξιές (Ριζοσπαστικό Κόμμα) και δεξιές παρατάξεις (Αυτόνομη Δεξιά) συν το περιορισμένης δυναμικής σταλινικό ΚΚΙ, που στόχο είχαν τη διαχείριση του συστήματος και όχι την ανατροπή του. Αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι εφικτό σε μια χώρα με τόσο μεγάλα κοινωνικοοικονομικά χάσματα και αντιφάσεις όπως η ισπανική, όπου η βασιλεία ήταν επί χρόνια ο συνεκτικός δεσμός ενός κράτους με τέσσερις διαφορετικές εθνότητες, η βιομηχανία παρέμενε δεκαετίες πίσω από τα σύγχρονη δυτικά κράτη, η εργατική τάξη συμπιεζόταν ανάμεσα στα γλίσχρα ημερομίσθια και την κρατικοεργοδοτική καταστολή, ενώ οι πολυπληθείς αγρότες ήταν δούλοι των μεγαλογαιοκτημόνων και των μοναστηριών.
Στον αντίποδα των συντηρητικών δυνάμεων και των ρεφορμιστών, βρισκόταν η CNT, η μεγαλύτερη αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση στην Ευρώπη. Για λόγους που σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ισπανικής κοινωνίας, το αναρχικό κίνημα είχε ριζώσει στην Ιβηρική Χερσόνησο από τα μέσα του 19ου αι., έχοντας στο ενεργητικό του μεγάλες μάχες κατά της φεουδαρχίας και του αναδυόμενου ισπανικού καπιταλισμού. Απ’ όταν ιδρύθηκε (1910, Βαρκελώνη), η CNT συσπείρωσε στις γραμμές της τα πιο μαχητικά στοιχεία της ισπανικής εργατικής τάξης, οργάνωσε τα συνδικάτα, καθοδήγησε δεκάδες απεργίες και έχυσε ποτάμια αίματος αγωνιστών της με όραμα το κτίσιμο ενός νέου κόσμου, αυτού που τόσο εύστοχα θα περιγράψει αργότερα ο Ντουρρούτι ότι «χτίζεται μέρα με τη μέρα» στις καρδιές των Ισπανών αναρχικών.
Μετά από μια 20ετία σκληρών ταξικών συγκρούσεων, εσωτερικών αναστοχασμών και ξεσκαρτάρισμα των γραμμών, οι αναρχικοί αφουγκράστηκαν πως οι διαρκείς ταλαντώσεις αυτής της εύθραυστης αστικοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας προλείαναν το έδαφος για έναν εμφύλιο πόλεμο-ξεκαθάρισμα, ανάλογο της Ρωσίας. Δεδομένου ότι η κατάληψη της εξουσίας μέσω του εκλογικού δρόμου δεν βρίσκεται στο πιθανό εγχειρίδιο στρατηγικής ενός αναρχικού υποκειμένου, η ένοπλη επανάσταση αποτελούσε τη μόνη επιλογή. Η τακτική που δοκιμάστηκε ευρέως στα πρώτα χρόνια της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας (1931-1933) ήταν αυτή της διαρκούς εξεγερσιακής δράσης, κατά την οποία κάθε μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση ήταν και κάλεσμα στα όπλα για επανάσταση. Η τακτική της «εξεγερσιακής γυμναστικής» αποδείχθηκε αναποτελεσματική και ζημιογόνα, καθώς αύξησε την κρατική καταστολή, αποδεκάτισε την οργάνωση από σημαντικά στελέχη της και εξάντλησε τους πόρους της. Η εμπιστοσύνη των αναρχικών στον αυθορμητισμό των μαζών ακυρώθηκε από την έλλειψη υπομονής και τη μη αντίληψη της εξέγερσης ως τέχνη, στοιχεία που απαιτούν μεθοδική προετοιμασία και πολυσχιδή πολιτική ανάγνωση των καταστάσεων, όπως εξηγήσαμε στο προηγούμενο κείμενο.
Στο πλαίσιο αυτό, στο εσωτερικό της CNT αναδύθηκαν δυναμικά (εκ νέου) δύο διαφορετικές στρατηγικές γραμμές: η μετριοπαθής των treintistas, που πρέσβευε μία αδιευκρίνιστη χρονικά αναμονή και προετοιμασία για την καλλιέργεια των συνθηκών πριν την κοινωνική επανάσταση, και η ριζοσπαστική των faistas που ακολουθούσε περισσότερο το αναρχικό ρεύμα της «προπαγάνδας μέσω της πράξης». Faistas αποκαλούνταν τα μέλη των ομάδων της FAI, της ένωσης αναρχικών συλλογικοτήτων που προκαλούσε τις συγκεκριμένες γραφειοκρατικές τάσεις εντός της CNT, λειτουργώντας συχνά ως ένας μοχλός πίεσης στον ελλοχεύοντα ρεφορμισμό της δεύτερης.
