Για σαράντα χρόνια ο χώρος της αριστεράς προσπαθούσε να καθορίσει αν το ΠΑΣΟΚ είναι ρεφορμιστικό ή αστικό κόμμα. Μετά το 2012 τη θέση του έχει πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ανά περιόδους αναζητούνται είτε τακτικές «ενιαίου μετώπου» είτε διακηρύσσεται με στόμφο «το τέλος του ρεφορμισμού». Και οι δύο τακτικές προσπαθούν να απαντήσουν στην ανυπαρξία μαζικών επαναστατικών οργανώσεων είτε με εξωραϊσμό είτε με δαιμονοποίηση των πολιτικών αντιπάλων.
Για δεκαετίες η αριστερά που γεννήθηκε από την επαναστατική περίοδο του 1968 αδυνατεί να οικοδομήσει μαζικές οργανώσεις. Αλλά και όταν σε κάποιες περιόδους φαντάζει πως ξεπερνάει την απομόνωση, οι οργανώσεις καταρρέουν ξανά κάτω από το βάρος και τις πιέσεις της καπιταλιστικής καθημερινότητας. Η κατανόηση, λοιπόν, του ρεφορμισμού και των καθηκόντων των επαναστατών, αποτελούν κρίσιμο κομμάτι της οικοδόμησης κόμματος.
Μπορεί, λοιπόν, να υπάρχει περίοδος με μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα χωρίς επαναστατική πτέρυγα στο προλεταριακό κίνημα; Αλλά μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κόμμα χωρίς ρεφορμιστικό αντίπαλο; Και τι συμβαίνει όταν απουσιάζουν και οι δύο πλευρές;
Μια σύντομη ιστορική αναφορά στη γένεση του ρεφορμισμού
Ο πολιτικός ρεφορμισμός δεν είναι οι συλλογικοί αγώνες ή τα αιτήματα κοινωνικών ομάδων εντός καπιταλιστικού συστήματος. Η ταξική πάλη και οι κοινωνικές οργανώσεις προϋπήρχαν των κομμουνιστικών οργανώσεων. Τα πρώτα σωματεία εργαζομένων χτίστηκαν τον 18ο αιώνα και πολλές απεργίες έχουν καταγραφεί πολλές δεκαετίες πριν κυκλοφορήσει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Η πρώτη απεργία στο ελληνικό κράτος έγινε από τυπογράφους το 1826 που αντιδρούσαν στο να πληρωθούν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, ενώ ζητούσαν την καθιέρωση του δώρου Πάσχα.
Ο κομμουνισμός έρχεται ως πολιτική θεωρία συνέχισης της ταξικής πάλης προς όφελος των πληβείων τάξεων μέσα από την κατάργηση της αστικής εξουσίας και την καθιέρωσης της αταξικής κοινωνίας. Η Ένωση Κομμουνιστών το 1848 και η ίδρυση της Α` Διεθνούς το 1964 βάζει τις πρώτες βάσεις για την ύπαρξη σοσιαλιστικής πολιτικής κόντρα στις ουτοπικές αφηγήσεις πρόδρομων σοσιαλιστών. Η Παρισινή Κομμούνα το 1871 ήταν η πρώτη ανεξάρτητη προλεταριακή επανάσταση. Η εργατική τάξη για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία ξεφεύγει από τις δημοκρατικές επαναστάσεις των προηγούμενων χρόνων και προβάλλει μια προοπτική κόντρα στην κεφαλαιοκρατική οργάνωση της κοινωνίας και του κράτους της. Η Α` Διεθνής διαλύεται το 1876 και η Β` ιδρύεται δεκατρία χρόνια μετά, με τον Ένγκελς σύνεδρο.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως η διαμάχη στις αρχές με τους υποστηρικτές του Ουτοπικού Σοσιαλισμού και τους Λασαλιστές στην Α` Διεθνή αποτελούν τις πρώτες διασπάσεις με τη «ρεφορμιστική» πτέρυγα του κινήματος. Η έκδοση του βιβλίου «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» από της Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1899 κατοχυρώνει από τότε την ιδεολογική και πολιτική διαπάλη διαφορετικών γραμμών στο εργατικό κίνημα. Ο Α` Παγκόσμιος Πόλεμος και η πατριωτική υπεράσπισή του από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δημιουργεί τις βάσεις για μια νέα διάσπαση στο εργατικό κίνημα. Η ρωσική Επανάσταση και η δημιουργία της Γ` Διεθνούς το 1919 απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία είναι η εμφάνιση ενός νέου επαναστατικού χώρου απέναντι στους μεταρρυθμιστές. Η σταλινική αντεπανάσταση και η μετατροπή της στρατηγικής της Γ` Διεθνούς σε λαϊκά μέτωπα με σκοπό αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις εμφάνισε την Δ` Διεθνή και μια νέα τομή στο εργατικό κίνημα. Ο Β` Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε την αστάθεια του Μεσοπολέμου καθιερώνοντας νέες πολιτικές συνθήκες για το επαναστατικό κίνημα.
