Μεταπολεμική Ευρώπη και ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί
Ο ελληνικός και τούρκικος καπιταλισμός βρίσκονται σε μια προαιώνια κατάσταση συνεχόμενου ανταγωνισμού λόγω του κοινού ζωτικού χώρου ανάπτυξης.
Μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου παρόλο που βρέθηκαν στο ίδιο οικονομικό και πολιτικό στρατόπεδο οι ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί δεν αποτέλεσαν ταμπού για καμία από τις δύο χώρες. Η συμμετοχή τους στη Νατοϊκή ομπρέλα ήταν μια σημαντική θέση και για τις δύο δυνάμεις απέναντι στο Ανατολικό στρατόπεδο αλλά επ`ουδενί δε σήμαινε τη αποδοχή και δέσμευση των δύο χωρών σε μία οριστική στρατηγική στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Στη μεταπολεμική περίοδο ευημερίας αναπτύχθηκαν πολλαπλές δυνατότητες στρατηγικών των γρήγορα αναπτυσσόμενων χωρών. Η ιδέα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Κίνημα των Αδεσμεύτων Χωρών, οι δυναμικές αραβικές χώρες πρόσφεραν πολλαπλές και εναλλακτικές στρατηγικές για το ελληνικό και τούρκικο κεφάλαιο. Καμία επέκταση, όμως, δε θα μπορούσε να είναι δυνατή χωρίς την κυριαρχία τους στον κοινό γεωγραφικό τους χώρο. Αν τα Βαλκάνια, λοιπόν ήταν σχετικά απροσπέλαστα λόγω της ένταξης τους στο Ανατολικό Μπλοκ, το Αιγαίο και η Κύπρος ήταν ο βασικός χώρος όπου ξεδιπλώνονταν οι οικονομικές – στρατιωτικές και διπλωματικές κόντρες.
Η σταθερή ένταξη, λοιπόν, της Ελλάδας στο Δυτικό και ΝΑΤΟικό στρατόπεδο, δε σήμαινε πως δεν διατηρούσε τη δυνατότητα χάραξης ανεξάρτητης πολιτικής. Η αποχώρηση πχ στη δεκαετία του `70 από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η οικονομική διείσδυση στις νέες αραβικές χώρες αλλά και η πολιτική συνεργασία με χώρες του «εχθρικού» Ανατολικού Μπλοκ μεμονωμένα θέματα όπως στην αναγνώριση του Πολωνικού πραξικοπήματος και την συμμαχία με τη Βουλγαρία στην κρίση του 1987 είναι μόνο κάποια ενδεικτικά σημεία ρήξης με τις κυρίαρχες επιλογές των ΗΠΑ. Οι δυνατότητες επέκτασης του ελληνικού (ή του τουρκικού) κεφαλαίου, λοιπόν, δεν μπορούσαν να περιοριστούν στα απόνερα της αμερικάνικης στρατηγικής.
Η κυριαρχία της Ελλάδας ή της Τουρκίας στην αντίπαλο της στα Βαλκάνια στο Αιγαίο και στην Κύπρο ήταν το μέγιστο επίδικο ζήτημα. Η υπεροχή της μίας απέναντι στην άλλη έδινε καλύτερα διαπραγματευτικά χαρτιά για την «προστασία» των επενδύσεων τους.Το μεγαλύτερο κομμάτι της κερδοφορίας πήγαινε στους εξοπλισμούς και στην πολεμική βιομηχανία. Οι πολεμικές δαπάνες και των δύο χωρών ήταν και παραμένουν από τις υψηλότερες (σε ποσοστό πληθυσμού και ΑΕΠ) στον πλανήτη. Οι ανταγωνισμοί κλιμακώνοντανσε τέτοια ένταση όπου σχεδόν ανά δέκα χρόνια έφθαναν στα όρια της γενικευμένης πολεμικής σύρραξης. Στη δεκαετία του 50 με τις εκκαθαρίσεις πληθυσμών και τα γεγονότα της Ιστανμπούλ, το πραξικόπημα του Μακάριου στην Κύπρο και ο εκτοπισμός των τουρκοκύπριων σε θύλακες και το κίνημα της «Ένωσης με την Ελλάδα» στην δεκαετία του 60, η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 και η έξοδος του τουρκικού ωκεανογραφικού Χόρα στο Αιγαίο το 1976 και η αντίστοιχή έξοδος του τουρκικού ΣΙΣΜΙΚ στα 1987 σηματοδοτούν μια πρώτη φάση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Η κατάρρευση του Ανατολικού στρατοπέδου τη δεκαετία του `90 αλλάζει άρδην το πλαίσιο όλων των εθνικών ανταγωνισμών.
