Η εισβολή της Τουρκίας στην Αφρίν έχουν διογκώσει τη μυθολογία γύρω από το βασικό ανταγωνιστή του ελληνικού κεφαλαίου. Τα ΜΜΕ παρέχουν καθημερινή μονομερή πληροφόρηση στο ελληνικό κοινό διαμορφώνοντας μια άνιση εικόνα για τις διμερείς σχέσεις. Οι εθνικές σταυροφορίες των ΜΜΕ που ανά περιόδους μιλάνε για «σκοπιανό», χαριεντίζονται με τον Κασιδιάρη και τη Χρυσή Αυγή και στοχοποιούν «τρομοκράτες» σαν την Ηριάννα, δεν πρέπει να κάνουν εντύπωση στο ταξικό κίνημα. Όμως στα εθνικά ζητήματα χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια γιατί οι πιέσεις του αστισμού είναι ακόμα μεγαλύτερες και η ανθεκτικότητα των οργανώσεων της εργατικής τάξης κάμπτεται λόγω της πολιτικής πίεσης.
Η «επιθετικότητα» ενός κράτους στη διεθνή σκηνή δεν είναι δείγμα πάντα κυριαρχίας
Η ιστορία γράφεται από τους νικητές… το ίδιο και οι διεθνείς συμβάσεις!
Οι διεθνείς συμβάσεις που μέσω αυτών προσπαθούν να ρυθμιστούν οι διακρατικές σχέσεις έχουν κατορθωθεί μέσα από συγκεκριμένο status που επικρατεί σε κάθε περίοδο και έχει νικητές και ηττημένους. Δεν αποτελούν «πανανθρώπινη και διαχρονική αλήθεια» ούτε και οι χώρες που τις αμφισβητούν ανήκουν στον «άξονα του κακού» που θέλει να μας πείσει η αμερικάνικη προπαγάνδα. Οι ΗΠΑ (όπως και η Κίνα, Ρωσία, Ισραήλ) για την προάσπιση των δικών τους συμφερόντων δεν έχουν αποδεχθεί το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο που δικάζει «εγκληματίες πολέμου». Η συνθήκη «μη εξάπλωσης των πυρηνικών» καυτηριάζει τη χρήση αυτών από «χώρες του κακού», χτίζοντας μια ολόκληρη προπαγάνδα «επιθετικότητας» πχ για το Ιράκ, το Ιράν ή τη Β. Κορέα για να πιεστούν οι «εχθρικές» χώρες αλλά αφήνουν ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα να συντηρούν τα δικά τους οπλοστάσια και να πραγματοποιούν δοκιμές επίδειξης δύναμης.
Τον τελευταίο αιώνα, μετά από δύο Παγκόσμιους Πολέμους και την κατάρρευση του Ανατολικού στρατοπέδου έχουμε έναν άξονα «νικητών» που έχουν επιβάλλει τις περίφημες διεθνείς συνθήκες. Αυτό δε θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την απαιτούμενη οικονομική ανάπτυξη και τη διαμόρφωση ενός πολιτικού μηχανισμού που να μπορεί να τις επιβάλλει σε συνθήκες «ειρήνης». Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι συνθήκες που δημιούργησε δεν μπόρεσαν να σταθούν για πολύ μεγάλο διάστημα. Το Κραχ του 1929 και η δίνη της οικονομικής κρίσης έδωσε το δικαίωμα στους «ηττημένους» να αμφισβητήσουν αυτό το περιβάλλον. Η Κοινωνία των Εθνών, το όχημα εφαρμογής των κανονιστικών πλαισίων που ξεπήδησαν το 1918 κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1918 που διέλυσε το Γερμανικό Κράτος δεν ήταν πιο «άδικη» από την αντίστοιχη του Παρισιού το 1946. Απλά οι «νικητές» είχαν μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα να επιβάλλουν τους κανόνες.
