Το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα στην ελληνική επικράτεια έχει δημιουργήσει δύο σημαντικές εξεγέρσεις τα τελευταία 50 χρόνια. Σε καμία άλλη χώρα του καπιταλιστικού κέντρου δεν υπάρχουν τέτοιες πυκνές εμπειρίες που δημιούργησαν επαναστατικά ρεύματα και γενιές αγωνιστών.
Σήμερα που κλείνει ο κύκλος του αντι-μνημονιακού αγώνα και ο αστισμός ισχυρίζεται πως μπαίνουμε ξανά σε μια «δημοκρατική κανονικότητα», είναι ευκαιρία να δούμε ξανά εργαλεία που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις αλλά να βρούμε και τις αιτίες που έμειναν ημιτελείς οι προσπάθειες υλοποίησης. Η περίοδος που άνοιξε η κρίση του 2009 δεν έχει κλείσει. Η σταθερότητα που ισχυρίζονται οι παγκόσμιες κυβερνήσεις πατά σε πήλινα πόδια. Ένας νέος κύκλος ύφεσης είναι πολύ πιθανός στο επόμενο διάστημα και θα είναι πολύ πιο καταστροφικός γιατί έχει εξαντληθεί το περισσότερο «λίπος». Η εσωτερική λιτότητα ως μέτρο συγκράτησης της κατάρρευσης και θα φέρει σε τρομερή ανέχεια τις πληβείες τάξεις αλλά και δεν αρκεί, πλέον, για τη διάσωση της κάθε εθνικής αστικής τάξης. Η κλιμάκωση των διεθνών ανταγωνισμών και το ξέσπασμα εθνικιστικών πολέμων θα βρεθούν στην εφιαλτική επικαιρότητα
Το ταξικό κίνημα παρ` όλες τις δυσκολίες και ανεπάρκειες των πολιτικών υποκειμένων δεν έχει συντριφτεί. Το βλέπουμε σε κάθε μεριά του πλανήτη πως αναζητεί ξανά και ξανά στρατηγικές κόντρα στον εφιάλτη του αστικού στρατοπέδου. Στην επόμενη στροφή που θα ξαναβγεί και θα διεκδικήσει θέση στο πολιτικό προσκήνιο θα χρειαστούμε δυνάμεις πιο έτοιμες, πιο αποφασιστικές.
Όμως, θα πρέπει να δούμε ποιο ρόλο θα παίξουν στην επόμενη εξέγερση.
Εξέγερση και πολιτικό σχέδιο ή νεολαιίστικος αυθορμητισμός;
Οι αστικές αλλά και ρεφορμιστικές δυνάμεις προσπαθούν να μειώσουν τις εξεγέρσεις ως ένα νεολαιίστικο αντανακλαστικό.
Για το Πολυτεχνείο `73 προσπαθούν να στήσουν το μύθο της «φοιτητικής εξέγερσης». Όχι μόνο κατά την περίοδο της ίδιας της κατάληψης του Πολυτεχνείου αλλά και μέχρι σήμερα εκθειάζεται ο φοιτητόκοσμος και μπαίνει εντελώς στο περιθώριο το πολιτικό σχέδιο. Το Νοέμβρη του 1973 οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ – ΚΚΕ και ΚΚΕεσ προσπαθούν να περιορίσουν τη δυναμική σε φοιτητικά «αιτήματα». Πρώτα μέσα από προβοκάτσιες και πρακτορολόγια για δήθεν πράκτορες της Χούντας που προπαγανδίζουν «εξέγερση» και μετά μέσα από καταστροφολογία, προσπαθούν να μειώσουν το πολιτικό επίδικο που είναι η πτώση της Στρατιωτικής Χούντας.