Ο νέος Ευρωπαϊκός πόλος και η πτώση του «Σοσιαλισμού»
Η πτώση του «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου από τη μία, η εμφάνιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από την Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 και η νέα περίοδος αυτόνομων επεμβάσεων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή θέτει εντελώς νέους όρους στο παιχνίδι.
Το ελληνικό αστικό μπλοκ κάνει σαφή επιλογή πλήρους ένταξης και προσήλωσης στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εγκαταλείποντας τις προσδέσεις της προς Ανατολικές ή Αραβικές χώρες. Υπάρχει για γρήγορη μετατροπή της σε άξονα της Ε.Ε. στα Βαλκάνια ενώ και στην οικονομία υπάρχει μια ταχύρυθμη μεταφορά κεφαλαίων από την βιομηχανία στις τράπεζες και χρηματιστήριο. Αυτή η εξέλιξη θέτει τους Έλληνες αστούς σε σχετική θέση κυριαρχίας ενώ δημιουργεί κρίσης στρατηγικής στην Τουρκία.
Μέσα σε λίγα χρόνια οι ρυθμοί κερδοφορίας στο ελληνικό αστικό μπλοκ καλπάζουν την ώρα που όλες οι διπλωματικές και οικονομικές επιλογές τείνουν να βάλουν την τουρκική αστική τάξη ουραγό των εξελίξεων. Προωθείται το σχέδιο αγωγού πετρελαίου Μπουργκάς Βουλγαρίας – Αλεξανδρούπολης ώστε να παρακαμφθεί ο έλεγχος των τουρκικών στενών. Το ελληνικό κράτος έχει κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας βαλκανικής πολιτικής. Βασικός εγγυητής της αλβανικής ανασυγκρότησης, κρίσιμος εταίρος στον εμφύλιο – επέμβαση & «ανοικοδόμηση» της Σερβίας, την ώρα που ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις αποικούν όλες της χώρες της Βαλκανικής. Το τέλος του `90 βρίσκει την Ελλάδα μέσα στις 20-25 πιο ισχυρά οικονομικά χώρες του πλανήτη, έχοντας αναλάβει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και έχοντας δρομολογήσει την ένταξη της Νότιας Κύπρου στην ΕΕ. Εκείνη την περίοδο η Τουρκία έχει «ξεμείνει» με ένα απομονωμένο οικονομικά και διπλωματικά μέρος της Βόρειας Κύπρου, με τεράστιο πληθωρισμό και μια βαριά οικονομική κρίση την ώρα που οι δυνατότητες επέκτασης προς τη Μέση Ανατολή συμπιέζονται αφόρητα μέσα από την επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ.
Σε αυτή τη δεκαετία βασικό ορόσημο αποτελεί η κρίση στα Ίμια το 1996.
