Σε μία σειρά χώρες της Ευρώπης, ακροδεξιές κυβερνήσεις έχουν έρθει στην εξουσία βασισμένες στην προπαγάνδα της ακροδεξιάς ρητορικής, που στοχοποιεί μετανάστες και πρόσφυγες που ευαγγελίζεται τον οικονομικό εθνικισμό και διακηρύσσει ότι το συμφέρον των λαών είναι πατώντας στις πλάτες των αδύναμων και των ξένων σφυρηλατώντας μία εθνική ενότητα πάνω στους αποκλεισμούς και στις διώξεις προσπαθώντας να σπρώξει την εργατική τάξη πίσω από τα συμφέροντα της αστικής τάξης της κάθε χώρας. Η αδυναμία όμως να ξεφύγει η οικονομία από την στασιμότητα δεν αφήνει περιθώρια να μη χτυπηθεί και η εργατική τάξη. Μισθοί εργασιακές συνθήκες και κοινωνική πολιτική βρίσκονται πάντα στο στόχαστρο της επίθεσης και είναι ο πυρήνας μίας ακροδεξιάς πολιτικής. Δεν σημαίνει όμως ότι μία τέτοια πολιτική είναι ένα εύκολο μονοπάτι που μπορούν να το διαβούν με ησυχία οι κυβερνήσεις. Ήδη σε Ιταλία και Ουγγαρία οι δύο ακροδεξιές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τις αντιστάσεις.
Αντιπαραθέσεις και αδιέξοδα στην Ιταλία
Η οικονομία προσγειώνει ανώμαλα
Οι πρόσφατες πιέσεις των Βρυξελών για τον εθνικό προϋπολογισμό και με την απαίτηση της μείωσης του ελλείματος οδήγησαν στην υιοθέτηση του προϋπολογισμού μόλις στις 29 Δεκεμβρίου μετά από αγχώδεις συζητήσεις μεταξύ Βρυξελλών και Ρώμης φτάνοντας στα όρια ανοικτών απειλών, με τον Σαλβίνι να αμφισβητεί το μέλλον της Ε.Ε. Ένας ακόμα ακροδεξιός ευρωσκεπτιστής που όμως δεν μπορεί να δώσει μία επαρκή και μόνιμη διέξοδο στην κερδοφορία του ιταλικού κεφαλαίου. Η ιταλική οικονομία αρχίζει να διολισθαίνει με το ΑΕΠ της να μειώνεται ως προς τις αρχικές προσδοκίες προς το τέλος του 2018 (το τελευταίο τρίμηνο κατά 0,2%) σε μία οικονομία που έχει το τέταρτο μεγαλύτερο χρέος παγκόσμια και το μεγαλύτερο στην Ε.Ε με 2,3 τρισεκατομμύρια ευρώ. Μια οικονομία που ανήκει στο κλαμπ των G7 στο κέντρο της Ε.Ε. αρχίζει και αγχώνεται.
Και αυτό δημιουργεί άγχος στην αστική τάξη και στον κυβερνητικό συνασπισμό του κινήματος των 5 αστέρων (Μ5S) και την Λίγκας του Βορρά. Ειδικά με την Λίγκα που σε όλες τις δημοσκοπήσεις του τελευταίου χρόνου έχει πάρει την πρωτοκαθεδρία όχι μόνον από το κίνημα των πέντε αστέρων αλλά και από κάθε άλλο κόμμα στην Ιταλία,
Τοπικές εκλογές και οι νέες συμμαχίες
Στις πρόσφατες τοπικές εκλογές στο Αμπρούζο (επαρχία ανατολικά της Ρώμης με πληθυσμό 1,2 εκατομμύρια κατοίκους και παραδοσιακά χριστιανοδημοκρατική επαρχία) η νέα δεξιά συμμαχία μεταξύ Λίγκας, Μπερλουσκόνι και Αδερφών της Ιταλίας έλαβε το 48% ενώ ο κεντροαριστερός συνασπισμός με κορμό το Δημοκρατικό κόμμα το 31% και το Μ5S που κατέβηκε αυτόνομα κατέληξε στο 20%. Άξιο αναφοράς ότι ο υποψήφιος Μάρκο Μαρσίλιο των Αδερφών της Ιταλίας– ένα άκρως ακροδεξιό κόμμα, έλαβε το χρίσμα του προέδρου του Αμπρούζο. Αυτό που έχει όμως κεντρικό ενδιαφέρον είναι ότι στα πλαίσια του δεξιού συνασπισμού η Λίγκα πήρε το 27% με δεύτερο το κόμμα του Μπερλουσκόνι στο 9%. Την ίδια στιγμή σε εθνικό επίπεδο η Λίγκα παίρνει το προβάδισμα στον κυβερνητικό συσχετισμό με 31% έναντι 27% του συμμάχου της και το κόμμα του Μπερλουσκόνι παραμένει στο 10% και το Δημοκρατικό κόμμα το 18%.