Αντίστοιχα το Δεκέμβρη του 2008 προσπαθούν να περιορίσουν το θέμα σε μια «ακραία μαθητική κινητοποίηση». Οι επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα από μαθητές σε όλη την Ελλάδα είναι ένα «αυθόρμητο» ξέσπασμα βασισμένο στο συγκινησιακό της δολοφονίας ενός 15χρονου. Μέσα από αυτές τις προσεγγίσεις θέλουν να εξαφανιστεί η πραγματική εξεγερσιακή διαδικασία που κράτησε πάνω από ένα μήνα μέσα από επιθέσεις σε δομές του κράτους.
Οι εξεγέρσεις δεν είναι οι βίαιες κινητοποιήσεις. Δεν είναι αντιμπατσικά μπάχαλα και οδοφράγματα. Δεν είναι μαζικές διαδηλώσεις και καταλήψεις. Δεν ταυτίζονται με όπλα και θανάτους. Οι εξεγέρσεις υπάρχουν όταν αμφισβητούν το καθεστώς και την εξουσία. Και γι` αυτό χρειάζεται διαλεκτική σχέση πολιτικού σχεδίου και μαζικής νομιμοποίησης.
Οι περισσότερες οργανώσεις του μεταπολεμικού εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος έχουν μια βαθειά απέχθεια στην έννοια της «εξέγερσης». Συνήθως τη μειώνουν σε κάτι «αυθόρμητο», μειοψηφικό, σπασμωδικό, με συμπυκνωμένη βία και έλλειψη πολιτικών στόχων. Αντιπαραβάλλουν την έννοια της «επανάστασης» ως κάτι «πολιτικό», ουσιαστικό, ουσιώδες και μαζικό. Η εξέγερση «δείχνει» προβλήματα του καπιταλισμού και αναδεικνύει αντιφάσεις, ενώ η επανάσταση είναι η συνολική απάντηση. Μέσα από αυτή την καρικατούρα επιδιώκεται η μεταφορά της ευθύνης των επαναστατών σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον που «θα πραγματοποιηθεί η επανάσταση» και πλήρη απουσία τους από τις «παιδιάστικες και τυχοδιωκτικές» εξεγέρσεις που πραγματοποιούνται στο παρόν.
Οι εξεγέρσεις πράγματι μπορεί να είναι αυθόρμητες και να αποτελούν έκφραση αντίστασης σε κάποια δοσμένη εξουσία. Όμως οι σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες έχουν χτίσει μια παράδοση δεκαετιών δημοκρατικού «παιχνιδιού» με πολλαπλές διαμεσολαβήσεις. Από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου έχουν περάσει 70 χρόνια με μικρότερη ή μεγαλύτερη «ανεκτικότητα» σε κάθε πολιτική έκφραση. Δύσκολα θα μπορέσουμε να βρούμε κοινωνικά κομμάτια χωρίς πολιτική διαμεσολάβηση που να εκφράζουν με κάποιο τρόπο τις ανησυχίες και αντιστάσεις τους. Έτσι κι αλλιώς, πάντως, για τους κομμουνιστές η εξέγερση δεν είναι η ιστορική περιγραφή ενός κοινωνικού φαινομένου αλλά η συνειδητή χρήση του για τα ιστορικά καθήκοντα του προλεταριάτου
Εξέγερση, Επανάσταση και οι Κομμουνιστές
Κάθε παράδοση, κάθε εκδοχή του ταξικού εργατικού κινήματος προβληματίζεται και καταθέτει μια «πρόταση» για τη σχέση επαναστατών με την ίδια την επαναστατική διαδικασία. Αν στο ένα άκρο υπάρχει η υποταγή στο «αυθόρμητο», η άλλη άκρη βρίσκεται στην παραδοχή της «ανάγκης» της υποκατάστασης του μαζικού κινήματος. Στη μια μεριά θα βλέπουν τους εαυτούς τους σαν ιδεολογικούς διαφωτιστές και ιεραπόστολους του μαζικού κινήματος ή σαν επιταχυντές των πολιτικών εξελίξεων. Στην άλλη μεριά η στρατιωτική εμπροσθοφυλακή του κινήματος είναι και οι «προστάτες» των πολιτικών διαδικασιών ή απλά αποτελούν την πολιτική διαμεσολάβηση του «κινήματος» στην «εξουσία».
