Τα εθνικιστικά συλλαλητήρια με αφορμή το ονοματολογικό της Μακεδονίας φαίνεται να έχουν φτάσει στο τέλος τους. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, με βάση τα υπάρχοντα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, η χρήση της εθνικιστικής υστερίας ως βασικό εργαλείο αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης και συσπείρωσης ψηφοφόρων και κοινωνικών δυνάμεων από το δεξιό-ακροδεξιό πολιτικό φάσμα της κοινωνίας γύρω από το βασικό εκπρόσωπο του ελληνικού αστισμού τη Ν.Δ., φαίνεται να πιάνει ταβάνι.
Είναι πραγματικότητα ότι ο αντιμακεδονικός εθνικισμός κατάφερε να στρέψει την κεντρική πολιτική ατζέντα προς τα ακροδεξιά. Επί ένα χρόνο οι προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσει για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του και να παρουσιάσει την διαδικασία γεφυρώματος του χάσματος που έχει δημιουργηθεί στα χρόνια της κρίσης μεταξύ των εργαζόμενων και των ελίτ, και του συμβιβασμού που θέλει να φέρει ανάμεσα στην εργατική τάξη και το αστικό μπλοκ, προσέκρουαν πάνω στον εθνικιστικό ορυμαγδό που σηκώνονταν από κανάλια, εφημερίδες, ραδιόφωνα, κομμάτια αστικής διανόησης, εκκλησία και γενικά την πιο σκοταδιστική μερίδα του ελληνικού κράτους- παρακράτους και των κοινωνικών κομματιών που εκπροσωπεί. Μέσα σ’ αυτό το χρόνο ο σκοταδισμός, η γραφικότητα, η ανοησία, ο εκφασισμός και η απροκάλυπτη καλλιέργεια του μίσους έφτασαν σε επίπεδα πρωτοφανή.
Ολόκληρος ο πλανήτης παρακολουθούσε (όχι με ιδιαίτερη αγωνία είναι η αλήθεια) και ειδικά το μπλοκ του ΝΑΤΟ, στωικά και με υπομονή, πότε το πιο κακομαθημένο παιδί του θα αφήσει επιτέλους τις γραφικούρες και θα καταλάβει ότι η old school βαλκανική πρακτική ντοπαρίσματος των μαζών με εθνικιστικό μίσος έχει ξεπεραστεί. Οι Αμερικανοί γνωρίζουν από καιρό ότι οι Έλληνες έχουν φιλότιμο, δεν πρόκειται να ξεχάσουν τη βοήθεια που τους έχουν προσφέρει διαχρονικά ενάντια σε όποιο απερίσκεπτο ξέσπασμα των δημοκρατικών δυνάμεων στη χώρα, πρέπει απλώς να ξεπεράσουν μια ακόμη παιδική τους αρρώστια. Στην προσπάθεια τους να αποσπάσουν όσες περισσότερες χώρες γίνεται από την πολιτική και οικονομική επιρροή της Ρωσίας και ταυτόχρονα να πείσουν πως θα συνεχίσουν να στέκονται δίπλα στην αστική τάξη της Ελλάδας έτσι ώστε αυτή να συνεχίσει να είναι ο βασικός μοχλός εξασφάλισης των συμφερόντων τους στην περιοχή, χρειάστηκε απλά να τραβήξουν και ορισμένα αυτιά και από τις δυο μεριές των συνόρων. Έτσι κι αλλιώς όλοι μαζί θα βρεθούμε στο ίδιο στρατόπεδο, δεν έχει νόημα λοιπόν να πλακωνόμαστε.