Η δεξιά πολυκατοικία της Ιταλίας με έντονα χαρακτηριστικά ακροδεξιάς τα τελευταία 2 χρόνια κινείται σε πολιτικές ανασύνθεσης έτοιμη να ξεφορτωθεί το ρευστό λαϊκίστικο Κίνημα των 5 Αστέρων που όσο δεξιά και να έχει προσχωρήσει παραμένει ένα βαρίδι για την Λίγκα. Ήδη έχουν ξεσπάσει καυγάδες για την οικονομική και κοινωνική πολιτική γύρω από την πρόταση «εισόδημα του πολίτη» που μπορεί να το υποστηρίζει ο Λουίτζι Ντι Μάιο των πέντε αστέρων αλλά δεν βρίσκει πολύ θερμή αποδοχή από την Λίγκα.
Από την Ευρώπη των λαών στη Ευρώπη των εθνικισμών
Δεν είναι καθόλου τυχαίες οι δηλώσεις του Σαλβίνι για διεθνείς συμμαχίες με τους ομοϊδεάτες εταίρους του στην Ουγγαρία την Αυστρία και την Πολωνία με την Ιταλία αναβαπτισμένη σε έναν νέο ηγετικό ρόλο στην νέα ταραχώδη άγνωστη εποχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ο Σαλβίνι δηλώνει, λοιπόν, μετά την συνάντησή με τον αρχηγό του πολωνικού κυβερνώντος κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι “το να ηγηθεί ένας Ιταλός, μιας διαφορετικής ιδέας της Ευρώπης, θα ήταν ένα σημαντικό μήνυμα. Το σημαντικό, πάντως, είναι να ξαναρχίσει, η Ιταλία, να παίζει έναν ρόλο κεντρικής σημασίας στην Ευρώπη”, ενώ την ίδια στιγμή χαριεντίζεται με την πιθανά νικήτρια των Γαλλικών ευρωεκλογών Λεπέν σπέρνοντας την οργή στον Μακρόν. Πρώτα, βέβαια, είχε φροντίσει να ανακατευτεί στα εσωτερικά της Γαλλίας δηλώνοντας ευθαρσώς “Νιώθω κοντά στον γαλλικό λαό, τους εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι ζουν στη Γαλλία υπό μία απαίσια κυβέρνηση και υπό ενός απαίσιου προέδρου” με αφορμή τις διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων και εξωθώντας το Παρίσι στην απόσυρση του πρεσβευτή για λίγες ημέρες από την Ρώμη, λίγες ημέρες μεν αλλά άκρως συμβολικές καθώς κάτι τέτοιο έχει να γίνει από την ημέρα κήρυξης του Β’ Ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Οι πρόσφυγες πεδίο διαμάχης
Ο κυβερνητικός συνασπισμός Μ5S και Λίγκας τους τελευταίους μήνες έχουν υιοθετήσει μία αυστηρή πολιτική για τους πρόσφυγες μην επιτρέποντας καν τον ελλιμενισμό πλοίων που διασώζουν πρόσφυγες από την Μεσόγειο, εφαρμόζοντας μία σειρά αντιμεταναστευτικών και προσφυγικών πολιτικών που αρχίζουν και γίνονται κοινές στην «ευρωπαϊκή οικογένεια» από την Αυστρία έως την Ουγγαρία (οι αιτήσεις ασύλου τον Ιούνιο του 2018 ήταν 4.810 όταν τον Μάρτιο του 2017 είχαν φτάσει 13.510). Ήδη τον Ιανουάριο του 2019 ο Σαλβίνι ως αρμόδιος υπουργός εσωτερικών δήλωνε “Τα λιμάνια μας παραμένουν κλειστά, υπάρχουν μηδενικά περιστατικά αποβιβάσεων (μεταναστών) και οι Ιταλοί δεν θα πληρώσουν ούτε ένα ευρώ για αυτούς που φτάνουν ξανά”, κρατώντας κλειστά τα λιμάνια της χώρας. Την ίδια ώρα όμως οι δήμαρχοι του Παλέρμο και της Νάπολης εναντιώνεται και ειδικά ο δήμαρχος του Παλέρμο δίνει εντολή στους υπαλλήλους τoυ δήμου να αγνοήσουν τον νέο νόμο του Σαλβίνι και να συνεχίσουν να υποδέχονται πρόσφυγες και μετανάστες με τον προηγούμενο πιο φιλικό νόμο.