Τι είναι, τελικά, ο Ρεφορμισμός;
Η μεταπολεμική αριστερά κατατάσσει ένα κόμμα ως ρεφορμιστικό αν πληροί δύο προϋποθέσεις: α) να έχει οργανωμένη σχέση με την εργατική τάξη και β) να τη διαμεσολαβεί με ένα πασιφιστικό πρόγραμμα για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Η ιστορικότητα ενός κόμματος ή η μη μαζικότητά του μπορούσαν να του αφαιρέσουν το «παράσημο» αυτό και να το κατατάξουν σε «μικροαστικό» ή «λαϊκίστικο». Όμως, αυτή είναι μια «τεχνική» πλευρά του προβλήματος.
Ο ρεφορμισμός για τη γενιά των επαναστατών του Μεσοπολέμου ήταν σύντροφοι στο ίδιο τους το κόμμα που λοξοδρόμησαν! Τα ρεφορμιστικά κόμματα ήταν οργανώσεις που συμμετείχαν οι επαναστάτες μέχρι να διασπαστούν. Ο Μπερνστάιν ήταν στο SPD μαζί με τη Λούξεμπουργκ, ο Λένιν ήταν στο ΡΣΔΕΚ μαζί με τον Πλεχάνωφ, ενώ ο Τρότσκι ήταν στην ίδια ΚΕ των Μπολσεβίκων μαζί με τον Στάλιν. Ο ρεφορμισμός για τους Επαναστάτες ήταν η γραμμή της συνθηκολόγησης με το κεφαλαίο, αλλά προερχόταν από κόμματα με κοινή ιδεολογική βάση και αναφορά, καθώς και συνύπαρξη σε κοινές οργανώσεις.
Η Ρόζα καυτηρίαζε ως ρεφορμιστές την ηγεσία του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος αλλά παρέμενε μέλος μέχρι και λίγο πριν την θάνατό της από την κυβέρνηση των «συντρόφων» της. Ο Λένιν από το 1903 με τους Μπολσεβικούς βρίσκονταν πότε μέσα πότε έξω από το ΡΣΔΕΚ. Ο Τρότσκι μέχρι το 1928 ήταν κορυφαίο στέλεχος των Μπολσεβίκων, δώδεκα χρόνια πριν δολοφονηθεί από σταλινικό πράκτορα.
Η τακτική του Ενιαίου Μετώπου μπορούσε να εφαρμοστεί γιατί απευθυνόταν σε συντρόφους με στενές ιδεολογικές και οργανωτικές σχέσεις. Οι Σπαρτακιστές ήταν κομμάτι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Οι Μπολσεβίκοι είχαν πολλές φορές και κοινά γραφεία με τους Μενσεβίκους. Οι τροτσκιστές ήταν μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων. Όταν υπάρχουν διασπάσεις μέσα στην κάψα της ταξικής πάλης και σε μια περίοδο που φλέγεται από επαναστατικά κινήματα, η επικοινωνία αγωνιστών στη βάση δεν διαλύεται μέσα σε μια μέρα επειδή υπάρχει διάσπαση στην κορυφή. Οι κοινοί αγώνες στα συνδικάτα, στο δρόμο, σε λαϊκές μορφές εξουσίας δεν μπορούν να εξαφανιστούν και όποιο κόμμα το επιχειρήσει φορτώνεται ένα ιστορικό βάρος διάσπασης της εργατικής τάξης.
Ο φασισμός και η συντριβή της αντιφασιστικής επαναστατικής στρατηγικής στον Ισπανικό Εμφύλιο, άλλαξε τα δεδομένα στον χάρτη της παγκόσμιας αριστεράς.