Η κρίση στα Ίμια
Με αφορμή τον πόλεμο Αγγλίας – Αργεντινής για τα υπό αγγλική κατοχή νησιά Φώκλαντ το 1982 κυρώνεται η διεθνή συνθήκη για τα χωρικά ύδατα 12 μιλίων για κάθε νησί. Από τότε αυτή η συνθήκη αποτελεί άλλο ένα διαπραγματευτικό χαρτί για τους Έλληνες αστούς. Η μεταφορά των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια ΚΑΘΕ κατοικημένου νησιού θα μετατρέψει το Αιγαίο σε κλειστή ελληνική θάλασσα. Η Τουρκία θα μπορεί να έχει περιορισμένη θαλάσσια έξοδο μόνο στο βόρειο ή νότιο τμήμα.
Το ελληνικό κράτος μέσα στο πλαίσιο οικονομικής και πολιτικής του αναβάθμισης επιδίωξε το σχέδιο αποικισμού βράχων. Η μετατροπή βραχονησίδων σε κατοικήσιμηζώνη θα έδινε και σε αυτές «12 μίλια» χωρικά ύδατα όπου σε συνδυασμό με την επέκταση του εναέριου χώρου και την υπαρκτή στρατικοποίηση των νησιών, θα οδηγούσε την Τουρκική αστική τάξη σε ιστορική ταπείνωση.
Η διπλωματική επέμβαση του ευρωπαϊκού και, κυρίως, του αμερικάνικου παράγοντα υπενθύμισε στις δύο μεριές πως η στρατιωτική τους διαμάχη ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Ο νέος κόσμος της Δυτικής κυριαρχίας, του Τέλους της Ιστορίας φαινόταν πως χωρούσε όλους. Το «ευχαριστούμε την κυβέρνηση των ΗΠΑ» από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας δεν ήταν μια δουλική ηττημένη δήλωση. Ήταν η πλήρης συνειδητοποιημένη αναγνώριση της στροφής στρατηγικής που έπρεπε να δείξουν οι άρχουσες τάξεις και που λειτουργούσε προς όφελος όλου του αστικού κόσμου.
Πράγματι μετά τα Ίμια, η Ελλάδα παραδίδει τον Οτσαλάν στην Τουρκία εγκαταλείποντας την παραδοσιακή συμμαχία με τα εθνικιστικά κουρδικά κόμματα και η Τουρκία βγάζει εκτός νόμου το ισλαμικό κόμμα του Ερμπακάν. Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ως σύμμαχη χώρα μπαίνει στην ημερήσια διάταξη ενώ προωθείται και η επίλυση της Κυπριακής διαμάχης μέσα από το σχέδιο Ανάν και την ταυτόχρονη ένταξη Βόρειας και Νότιας Κύπρου στην ΕΕ.
Όμως η ανάπτυξη που έφερε η διάλυση του ανατολικού μπλοκ ήταν προσωρινή. Γρήγορα η δυνατότητα αύξησης του ποσοστού κέρδους εξανεμίστηκε και η κρίση επανήλθε σε πιο άγρια μορφή από αυτή της δεκαετίας του `70 και `80.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση & η άνοδος του εθνικισμού
Μετά από μια δεκαετία ανάπτυξης όλα άρχισαν να καταρρέουν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Το μεγάλο ευρωπαϊκό σπίτι της ανάπτυξης και της δημοκρατίας έχει γίνει ο νέος Μεγάλος Ασθενής. Η Ε.Ε. φάνταζε το νέο όραμα όχι μόνο απέναντι στη «διάλυση» που ακολούθησε την Ανατολική Ευρώπη αλλά και στην ολοκληρωτική εικόνα των ΗΠΑ. Η δημοκρατία, η κοινωνική διαβούλευση μέσα από την ευημερία ήταν το «όραμα» αλλά και το «όχημα» διείσδυσης. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνονταν να έχουν σχηματίσει ένα τραστ που θα μπορούσε να εμφανιστεί ηγεμονικό ακόμα και απέναντι στις ΗΠΑ. Το Ευρώ που εμφανίστηκε στα 1999 ήταν ένα παγκόσμιο νόμισμα και είχε φτάσει γρήγορα στο όριο να αντικαταστήσει το δολάριο ακόμα και στο σκληρό πυρήνα της πετρελαϊκής αγοράς.