Σήμερα η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει ανοίξει ξανά τις ορέξεις για τον επανακαθορισμό των συμμαχιών και των δυνάμεων στην παγκόσμια σκηνή. Κράτη και κοινωνίες δοκιμάζονται από την κρίση και ο κοινωνικός τους ιστός κρέμεται από μια κλωστή. Τις περισσότερες φορές η συνεκτικότητα ενός κράτους δεν είναι αποτέλεσμα, μόνο, της εφαρμοζόμενης εσωτερικής πολιτικής, αλλά και των πιέσεων που δέχεται από το διεθνή συσχετισμό. Η επιμονή εφαρμογής μιας διεθνής συνθήκης σε ένα κράτος υπό οικονομική κατάρρευση πολλές φορές ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου. Οι διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας στο διεθνές πιστωτικό σύστημα έχουν ερημώσει το κοινωνικό πεδίο. Η αμφισβήτηση αυτών των κανονισμών, από την άλλη δεν αποτελεί από μόνη της «προοδευτική» προοπτική. Η «εθνική» διάσωση από το παγκόσμιο σύστημα δεν αποτελεί οραματικό στοιχείο που μπορεί να βασιστεί το ταξικό κίνημα.
Ελλάδα και Τουρκία στο Διεθνές σύστημα
Η θέση μιας χώρας στο παγκόσμιο ανταγωνισμό, δεν είναι μια αριθμητική λίστα με πρωταθλητές και ηττημένους. Το ειδικό βάρος της κάθε χώρας επηρεάζεται από πολλαπλούς δείκτες. Το οικονομικό μέγεθος, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, η θέση της στους διεθνούς οργανισμούς, η γεωστρατηγική της σημασία, η αξιοπιστία και η δέσμευση της στο πολιτικό κατεστημένο είναι κάποια από τα στοιχεία που προσμετρούνται. Το εξωτερικό χρέος των ΗΠΑ έχει φτάσει στα 20 τρις δολάρια και χρωστάει μόνο στην Κίνα πάνω από 1,15 τρις αλλά δεν υπάρχει κανένα διεθνές σύστημα «επιτήρησης» ισχυρότερο από τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να επιβάλλει «μνημόνιο». Αλλά και η Κίνα – Ιαπωνία που έχουν χρέος πάνω από 250% του ΑΕΠ τους (την ώρα που η μνημονιακή Ελλάδα δεν ξεπέρασε το 180) παραμένουν πανίσχυροι οικονομικοί παίκτες.
Η Ελλάδα παρ όλες τις οικονομικές διακυμάνσεις της εδώ και 150 χρόνια παραμένει ένας σημαντικός και αξιόπιστος σύμμαχος στη διεθνή σκηνή. Αυτή η στάση την βοηθά να αναβαθμίζει συνεχώς το ειδικό της βάρος. Δεν μπορούμε να σταθούμε μόνο στην, πράγματι, ετοιμοπόλεμη τουρκική πολεμική μηχανή για να αξιολογήσουμε τη σημασία μια χώρας στον παγκόσμιο χάρτη. Η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας μπορεί να αλλάξει μέσα σε ελάχιστό χρονικό διάστημα, αλλά η δυναμική της κάθε χώρας παραμένει σχετικά σταθερή. Μόνο οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι άλλαξαν «κατηγορίες» παιχτών. Η Γερμανία παρ `όλο που βρέθηκε δύο φορές στο στρατόπεδο των νικημένων, οδηγήθηκε σε αποστρατιωτικοποίηση και διχοτόμηση και εβδομήντα χρόνια μετά παραμένει ένας παγκόσμιος παίκτης. Ακόμα και η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου μετά από δεκαετία προσαρμογής, δεν άλλαξε τη δυναμική της κάθε χώρας. Η θέση της κάθε χώρας δεν αλλάζει από τα κέφια της κάθε κυβέρνησης (πχ που μπορεί να τη στρέψει στη Ρωσία ή την Κίνα). Το παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα έχει διόδους και συνεργασίες που δεν κανείς δεν διακινδυνεύει να απορρυθμίσει, παρά μόνο σε συνθήκες κρίσης. Μια επόμενη κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου.