Για μας η εξέγερση δεν είναι αντίθετη ή πρόκριμα της επανάστασης. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ εξέγερση του Προλεταριάτου αποτελεί την ΕΚΚΙΝΗΣΗ της επαναστατικής, αντικαπιταλιστικής διαδικασίας. Μέσα από την Κομμουνιστική Εξέγερση ξεκινά η διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Το γκρέμισμα του αστικού κράτους, η αυτοκυβέρνηση των πληβείων τάξεων, η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αποτελούν ένα διαρκή μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτός δεν περιορίζεται σε ένα εργοστάσιο, σε μια γειτονιά ή σε μια πόλη. Ούτε καν σε μια περιοχή του πλανήτη. Η Επαναστατική Δικτατορία πρέπει να επεκταθεί σε έναν παγκόσμιο πόλεμο ενάντια στις αστικές δυνάμεις. Η Εξέγερση, λοιπόν, δεν έρχεται να «ολοκληρώσει» την επαναστατική διαδικασία αλλά να τη θέσει ως ιστορική πραγματικότητα.
Φυσικά και οι Κομμουνιστές δεν θέλουν να προκαλέσουν Εξέγερση ερήμην του μαζικού κινήματος. Δεν θέλουν να αντικαταστήσουν τους αστικούς κυβερνήτες αλλά να ξηλώσουν όλο το πολιτικό και κοινωνικό εποικοδόμημα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την αποφασιστική συμμετοχή του συνειδητού προλεταριάτου. Γι` αυτό και η θρησκευτική ευλάβεια των αριθμών δεν οδηγεί πουθενά. Γιατί οι χιλιάδες ένοπλοι αγωνιστές των Ερυθρών Ταξιαρχιών συντρίφτηκαν από το αστικό κράτος; Γιατί η ήττα των 120 στρατιωτών του Κάστρο το 1953 δεν εμπόδισε τους Κουβανούς αντάρτες να σχηματιστούν ομάδα των 82 και να «εισβάλλουν» με το πλοίο Γκράνμα στην Κούβα χτίζοντας νικηφόρο αντάρτικο; Αρκούν 82 κομμουνιστές να ανατραπεί μια αστική κυβέρνηση ή υπάρχει κάτι άλλο που δεν περιγράφεται;
Πολλοί θα μιλήσουν για ιστορική εξαίρεση στην Κούβα. Όπως φυσικά και υπήρχε αντίστοιχη εξαίρεση στη Ρωσία το 1917 ή στην Ισπανία το 1936. Σε κάθε περίοδο που νικάνε οι επαναστατικές δυνάμεις συντελείται μια ιστορική «εξαίρεση». Δεν υπάρχει κανένα manual, κανένας επαναστατικός τσελεμεντές, κανένα ιερό κειμήλιο που να περιγράφει τη «σωστή» σχέση επαναστατών και μαζικού κινήματος. Η δυνατότητα νικηφόρας εξέγερσης δεν έχει ιστορικό αποδεικτικό παρά μόνο μετά την ύπαρξή της. Για μας η Εξέγερση δεν αποτελεί φυσικό φαινόμενο σαν τη βροχή ή την πλημμύρα. Υπάρχουν περίοδοι βρασμού της κοινωνίας, περίοδοι που υπάρχουν αδυναμίες στην αστική διακυβέρνηση και μαζικές αμφισβητήσεις από τις πληβείες τάξεις. Είναι καθήκον των Κομμουνιστών να μπορούν να εκτιμήσουν αυτά τα κενά και να παράξουν συγκεκριμένο σχέδιο σε αυτές τις περιόδους.