Η κρίση που ξέσπασε στα 2008 δεν μπορεί να περιοριστεί πλέον. Στην αρχή η αστική προπαγάνδα προσπαθούσε να πείσει πως ήταν μεμονωμένο στρεβλό φαινόμενο της Ιρλανδίας και της Ελλάδας. Χρησιμοποιούσε τα παραδείγματα της Ισλανδίας για να ισχυριστεί πως υπάρχουν μέτρα αντιστροφής. Στο διεθνή τομέα για κάθε κρίση στην Αργεντινή ή Βραζιλία, πρόβαλλε τη Νότιο Κορέα, την Ινδία ή την Κίνα για να ισχυριστεί πως υπάρχουν νέα μοντέλα ανάκαμψης.
Πράγματι σε ένα πρώτο διάστημα αυτά φαίνονταν ως ρεαλιστικά. Οι αστικές τάξεις σε κάθε χώρα νόμιζαν πως μπορούσαν να επαναχαράξουν μια «ρεαλιστική»πολιτική που θα ξεπεράσει την κρίση. Ακόμα και το μέσα ή έξω από την ΕΕ και την Ευρωζώνη αναζητούσε λειτουργικά μοντέλα. Είτε μέσα από το παράδειγμα της Πορτογαλίας είτε μέσα από συμμαχία με τη Ρωσία και οι δύο προοπτικές ισχυριζόντουσαν βιώσιμη διέξοδο.
Όμως τα τελευταία χρόνια η επέκταση της κρίσης σε κάθε γωνιά του πλανήτη ακόμα και μέσα στη Ρωσία, Γερμανία και Κίνα καθιστά κάθε συζήτηση διεξόδου από την κρίση ανέκδοτο. Σε κάθε μεριά του πλανήτη ανεβαίνουν οι τοπικοί ανταγωνισμοί αλλά με διαφορετικό πρόσημο. Αν πριν από 50 χρόνια οι πολλαπλές ευκαιρίες ήταν ο οδηγός εξάπλωσης του κεφαλαίου, πλέον σήμερα ο οδηγός είναι η ανυπαρξία τους. Οι μηδαμινές συνθήκες κερδοφορίας μετατρέπουν το κάθε αστικό μπλοκ σε πεινασμένο αρπακτικό που δεν νοείται να αφήσει άλλο να οικειοποιηθεί τη λεία του. Γι αυτό και η εκδήλωση των ανταγωνισμών παίρνουν τρομακτική και ανεξέλεγκτη διάσταση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πλέον, δεν είναι όραμα αλλά έχει ξεπέσει σε δήλωση φόβου και ήττας. Τα αστικά μπλοκ των μικρότερων χωρών έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στη Σκύλλα της μνημονιακής απορρύθμισης της Γερμανικής Ευρώπης και τη Χάρυβδη της ανεξέλεγκτης διάλυσης των Αραβικών κρατών και τη Λατινικής Αμερικής.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο transit όπου οι αστικές τάξεις προχωράνε σε εσωστρεφείς αναζητήσεις, προστατευτικών οικονομικών μοντέλων. Δεν είναι μόνο η κυριαρχία Πούτιν και η άνοδος Τραμπ σε Ρωσία και ΗΠΑ αντίστοιχα. Όλες οι χώρες αναζητούν μία νέα δυνατότητα στρατηγικών συμμαχιών. Τα εθνικιστικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη δεν κηρύσσουν το θάνατο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά ήδη σχεδιάζουν την κηδεία της. Η υπονόμευση του οράματος του Κοινού Ευρωπαϊκού Σπιτιού και η αντικατάσταση του από την Στρατιωτικοποιημένη Ευρώπη – Φρούριο που αφήνει χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες να πεθαίνουν στα σύνορα της φέρνει την οριστική κατάρρευση της Αστικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας στο τελευταίο της προπύργιο.Οι ασκοί του Αιόλου θα είναι ορθάνοιχτοι.