Η Ελλάδα το 1893 είχε φτάσει στην οικονομική απαξίωση μετά από συνεχή, αδιέξοδα δανειοδοτικά προγράμματα. Το «κύριοι επτωχεύσαμε» δεν ήταν σάλπισμα ήττας και σχέδιο υποταγής αλλά σημείο εκκίνησης της αντεπίθεσης του ελληνικού κεφαλαίου. Παρ όλη και τη συντριπτική στρατιωτική ήττα του 1897, που μόνον η Διεθνής Κοινότητα απέτρεψε να παρελάσουν στρατεύματα του Σουλτάνου στην Αθήνα, ο κύβος είχε ριχτεί. Η δυναμική θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη της επέτρεψε όχι απλά να ανακάμψει αλλά είκοσι χρόνια μετά να φτάνει έξω από την Άγκυρα και να διεκδικεί την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι διασυνδέσεις του διεθνοποιημένου ελληνικού κεφαλαίου οδήγησαν το πολιτικό του επιτελείο σε μια στρατηγική πρόσδεσης με τους νικητές των δύο Παγκοσμίων Πολέμων που έφερε τεράστια κέρδη και ακόμα μεγαλύτερη αναβάθμιση του ρόλου τη ώρα που Τουρκία δια του Κεμαλισμού διέσωζε το Τουρκικό κράτος από τη διάλυση και διχοτόμηση.
Μπαίνοντας στην μεταπολεμική συνθήκη η Ελλάδα ήδη ήταν ένα και δύο βήματα μπροστά από τον κυρίαρχο ανταγωνιστή της. Στα προηγούμενα «κέρδη» έρχονται και συσσωρεύονται οι νεώτερες «επενδύσεις». Η ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας την μεταμόρφωσε από τον ισχυρό «συνοικιακό» παίκτη σε μικρό, μεν, αλλά συνέταιρο κεντρικής παρουσίας. Η Ελλάδας απέναντι στο «πρώτος στο χωριό» απάντησε στο «δεύτερος (και πέμπτος ή δέκατος) στην πόλη». Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και η συμμετοχή στο Ευρώ δίνουν μία παραπάνω ώθηση στους συσχετισμούς δύναμης. Παρ` όλη, όμως, τη στροφή στην «ειρηνική» διπλωματία και στην ενίσχυση του οικονομικού τομέα, η Ελλάδα ποτέ δεν υποτίμησε την προετοιμασία του στρατιωτικού δυναμικού. Πάντα η πολεμική μηχανή της Ελλάδας είναι το «κρυφό» διαπραγματευτικό χαρτί για τις όποιες οικονομικές συζητήσεις. Ο ελληνικός στρατός και όχι ο τουρκικός δημιούργησε την επιθυμητή ζώνη ασφαλείας για την «ανοικοδόμηση» και ενσωμάτωση στο Δυτικό κόσμο της Αλβανίας, Σερβίας, Βοσνίας και Μακεδονίας μετά την κατάρρευση του Ανατολικού στρατοπέδου.