Κανείς δεν μπορεί να οργανώσει τη μαζική απονομιμοποίηση του καθεστώτος από την εργατική τάξη και τη νεολαία. Οι Κομμουνιστές δεν μπορούν να παράξουν τον βρασμό του εργατικού κινήματος. Οι μαζικές κινητοποιήσεις δεν χτίζονται κατά παραγγελία. Οι ιστορικές στιγμές που οι μάζες συρρέουν στο πολιτικό προσκήνιο έρχονται ως ένα χαοτικό σχήμα αναποτελεσματικών αστικών πολιτικών και ταξικών οργανωμένων δυνάμεων. Οι Κομμουνιστές πρέπει να έχουν την οξυδέρκεια αλλά και την πολιτική – οργανωτική ικανότητα ώστε να υλοποιήσουν μια καίρια επίθεση στα αστικά κέντρα εξουσίας δίνοντας τη δυνατότητα στο μαζικό κίνημα να εισέλθει στο προσκήνιο όχι σαν ομάδα πίεσης αλλά ως υποκείμενο ιστορικής ανατροπής.
Φυσικά τα όρια της Εξέγερσης θα είναι και τα όρια των στρατηγικών των επαναστατικών δυνάμεων. Ας δούμε λοιπόν τι έγινε το 1973 και το 2008.
Μάης 68, 1973 και Μεταπολίτευση
Ο Γαλλικός Μάης του 1968 έφερε ξανά στο ευρωπαϊκό προσκήνιο τη στρατηγική της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου η δημοκρατική ομαλότητα των δυτικών κοινωνιών φαινόταν πως κέρδιζε οριστικά τη μάχη με την αντικαπιταλιστική στρατηγική. Ύστερα από τις πολλαπλές εξεγέρσεις του Μεσοπολέμου για 20 χρόνια δεν κουνιόταν φύλλο στο Δυτικό πολιτισμό. Η πτώση της αποικιοκρατίας και των δικτατοριών σε Λατινική Αμερική, Αφρική και Ασία θεωρούνταν ως πρόβλημα μη ύπαρξης της Δημοκρατίας. Όμως η Παρισινή εξέγερση έφερε ξανά τον τρόμο στην αστική τάξη. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ ένα τεράστιο αντιπολεμικό κίνημα έφερνε ξανά την Κομμουνιστική ιδεολογία στις οργανώσεις της εργατικής τάξης, των φοιτητικών campus και του Μαύρου Κινήματος.
Στην Ελλάδα οι πολιτικές διαδικασίες εξελίσσονταν μέσα στον «πάγο» της Χούντας των Συνταγματαρχών που είχε επιβληθεί από το 1967. Όμως οι παράνομες επαναστατικές οργανώσεις εμπνέονταν από τα γκεβαρικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής, τις αντιιμπεριαλιστικές μάχες των Βιετναμέζων Βιετκόνγκ, τα αντιπολεμικά κινήματα των ΗΠΑ, την αντιγραφειοκρατική εξέγερση της Πράγας και φυσικά από το τεράστιο πολιτικό εργαστήριο του Γαλλικού Μάη. Αυτή η διαδικασία δεν μπορούσε να μη μεταφερθεί και στην ελληνική πραγματικότητα. Η επαναστατική πνοή που φυσούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη θα έσπαγε τον πάγο της Χούντας έστω και με μερικά χρόνια καθυστέρησης. Φυσικά, οι δυνάμεις που άνηκαν στη ρεφορμιστική πτέρυγα, που θεωρούσαν τις εξεγέρσεις σαν τυχοδιωκτικό και επικίνδυνο σφάλμα, δεν ήταν δυνατό να προβλέψουν αυτή τη δυναμική. Ο ρεφορμιστής που θεωρεί «πως δεν είναι ώρα για σύγκρουση» δεν θα μπορέσει ούτε να την προβλέψει, ούτε να τη δει να εκτυλίσσεται.