Μέσα όμως από αυτή τη διαλεκτική που λάμβανε χώρα στα συμβούλια και στις δομές της CNT, ανάμεσα στους πιο συγκρατημένους αναρχοσυνδικαλιστές και τις ομάδες της FAI, παράχθηκαν γόνιμες ζυμώσεις που αφορούσαν το φλέγον ζήτημα της επαναστατικής προετοιμασίας. Παράλληλα με την αιματηρή εξέγερση στις Αστούριες τον Οκτώβριο του 1934, το αρμόδιο όργανο της CNT έκρινε ότι: «Πρέπει να βάλουμε ένα τέλος σε αυτήν την αδυναμία του αυτοσχεδιασμού και των θερμοκέφαλων σχεδίων… Αυτό το λάθος, το να εμπιστευόμαστε (απλά) τα δημιουργικά ένστικτα των μαζών μας έχει κοστίσει πολύ ακριβά. Δεν μπορεί κανείς απλά να επιστρατεύσει, μέσω κάποιας αυθόρμητης δημιουργίας του, τα αναγκαία μέσα για τη διεξαγωγή ενός πολέμου εναντίον ενός κράτους που διαθέτει εμπειρία, τεράστιους πόρους και ανώτερες επιθετικές και αμυντικές δυνατότητες».
Πρόκειται για ένα σημείο τομής στην ιστορία του αναρχικού κινήματος συλλήβδην, που έως τότε αδυνατούσε όχι απλώς να εφαρμόσει μια συγκροτημένη επαναστατική στρατηγική, αλλά αδυνατούσε να συλλάβει την αναγκαιότητά της (με εξαίρεση ίσως τους πλατφορμιστές). Αποτέλεσμα αυτής της εσωτερικής διαδικασίας ήταν η συγκρότηση των Επιτροπών Άμυνας της CNT, των μαχητικών οργανώσεων βάσης που δύο χρόνια αργότερα θα τσακίσουν την εξέγερση των φασιστών στη Βαρκελώνη. Οι Επιτροπές Άμυνας έλκυαν τις ρίζες τους σε παλαιότερες πρωτοβουλίες της CNT για την προστασία του εργατικού κινήματος, όμως από το 1934 θα αρχίσουν να αποκτούν οργάνωση και αποστολές ενός μυστικού επαναστατικού στρατού. Οι βασικοί πυρήνες των Επιτροπών Άμυνας ήταν οι ομάδες άμυνας γειτονιάς, ομάδες δηλαδή των έξι ατόμων, που είχαν συγκεκριμένο χώρο δράσης και αρμοδιότητες που κυμαίνονταν από την προπαγάνδα και την συλλογή τροφίμων, μέχρι την κατασκοπεία αντιδραστικών στοιχείων και τη διαφύλαξη οπλισμού. Το κέντρο της όλης λειτουργίας ήταν η Καταλονία και η Βαρκελώνη, αλλά λόγω της μυστικής παρουσίας ομάδων άμυνας σε όλες τις εκφάνσεις του εργατικού κινήματος, μέσω των συνδικάτων, οι Επιτροπές Άμυνας μπορούσαν να επηρεάσουν καταλυτικά νευραλγικούς τομείς του ίδιου του κράτους. Με βάση αυτό το δαιδαλώδες δίκτυο ομάδων, οργανώσεων και επιτροπών, κατέστη σύντομα εφικτή η δημιουργία ενός παράνομου μηχανισμού υπόγειας επαναστατικής προετοιμασίας.
Αυτό έγινε γρήγορα αντιληπτό από το ριζοσπαστικό κομμάτι του αναρχικού κινήματος, τις ομάδες της FAI. Τον Ιανουάριο 1935, σε μια συνεδρίαση της Ομοσπονδίας Αναρχικών Ομάδων Βαρκελώνης, αφού εμμέσως πλην σαφώς αποδοκιμάστηκαν οι παλιές τακτικές των αυθόρμητων εξεγερσιακών ξεσπασμάτων, κατατέθηκε μια προφητική πολιτική ανάγνωση της κατάστασης μέσα στο ταραχώδες πλαίσιο της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας: «Αν ένα σύγχρονο πραξικόπημα, απαιτεί μεγάλη τεχνική και εξεγερσιακή προετοιμασία και πόρους, καθώς και άτομα άρτια εκπαιδευμένα για τον σκοπό αυτό, ένας εμφύλιος πόλεμος θα απαιτεί, ακόμα περισσότερο, μια πολεμική μηχανή που δεν θα φτιαχτεί πρόχειρα, αλλά που θα έχει δομηθεί με τον μεγαλύτερο δυνατό σχεδιασμό και αποτελεσματικότητα».
