Να συνεχίσουμε τη μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας
του Γ. Α.
Διανύοντας τη δεύτερη τετραετία Μητσοτάκη, η ακροδεξιά κυβέρνησή του συνεχίζει να κλιμακώνει την επίθεση ενάντια στο φοιτητικό κίνημα, στο πλαίσιο μιας πολιτικής ξηλώματος δημοκρατικών δικαιωμάτων και επιθέσεων στην εργατική τάξη και στα όπλα της. Το νομοσχέδιο Πιερρακάκη για την ιδιωτικοποίηση της παιδείας αποτελεί ένα μέσο εξαπόλυσης νέας επίθεσης στο ταξικό, φοιτητικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Από την αρχή του 2024 αποτελεί κεντρικό πολιτικό ζήτημα και έχει γίνει μέσο συγκρότησης κινηματικών γεγονότων με καταλήψεις στα πανεπιστήμια και στα σχολεία και εβδομαδιαίες διαδηλώσεις, που ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και του λαού έχει αγκαλιάσει. Το θέμα όμως είναι πώς η μάχη αυτή μπορεί να συνεχιστεί και να γίνει έναυσμα για το τσάκισμα της ακροδεξιάς ΝΔ και με τι όρους δίνεται και θα συνεχίσει να δίνεται.
Η ΝΔ το διάστημα της διακυβέρνησής της έχει βάλει πολλές φορές στο στόχαστρο τα δημόσια πανεπιστήμια, διότι αυτά αποτελούν χώρο στον οποίο ο κόσμος έρχεται σε επαφή με τις οργανώσεις της αριστεράς και τις επαναστατικές ιδέες. Σε αυτή τη φάση ουσιαστικά μέσα από το νομοσχέδιο ιδιωτικοποίησης της παιδείας έρχεται να πετύχει αυτόν τον στόχο, προχωρώντας στην ολοένα και μεγαλύτερη ενίσχυση της ιδιωτικής παιδείας και στη βαθύτερη υποχρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας. Το τελευταίο διάστημα και ενώ ο αγώνας βρίσκεται υπό εξέλιξη έχουν γίνει κάποιες κινήσεις από πλευράς του ταξικού κινήματος που έφεραν αναστάτωση στην ΝΔ, ωστόσο θα μπορούσαν να γίνουν και άλλες με αιχμή το μπλοκάρισμα των σχεδίων της.
Το φοιτητικό κίνημα όλο αυτό το διάστημα έχει έρθει αντιμέτωπο με μία νέα ακροδεξιά επίθεση για ακόμη μία φορά η οποία συγκροτείται γύρω από το νομοσχέδιο Πιερρακάκη. Τα προηγούμενα χρόνια είχε έρθει επίσης αντιμέτωπο με άλλες κατασταλτικές πολιτικές όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία και ο έλεγχος των φοιτητών μέσω των green pass στο πλαίσιο της πολιτικής της κορονοϋστερίας και του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Η πολιτική αυτή συνάντησε αντιστάσεις οι οποίες είναι αναγκαίο να αναγνωριστούν και να γίνουν παράδειγμα για την αντιμετώπιση της νέας επίθεσης με αφορμή την ιδιωτικοποίηση της παιδείας.
Η πανεπιστημιακή αστυνομία αποτέλεσε το μοναδικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης ΝΔ από το 2019 και μετά το οποίο ποτέ δεν κατάφερε να υλοποιηθεί. Οι μπάτσοι στις σχολές ποτέ δεν κατάφεραν να εδραιωθούν και να καταστείλουν τις κινηματικές διαδικασίες μέσα σ’ αυτές. Αρχικά η ΝΔ προσπάθησε να βάλει τους μπάτσους στις σχολές μέσα στην καραντίνα αλλά τη βρήκαν οι μεγάλες κινητοποιήσεις της Νέας Σμύρνης που πλαισιώθηκαν από τον λαό και την νεολαία ενάντια στην πολιτική των lockdown και των κατασταλτικών μέτρων. Αφού δεν τα κατάφερε τότε, έπειτα προσπάθησε με έμμεσο τρόπο να κάνει τους φοιτητές να συνηθίσουν τον έλεγχο και την καταστολή. Αφορμή ήταν για ακόμη μία φορά ο κόβιντ, στο όνομα του οποίου επιβλήθηκε το face control για τον έλεγχο των εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων φοιτητών. Φέρνοντας έτσι «μπάτσους με λευκές στολές» να ελέγχουν ποιοι και πως θα έχουν πρόσβαση στις σχολές.