Η αριστερά μετά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο
Μετά τη συνθηκολόγηση της σοσιαλδημοκρατίας στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο έχουμε τη συνθηκολόγηση του σταλινισμού στο Β` ΠΠ. Η Γ` Διεθνής έχει αυτοδιαλυθεί και η στρατηγική όλων των κομμουνιστικών κομμάτων συγκεντρώνεται στην «ολοκλήρωση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε συμμαχία με προοδευτικά αστικά κόμματα». Η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού έχει εγκαταλειφθεί και έχει αντικατασταθεί με προτάσεις διπλωματικής και οικονομικής συνεργασίας με τη Σοβιετική Ένωση. Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και η ένταξη στο «ανατολικό, σοσιαλιστικό μπλοκ» είναι η νέα ειρηνική μετεξέλιξη της κοινωνίας στο σοσιαλισμό.
Σε μια σειρά χώρες που δεν ανήκουν στην πρώτη ταχύτητα της καπιταλιστικής οικονομίας, η τακτική «αναμονής» και εθνικής ενότητας δημιουργούν αντιδράσεις και αντιπολιτεύσεις. Αν στην Ελλάδα το κίνημα δέχτηκε τη Βάρκιζα και τη συντριβή στον εμφύλιο, στη Γιουγκοσλαβία και στην Αλβανία τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα δημιούργησαν μια άλλη προοπτική. Πολύ περισσότερο οι διαφωνίες Μάο και Γκεβάρα σε Κίνα και Λατινική Αμερική συντέλεσαν στην εμφάνιση μια νέας αριστεράς.
Αυτή η αριστερά, προέκυψε ως μαζική διάσπαση των υπαρχόντων σταλινικών κομμάτων και χιλιάδες μέλη και στελέχη αυτής της Νέας Αριστεράς είχαν τις ίδιες οργανικές και πολιτικές σχέσεις με τη σταλινική αριστερά, όπως και οι επαναστάτες του Μεσοπολέμου. Όμως αν αυτά εξελίσσονταν στην Κούβα, στην Κίνα, στο Βιετνάμ ή στην Καμπότζη τι συνέβαινε στις καπιταλιστικές μητροπόλεις;
Η αριστερά στη Μεταπολεμική Ευρώπη και ΗΠΑ
Η διαδικασία ιμπεριαλιστικής αναδιανομής της κυριαρχίας με τους δύο παγκόσμιους πολέμους, δημιούργησε τις συνθήκες για έναν νέο κύκλο οικονομικής ανάπτυξης. Το κεφάλαιο αναπτυσσόταν σε Ανατολή και Δύση με τεράστιους ρυθμούς και η κερδοφορία επέτρεπε ανάπτυξη και πλευρών του κοινωνικού κράτους. Η επέκταση της Υγείας και της Παιδείας ήταν απαραίτητη γιατί χρειαζόταν ένα πιο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που να δένεται μακροχρόνια με τις επενδύσεις του κεφαλαίου. Η καταναλωτική κοινωνία ως όραμα εξυπηρετούσε τον οικονομικό κύκλο ανάπτυξης. Παράλληλα, το αστικό κράτος προχωρούσε σε δημιουργία υποδομών που εξυπηρετούσαν το κεφάλαιο, αλλά δημιουργούσαν παράπλευρα και ένα διαφορετικό επίπεδο για της πληβείες τάξης. Η εξάπλωση των ΜΜΜ, των τηλεπικοινωνιών, των υποδομών ενέργειας άλλαζαν το κοινωνικό πλαίσιο.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη δημιούργησε και οικονομικούς όρους για την κρατική ενσωμάτωση μικροαστικών στρωμάτων της εργατικής τάξης. Η διανόηση αποκτά θέσεις στα πανεπιστήμια και μπαίνει στη μισθοδοσία της αστικής τάξης. Μπορεί να μην υπάρχει ένας νομικός ή ιδεολογικός εξαναγκασμός, αλλά οι παχυλοί μισθοί των ευρωπαϊκών και αμερικάνικων πανεπιστημίων δημιουργούν ένα παράλληλο σύμπαν για την πάλαι ποτέ ριζοσπαστική διανόηση.