Αρχές Φεβρουαρίου σε 300 πόλεις της Ιταλίας εκατοντάδες χιλιάδες διαδήλωσαν κατά της μεταναστευτικής πολιτικής της ιταλικής κυβέρνησης αλλά και των ρατσιστικών επιθέσεων που συμβαίνουν λόγω ακριβώς αυτής της πολιτικής, διαδηλώσεις οργανωμένες από συνδικάτα, οργανώσεις, κινήσεις και συλλογικότητες στήριξης των προσφύγων. Στο Μιλάνο πολλοί διαδηλωτές φόρεσαν ένα κόκκινο σύμβολο. “Είναι η εικόνα μίας Ιταλίας που αντιστέκεται , οργανώνεται και κινητοποιείται κατά της κυβερνητικής πολιτικής για τους μετανάστες” γράφει η Repubblica. Διαδηλώσεις μαζικές ακόμα πιο μεγάλες από αυτές που έγιναν τον περσινό Σεπτέμβριο με κεντρικό σύνθημα “Ευρώπη χωρίς τείχη” με αφορμή την συνάντηση Σαλβίνι και Ορμπάν πρωθυπουργό της Ουγγαρίας στο Μιλάνο.
Δικαστική περιπέτεια ή μία υπενθύμιση της κρίσης
Και μαζί με τις μαζικές διαδηλώσεις δικαστήριο της Σικελίας ζητά την παραπομπή σε δίκη του Σαλβίνι επειδή ως υπουργός εσωτερικών είχε απαγορεύσει για περισσότερες από 10 μέρες τον ελλιμενισμού του πλοίου Diciotti, το οποίο μετέφερε 177 μετανάστες που είχαν διασωθεί στην κεντρική Μεσόγειο. Η κατηγορία είναι για στέρηση της ατομικής ελευθερίας των μεταναστών και για την τελική απόφαση της άρσης της ασυλίας του Σαλβίνι θα αποφασίσει η Γερουσία. Ήδη το κεντροαριστερό Δημοκρατικό κόμμα και η Ιταλική Αριστερά έχουν αποφασίσει ότι θα ψηφίσουν υπέρ της άρσης ενώ η Φόρτσα Ιτάλια, τα Αδέλφια της Ιταλίας και η Λίγκα θα ψηφίσουν κατά. Το κίνημα των πέντε αστέρων, προφανώς προς διατήρηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, προσανατολίζεται υπέρ της παύσης της δίωξης Σαλβίνι.
Δεν μοιάζει με κίνηση αδέκαστης δικαιοσύνης αλλά περισσότερο ως υπενθύμιση στον Σαλβίνι των προτεραιοτήτων που υπάρχουν και πρέπει να υπηρετηθούν όχι τόσο για τους πρόσφυγες όσο για άλλα κεντρικότερα θέματα που άπτονται της θέσης ή της διαφοροποίησης της Ιταλίας από την «ευρωπαϊκή οικογένεια».
Η Βενεζουέλα ως προϊόν ιταλικής – και πανευρωπαϊκής – κρίσης
Μπορεί ακόμα οι σχέσεις M5S και Λίγκας να παραμένουν αμφιλεγόμενες αλλά είναι σταθερές προς χάριν του κυβερνητικού συνασπισμού. Στις επερχόμενες τοπικές εκλογές και ευρωεκλογές θα φανεί ακόμα περισσότερο η εκλογική διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων του συνασπισμού και οι νέες (ακρο)δεξιότερες προτιμήσεις της Λίγκας, αλλά η κρίση στην Βενεζουέλα ανέδειξε αυτές τις διαφορές ακόμα πιο γρήγορα.
Οι αμερικανοκίνητοι επίδοξοι πραξικοπηματίες στην Βενεζουέλα, αναζητώντας ασθμαίνοντας πολιτική υποστήριξη από την Ε.Ε., αντιμετώπισαν την άρνηση τριών χωρών, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας που αρνούνται να αναγνωρίσουν τον Γουαϊδό βάζοντας μπλόκο σε μία κοινή στάση της Ε.Ε.