Μπορεί στα συλλαλητήρια κάποια από τα βασικά συνθήματα να ήταν απολύτως πολεμικά και να προέβαλαν προαιώνιες αξιώσεις του ντόπιου φασισμού για εδαφικές επεκτάσεις και σύνορα με Σερβία η πραγματικότητα πάντως είναι πως η Ελλάδα έχει από καιρό αλλάξει την κατεύθυνση της στρατιωτικής επέκτασης προς τα βόρεια. Η οικονομική επέκταση ήταν αυτή που επιλέχτηκε κατά βάση τις προηγούμενες δεκαετίες μετά τους μεγάλους πολέμους και οριστικοποιήθηκε μετά και την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Κατεύθυνση η οποία επιβεβαιώνεται και από τον όγκο των ελληνικών επενδύσεων στη Μακεδονία που ξεπερνάνε το 10% του συνόλου.
Η στάση της ΝΔ ως κόμμα των αφεντικών, των μικροαστών και ενίοτε των φασιστών
Όλα τα προηγούμενα είναι απολύτως γνωστά και ξεκάθαρα και στη ΝΔ, αλλά και σε όλους τους υπολοίπους που επιχείρησαν να παρουσιάσουν το εθνικιστικό ξέσπασμα και τα φασιστικά ξεμυτίσματα ως αυθεντική λαϊκή αγανάκτηση για την κατάλυση των ιερών και των οσίων του αιώνιου ελληνισμού. Παρ’ όλα αυτά μέσα σ’ ένα παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό πόλωσης, όπου όμως το πιο αποφασισμένο στρατόπεδο μοιάζει αυτό της ακροδεξιάς, με τη μεριά των εργαζομένων να είναι ακόμα ζαλισμένη από τα απανωτά χτυπήματα που έχει δεχτεί, είναι αναμενόμενο η δεξιά στην Ελλάδα να ονειρεύεται εκλογικές νίκες και καθεστώτα τύπου Ορμπάν και Σαλβίνι. Δεν ξεχνάμε βεβαία πως και στην Ελλάδα οι φυσικοί και ιδεολογικοί πρόγονοι των σημερινών δεξιών ήταν αυτοί που έχτισαν ένα από τα πιο ακροδεξιά κράτη στη μεταπολεμική Ευρώπη, βασισμένο αποκλειστικά στην καταστολή όλων των προοδευτικών κινημάτων με κάθε μέσο τη στιγμή που άλλα κράτη της ηπείρου υιοθετούσαν συντάγματα έστω και κατ’ επίφαση αντιφασιστικά. Μια τέτοια αντικομουνιστική πολιτική δεν θα μπορούσε να μακροημερέψει εάν το κράτος δεν υποστηρίζονταν από ένα ισχυρό και άμεσα ελέγξιμο παρακράτος που θα έπαιζε ενίοτε το ρόλο του αγανακτισμένου κοινωνικού παράγοντα και ενίοτε το ρόλο ενός έξτρα κατασταλτικού βραχίονα.
70 χρόνια μετά το τέλους του εμφυλίου η συμπόρευση της ελληνικής δεξιάς με το ακροδεξιό παρακράτος έχει προσφέρει μια πολύ πλούσια εμπειρία στον ελληνικό αστισμό. Έχει χτίσει ηγέτες και πολιτικούς οργανισμούς απόλυτα ταγμένους στον ταξικό πόλεμο. Αυτή ακριβώς η συμπόρευση ενισχυόμενη από την εκκλησία έφτασε σε σημεία να χτίσει διαύλους οικονομικούς μέχρι και με τη Ρωσία (όπως αποδείχτηκε