Μεγάλη Ιδέα: Το ιδεολογικό περίβλημα της προσπάθειας για εδαφική επέκταση και κοινωνική ενσωμάτωση
του Νίκου Πελεκούδα
(Υποψήφιος Διδάκτορας Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου. Μέλος πρωτοβουλίας για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό – κόμμα)
«Το Βασίλειο της Ελλάδος δεν είναι η Ελλάδα, είναι μικρό τμήμα της και μάλιστα το μικρότερο και το φτωχότερο. Έλληνας δεν είναι μόνο αυτός που κατοικεί στο Βασίλειο αλλά και ο κάτοικος των Ιωαννίνων, της Θεσσαλονίκης, των Σερρών, της Κωνσταντινούπολης, της Τραπεζούντας, της Κρήτης, της Σάμου και οποιουδήποτε μέρους της ελληνικής ιστορίας ή της φυλής. Δύο είναι τα μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού. Η Αθήνα, η πρωτεύουσα του Βασιλείου. Η Κωνσταντινούπολη, η μεγάλη πρωτεύουσα, το όνειρο και η ελπίδα των Ελλήνων».
Είναι απόσπασμα από την ομιλία του Ιωάννη Κωλέττη στην Εθνοσυνέλευση του 1843. Στην ίδια ομιλία θα συμπληρώσει πως το 1821 πήραν τα όπλα για την ελευθερία όλων των Ελλήνων, για την ελευθερία όλων των χριστιανών, και σε αυτή τη «Μεγάλη Ιδέα» έπρεπε να μείνουν αφοσιωμένοι.
Είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της Μεγάλης Ιδέας στα επίσημα πολιτικά πράγματα και στο δημόσιο λόγο. Θα τη διατυπώσει και θα γίνει αποδεκτή από έναν πολιτικό άνδρα που της ταιριάζει. Τον ικανότατο και εξυπνότατο πολιτικό απατεώνα, οπορτουνιστή και καιροσκόπο, διπρόσωπο Ιωάννη Κωλέττη.
Άλλωστε στα περισσότερα επίσημα και ανεπίσημα πολιτικά κείμενα προθέσεων της Επανάστασης του 1821 οι βασικοί στόχοι που τίθενται είναι δύο: προφανώς η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αλλά και η ένταξη του ελληνικού έθνους (δηλαδή όλων των Ελλήνων) σε αυτό.
Τα αποτελέσματα βέβαια είναι τραγικά με την ίδρυση του κράτους. Ο πληθυσμός του θα περιοριστεί στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα καθώς και τις Κυκλάδες και θα είναι της τάξης των 750.000 περίπου ανθρώπων, ενώ εκτός συνόρων υπολογίζεται πως βρίσκονταν περίπου 2.000.000 Έλληνες.
Βέβαια, όπως υπενθυμίζει και ο Hering, τον όρο θα καθιερώσει σύμφωνα με τη γνώμη πολλών, ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος με το ποίημά του «Ο Πρωθυπουργός» το οποίο λέει:
Κι αν εις το γένος ήρχετο ιδέα τις μεγάλη
Τα νεκρωμένα μέλη του εις κίνησιν να βάλη
Κ΄ εζήτει την προγονικήν αυτού κληρονομίαν
Τις τολμητίας έμελλεν αντίστασιν να δείξη
Την πάνδημον εντός και εκτός φωνήν αυτού να πνίξη.
Η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή η ουσία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε όλο το 19ο αιώνα θα συναντήσει ανυπέρβλητα προβλήματα και δυσκολίες. Και αυτό γιατί δεν συμπεριλάμβανε έναν ευρύτερο προβληματισμό για όλη την περιοχή. Κοινώς ήταν μια γραμμή δύσκολη και αδύνατη προς εφαρμογή γιατί:
Ερχόταν καταρχάς αντίθετη με τα συμφέροντα της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία αυτονόητα ήθελε να περιορίσει τις απώλειες της στον ευρωβαλκανικό χώρο.