Τα συνδικάτα δεν είναι πλέον ένας περιθωριακός κοινωνικός σχηματισμός. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αμείβεται για δεκαετίες με παχυλούς μισθούς μέσα από κρατικές ρυθμίσεις. Ο πρώην πρόεδρος της ΟΤΟΕ πήρε ένα εκατομμύριο ευρώ από «συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά προγράμματα» και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα των παροχών που προσφέρονται από τους καπιταλιστές για τη διαμεσολάβηση της εργατικής τάξης.
Σε αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο που διευρυνόταν η δημοκρατία μέσα από τις πολιτικές συνδιαχείρισης, εξάπλωσης του κοινωνικού κράτους και οικονομικής ανάπτυξης, η ευρωπαϊκή αριστερά κινήθηκε προς δύο στρατηγικές: τον Ευρωκομμουνισμό και τον Τρίτο Δρόμο για το Σοσιαλισμό. Τα Ευρωπαϊκά ΚΚ πρόβαλλαν τη διακρατική συνεργασία με τη Σοβιετική Ένωση ενώ τα σοσιαλδημοκρατικά μια «εσωτερική» δημοκρατική μεταρρύθμιση σε στυλ Σκανδιναβικών κοινωνιών. Και οι δύο εκδοχές όχι μόνο είχαν αποκηρύξει τη διαδικασία βίαιης επανάστασης αλλά ανακάλυπταν και δημοκράτες αστούς που άξιζαν συμμαχίας. Για τα ευρωπαϊκά ΚΚ ο Καραμανλής, ο Μακάριος και ο ΝτεΓκόλ αποτελούσαν μια θετική εκδοχή της αστικής τάξης. Η ελληνική διάσπαση ΚΚΕ και ΚΚΕεσ ήταν αποτέλεσμα της Χούντας και όχι κάποιας ιδεολογικής διαφοράς. Και οι δύο εκδοχές αναζητούσαν τον αριστερό δημοκρατικό κυβερνητισμό.
Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ το 1990 αφήνει σοσιαλδημοκρατία και ΚΚ χωρίς στρατηγικό στόχο. Ο σοσιαλισμός υπήρχε όσο υπήρχαν σοσιαλιστικές χώρες (Σοβιετική Ένωση ή Σουηδία) και η αυτενέργεια της εργατικής τάξης είχε εγκαταλειφθεί προ πολλού. Η οικονομική κρίση μετά το 2009 αντιστρέφει τους όρους και πλέον το κοινωνικό κράτος και η συνδιαχείριση με τα συνδικάτα είναι επιζήμια και επικίνδυνη.
Χωρίς τις κρατικές στηρίξεις τα ρεφορμιστικά κόμματα πιέζονται όλο και περισσότερο ενώ κάποια διαλύονται. Η συσπείρωση της εργατικής τάξης στα συνδικάτα στην Ευρώπη δεν ξεπερνά το 20% με κύρια βάση τον «ασφαλή» (προς το παρόν) εργασιακά κρατικό τομέα. Με ανοργάνωτη εργατική τάξη και αποϊδεολογικοποιημένα αριστερά κόμματα που περισσότερο διαμεσολαβούν κοινοβουλευτικά, μπορούμε να μιλήσουμε για ρεφορμισμό; Το πραγματικό ερώτημα, όμως, δεν βρίσκεται στο τι τύπου κόμματα είναι αυτά αλλά αν υπάρχει επαναστατική πτέρυγα της εργατικής τάξης.
Ρεφορμιστική ή δημοκρατική αριστερά;
Ο ρεφορμισμός, όπως περιγράφηκε από τους «κλασσικούς» του Μεσοπολέμου αποτελεί μια συμβιβαστική πολιτική του υπαρκτού σοσιαλιστικού ρεύματος. Η ύπαρξη επαναστατικής πτέρυγας είναι που μπορεί και το φέρνει στην επιφάνεια. Χωρίς την επαναστατική στρατηγική που κατατίθεται και διεκδικεί υπαρκτά και ρεαλιστικά τη βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού, δεν μπορεί να οριστεί «μεταρρυθμιστική» πτέρυγα του εργατικού κινήματος.