Αλλά αυτό στην περίπτωση της Ιταλίας δεν έγινε χωρίς κυβερνητικούς κλυδωνισμούς καθώς με δήλωση του το M5S “Το Κίνημα 5 Αστέρων και αυτή η κυβέρνηση ουδέποτε θα αναγνωρίσουν πρόσωπα που αυτοδιορίζονται πρόεδροι”, και την επόμενη στιγμή ο επικεφαλής της Λίγκας, Ματέο Σαλβίνι δηλώνει ”Ο Μαδούρο είναι ένας από τους τελευταίους αριστερούς δικτάτορες που έχουν απομείνει και κυβερνά με τη χρήση βίας και κάνει τον λαό του να λιμοκτονεί. Η ελπίδα είναι πως θα διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές το συντομότερο δυνατό” και ο πρόεδρος της δημοκρατίας Σέρτζο Ματαρέλα καλεί την κυβέρνηση να βάλει στην άκρη τις διαφωνίες της και να στηρίξει τον Γουαϊδό. Μέχρι να αποφασίσουν οι δύο κυβερνητικοί εταίροι τι να κάνουν με τον πραξικοπηματία Γουαϊδό, η Ιταλία παραμένει μετέωρη στο πιο κρίσιμο ερώτημα των ημερών, κρατώντας το ίδιο μετέωρη ολόκληρη την Ε.Ε., μαζί με την Ελλάδα και την Ιρλανδία.
Η εργατική τάξη ξανά στο προσκήνιο
Τα συνδικάτα Cgil, Cisl και Uil, κάλεσαν σε κοινή πορεία τον Φεβρουάριο ενάντια στην οικονομική πολιτική. Μπορεί η αριστερά να έχει δεχτεί αρκετές υποχωρήσεις τις προηγούμενες δεκαετίες , ήδη από την εποχή της Επανίδρυσης, αλλά τα κραταιά συνδικάτα έχουν πολλή δύναμη. Οι ασαφείς υποσχέσεις της κυβέρνησης, η μόνιμη ανεργία (τρίτη σε μέγεθος στην Ε.Ε. μετά την Ελλάδα και την Ισπανία), οι αβέβαιες εξαγγελίες και τα δείγματα υποχώρησης της ιταλικής οικονομίας στα τέλη του 2018, οδηγούν τα ιταλικά συνδικάτα σε μεγάλες καταρχήν διαδηλώσεις. Αλλά σίγουρα πια η συγκυβέρνηση Ντι Μάιο και Σαλβίνι έχει έναν ακόμα πονοκέφαλο να αντιμετωπίσει.
Η ακροδεξιά πολιτική της Λίγκας έστω προσωρινά ενδεδυμένη με το δημοκρατικό παραστάτη των πέντε αστέρων προσανατολίζεται σε ακόμα πιο δεξιές – ακροδεξιές – συμμαχίες, που σαν η τρίτη ισχυρή δύναμη της ευρωζώνης επιδιώκει έναν γενικότερο ηγετικό ρόλο. Οι δυσκολίες όμως μιας οικονομικής στασιμότητας για το έτος που έρχεται, οι πιέσεις από την Γαλλία και την Γερμανία, καθώς και η δυναμική του εργατικού κινήματος που αρχίζει να δείχνει τα δόντια του δημιουργούν τόσο στον κυβερνητικό συνασπισμό δείγματα αδυναμίας όσο και στην Λίγκα δυσκολίες εφαρμογής μιας ακροδεξιάς επίθεσης.
Στην Ουγγαρία οι πρώτες απαντήσεις στην ακροδεξιά πολιτική του Ορμπάν
Η κυβέρνηση Ορμπάν δείχνει τα δόντια της
Ο Ορμπάν δήλωσε στο ραδιόφωνο των απεργιών ότι ”απλά θέλει να απαλλαγεί από κάποιους χαζούς νόμους έτσι ώστε να μπορούν όσοι θέλουν να δουλεύουν περισσότερο και να κερδίζουν περισσότερα χρήματα”. Στην θέση τους βάζει έναν νέο νόμο που μεταξύ άλλων, δίνει το δικαίωμα στους εργοδότες να απασχολούν εργαζόμενους για 400 ώρες εκτός του κανονικού ωραρίου, από 250 που προβλέπεται σήμερα σε ετήσια βάση. Οι ώρες υπερωριακής εργασίας δε θα υπολογίζονται – και θα πληρώνονται – πλέον εντός ενός έτους, αλλά εντός τριών ενώ οι αμοιβές για τις υπερωρίες θα συμφωνούνται μόνο μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, ακυρώνοντας τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Τα συνδικάτα πολύ σωστά ονόμασαν «νόμο σκλάβων» το νομοσχέδιο.