Τα φασιστικά κόμματα και κινήματα που αναδύονται διεκδικούν να είναι κάτι περισσότερο από ομάδα πίεσης. Από την Ουκρανία ως τις σκανδιναβικές χώρες και τις παραδοσιακές δημοκρατικές χώρες της Αγγλίας και Γαλλίας προσπαθούν να προβάλλουν τη δικιά τους κανιβαλιστική στρατηγική. Η αποτυχία των κεντροαριστερών στρατηγικών του ΣΥΡΙΖΑ, των Ποντέμος η του Ολάντ δημιουργεί ένα κενό οράματος για τις λαϊκές τάξεις που φιλοδοξεί να καλύψει ο νεοναζισμός.
Ελληνικός και Τούρκικος καπιταλισμός στις νέες συνθήκες
Η επερχόμενη ευρωπαϊκή απορρύθμιση κινδυνεύει να ξαναφέρει τους ελληνοτουρκικούς ανταγωνισμούς έναν αιώνα πίσω. Καμία συνθήκη, καμία συμφωνία δεν μπορεί να προσφέρει όραμα ανάπτυξης στις αστικές τάξεις των δύο χωρών.
Μπορεί η ελληνική μεριά να έχει αποδεχθεί προσωρινά τον ευρωπαϊκό μονόδρομο του ΤΙΝΑ αλλά κι αυτός έχει κοντά ποδάρια. Η συνεχιζόμενη μετατροπή της ελληνικής αγοράς σε χέρσο οικόπεδο με την ελπίδα να βρεθούν κάποιοι επενδυτές να ξαναβάλουν μπρος την ανάπτυξη δεν έχει και πολύ μέλλον. Ούτε οι «επενδυτές» θα έρθουν, ούτε το υπάρχον κοινωνικό συμβόλαιο μπορεί να παραμείνει μέσα σε φτώχεια, διάλυση και έλλειψη διεξόδου.
Η τουρκική αστική τάξη από την άλλη κινδυνεύει να βρεθεί στο ίδιο αδιέξοδο της περασμένης εικοσαετίας. Με την ευρωπαϊκή προοπτική ουσιαστικά νεκρή και από τις δυο μεριές η μόνη διέξοδος βρίσκεται στην αναδιάταξη της Μέσης Ανατολής. Το αμερικάνικο πραξικόπημα του περασμένου χρόνου είναι μια προσπάθεια συνετισμού του τουρκικού αστικού μπλοκ. Όπως στην Ελλάδα μέσα από τον οικονομικό στραγγαλισμό εξοστρακίστηκε κάθε φιλόδοξη διερεύνηση εναλλακτικών σχεδίων ανασυγκρότησης, έτσι πρέπει να τελειώσει η διάθεση αναθεωρητισμού των τουρκικών αστικών επιτελείων.
Η επισπευσμένη προσπάθεια «οριστικής» επίλυσης του Κυπριακού βασίζεται σε μια προσπάθεια ένταξης του Ελληνικού και κυρίως του Τουρκικού παράγοντα στις διεθνείςδεσμεύσεις. Ακόμα τα δημοκρατικά επιτελεία ελπίζουν πως οι διπλωματικές δίοδοι μπορούν να αποτρέψουν την παραπέρα απορρύθμιση. Όμως ούτε η νέα συνθήκη για την Κύπρο, όπως φυσικά και η παραμονή σε αυτό το υπάρχον status, προσφέρουν ουσιαστική λύση.
Το ξέσπασμα του εθνικιστικού ανταγωνισμού είναι αναπόφευκτο και μόνο η εμφάνιση του δικού μας ταξικού στρατοπέδου στην κεντρική πολιτική σκηνή έχει δυνατότητα να βάλει φραγμό.