Η σημασία της στρατιωτικής οργάνωσης και η δυναμική των Επιτροπών Άμυνας, έδωσαν νέα πνοή στο πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του αναρχικού κινήματος και αναζωπύρωσαν τις παλιές στρατηγικές αντιθέσεις. Από τις οργανώσεις της Βαρκελώνης, η ομάδα Nosotros των Ντουρρούτι, Ασκάσο και Γκαρσία, ήταν αυτή που διείδε τις τεράστιες προοπτικές που ανοίγονταν με τη δημιουργία του «επαναστατικού στρατού», όχι σε κάποιο αόριστο μέλλον, αλλά σε βραχύ χρονικό διάστημα. Πέραν όμως αυτού, η θέση της ομάδας Nosotros ήταν σαφώς διαφορετική από των υπόλοιπων οργανώσεων σχετικά με την εν γένει στρατηγική του αγώνα. Όπως θα αναδειχθεί και με το ξέσπασμα του εμφυλίου, ο Ντουρρούτι και οι συν αυτώ πίστευαν στην ανένδοτη ταξική πάλη για την κοινωνική επανάσταση, με τον προλεταριακό στρατό ως ένοπλο βραχίονα του κινήματος και τους αναρχικούς ως την επιτομή αυτού του αγώνα. Το ζήτημα όμως που επανερχόταν συνέχεια στη συζήτηση ήταν η εξουσία. Τον Ιούνιο του 1936, μόλις λίγες εβδομάδες πριν το φασιστικό «pronunciamento», η πλειοψηφία της FAI Βαρκελώνης κατηγόρησε τον Ντουρούτι και την ομάδα Nosotros για «αναρχομπολσεβικικές» τάσεις, καθώς σκόπευαν να επιβάλλουν «αναρχική δικτατορία» στο ισπανικό κίνημα. Η ρητορική αυτή υποδεικνύει το πόσο κομβικό είναι το ζήτημα διαχείρισης του ένοπλου αγώνα σε μαζικό επίπεδο και πόσο αναπόφευκτο έμοιαζε τότε το ερώτημα για την κατάληψη της εξουσίας, σε ένα πλαίσιο συνθηκών όπως του Ισπανικού Εμφυλίου.
Με το ξέσπασμα της εξέγερσης των Εθνικιστών, οι αναρχικοί και δευτερευόντως σοσιαλιστές/κομμουνιστές (UGT/POUM) υπό την οργάνωση των Επιτροπών Άμυνας της CNT εξόντωσαν τους φασίστες στη Βαρκελώνη, απελευθερώνοντας μια εκπληκτική δυναμική στο ταξικό κίνημα. Ακολούθησε μια περίοδος λαϊκών πρωτοβουλιών, κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, αναδιανομής της γης και οργανωτικού πειραματισμού σε μεγάλο κομμάτι της χώρας, που απέφερε το «σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας». Εν συνεχεία η συγκρότηση των αντιφασιστικών πολιτοφυλακών αναβάθμισε την οργανωτική δομή του μαχητικού εργατικού κινήματος και αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη των παραπάνω.
Παρόλα αυτά, μέχρι τα μέσα του 1937, αυτή η δυναμική είχε μαραζώσει και το πολύμορφο αναρχικό κίνημα είχε παρακμάσει, έρμαιο στα χέρια της κυβέρνησης των Δημοκρατικών. Οι εξελίξεις του πολέμου θα δικαιώσουν την ομάδα Nosotros. Η CNT επέλεξε αρχικά να μοιραστεί την εξουσία στη Βαρκελώνη με τις αστικές δυνάμεις συγκροτώντας τη Ζενεραλιτάτ (αντί της «αναρχικής δικτατορίας») και εν συνεχεία αντί της κοινωνικής επανάστασης και του «όλα για όλα» αγώνα που είχε προτείνει ο Γκαρσία, να συμμαχήσει με τις αστικοδημοκρατικές δυνάμεις της κυβέρνησης. Στο μέλλον θα καταργούσε τα ζωντανά κύτταρα του αγώνα, τις Επιτροπές και τις πολιτοφυλακές, κατ΄ απαίτηση των σταλινικών, θα συμμετείχε στη νέα κυβέρνηση χωρίς περιθώρια ουσιαστικού παρεμβατικού ρόλου και εντέλει θα υποτασσόταν στη μοίρα του συμβιβασμένου επαναστατικού υποκειμένου. Όλα αυτά για χάρη του «κοινού αντιφασιστικού αγώνα». Κατά συνέπεια, η μοίρα του ταξικού κινήματος προσδέθηκε στην πολιτική των Δημοκρατικών, η οποία αποδείχθηκε καθ’ όλα προβληματική και σε στρατιωτικό επίπεδο. Η διάλυση των πολιτοφυλακών και η στρατιωτικοποίηση των εργατών μπορεί να εξουδετέρωσε την πηγή δύναμης των αναρχικών και του POUM, όμως έτσι εξαλείφθηκε το πιο ζωτικό κομμάτι του δημοκρατικού στρατοπέδου. Επίσης, η επιμονή των Δημοκρατικών στη διεξαγωγή ενός πλήρως συμβατικού πολέμου χωρίς άτακτες δυνάμεις αποδείχθηκε επιζήμια στη στρατιωτική στρατηγική, καθώς οι αντάρτικες δυνάμεις θα μπορούσαν να πλήξουν σοβαρά τις προελάσεις και τις κατειλημμένες υποδομές των Εθνικιστών.