στη βόρεια Ελλάδα) που χρηματοδότησε μακεδονικά σωματεία, δημάρχους και πολιτικούς, και διευκόλυνε τις μετακινήσεις τους ανά την χώρα. Η ΝΔ επιχείρησε να χτίσει ένα εθνικιστικό μέτωπο για να διευρύνει την εκλογική της επιρροή με αφορμή το μακεδονικό. Προσπάθησε να αναβιώσει τον παροξυσμό και την υστερία των πρώτων συλλαλητηρίων της περιόδου ’91-’93. Οι φαντασιώσεις για τα εκατομμύρια των αγνών πατριωτών που θα κατέκλυζαν τις πόλεις και τις πλατείες της χώρας έδωσαν τη θέση τους στις μερικές χιλιάδες γραφικών που στο απόγειο τους έφτασαν τις 60.000 σύμφωνα πάντα με τις πιο αισιόδοξες απόψεις. Τα ΜΜΕ αναγκάζονταν για μία ακόμα φορά να χρησιμοποιούν ψεύτικες εικόνες ενώ τα συνεργεία τους έπρεπε οπωσδήποτε να έχουν γνώσεις σκηνοθεσίας για να μπορούν να προβάλουν τις συγκεντρώσεις ως ασφυκτικά γεμάτες. Στο τελευταίο συλλαλητήριο χρειάστηκε να μεταφερθούν πάνω από 10.000 διαδηλωτές στο σύνταγμα για να καταφέρει η δεξιά να παρουσιάσει μια αξιοπρεπή προεκλογική, επί της ουσίας συγκέντρωση. Παρ’ όλη λοιπόν την κινητοποίηση 300 και πλέον πούλμαν απ` όλη την Ελλάδα η συγκέντρωσή τους στο σύνταγμα μετά βίας έφτασε το 1/3 του περσινού, ενώ η κινητοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ και η παρουσία της στην πλατεία δεν στάθηκε ικανή να εμπνεύσει μια διάθεση νίκης. Έτσι λοιπόν το διήμερο ψήφισης της συμφωνίας στη βουλή η ΝΔ αρκέστηκε σε φανφαρόζικες τοποθετήσεις δια των στελεχών της και κροκοδείλια δάκρυα αναγκασμένη να ξεχάσει διαπαντός όποια άλλη κινητοποίηση. Μερικές εκατοντάδες που μαζεύτηκαν απ’ έξω εκείνο το διήμερο δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η αγάπη τους για την πατρίδα είναι πιο ισχυρή από τη βροχή και εξαφανίστηκαν σε χρόνο μηδέν μετά τις πρώτες ψιχάλες.
Η αποτυχία των σχεδίων του ελληνικού φασισμού
Οι φασίστες από τη μεριά τους θέλησαν να παίξουν ένα ρόλο αυτόνομο μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα. Ήξεραν ότι γι’ αυτούς η ευκαιρία να διευρύνουν το ακροατήριό τους και να επανακτήσουν τις προσβάσεις τους στους κρατικούς μηχανισμούς είναι τώρα. Ο Μιχαλολιάκος επιχείρησε να υποσχεθεί μέχρι και ψήφο στη ΝΔ σε περίπτωση που τον άφηνε να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της. Εντούτοις εκτός από συνθήματα σε σκοτεινούς τοίχους και μερικά σχολεία, οι ναζί δεν κατάφεραν σε καμιά περίπτωση να χτίσουν την οργανωτική και πολιτική τους αναβάθμιση μέσα σε όλον αυτό