Η τουρκική πολιτική σκηνή φυσικά και δεν έχει την μακρά δημοκρατική παράδοση της Αγγλίας ή Γαλλίας (εξάλλου ούτε η Ελλάδα την έχει) αλλά δεν την κάνει «φασιστικό» κράτος. Για να είμαστε ξεκάθαροι: είναι υποκριτικό να βαφτίζεται από οποιονδήποτε ο Ερντογάν «φασίστας» αν δεν αποκαλεί και τον Ομπάμα «φασίστα». Το τουρκικό κράτος δεν είναι λιγότερο δημοκρατικό και δεν έχει εμπλακεί σε περισσότερες πολεμικές επιχειρήσεις από τις «δημοκρατικούς» συμμάχους της Ελλάδας, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Για κάθε Αφρίν έχουμε μία Γάζα και τρία Ιράκ. Οι επεμβάσεις των δύο «συμμάχων» έχουν καταστρατηγήσει κάθε απόφαση και διαβούλευση του ΟΗΕ και δεν μπορεί να είναι επιχείρημα ο σεβασμός στις διεθνείς συνθήκες. Αλλά ούτε η εσωτερική πολιτική του κράτους είναι συγκρίσιμη. Για κάθε δημοσιογράφο ή καθηγητή που διώκεται στην Τουρκία έχουμε τη Μοσάντ και τις δολοφονίες αντιφρονούντων, τις διώξεις του Ασάνζ και του Wikileaks, το patriot act, το Γκουαντάναμο και τη νομιμοποίηση των βασανιστηρίων. Για κάθε «απάνθρωπη διαχείριση προσφύγων» έχουμε τα ρατσιστικά τείχη στην Παλαιστίνη και στο Μεξικό. Για να μην ξεχνάμε επίσης, τον πόλεμο στην Κύπρο το 1974 τον διεξήγαγε εκλεγμένη δημοκρατικά τουρκική κυβέρνηση ενώ στην Ελλάδα είχαμε στρατιωτική χούντα, ενώ η Τουρκία έχει εκτελέσει πρωθυπουργό της (τον Μεντερές το 1961) για «εγκλήματα κατά Ελλήνων» (μεταξύ άλλων)καταδικάζοντας εμπράκτως το πογκρόμ του 1955 στην Ινσταμπούλ.
Η εξάπλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έχει βρει την Τουρκία με ελάχιστους ή ανύπαρκτους διεθνούς συμμάχους και με ανοιχτά μέτωπα όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα αλλά αθροίζονται επικίνδυνα ενάντια σε Ρωσία, Ισραήλ και πρόσφατα ΗΠΑ. Η παραμονή της στο Δυτικό στρατόπεδο δεν είναι υπό αίρεση. Αλλά το συνεχές μπρα-ντε-φερ κόντρα στις ΗΠΑ εγκυμονεί κινδύνους αποσταθεροποίησης του καθεστώτος, μια κατάσταση που δεν την επιθυμεί ούτε ο αμερικανικός παράγοντας. Το αποτυχημένο αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του 2016 έχει αντικατασταθεί με ένα οικονομικό πόλεμο που υποβαθμίζει την τουρκική οικονομία και τις τράπεζες της. Η τουρκική αστική τάξη δεν αποδέχεται τις κατευθυντήριες «οδηγίες» των ΗΠΑ γιατί δεν πείθεται πως η υποταγή της θα φέρει αναβάθμιση του ρόλου της είτε προς την Ευρώπη είτε προς τη Μέση Ανατολή. Η αμφισβήτηση, λοιπόν, του ρόλου των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι πραγματική αλλά και δείχνει πως μπορεί να γίνει με αστικό, αντιδραστικό χαρακτήρα.
Άρα λοιπόν πρέπει να δούμε τα πραγματικά πεδία του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και να τα διαχωρίσουμε από κραυγές, αφορμές και προβοκάτσιες. Μέσα από τη συγκεκριμένη ανάγνωση μπορεί να παραχθεί μια συγκεκριμένη ταξική πολιτική που να παρεμποδίζει την εθνικιστική και επεκτατική πολιτική του κεφαλαίου και να βρίσκονται δίοδοι προβολής διεθνιστικής πολιτικής.