Η προσπάθεια εκδημοκρατισμού του Πραξικοπήματος είναι η χαραμάδα που μπορούσε να εισέλθει το επαναστατικό κίνημα. Η ελληνική αστική τάξη θέλοντας να μπει στη «δημοκρατική Ευρώπη» και στην Ευρωπαϊκή Ένωση όφειλε να μπει σε κανάλια δυτικής δημοκρατίας. Η πρόσκαιρη και προσχηματική εγκατάλειψη του κράτους – χωροφύλακα ήταν η ευκαιρία για το μαζικό κίνημα. Πρώτα η κατάληψη της Νομικής το Φεβρουάριο του 1973 και, φυσικά, του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, ήταν το εργαστήριο των πολιτικών δυνάμεων της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Οι περίφημοι «300 προβοκάτορες του Ρουφογάλη» (σ.σ. γνωστού χαφιέ του κράτους) δεν ήταν γενικώς φοιτητές του Μαθηματικού. Ήταν στελέχη της αναδυόμενης Επαναστατικής Αριστεράς που προσπαθούσαν να οργανώσουν μάχη «ενάντια στη φιλελευθεροποίηση της Χούντας» και να τη μετατρέψουν σε μάχη για την πτώση της.
Η τακτική της κατάληψης του Πολυτεχνείου δεν ήταν ένας αυτοσχεδιασμός της στιγμής. Πολύ περισσότερο δεν ήταν σαν τις εσωστρεφείς καταλήψεις πανεπιστημίων και σχολείων που γνωρίζει η νεολαία σήμερα. Η έμπνευση ερχόταν από τις γαλλικές καταλήψεις σαν του Καρτιέ Λατέν. Σ` αυτές, κατάληψη ενός πανεπιστήμιου δεν είναι η σφράγισή του και η παρεμπόδιση μαθημάτων αλλά η μετατροπή του σε κέντρο αγώνα. Μέσα σε αυτό οργανώνονταν πολιτικές εκδηλώσεις και αναζητήσεις ενώ προχωρούσαν σε ομάδες αυτοδιαχείρισης του χώρου. Παράλληλα αποτελούσαν ορμητήρια μαζικής προπαγάνδας σε γειτονιές και εργατικούς χώρους. Το σύνθημα που είχε γραφτεί σε αφίσα «εργάτες, πάρτε τον αγώνα από τα αδύναμα χέρια των φοιτητών», αποτελούσε πολιτικό «κέντρο» για τις επαναστατικές δυνάμεις.
Με βάση αυτή την αντίληψη η κατάληψη του Πολυτεχνείου του 1973 δεν είχε «αιτήματα». Δεν ζητούσε μια μετάβαση στην αστική δημοκρατία. Μέσα σε 2,5 μέρες δοκιμάστηκαν τα πολιτικά σχέδια του Γαλλικού Μάη. Εργατικές και μαθητικές συνελεύσεις γινόντουσαν μέσα στο Πολυτεχνείο. Φτιάχτηκαν ομάδες εργασίας και χιλιάδες προκηρύξεις τυπώθηκαν και μοιράστηκαν σε σχολεία αλλά και σε γιαπιά και άλλους εργατικούς χώρους. Τα τανκς την 17η Νοέμβρη κατέστειλαν αυτή την πολιτική εξέγερση αλλά η Χούντα δεν γλίτωσε. Το χτίσιμο του Μεταπολιτευτικού Κινήματος και η Νέα Επαναστατική Αριστερά ήταν τα αποτελέσματα της Εξέγερσης που έκλεισε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση το 1981.
Αντιπαγκοσμιοποιητικό – Δεκέμβρης 2008 και αντιμνημονιακό κίνημα
Στα τέλη του 20ου αιώνα, μετά την παγωμάρα που επικράτησε μετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ, έχουμε την επανεμφάνιση των μαζικών αντικαπιταλιστικών κινημάτων. Οι Ζαπατίστας, το antiglobal κίνημα ενάντια στην κυριαρχία των G8 και των πολυεθνικών, ο Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα και τα Κοινωνικά Φόρουμ, έφερναν ξανά τη δυνατότητα κατάθεσης μιας ανατρεπτικής πρότασης προς το μαζικό κίνημα. Αν αυτά συνέβαιναν στην καπιταλιστική περιφέρεια, στις δυτικές μητροπόλεις κυριάρχησε η μάχη στο Σηάτλ το 1999 και η Γένοβα 2001 με τη δολοφονία του Τζουλιάνι από τους Ιταλούς καραμπινιέρι.