τον αντιμακεδονικό ”ξεσηκωμό”. Η προσπάθεια τους να ξεκινήσουν ντόμινο εθνικιστικών καταλήψεων σε σχολεία δεν θα ξεκινούσε καν αν δεν είχαν τη διαβεβαίωση παραγόντων της ΝΔ μέσα στις ΕΛΜΕ πως θα τους δώσουν κάλυψη. Από την άλλη όμως ήρθε την επομένη των καταλήψεων η επίδειξη δύναμης από τη μεριά της δεύτερης και το άδειασμα τους. Στις 30/11 δεν υπήρχαν πια εθνικιστικές καταλήψεις ενώ οι φασίστες είχαν πάρει το μήνυμα τους από το Μητσοτάκη: “Σας έχω, οπότε μην σηκώνετε πιο ψηλά τον αμανέ “. Όντως δεν τον ξανασήκωσαν. Κάθε άλλο σχέδιο τους για πενθήμερες καταλήψεις τις μέρες της κατάθεσης του νομοσχεδίου, έμειναν ως καλέσματα στο facebook. Ακόμα και στις περιοχές της βόρειας Ελλάδας όπου πληθυσμός είναι πιο “ευαισθητοποιημένος” στα εθνικά θέματα (γιατί άραγε;) χρειάστηκε η ανοιχτή υποκίνηση εκ μέρους της ΝΔ σε απειλές και επιθέσεις προς τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και τα σπίτια τους για να καλυφθεί έστω με κάποιο φαντασμαγορικό τρόπο η απουσία αγνών Ελλήνων πατριωτών από τους δρόμους και τις πλατείες. Εδώ βέβαια δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε ασχολίαστη τη στάση όλων των ΜΜΕ απέναντι στις φασιστικές αυτές επιθέσεις που παρουσιάζονταν ως φυσικό απότοκο λαϊκού θυμού. Ο δε Νίκος Μάνεσης έφτασε στην εκπομπή του (στον ALPHA) να αποκαλεί αδέλφια όλους αυτούς που πραγματοποιούσαν αυτές τις επιθέσεις και να τους συνιστά απλά ψυχραιμία. Όταν γιαουρτώνονταν οι πολιτικοί που έβαζαν τη χώρα στα μνημόνια το 2010 η στάση όλων αυτών βέβαια ήταν πολύ διαφορετική, ενώ αυτοί που τους γιαούρτωναν βαφτίζονταν όλοι τους φασίστες. Εν τέλει αυτό που απέμενε στη Χρυσή Αυγή και τις υπόλοιπες φασιστικές ομαδούλες ήταν να παίξουν το χαρτί της μαχητικής προπαγάνδας. Οι θεαματικές επιθέσεις στα ματ που επιχείρησαν να στήσουν μέσα στα συλλαλητήρια δεν μπόρεσαν να καλύψουν την ηλιθιότητά τους. Πως θα μπορούσαν άλλωστε όταν σχεδόν κάθε τέτοια επιχείρηση έδινε ατελείωτη τροφή στα ιντερνετικά μέσα (γιατί η τηλεόραση έχει κι ένα επίπεδό) με τους γυμνοκώληδες που σαν άλλοι Καραϊσκάκηδες κυκλοφορούσαν ανάμεσα τους. Όπως και να χει το χαρτί της βίαιης προπαγάνδας ούτε έχει ακόμα αποδώσει καρπούς για τους φασίστες ούτε και από μόνο του μπορεί να τους οδηγήσει στη συγκρότηση δυναμικού φασιστικού κινήματος δρόμου, πόσο μάλλον τη στιγμή που ο Μαχητικός Αντιφασισμός καραδοκεί. Κι εμείς δεν κατεβάζουμε τα παντελόνια μας.