Έπειτα ήταν αρκετά απίθανο να περάσει μια τέτοια γραμμή διότι η διατύπωση Μεγάλης Ιδέας δε θα αποτελέσει ελληνικό προνόμιο. Βρισκόμαστε στην εποχή συνολικής αφύπνισης των λαών της Βαλκανικής και της προσπάθειας απογαλακτισμού τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους τους.
Το κυριότερο όμως είναι πως δε λάμβανε οριακά καθόλου υπόψη τους σχεδιασμούς των πάτρωνων του ελληνικού κράτους, δηλαδή το τι σκέφτονταν για την περιοχή οι Άγγλοι κυρίως, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι.
Σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, πολλοί θεωρούσαν πως μια ένοπλη ελληνοτουρκική αντιπαράθεση θα βοηθούσε τη Ρωσία να εμπλακεί περισσότερο στα ελληνικά πράγματα και να βοηθήσει στην παγίωση μιας εδαφικής επέκτασης. Παρά τις υποθέσεις και τις ερμηνείες για τη ρωσική εξωτερική πολιτική, ποτέ σε όλο το 19ο αιώνα, ακόμα και στους ρωσοτουρκικούς πολέμους, ποτέ επισήμως η Ρωσία δεν ενθάρρυνε πολεμικές προσπάθειες της Ελλάδας.
Τα ίδια ακριβώς αφορούν και τη Γαλλία, για την οποία δημιουργούσε υπερβολικές προσδοκίες ο ίδιος ο Κωλέττης. Στην πραγματικότητα όχι μόνο δε θα σταθεί υπέρ αλλά θα υποστηρίξει την Αγγλία στο ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά στον Κριμαϊκό Πόλεμο.
Η Αγγλία από την άλλη μεριά με σαφήνεια θα υποστηρίξει ένα μικρό ελληνικό κράτος που κατά βάση δε θα πλήττει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την ακεραιότητα της οποίας επιδίωκαν οι Άγγλοι για να ανασχέσουν την πορεία των Ρώσων προς τη Μεσόγειο.
Όμως καμιά ιδέα, ακόμα και η Μεγάλη Ιδέα δε διατυπώνεται στην πολιτική μόνο για λόγους αρχών, ρομαντισμού, ή δεν είναι απλώς μια σκέψη που ήρθε ξαφνικά. Μια ιδέα διατυπώνεται γιατί είναι δεμένη με την εκπλήρωση συγκεκριμένων κάθε φορά ιστορικών κοινωνικών συμφερόντων, έχει συγκεκριμένο υποκείμενο. Από αυτό δεν εξαιρείται ούτε και η Μεγάλη Ιδέα.
Στην αρχή της διατύπωσής της η Μεγάλη Ιδέα θα συνδεθεί από τον Κωλέττη και ως όχημα ικανοποίησης των αναγκών των βετεράνων του πολέμου, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση σε γη, είναι αποκλεισμένοι από το κράτος και έτσι η επεκτατική πολιτική μπορούσε να καλύψει όλους τους αγωνιστές που δε μπορούσαν να ζήσουν από τον πόλεμο. Γενικά πρέπει να θυμηθούμε πως το ζήτημα της αποκατάστασης των αγωνιστών ήταν ένα καυτό κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, και ήταν αδιανόητο το όποιο Κόμμα ή πολιτικός παράγοντας στο πρόγραμμα που θα διατύπωνε να μην αναφερόταν σε αυτό.
Βέβαια συμπληρώνεται αυτή η προσπάθεια της έκφρασης της Μεγάλης Ιδέας και από την ανάγκη να αποφευχθούν εκτός ελέγχου επιθέσεις των λεγόμενων αυτοχθόνων (κατοίκων στα μέχρι τότε σύνορα του ελληνικού κράτους) στους ετερόχθονες, οι οποίοι είναι οι πρόσφυγες που θα συρρεύσουν στο ελληνικό κράτος από περιοχές που η επανάσταση δε θα νικήσει, ή που οι Μεγάλες Δυνάμεις δε θα αναγνωρίσουν ότι είναι ώριμο να προσαρτηθούν στο ελληνικό κράτος.