Ελλάδα και Τουρκία: η μάχη για την επικυριαρχία στον κοινό ζωτικό χώρο και οι τομείς διαμάχης
Σε δύο διαφορετικές ιστορικές περιόδους έχει γίνει προσπάθεια προσέγγισης του ελληνικού και τουρκικού κεφαλαίου με σκοπό το ξεκαθάρισμα των ζωνών επιρροής που θα ανήκει στον κάθε παίχτη. Η μία έγινε στις αρχές της δεκαετίας του `30 και η δεύτερη στα τέλη του 20ου αιώνα. Και οι δυο προσπάθειες κατέρρευσαν μέσα από το ξέσπασμα της κρίσης που δεν επέτρεψε να «τρώνε με χρυσά κουτάλια» και οι δύο χώρες. Αιγαίο, Κύπρος, Βαλκάνια και Μέση Ανατολή είναι οι περιοχές όπου ξετυλίγονται οι πολιτικές των δύο χωρών. Η δυναμική παρουσία τους συνδιαμορφώνει το βαθμό επιτυχίας του κάθε αστικού μπλοκ και λειτουργεί σαν υποστηρικτική διαφήμιση στην παραπέρα παγκόσμια διεισδυτικότητα του πολιτικού τους συστήματος.
Μπορεί σε μια στατική εικόνα η Τουρκία να παίζει κυρίαρχο ρόλο στη Μέση Ανατολή (σε σχέση με την Ελλάδα) ενώ η Ελλάδα «πατάει» στα Βαλκάνια. Δεν ήταν πάντα έτσι, ούτε και θα είναι και στο μέλλον. Η Ελλάδα μέχρι τη δεκαετία του `80 είχε πολύ ισχυρή παρουσία στη Μέση Ανατολή με συμμαχίες με τα αραβικά καθεστώτα. Η στρατηγική στροφή της, όμως, προς την Ευρώπη λόγω και της κατάρρευσης του Ανατολικού μπλοκ φαίνεται να την έχουν απομακρύνει από την περιοχή. Όμως αυτή η στροφή την έχει φέρει σε στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ, τον κυρίαρχο παράγοντα εκεί, πράγμα που την έχει οδηγήσει σε παράπλευρες επιτυχίες σε άλλους τομείς. Αντίστοιχα στα Βαλκάνια το Ελληνικό κεφάλαιο και ο στρατός όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται όπως στην Αφρίν, αλλά αποτελούν συστατικό παράγοντα ανασυγκρότησης των οικονομικών και πολιτικών δομών. Η Τουρκία έρχεται καθυστερημένα μετά από έναν αιώνα να αναζητήσει νέες διόδους διείσδυσης μέσα από αναδυόμενες στρατιωτικές συμμαχίες.
Η Κύπρος αποτελούσε πάντα ένα χώρο διαμάχης του ελληνικού και τουρκικού κεφαλαίου. Ο Κυπριακός λαός μπήκε στη δίνη των εθνικιστικών αντιπαραθέσεων λόγω της κυριαρχίας του εθνικισμού στη διαδικασία απαγκίστρωσης από την αγγλική αποικιοκρατία. Δεν δομήθηκε ένας κοινός αγώνας ενάντια στο Αγγλικό κεφάλαιο με κοινωνικούς, ταξικούς όρους γι` αυτό και το πρώτο του Κυπριακό Σύνταγμα αποδέχτηκε διεθνείς πάτρωνες και εθνικό διαχωρισμό. Γρήγορα η ελληνική και ελληνοκυπριακή μεριά συνέχισαν σε αυτό το εθνικιστικό τέμπο, πραξικοπηματικά κατήργησε το Σύνταγμα του 1960 εκδιώκοντας τους Τουρκοκύπριους και από την πολιτική σκηνή και εγκλωβίζοντας σε θύλακες υπό στρατιωτική παρακολούθηση μετατρέποντας τους σε «Παλαιστίνιους». Η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας το 1974 δεν άλλαξε άρδην τους συσχετισμούς. Μπορεί να ανέκοψε την εθνοκάθαρση των Τουρκοκύπριων, αλλά όπως βλέπουμε σαράντα χρόνια μετά έχει κερδίσει μόνο χώματα σε σχέση με το Ελληνικό κεφάλαιο. Η Νότια Κύπρος έχει προχωρήσει σε τεράστια αναπτυξιακή πορεία και έχει μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία και κανά δυο μικρά κράτη και επί της ουσίας επιβιώνει με καζίνο και ως προτεκτοράτο του Τουρκικού Κεφαλαίου. Οι όποιες έντιμες δημοκρατικές ή αριστερές φωνές που αναζητούν απεγκλωβισμό από τον τουρκικό εναγκαλισμό και την επαναπροσέγγιση με τους ελληνοκύπριους σκοντάφτουν στην ηγεμονική εθνικιστική στάση του κοινού ελληνικού και κυπριακού αμυντικού δόγματος.