Μαζική εργατική απάντηση
Οι μαζικές και συνεχόμενες διαδηλώσεις ξεκίνησαν στις 12 Δεκεμβρίου ημέρα ψήφισης του νόμου και συνεχίστηκαν για τις επόμενες ημέρες με πολύ μεγάλη συμμετοχή των εργαζομένων. Το εργατικό κίνημα στην Ουγγαρία ήδη έχει αντιληφθεί ότι μόνον με τους δικούς του αγώνες μπορεί να κερδίσει καλύτερα μεροκάματα και συνθήκες εργασίας. Ήδη στο εργοστάσιο της Audi στο Γκιόρ (ένα εργοστάσιο που συνεισφέρει στο 1,4% του ΑΕΠ και το 9% των εξαγωγών της χώρας) μετά από μία εβδομάδα απεργίας οι εργάτες επέστρεψαν νικητές στην δουλειά τους έχοντας καταφέρει σημαντικές αυξήσεις ενώ θέση μάχης λαμβάνουν οι εργάτες της Bosch και της Thyssen – Krupp.
Μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες της δύσης έχουν στήσει μεγάλα εργοστάσια στην Ουγγαρία όπως και σε άλλες ανατολικές χώρες μετά το 1990 εκμεταλλευόμενες την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και τους χαμηλούς μισθούς. Μετά από πολλά χρόνια οι Ούγγροι εργάτες σηκώνουν το κεφάλι απέναντι όχι μόνον στα αφεντικά αλλά και στην κρατική προπαγάνδα περί ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης που το μόνον που τους πρόσφεραν τόσα χρόνια είναι φτώχεια και μετανάστευση (ο πρόεδρος του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Λάζλο Πάραγκ και στενός συνεργάτης του Ορμπάν δήλωσε πως η απεργία “καταστρέφει την καλή εικόνα της Ουγγαρίας στους επενδυτές” και πως οι εργαζόμενοι “πρέπει να αποδεχτούν” ότι δεν πρόκειται να υπάρξει εξίσωση των μισθών τους με εκείνους των δυτικών καπιταλιστικών χωρών).
Το ακροδεξιό προσωπείο ραγίζει
Ο Ορμπάν όπως και κάθε συνεπής ακροδεξιός μεταρρυθμιστής σπρώχνει μία ακροδεξιά πολιτική απέναντι σε μετανάστες, πρόσφυγες, προκειμένου να μπορεί να πουλήσει στην εργατική τάξη της χώρας του το ιδεολόγημα ότι με αυτόν τον τρόπο προστατεύει τα συμφέροντά της, μαζί με αυτά του «έθνους μας». Ο αποκλεισμός των φτωχών, το πέταγμα στις φυλακές των φτωχοδιαβόλων, το κλείσιμο των συνόρων σε κάθε κατατρεγμένο παρουσιάζεται ως η σωτηρία του κάθε εργάτη που πια θα μπορεί να εργάζεται ήσυχος και ασφαλής. Και στην επόμενη στροφή μία νέα επίθεση στον ίδιο τον εργάτη, στο μεροκάματο και στις συνθήκες ζωής, έρχεται να αποκαλύψει τον πραγματικό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα και το προσωπείου του οράματος της καθαρής χώρας της ασφάλειας και της ευημερίας και το ακροδεξιό όραμα αρχίζει να σπάει. Στην Ουγγαρία αυτή η προσπάθεια του Ορμπάν με τον «νόμο σκλάβων» ράγισε την προπαγάνδα της ακροδεξιάς. Η εργατική τάξη μπορεί να ξεφύγει από την ακροδεξιά προπαγάνδα ότι μπορεί να σώσει τον εαυτό της και να ευημερήσει στοχοποιόντας τα πλέον αδύναμα τμήματα της κοινωνίας αποκλείοντας τους μετανάστες στήνοντας τείχη στους πρόσφυγες και να ορθώσει το δικό της ταξικό ανάστημα.