Οι ακτιβίστικες ομάδες στην Αμερική κατάφεραν μετά από πρωτοφανή οργάνωση να ακυρώσουν το συνέδριο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Εκατοντάδες διαδηλωτές μπλόκαραν πολλαπλά κρίσιμα κέντρα στην πόλη, που κατέστησαν αδύνατη την ομαλή διεξαγωγή του συνεδρίου. Δυο χρόνια μετά οι G8 προσπαθούν να συνεδριάσουν στην ιταλική Γένοβα. Για μέρες πριν, αποκλείεται όλη η πόλη και χιλιάδες αστυνομικοί αναλαμβάνουν την «τήρηση της τάξης». Χιλιάδες διαδηλωτές που συμμετείχαν στο «ροζ» (πασιφιστικό), «κόκκινο» (συμβολικό) και «μαύρο» (συγκρουσιακό) μπλοκ συμμετέχουν σε μαζικές κινητοποιήσεις. Η δολοφονία του αναρχικού Τζουλιάνι ήταν το απόγειο της σύγκρουσης του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος.
Αν στη Λατινική Αμερική οι δυνάμεις της αριστεράς δοκίμασαν νέες στρατηγικές ενάντια στην καπιταλιστική κυριαρχία, στην Ελλάδα έμειναν σε συμβολική παρουσία στις διαδηλώσεις. Οι οργανώσεις της αναρχίας συμμετείχαν στο “black block” και αποκόμισαν πλούσια εμπειρία για το πώς μπορεί να μπλοκαριστεί η αστική καθημερινότητα. Ακόμα και η οργανωτική τραγωδία της Θεσσαλονίκης του 2003 αποτέλεσε «λίπασμα» για το αναρχικό κίνημα. Το αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στην ιμπεριαλιστική εισβολή στο Ιράκ δεν άφηνε να καλλιεργηθεί η δήθεν εθνική ενότητα που χτιζόταν γύρω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 2004. Τα ΜΜΕ παθαίνουν επικοινωνιακή πανωλεθρία όταν το Φεβρουάριο του 2003 οργανώνεται μαζική αντιπολεμική διαδήλωση που ξεπερνά τους 100.000 διαδηλωτές και όλα τα κανάλια τη θάβουν, προβάλλοντας τους αρραβώνες της πρώην βασιλικής οικογένειας. Το μαζικό φοιτητικό κίνημα ενάντια στη Συνταγματική Μεταρρύθμιση και το άρθρο 16 το 2006-2007, ήταν η ένδειξη πως το μαζικό κίνημα επανέρχεται… και μάλιστα με μεγαλύτερη ορμή και αυτοπεποίθηση.
Το Δεκέμβρη του 2008 δεν είχαμε εξέγερση γιατί μαθητές από δεκάδες σχολεία σε όλη την επικράτεια την έπεσαν στα αστυνομικά τμήματα τη Δευτέρα 8/12, δύο μέρες μετά τη δολοφονία του μαθητή Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια. Η εξέγερση ήταν η εφαρμογή ενός μαζικού σχεδίου αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας από τις αναρχικές οργανώσεις. Ο Δεκέμβρης του`08 δεν ζητούσε «την παραδειγματική τιμωρία του μπάτσου Κορκωνέα» αλλά την προσπάθεια διάλυσης του αστικού μηχανισμού, όπως την αντιλαμβανόταν το black block. Οι καταλήψεις στη ΓΣΕΕ, στην ΕΣΗΕΑ, στη Λυρική αλλά και σε περιφερειακούς δήμους, προσπαθούσαν να προτάξουν μια άλλη μορφή αγώνα κόντρα στη ρεφορμιστική διαχείριση.