Η κρατικοποίηση της σταλινικής και σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς στην Ευρώπη έχει μεταλλάξει τα κόμματα και τα στελέχη τους σε επαγγελματίες γραφειοκράτες. Τα συνδικάτα έχουν δημιουργήσει τρεις και τέσσερις γενιές γραφειοκρατών που είναι δεμένοι με το κράτος και την εργοδοσία. Είναι τόσο βαθειά η συστημική τους μετάλλαξη που δεν μπορούν να προκύψουν από αυτά τα κόμματα οι νέες πρωτοπόρες, επαναστατικές πτέρυγες του αντικαπιταλιστικού κινήματος. Όποιες διασπάσεις έχουν προέλθει από σοσιαλδημοκρατία ή σταλινισμό είτε έχουν εξαφανιστεί είτε έχουν αναγκαστεί σε αργή και επώδυνη θεωρητική και οργανωτική μετάλλαξη προσπαθώντας να πετάξουν τα γραφειοκρατικά βαρίδια δεκαετιών ώστε να αποτελέσουν κομμάτι της Επαναστατικής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Ακόμα και με την μακροχρόνια κρατική ενσωμάτωση, η υπεράσπιση του «ειρηνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό» με Σοβιετικό ή Τρίτο Δρόμο, τα τοποθετούσε σε κάποια ρεφορμιστική πτέρυγα. Στην πράξη και οι δύο πτέρυγες αναζητούσαν να αναλάβουν την κρατική διεύθυνση της κοινωνίας και με τη βοήθεια του «λαϊκού κινήματος» και με πολλές ή λιγότερες κρατικοποιήσεις να οδηγηθούμε στον σοσιαλισμό. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ το 1990 διέλυσε τα κρατικά οράματα κοινωνιών αλλά η στρατηγική παρέμεινε αμετάβλητη: πάντα η όποια δημοκρατική, σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας είναι με εκλογική νίκη και λαϊκό κίνημα να υποστηρίζει την κυβέρνησή του.
Πλέον τα ρεφορμιστικά κόμματα έχουν εξαφανίσει έστω και τη αφηρημένη ρητορεία περί σοσιαλισμού. Μήπως όμως, πλέον αυτή ακριβώς η μετάλλαξη σημαίνει και το τέλος του ρεφορμισμού και την αντικατάστασή τους από κάποια αστικά δημοκρατικά κόμματα;
Ο ρεφορμισμός ως πολιτική συνθηκολόγησης σε σχέση με την επαναστατική πτέρυγα
Ο πολιτικός ρεφορμισμός εμφανίστηκε ως πτέρυγα συνθηκολόγησης του επαναστατικού σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος. Η πολιτική και η στρατηγική του εξαρτώνται από την ύπαρξη και δυναμική του επαναστατικού στρατοπέδου. Ο ρεφορμισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει επαναστατική ρητορεία και να πάρει και τα όπλα, μπορεί να βρεθεί μαζί με τους επαναστάτες κόντρα σε κάποια αντεπαναστατική αστική τάξη, αλλά μπορεί να γίνει πρόθυμος σύμμαχος του αστικού κράτους και να χτυπήσει την επαναστατική πτέρυγα. Ο Γιώργος Παπανδρέου μιλούσε για «λαοκρατία» πριν τα Δεκεμβριανά και το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα σκότωσε τη Λούξεμπουργκ αλλά δέκα χρόνια μετά έπρεπε να παλέψουμε μαζί ενάντια στου Ναζί. Το ΚΚΕ μίλαγε για 300 προβοκάτορες το 1973 αλλά δυο μέρες μετά ήταν μέσα στην κατάληψη.