Αυτή η περίπτωση δεν αναγνωρίστηκε από το φοιτητικό συνδικαλιστικό κίνημα ως κατασταλτική πολιτική, αλλά απλώς υγειονομική. Όμως αποτελούσε προπύργιο για την υλοποίηση του νομοσχεδίου της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Πραγματοποιήθηκαν, όμως, από την ΟΡΜΑ και την Πρωτοβουλία Δράσης πολιτικές παρεμβάσεις σπασιμάτων των face control στις σχολές, όπου για λίγες ώρες επέτρεπαν την ελεύθερη είσοδο των φοιτητών σε αυτές. Αργότερα προσπάθησε να φέρει κάποιες ομάδες ΟΠΠΙ στις σχολές, αλλά με τις διαρκείς εκδιώξεις των μπάτσων που πραγματοποιήθηκαν από τους φοιτητές με καθημερινές κινητοποιήσεις στις πύλες των σχολών, η κυβέρνηση δεν κατάφερε ποτέ να κάνει την ΟΠΠΙ να έχει σταθερή και νομιμοποιημένη παρουσία στα πανεπιστήμια. Η προβληματική στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι ποτέ το φοιτητικό κίνημα δεν κατοχύρωσε την εκδίωξη των μπάτσων ως νίκη.
Τους τελευταίους δύο μήνες σημαντική κίνηση αντίστασης απέναντι στην επίθεση της ΝΔ, που ήρθε και τάραξε την κυβέρνησή της, ήταν η συμβολική ρήξη του server στο κτήριο ΚΛΕΙΔΙ, μπλοκάροντας έτσι τη διαδικασία της τηλεξεταστικής. Η ενέργεια αυτή αποτέλεσε συλλογική απόφαση των εργαζομένων του ΕΚΠΑ. Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν η καταστολή καθώς προχώρησε στην απόλυση διοικητικού υπαλλήλου και σε συνδικαλιστικές διώξεις. Μια τέτοιου είδους ενέργεια αποτελεί ένα πρωτοποριακό κομμάτι που έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει στην πράξη ζημιά στα σχέδια της κυβέρνησης και να γίνει αφορμή για κλιμάκωση και συνέχιση του αγώνα. Θα ήταν σημαντικό για το φοιτητικό κίνημα εάν έστω οι ΦΣ προχωρούσαν σε μία καταγγελία – υπεράσπιση αυτής της κίνησης και του διωκόμενου διοικητικού υπαλλήλου, που θα έφερνε τους/τις αγωνιζόμενους/ες φοιτητές/τριες σε επαφή με νέες ιδέες για να συμπεριληφθούν στις μάχες του φοιτητικού κινήματος. Εάν η συμβολική ρήξη του server στο ΕΚΠΑ για λίγες ώρες έφερε σύγχυση στην ΝΔ, τότε εάν δεν ήταν συμβολική κίνηση αλλά αποτελούσε μια συλλογική ενέργεια με συνεργασία φοιτητών και εργαζομένων διοικητικών υπαλλήλων, όχι μόνο για λίγες ώρες αλλά με μια ολική ρήξη του server που θα μπλόκαρε πλήρως την τηλε-ξεταστική τότε θα άλλαζε τους συσχετισμούς του αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας.