Αν η στρατηγική της αριστεράς κατέρρευσε το `73 γιατί προσπάθησε να χτίσει δομές ζωής σε 2-3 ημέρες, η στρατηγική της αναρχίας βρέθηκε σε αντιφάσεις χωρίς καταστολή. Η διάλυση των ΑΤΜ δεν απαντούσαν στη ροή του χρήματος και του κεφαλαίου. Οι επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα και η απόσυρση των μπάτσων από τις γειτονιές δεν διέλυε την κατασταλτική μηχανή του κράτους. Η τακτική black block ήταν εντυπωσιακή στις διαδηλώσεις αλλά δεν απαντούσε στα ζητήματα αυτοκυβέρνησης.
Όπως το Πολυτεχνείο `73 γέννησε τη Μεταπολιτευτική Αριστερά, έτσι ο Δεκέμβρης `08 δημιούργησε τα τοπικά στέκια και τις πολλαπλές τακτικές που δοκιμάστηκαν στο αντιμνημονιακό κίνημα `09-12. Το τέλος κι εδώ σφραγίζεται με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που αναδεικνύει τις ανεπάρκειες των επαναστατών της προηγούμενης περιόδου.
Για την επόμενη Εξέγερση
Είναι σημαντικό να κρατήσουμε πως η προηγούμενη εξέγερση του 2008 δεν ηττήθηκε στρατιωτικά αλλά έπεσε μέσα από τις πολιτικές αντιφάσεις και αδυναμίες των δυνάμεων που τη στήριξαν. Επίσης πως παρ` όλο που έχει κλείσει η περίοδος του αντι-μνημονιακού κινήματος, παραμένουμε στην ίδια μακροπερίοδο που άνοιξε η κρίση του 2009. Η μηδενική ανάπτυξη και η προπαγανδιστική ευφορία των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων περισσότερο προσομοιάζουν με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και του μεσοδιαστήματος ανάμεσα στον 1ο και 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το αστικό καθεστώς θα βρεθεί σύντομα σε βαθειά κρίση στρατηγικής και μαζικής απονομιμοποίησης. Η εργατική τάξη και η νεολαία θα δοκιμάσουν να αντισταθούν και να υπερασπίσουν τις κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις τους. Οι Κομμουνιστές σε αυτή την περίοδο οφείλουν να έχουν την πολιτική και επιχειρησιακή ικανότητα για τη διάλυση του οργανωτικού κέντρου του αντιπάλου. Ο στόχος μας πρέπει να είναι συγκεκριμένος όπως και η οριοθέτηση του «εχθρού».
Η Εξέγερση δεν θα είναι «κοινωνική» – «οικονομική». Δεν θα έχουμε να καταλάβουμε αγροκτήματα και εργοστάσια. Δεν έχουμε σκοπό να δημιουργήσουμε κομμουνιστικές γειτονιές και αυτοδιαχειριζόμενους θύλακες.
Η Εξέγερση δεν θα είναι «ιδεολογική». Δεν θα στήσουμε ιεροκήρυκες που θα κηρύττουν τον αληθινό λόγο καλώντας το πλήθος να ασπαστεί τις απόψεις τους. Η Εξέγερση δεν είναι γκάλοπ μεταξύ ομάδων που κυριαρχεί η πλειοψηφούσα άποψη.
Η Εξέγερση θα είναι Πολιτική. Θα διαλύσει τα κέντρα εξουσίας της αστικής τάξης. Θα μπλοκάρει τα Υπουργεία, το Στρατό, την Αστυνομία, τα Δικαστήρια και την Εκκλησία και θα ελέγξει κρίσιμους στρατηγικούς τομείς των επικοινωνιών, της εκπαίδευσης και της αγοράς μέσα από τους μηχανισμούς της Επαναστατικής Δικτατορίας, ανοίγοντας τη δυνατότητα αυτοκυβέρνησης της τάξης στο «εσωτερικό» αλλά και στο «εξωτερικό» της εδαφικοποιημένης εξέγερσης.
Ο τρίτος, ο γύρος θα είναι ο τελικός!
Αλέξανδρος Γανδης