Ο ρεφορμισμός έρχεται να προβάλλει το ρεαλιστικό, ηττοπαθή και συμβιβασμένο δρόμο για την εργατική τάξη αλλά αυτό αποκαλύπτεται μόνο αν υπάρχει εναλλακτική επαναστατική πτέρυγα. Δεκαετίες κρατικοποιημένης αριστεράς έχουν διαμορφώσει κόμματα και οργανώσεις που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως επαναστατικό υποκείμενο αλλά ως ομάδα «πίεσης» στη μαζική ρεφορμιστική αριστερά. Διατηρούν το δικαίωμα για τον εαυτό τους να μεταλλάσσονται σε «Νέα Αντικαπιταλιστικά Κόμματα» πετώντας τη σοσιαλιστική επανάσταση και την επαναστατική δικτατορία από τη ρητορεία τους ως έξυπνη και μαζική τακτική. Από την άλλη βέβαια, απαιτούν από τα ρεφορμιστικά κόμματα να διατηρούν το Σοσιαλισμό ως όραμα γιατί αλλιώς μεταλλάσσονται σε αστικά. Κατηγορούν ως αστικά κόμματα ρεφορμιστικές οργανώσεις γιατί δεν μιλάνε για «ειρηνικό δρόμο για το σοσιαλισμό» την ώρα που οι έννοιες «τέχνη της εξέγερσης», «ένοπλη πάλη», «βίαιη επανάσταση» έχουν εξοριστεί από την πολιτική φρασεολογία. Αν οι οργανώσεις που αναφέρονται τη Σοσιαλιστική Επανάσταση έχουν ξεχάσει την βίαιη πολιτική διαδικασία, είναι καθήκον του ρεφορμισμού να διατηρεί την ιστορική αυτή διαμάχη;
Η επαναστατική πτέρυγα θα διαμορφώσει το ποιόν του ρεφορμισμού
Το πρόβλημα της ανασυγκρότησης της επαναστατικής πτέρυγας δεν θα κερδηθεί με κάποιο οργανωτικό σχήμα πρόσδεσης ή περιχαράκωσης από την υπόλοιπη αριστερά. Το πρόβλημα της μαζικότητας των επαναστατικών οργανώσεων δεν λύνεται αν υπάρχει ή αν δεν υπάρχει ρεφορμισμός. Στις ΗΠΑ δεν έχει υπάρξει ρεφορμιστική πτέρυγα (με την έννοια των κλασσικών) αλλά η σοσιαλιστική επανάσταση δεν έχει ούτε σκιτσαριστεί. Αλλά και στην Αγγλία με το πιο ιστορικό ρεφορμιστικό κόμμα των Εργατικών, ούτε εκεί έχει προκύψει κάποια προεπαναστατική, έστω συνθήκη. Τα ρεφορμιστικά κόμματα ούτε διευκολύνουν, ούτε παρεμποδίζουν το επαναστατικό προτσές, απλά παίζουν τον διαμεσολαβητικό ρόλο τους ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Η ανάδειξη Κομμουνιστικής πτέρυγας που θα κάνει ρεαλιστικό το σενάριο αντικαπιταλιστικής ανατροπής είναι που θα διαμορφώσει και το ρεφορμιστικό στρατόπεδο που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ΤΟΤΕ.
Πολλοί θα ισχυριστούν πως οι επαναστατικές οργανώσεις είναι γκρούπες απομονωμένες από την εργατική τάξη. Άλλοι ότι έχουν εξαφανιστεί τα επαναστατικά κινήματα και γι` αυτό υπάρχει ιδεολογική υποχώρηση. Για μας αυτά αποτελούν ερωτήματα προς απάντηση. Για μας αποτελούν τις σύγχρονες προκλήσεις για τη Νέα Επαναστατική Αριστερά.
Μιλάνε για «γκρούπες» όταν οι σοσιαλιστικές οργανώσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ολιγομελείς θεωρητικές ομάδες. Μιλάνε για εξαφάνιση του σοσιαλιστικού προσήμου από τις επαναστάσεις από τη δεκαετία του ‘70, πως έχουν περάσει 44 χρόνια από τη Νικαράγουα και το Ιράν. Αλλά ξεχνάνε να μας πουν ότι ανάμεσα στην Παρισινή Κομμούνα και τη Ρώσικη Επανάσταση είχαν περάσει 46 χρόνια. Μέσα σε αυτά τα 46 χρόνια είχαμε πολέμους και ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις αλλά ο Λένιν, η Ρόζα και ο Τρότσκυ δεν αναζητούσαν «εναλλακτικό, μαζικό αντικαπιταλισμό».
Την ώρα που η δημοκρατική αριστερά διαμεσολαβεί τις αγωνίες της εργατικής τάξης και της νεολαίας, χρειάζεται να προσεγγίσουμε ξανά τα εργαλεία και τις πολιτικές για τις οποίες θα μας αναγνωρίζει η εργατική τάξη όχι ως «καλούς και τίμιους αγωνιστές» αλλά ως ανυποχώρητους μαχητές της ανατροπής της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Αλέξανδρος Γανδής