Ο καθορισμός της Κυπριακής ΑΟΖ έρχεται να πατήσει και να ενισχύσει την ελληνική και ελληνοκυπριακή κυριαρχία. Ο καθορισμός της ΑΟΖ βασίζεται στη συνθήκη του 1982 που προσπαθεί να καθορίζει χώρους εμπορικής εκμετάλλευσης για την κάθε χώρα που υπερβαίνει τα χωρικά ύδατα και την υφαλοκρηπίδα. Η χάραξη τους αποτελεί τμήμα διεθνής διαπραγμάτευσης και δεν «κλείνει» με αυτόματο τρόπο. Η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά από τη μία δεν αποδέχονται την ύπαρξη δύο ξεχωριστών κρατών στο νησί αλλά από την άλλη προχωράνε σε οικονομική αξιοποίηση του «ελληνικού τμήματος» Η συγκρότηση διεθνών επιχειρηματικών συνεργασιών με ΕΕ – ΗΠΑ και Ισραήλ και η εμπλοκή αυτών των στρατιωτικών δυνάμεων για την εξασφάλιση της επένδυσης λειτουργεί σα βόμβα στα θεμέλια της περιοχής. Σε μια περίοδο κρίσης με ελάχιστες κερδοφόρες στρατηγικές, και μόνο η προοπτική ενός Ελ Ντοράντο μπορεί να σπείρει θύελλες ανυπολόγιστης κλίμακας.
Η διεθνής συνθήκη του 1982 καθιέρωσε, επίσης, τη δυνατότητα ενός κράτους να επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Η διαμάχη για τα Ίμια αφορά για το αν θα ονομαστούν βραχονησίδες ή βράχοι και θα έχουν δικαίωμα χάραξης χωρικών υδάτων. Το ελληνικό κεφάλαιο δεν έχει προχωρήσει στην καθιέρωση 12 μιλίων στην περιοχή γιατί αποτελεί «επιθετική» ενέργεια όχι μόνο απέναντι στην Τουρκία αλλά και στο Διεθνή Ιμπεριαλισμό. Η εξάπλωση των 12 μιλίων θα κλείσει οποιοδήποτε διεθνή διάδρομο στο Αιγαίο όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και σε κάθε άλλο καράβι που απλά θα θέλει να περάσει από τη Μεσόγειο στη Μαύρη Θάλασσα. Η Τουρκία θα έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στη Μεσόγειο μόνο από τα νοτιοανατολικά λιμάνια και όχι μόνο. Ο Ρώσικος στόλος στην Κριμαία θα χρειάζεται «άδεια» από το ελληνικό κράτος να πάει στη ναυτική βάση της Συρίας, όπως και ο Αμερικάνικος στόλος αν θέλει να ενισχύσει την παρουσία του στον Εύξεινο Πόντο. Οι κραυγές, όμως, του ελληνικού στρατιωτικού κατεστημένου δεν έχουν την παραμικρή «αντιιμπεριαλιστική» χροιά. Δεν γίνονται για να αποδυναμωθεί πχ ο αμερικάνικος παράγοντας στην Ουκρανία. Αντίθετα! Η όποια διεκδίκηση των «12 μιλίων» θα έρθει με πολλαπλές δεσμεύσεις υποταγής στη διεθνή «κανονικότητα».