Στην πραγματικότητα είναι καθαρό και δεν αμφισβητείται από τους νεότερους ιστορικούς πως η Μεγάλη Ιδέα για την πλειοψηφία του λαού θα σημαίνει μια οικονομική διέξοδο συνολικά, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία με τις πεδιάδες τους καθώς φυσικά και όλα τα σημαντικά λιμάνια του Βορρά, πρωτευόντως φυσικά της Θεσσαλονίκης.
Την ίδια στιγμή βέβαια που ο Κωλέττης έταζε αλύτρωτα εδάφη σε πάμφτωχους (αλλά ένοπλους) ανθρώπους, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση στο συγκεκριμένο σημείο από κανέναν άλλο πολιτικό παράγοντα, σε επιστολή του προς τον Υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας Γκιζό γράφει πως είναι υπερασπιστής του status quo επειδή κάθε άλλη πολιτική θα ήταν επικίνδυνη, ενώ ταυτόχρονα τόνιζε πως τα σύνορα του 1844 (έτος που στάλθηκε η επιστολή), δε θα μπορούσαν να είναι τα οριστικά σύνορα της Ελλάδας.
Η Μεγάλη Ιδέα ως περιεχόμενο θα αλλάξει αρκετές φορές. Όμως το κύριο, το αλυτρωτικό της περιεχόμενο θα το προσλάβει στα μέσα του 19ου. Άλλωστε ο Κωλέττης θα τονίσει περισσότερο στην πρακτική πολιτική το «εκπολιτιστικό» έργο του ελληνισμού, ο οποίος έδωσε προς τη Δύση τα φώτα του, τα παίρνει πίσω από αυτήν μετά το περίφημο σκοτάδι των 400 χρόνων για να το επιστρέψει προς την Ανατολή. Ο Κωλέττης, πάντα ύπουλος, για άλλα θα μιλάει και άλλα θα υπόσχεται πρακτικά: πολιτισμό στα λόγια και πόλεμο στην πράξη.
Το κύριο λοιπόν αλυτρωτικό περιεχόμενο θα το δώσει βασικά η ιστοριογραφία (Ζαμπέλιος, Παπαρρηγόπουλος), οι οποίοι θα επιχειρήσουν να στήσουν στα πόδια της την παλαιότητα και την αδιάλειπτη συνέχεια του ελληνικού έθνους ανά τους αιώνες. Θα επιχειρήσουν έτσι σαφώς να κλείσουν το ρήγμα που σταθερά άφηνε ανοιχτό η ιστοριογραφική εκτίμηση του Κοραή, ο οποίος απέκλειε το Βυζάντιο από την «ελληνική συνέχεια», και να ορίσουν την προαιώνια θέση του ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου. Θα επιχειρήσουν δηλαδή να θεμελιώσουν το δίκαιο του αγώνα της Μεγάλης Ιδέας.
Άρα λοιπόν η συνέχεια του ελληνισμού είναι αξεχώριστη συμπληρωματική έννοια-ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι από λόγους των διευθυντών στα σχολεία (ιδιαιτέρως τις δεκαετίες 1970 και 1980 αν μιλήσουμε για το χρονικό διάστημα μετά τη δικτατορία), μέχρι το ιερό τέρας της ελληνικής αστικής ιστοριογραφίας τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, η έννοια που κυρίως χρησιμοποιείται είναι αυτή της παλιγγενεσίας. Δηλαδή το έθνος μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λόγω της επίθεσης που δέχτηκε στη θρησκεία του και στην εκπαίδευσή του (άλλοι μύθοι που δεν είναι εδώ ο χώρος να αναπτύξουμε) κινούνταν εν υπνώσει. Και ξαφνικά στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου θα έρθει η αφύπνιση. Η αφύπνιση θα έρθει από την επαφή με το αρχαιοελληνικό παρελθόν, το «αυθεντικό» ελληνικό. Ιστοριογραφικό σχήμα ιδεαλιστικό, γραμμικό και ουτοπικό, το οποίο στηρίζεται μάλιστα και σε ψευδείς πραγματολογικές παραδοχές. Η αλήθεια είναι φυσικά πως σποραδικές εξεγέρσεις δε σταμάτησαν να υπάρχουν στο σημερινό ελληνικό κρατικό χώρο πολύ πριν την επανάσταση του 1821, οι οποίες όμως σαφώς δεν είχαν ανεπτυγμένη εθνική συνείδηση. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο σοβαρό ιστορικό και θεωρητικό ζήτημα.