Οι συσχετισμοί μπορούν και χρειάζεται να αλλάξουν. Έχει μεγάλη σημασία οι καταλήψεις που έχουν γίνει με αφορμή το νομοσχέδιο να αναζητήσουν τρόπους να επικοινωνήσουν με την υπόλοιπη κοινωνία. Η μάχη αυτή είναι απαραίτητο να μεταφερθεί και εκτός των καταλήψεων για να μπορέσει να γίνει κλιμάκωση. Η κυβέρνηση πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με ένα κίνημα που θα μπορεί να σταματάει την υλοποίηση των αντιλαϊκών της σχεδίων. Οι κινήσεις της κυβέρνησης δείχνουν πως η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων και δωρεάν πανεπιστημίων, αλλά και νοσοκομείων, γίνεται με την χωρίς φραγμούς χρηματοδότηση στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και νοσοκομεία ενισχύοντάς τα παράλληλα με την υποβάθμιση και εξαθλίωση των δωρεάν και δημόσιων δομών. Έτσι είναι σημαντικό το φοιτητικό κίνημα να μην παραμένει μόνο στις καταλήψεις των δημόσιων πανεπιστημίων, αλλά να προχωρήσει σε συγκεντρώσεις σε ιδιωτικές σχολές για να τις παρεμποδίσει, να τις σταματήσει και να τις κλείσει.
Το φοιτητικό κίνημα δεν μπορεί να αρκεστεί μόνο σε μία συνεργασία με πρυτάνεις που βάζει ως μόνο στόχο την ανατροπή του νομοσχεδίου. Κανείς άλλωστε δεν θεωρούσε το εκπαιδευτικό σύστημα και το ιδανικότερο πριν από αυτό το νομοσχέδιο. Η ακροδεξιά κυβέρνηση εδώ και πολύ καιρό πήγαινε την ψήφιση του νομοσχεδίου για την ιδιωτικοποίηση της παιδείας από αναβολή σε αναβολή, καθώς έβλεπε τις αντιδράσεις που γεννούσε στον λαό και στη νεολαία. Έχει προσπαθήσει με πολλά μέσα να καταστείλει το φοιτητικό και ταξικό κίνημα αλλά ανεπιτυχώς. Βλέπει ότι δεν έπιασαν ούτε οι τραμπουκισμοί της ΔΑΠ στις συνελεύσεις που προσπάθησε να κάνει την επανεμφάνισή της. Δεν έπιασε ούτε η αστυνομική καταστολή ενάντια στις καταλήψεις καθώς αυτές κρατήθηκαν σε εκατό σχολές σε όλη τη χωρά, ενώ και στη νομική του ΑΠΘ που εισέβαλε η αστυνομία για να τη διαλύσει πραγματοποιήθηκε με επιτυχία ανακατάληψη της σχολής.
Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις δεν μπορούν να λήξουν μόνο και μόνο με την ψήφιση του νομοσχεδίου. Η συνέχιση του αγώνα είναι αυτή που θα μπορέσει να σταθεί φραγμός στη νέα ακροδεξιά επίθεση της κυβέρνησης. Μια τέτοιου τύπου οπισθοχώρηση θα αφήσει ακάλυπτους πολλές αγωνιστές που πλαισίωσαν τις κινητοποιήσεις τους τελευταίους δύο μήνες. Υπάρχουν αγωνιστές και αγωνίστριες που ψάχνουν λύσεις ανταποκρινόμενοι/ες στις δράσεις του ταξικού κινήματος που έχουν τη διάθεση να συμβάλουν στον αγώνα. Αυτό γίνεται και από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις από την αρχή του έτους που κάθε εβδομάδα αγωνιστές/ριες κατεβαίνουν στους δρόμους, αλλά και από τη μεγάλη λαϊκή συμμετοχή στην απεργία της 28ης Φεβρουαρίου που δε θα μπορούσε να σημάνει τίποτε άλλο από δυνατότητα αναβάθμισης και όχι λήξη του αγώνα.
Οι αγώνες που ξεκίνησαν με αφορμή το νομοσχέδιο Πιερρακάκη είναι αναγκαίο να συμπεριλάβουν τη συνολική επίθεση της ΝΔ στην εργατική τάξη. Οι απαντήσεις της κυβέρνησης είναι η καταστολή με διώξεις αγωνιστών και με ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης. Συνάμα με τις ιδιωτικοποιήσεις έχει ως σκοπό να μην αφήσει κανένα περιθώριο για αντίδραση, μέσα από την πολιτική τσάκισης των όπλων της εργατικής τάξης και με επιθέσεις σε πράξεις αντίστασης στα σχέδιά της. Κάθε μάχη του κινήματος που φέρνει τους αγωνιστές στους δρόμους και στις καταλήψεις χρειάζεται να έχει ως αιχμή την ανατροπή της ακροδεξιάς κυβέρνησης Μητσοτάκη.