Η ενσωμάτωση του ελληνοκυπριακού τμήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν άλλο ένα καρφί που χτύπησε το ελληνικό κεφάλαιο στην τουρκική πλευρά. Την ώρα που το καθεστώς Μεϊντάν της Ουκρανίας προχωράει τη σύνδεση της με την ΕΕ, όλο και περισσότερα κωλύματα ανακαλύπτει η Ελλάδα και η ΕΕ για την Τουρκία. Προφανώς και δεν επιθυμούν ένα τόσο ατίθασο «παίκτη» στα συμβούλια της Ευρώπης. Οι ισορροπίες είναι ασταθείς και μια χώρα του νότου που μαστίζεται από οικονομική κρίση και δυνάμωμα της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ θα αποτελούσε συνθήκη πλήρης αποσταθεροποίησης. Από την άλλη, βέβαια, ούτε μπορούν να τάξουν κερδοφόρα σχέδια για την τουρκική αστική τάξη ώστε να τη δελεάσουν για μια ταχύρρυθμη προσαρμογή . Η δεκαετία του `90 είναι τόσο μακριά, πλέον.
Η συνεργασία για το προσφυγικό κύμα αποτελεί παράμετρο για τη διαχείριση της κρίσης στη Μέση Ανατολή. Είναι υποκριτικό να εγκαλούμε την Τουρκία για απάνθρωπη διαχείριση όταν η ΕΕ πιέζει την Ελλάδα να πάψει να μεταφέρει πρόσφυγες στην ηπειρωτική Ευρώπη και να τους επαναπροωθεί άμεσα στην Τουρκία από τα νησιά. Σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΕ πρέπει να δημιουργηθούν κέντρα προσωρινής φιλοξενίας (δηλαδή κλουβιά) για εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές. Η συσσώρευση αυτού του πληθυσμού σε άθλιες συνθήκες θα διαλύσει κάθε κοινωνικό ιστό, θα σπρώξει μετανάστες σε παραβατικές συμπεριφορές και θα εκτρέψει την πολιτική σκηνή προς ακροδεξιές αναζητήσεις.
Η διαχείριση των εθνικών μειονοτήτων είναι άλλη μια παράμετρος στο παιχνίδι. Η μεταπολεμική αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού έφερε και αλλαγές στις ελληνικές κοινότητες και παροικίες. Η Ελλάδα πλέον, δεν εξάγει πρόσφυγες και μετανάστες εργατικού δυναμικού αλλά αντίθετα είναι σύγχρονη χώρα υποδοχής. Οι ελληνικές κοινότητες (όπως αυτές της Αμερικής και της Αυστραλίας) δεν αφορούν πια «εργάτες» αλλά μικροαστικές και αστικές παροικίες σε πλήρη συστημική ενσωμάτωση. Οι παλαιοί μετανάστες είτε επέστρεψαν στη μητρόπολη μετά τη δεκαετία του 70 ή είχαν ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική και οικονομική ανέλιξη στις χώρες υποδοχής. Η ύπαρξη της ελληνικής κοινότητας στην Τουρκία δεν κρίθηκε από το πογκρόμ του 1955. Είτε θα επέστρεφε στο ευνοϊκότερο ελληνικό οικονομικό περιβάλλον είτε θα ενσωματωνόταν σε συνεργασία με την τουρκική αστική τάξη. Η εξαθλίωση της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη που επεδίωξε το ελληνικό κράτος επί δεκαετίες δεν μπόρεσε να διαλύσει την εκεί κοινότητα. Παρ` όλους τους στρατιωτικούς θύλακες και τις διώξεις σε κάθε τουρκική ονομασία, η κοινότητα παραμένει δεμένη με την ελληνική πραγματικότητα λόγω του οικονομικού περιβάλλοντος. Η συνεχή εθνικιστική στοχοποίηση και περιθωριοποίηση των Τούρκων της Δυτικής Θράκης δημιουργεί ένα λόγο έντασης που υλοποιεί και αναπαράγει στην περιοχή το ελληνικό κεφάλαιο.