Σε αυτή λοιπόν την προσπάθεια η Μεγάλη Ιδέα, ως το ιστορικό αίτημα του ελληνικού κράτους του 19ου αιώνα, θα αποτελέσει αντικείμενο πολλαπλής αξιοποίησης. Αρχικά πολιτικής, με τη συνεχή προσπάθεια νομιμοποίησης της εθνικής επέκτασης στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Έπειτα στρατιωτικής γιατί συντηρούσε υπέρογκους πολεμικούς προϋπολογισμούς, χαρακτηριστικό στοιχείο συνολικά αυτής της εποχής στην Ευρώπη. Αλλά και πολιτισμικής γιατί Μεγάλη Ιδέα σήμαινε και η επέκταση του Έλληνα στα δικά του εδάφη, όπου με την ευκαιρία θα εκπολίτιζε και το «βάρβαρο» Οθωμανό.
Βέβαια στην πορεία η Μεγάλη Ιδέα θα «ντυθεί» και άλλα περιεχόμενα. Η απογοήτευση για τη μη άμεση επέκταση με στρατιωτικό τρόπο θα δώσει τη θέση της στη δημιουργία ενός υποτιθέμενου πρότυπου ελληνικού βασιλείου το οποίο θα ζήλευε όλη η Βαλκανική. Θα αποτελούσε δηλαδή τον ιδεότυπο για τη δημιουργία και των άλλων κρατών που θα αναγνώριζαν στην Ελλάδα την ύπαρξή τους. Όπως βεβαίως και υπό το σχήμα της οικονομικής ανάπτυξης, ενός στιβαρού δηλαδή οικονομικά κράτους το οποίο θα αποτελούσε πόλο έλξης για τους απανταχού Έλληνες, οι οποίοι θα επιδίωκαν να κατοικήσουν εδώ.
Αργότερα στις αρχές του 20ου αιώνα θα επανέλθει δριμύτερη η Μεγάλη Ιδέα, περιβλημένη και με έναν όλο και περισσότερο θρασύ αντισλαβισμό που θα αρχίσει να συμβολίζει γενικά τους εχθρούς του έθνους. Η Μεγάλη Ιδέα της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής θα είναι ταυτόχρονα πολεμικό κάλεσμα επέκτασης στα Βαλκάνια, αλλά και ρομφαία επίθεσης στους εχθρούς της πατρίδος…
Πάντως δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ακόμα και το 1980 η Ιστορία του Νέου Ελληνισμού του Βακαλόπουλου, ή ακόμα και η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών του 1975, αναπαράγουν το σχήμα της εθνικής συνέχειας. Διότι αποδεικνύει πως ακόμα και σε ακαδημαϊκούς κύκλους της σύγχρονης Ελλάδας δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ η ιδέα ενός συνεχούς στο χρόνο και το χώρο ελληνικού έθνους, το οποίο έχει αδικαίωτες εδαφικές απαιτήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Δηλαδή τη δικαίωση της Μεγάλης Ιδέας.
Η αλήθεια είναι βέβαια πως οι εδαφικές επεκτάσεις της Ελλάδας, η υλοποίηση δηλαδή της περίφημης αλυτρωτικής εκδοχής της Μεγάλης Ιδέας, πάντα ήταν συνδεδεμένη με τις θελήσεις των Μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η Ελλάδα πάντα θα κερδίζει εδάφη όταν θα επιλέγει σωστά πάτρωνες, και με τον ίδιο τρόπο όταν οι μεγάλες δυνάμεις θα καθορίζουν, και προσωρινά θα επιλύουν τους ανταγωνισμούς τους, θα τα χάνει.