Για μια αντιφασιστική αντικαπιταλιστική στρατηγική στο ταξικό κίνημα
Είναι βασική ανάγκη η συνειδητή δέσμευση όλων των δυνάμεων του ταξικού κινήματος στο τσάκισμα κάθε φασιστικής αναθεώρησης των υπαρχόντων συσχετισμών. Χωρίς την αμετάκλητη ήττα του πιο βάρβαρου κομματιού του αστικού στρατοπέδου δε θα απομείνει κανένα οργανωτικό κέντρο που να μπορεί να σχεδιάσει μια διαφορετική κατεύθυνση. Το ιδεολογικό και οργανωτικό πισωγύρισμα που έχει επιτευχθεί με τη διάλυση των δικών μας οργανώσεων θα φορτώσει δεκαετίες πόνου και ανασυγκρότησης.
Η αντιφασιστική μάχη, όμως, δεν σημαίνει ούτε «στάδιο», ούτε υποστήριξη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και προφανώς, ούτε ενσωμάτωση σε «δημοκρατικά» πολιτικά μπλοκ. Η ύπαρξη γειωμένου, μαζικού και ανεξάρτητου αντικαπιταλιστικού υποκειμένου είναι ζωτικός όρος μιας νικηφόρας αντιφασιστικής μάχης.
Αντίστοιχα η μάχη με τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό δεν μπορεί να υπάρξει μόνο σε κείμενα και θέσεις. Ο «πόλεμος ενάντια στον εχθρό που βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα» δε σημαίνει ένταξη στο αντίπαλο αστικό στρατόπεδο. Τα αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα δεν εκχωρούνται σε αστικά καθεστώτα. Μόνο η συγκρότηση ενός ταξικού υποκειμένου με ανεξάρτητη πολιτική από τα αστικά επιτελεία μπορεί να γίνει οδηγός για μια άλλη κατεύθυνση. Χωρίς υπαρκτό επαναστατικό υποκείμενο είτε ο ντεφαιτισμός είτε ο αντιιμπεριαλισμός γίνονται άλλοθι πολιτικής «ανάθεσης» σε αστικά στρατόπεδα.
Στον χώρο της Ελλάδας και της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια είδαμε το ξεδίπλωμα διαφορετικών στρατηγικών από το ταξικό κίνημα. Η εξέγερση του `08 και οι Πλατείες του `11, η εξέγερση Ταξίμ στην Ινσταμπούλ και η αυτοδιαχείριση της Ροζάβας έφεραν πιο κοντά στη δυνατότητα προσέγγισης μια διαφορετικής στρατηγικής. Φυσικά και δεν παραβλέπουμε την συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ και την ήττα της πολιτικής της ανάθεσης στον αστικό κοινοβουλευτισμό. Όπως και την ανυπαρξία ενός ανεξάρτητου ταξικού πόλου που θα εναντιωθεί και στο αμερικανοκίνητο πραξικόπημα στην Τουρκία και στο Κράτος Έκτακτης Ανάγκης που πάει να επιβάλλει ο Ερντογάν. Φυσικά και ανησυχούμε με την απομόνωση της Ροζάβας που μπορεί να την οδηγήσει είτε σε μια στρατιωτική ήττα είτε σε μια πολιτική «ρεαλισμού», συνθηκολογημένη με τα σχέδια του Ιμπεριαλισμού.
Όμως, το ταξικό κίνημα δεν έχει ηττηθεί. Δεν έχει συντριφτεί από μια αστική αντεπανάσταση. Η ανασυγκρότηση και εν τέλει η αντεπίθεση του στρατοπέδου μας είναι ακόμα εφικτή.
Φτάνει να πετάξουμε τα αποτυχημένα σχέδια της «ανάθεσης» και να επαναπροσεγγίσουμε τα ελπιδοφόρα οράματα της Κοινωνικής Επανάστασης.
Για την Αντιφασιστική Νίκη και την Κομμουνιστική Εξέγερση!
Αθήνα, 28 Ιανουαρίου 2017