Για τη διαμόρφωση μιας μαζικής, ρεαλιστικής διεθνιστικής στρατηγικής
Η σύλληψη των δύο ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο είναι ένα διπλωματικό παιχνίδι που προσπαθεί να αποκρύψει τις ρίζες του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Μόνιμα στο Έβρο παίζονται «ασκήσεις» ελληνικών και τουρκικών διεισδύσεων σε αντίπαλες περιοχές οι οποίες καταλήγουν σε συλλήψεις που εξαντλούνται σε ανταλλαγή στα φυλάκια των μεθοριακών σταθμών. Όπως και οι περίφημες «παραβιάσεις» εναέριου χώρου ή θαλάσσιων χωρικών υδάτων. Η ανάδειξη και κλιμάκωση αυτών των επεισοδίων αφορά στρατηγικούς σχεδιασμούς και αντιπαραθέσεις των αστικών επιτελείων σε κάθε χώρα.
Είμαστε ακόμα μακριά από τη δυνατότητα επεξεργασίας μιας ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής στρατηγικής στα Βαλκάνια που να υπερβαίνει τα ευχολόγια και τις γενικές θεωρητικές αναζητήσεις. Φυσικά και κάθε λύση θα βασιστεί σε προϋπάρχοντα εργαλεία και αναλύσεις. Όμως η συγκεκριμένη ανάλυση των συσχετισμών του ελληνικού και τούρκικού κεφαλαίου είναι απαραίτητος όρος για να ξεδιπλωθούν αυτές οι στρατηγικές.
Ο καθορισμός, λοιπόν, του ελληνικού αστικού μπλοκ ως του κυρίαρχου αντιπάλου από το ταξικό κίνημα στην Ελλάδα είναι μια καλή αρχή. Δεν υποτιμούμε ούτε τον ρόλο του Αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού ούτε την αντιδραστική θέση του Τούρκικου κεφαλαίου. Δεν στοχοποιούμε αφηρημένα το Αμερικάνικο ή Γερμανικό κεφάλαιο σαν κυρίαρχο αντίπαλο και δεν αναζητούμε γεωστρατηγικούς συμμάχους σε αυτή την πάλη. Για αυτό και δεν «τσιμπάμε» από τον αντιαμερικανισμό της Τουρκίας και δεν τον θεωρούμε σύμμαχο σε αυτό τον αγώνα. Θεωρούμε πως το ελληνικό κεφάλαιο έχει πολύ ισχυρό ρόλο στην περιοχή και η συγκεκριμένη αποδυνάμωση του θα φέρει και αναταράξεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Η αντιπαράθεση με τις εθνικές στρατηγικές και τα ιδεολογήματα, με το «αξιόμαχο» στον ελληνικό στρατό πρέπει να γίνει με χειρουργικό σχέδιο. Η όποια υπονόμευση της αστικής στρατηγικής δεν μπορεί να γίνει χωρίς την παράλληλη συγκρότηση ενός επαναστατικού υποκειμένου που να μπορεί να προβάλλει μια εφαρμόσιμη πολιτική και την επιβίωση ενός επαναστατικού καθεστώτος. Η ακύρωση και απονεύρωση των ευρωπαϊκών και ιμπεριαλιστικών στρατηγικών δεν μπορούν να βασιστούν σε ένα κινηματισμό απορρύθμισης. Ο κίνδυνος της ακροδεξιάς και εθνικιστικής στρατηγικής σε μια καταρρέουσα κοινωνία παραμένει στη γωνία για να ξεδιπλώσει τα πιο εφιαλτικά σενάρια.
Η Κομμουνιστική Εξέγερση θα πρέπει να βασιστεί στην ανάδειξη ανθρωπιστικών ιδανικών τσακίζοντας κάθε μηχανισμό εθνικιστικής πολιτικής.
Αλέξανδρος Γανδής