Βέβαια όλα όσα έχουν γίνει με αφορμή τη Μεγάλη Ιδέα δεν είναι «μεμονωμένα» περιστατικά στην ιστορική εξέλιξη του ελληνικού κράτους. Με αφορμή αυτήν θα ξεδιπλώσει χαρακτηριστικά που θα το συνοδεύουν σε όλη την ιστορική του διαδρομή. Περιβάλλον νταηλικιού χωρίς αντίκρισμα, μεγαλομανίας, ψυχωτικής υπερεκτίμησης των δυνάμεων, με τάξιμο και υποσχέσεις στους καταπιεσμένους.
Η Μεγάλη Ιδέα τον Αύγουστο του 1922 θα πνιγεί με το αίμα αυτών που υποτίθεται πως θα απελευθέρωνε. Σε αυτό τον ένα αιώνα θα ταλαιπωρήσει απίστευτα πληθυσμούς, θα τάξει καλύτερη ζωή, θα οδηγήσει σε πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και θα τελειώσει με τους όρους που ξεκίνησε. Υπερφίαλη υπερεκτίμηση των δυνάμεων, υποσχέσεις και ψέματα με καύσιμη ύλη πάντα τους καταπιεσμένους της εκάστοτε περιόδου.
Σήμερα το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Μπορεί να υπάρξει μια νέα Μεγάλη Ιδέα και ποια μπορεί να είναι αυτή; Στα μέσα του 20ου αιώνα η αναγέννηση της Ελλάδας περνούσε μέσα από τον αντικομμουνισμό. Μετά τη δικτατορία του 1967 θα έχουμε τη «Μεγάλη Ιδέα» της Ελλάδας στην ΕΟΚ-ΕΕ-ΟΝΕ. Μετά τη βαθύτατη συστημική κρίση των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα και τη σταδιακή αποσύνθεση της Ε.Ε. και ο ελληνικός αστισμός έμεινε ορφανός από Μεγάλη Ιδέα. Και είναι και αμφίβολο αν μπορεί να υπάρξει κάποιος μεγαλεπήβολος οικονομικός ή πολιτικός στόχος «εθνικής αναγέννησης και ενότητας».
Πράγμα που κάνει τους Έλληνες αστούς και το πολιτικό προσωπικό τους ακόμα πιο επικίνδυνο. Πιο επικίνδυνο στο να εμπλέξει χιλιάδες εργαζόμενους και νέους ανθρώπους σε μια νέα πολεμική περιπέτεια στην περιοχή, επειδή φυσικά θα εκτιμήσει ότι έχει κερδίσει πόντους στα μάτια και την τσέπη των ιμπεριαλιστών έναντι της Τουρκίας.
Η γνώση της ιστορικής εξέλιξης της Μεγάλης Ιδέας ας γίνει όπλο μας για την απόκρουση του πολεμικού κινδύνου, ή αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού και αρπακτικού πολέμου σε εμφύλιο για τη νίκη των καταπιεσμένων.
Ενδεικτικές βιβλιογραφικές πηγές που αξιοποιήθηκαν για το άρθρο: Γιώργος Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920, τ. 2, Αθήνα,2005, Εκδόσεις Εστία Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδος, Νεότερη Ιστορία, τ. Γ, Αθήνα, 1958 Βασίλης Κρεμμυδάς, Η Μεγάλη Ιδέα, μεταμορφώσεις ενός εθνικού ιδεολογήματος, Αθήνα, 2010 Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ένγκελς, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Αθήνα, 1985, Εκδόσεις Γνώση. Στέφανος Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος, Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821-1862, Αθήνα, 2005, Εκδόσεις Παπαζήση Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, βιβλίο 16ο, Αθήνα 1993, Εκδόσεις Κάκτος Έλλη Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα». Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα, 1988, Εκδόσεις Πολύτυπο Παναγιώτης Στάθης, Ενθέματα Κυριακάτικης Αυγής, τ. 232, 2002