Τόσο οι Δημοκρατικοί, όσο και η σταλινική Σοβιετική Ένωση δεν επιθυμούσαν σε καμία περίπτωση την ευόδωση των προοπτικών του κοινωνικού μετασχηματισμού, οι μεν λόγω ευνόητων ταξικών συμφερόντων, η δε ΕΣΣΔ πρωτίστως λόγω διεθνοπολιτικής στρατηγικής. Η στρατηγική της ΕΣΣΔ, που συμμετείχε πια στην παγκόσμια σκακιέρα με όρους αστικού και όχι επαναστατικού κράτους, καθόρισε τον αντεπαναστατικό ρόλο του ΚΚΙ και των Σοβιετικών ενισχύσεων στον Ισπανικό Εμφύλιο. Αυτό που οι δύο πλευρές επιζητούσαν ήταν η ήττα των Εθνικιστών και η δημιουργία μιας αστικοδημοκρατικής κυβέρνησης (Δημοκρατικοί) που δεν θα προκαλούσε τη Βρετανία και τη Γαλλία, σε μέτωπο κατά της ΕΣΣΔ (Στάλιν). Όχι μια κομμουνιστική, ομοσπονδιακή, ελευθεριακή Ισπανία.
Μπροστά λοιπόν στην ηγεμονία του αγώνα και σε μια αποφασιστική στρατηγική που θα έφερνε τη CNT σε ρόλο καθοδηγητή του ταξικού κινήματος, με αναπόφευκτες αρμοδιότητες επαναστατικής εξουσίας εν καιρώ πολέμου, επιλέχθηκε η στρατηγική του διαταξικού αντιφασιστικού αγώνα, με υποταγή της CNT και της δυναμικής του αναρχικού κινήματος στους αστούς και στους σταλινικούς. Οι συγκρούσεις του Μάη το 1937 στη Βαρκελώνη, ήταν το επιστέγασμα αυτής της αντιφατικής διαλεκτικής που έλαβε χώρα στον Ισπανικό Εμφύλιο, εντός του οποίου δεν διατηρήθηκε ζωντανό το όραμα της Ισπανικής Επανάστασης. Ο Ντουρρούτι δεν έζησε να δει τον ξεπεσμό του Μαΐου του ’37 αφού πέθανε τον Νοέμβριο του 1936 στη Μαδρίτη, αλλά ένα πρόγραμμα που κατέθεσε η ομώνυμη Ομάδα Φίλων που είχε δημιουργηθεί θέλοντας να εκφράσει το πνεύμα του, λίγο πριν τις μάχες της Βαρκελώνης, κατέληγε:
Όλη η εξουσία στην εργατική τάξη.
Όλη η οικονομική εξουσία στα συνδικάτα.
Μια επαναστατική διακυβέρνηση αντί της Ζενεραλιτάτ
Βιβλιογραφία
J. Peirats, Anarchists in the Spanish Revolution, Freedom Press, London 1998
A. Guillamon, Έτοιμοι για Επανάσταση: Οι Επιτροπές Άμυνας της CNT στη Βαρκελώνη 1933-38, Ασύμμετρη Απειλή, χ.τ. 2016
Α. Paz, Ντουρρούτι: Η Κοινωνική Επανάσταση στην Ισπανία, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1999
R. Rocker, O Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, Ανατομία της Ισπανικής Επανάστασης, Αθήνα, 1996
A. Guillen: Τα στρατιωτική λάθη των Δημοκρατικών, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα, 2017
Ερυθρά Χειρ