Εθνολαϊκισμός και εξ αριστερών νομιμοποίηση του
Όπως ήταν αναμενόμενο οι εθνικιστικές ονειρώξεις επηρέασαν και κομμάτια του ταξικού κινήματος. Δυστυχώς στην Ελλάδα η παράδοση της αριστεράς δεν έχει καταφέρει να σπάσει τα δεσμά που την κρατούν δεμένη στο άρμα του εθνολαϊκισμού. Η υπόθεση δε της χειραφέτησης των Μακεδόνων ως εθνική οντότητα και ως εθνική μειονότητα στη χώρα μας είναι ιστορία πονεμένη με πολύ γνωστές και χιλιογραμμένες προεκτάσεις. Από την άλλη βρισκόμαστε μέσα σε μια δύσκολη διεθνή συνθήκη όπου η άνοδος της ακροδεξιάς πιέζει τις οργανώσεις του κινήματος να αναζητήσουν διεξόδους και κινηματικά άλλοθι σε κοινωνικά ξεσπάσματα τύπου κίτρινων γιλέκων. Οδηγούνται δηλαδή τα κόμματα και οι οργανώσεις τις αριστεράς στην υιοθέτηση εθνικών συμβόλων εντελώς ασύμβατων με τους επαναστατικούς αγώνες και την εξεγερσιακή ιστορία της τάξης μας. Αν όμως στη Γαλλία οι σύντροφοι μας είναι επιεικώς μπερδεμένοι και συγχυσμένοι, στην Ελλάδα, με αφορμή το Μακεδονικό πολλοί από αυτούς υπέπεσαν σε πραγματικές ιστορικές και διαλεκτικές αντιφάσεις. Κάποιοι από αυτούς επιχείρησαν μέχρι και να προσεταιριστούν τις αντιμακεδονικές διαδηλώσεις ευτυχώς μόνο στα λόγια. Μάλλον το αίσθημα επιβίωσης ήταν τελικά αυτό που απέτρεψε συλλογικότητες της ΛΑΕ να μην κατέβουν στα συλλαλητήρια με κόκκινες σημαίες. Άλλοι πάλι επιχείρησαν να αποφύγουν την ουσιώδη συζήτηση και την άμεση πολιτική αντιπαράθεση με την ακροδεξιά για μία ακόμη φορά. Αρκέστηκαν σε αφηρημένες και άνευρες αντιιμπεριαλιστικές συγκεντρώσεις. Η λογική του παράλληλου χτισίματος διαφορετικών κόσμων με διαφορετικά αξιακά και ηθικά χαρακτηριστικά όπου η μόνη ελπίδα είναι κάποιος από αυτούς να κυριαρχήσει επί του άλλου αναίμακτα( ίσως και σεβόμενοι ο ένας τον άλλο) κυριάρχησε και πάλι. Πάντως η ιστορία ποτέ δεν εξελίχθηκε κατ’ αυτό τον τρόπο, τουλάχιστον όχι ανάμεσα στην ακροδεξιά και το διεθνισμό.
Διεθνισμός και ταξική αλληλεγγύη ως μάχιμα εργαλεία
Η πραγματικότητα όμως είναι, πως μέσα σε αυτή τη ζοφερή όντως κατάσταση, ο εθνικισμός και τα αριστερά του δεκανίκια δεν έπαιξαν μόνοι τους. Για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία μας ο διεθνισμός έκανε ηχηρή την εμφάνιση του με όρους πραγματικής πολιτικής σύγκρουσης. Αν και μειοψηφικές, υπήρξαν δυνάμεις που έβαλαν την άμεση αντιπαράθεση με την εθνικιστική δεξιά και το ακροδεξιό παρακράτος της στην ημερήσια διάταξη. Οι σύντροφοι στη Θεσσαλονίκη έδωσαν μια πραγματικά ηρωική και σχεδόν καθημερινή μάχη μ’ ένα αντίπαλο που στηρίζονταν και προωθούνταν από τα πιο ισχυρά πολιτικά και οικονομικά λόμπι της χώρας και όχι μόνο. Όχι απλώς δεν επέτρεψαν η πόλη τους ως κέντρο του αντιμακεδονικού μένους και να τρομοκρατηθεί από τις φασιστικές ομάδες, αλλά πολλές φορές κατάφεραν να τις περιθωριοποιήσουν κοινωνικά, να τις αποδυναμώσουν οργανωτικά και να εμψυχώσουν συνολικά όλες τις διεθνιστικές-αντιφασιστικές δυνάμεις σε όλη την Ελλάδα. Ο συνεχής και επίμονος αγώνας τους έγινε πραγματικά φάρος ελπίδας για όλους όσους αντιλαμβάνονται ότι ο διεθνισμός στο σήμερα, στο εδώ και στο τώρα μπορεί και είναι το μόνο πολιτικό όχημα που θα μας στοιχήσει απέναντι στις πολιτικές της μισαλλοδοξίας του ρατσισμού και του κοινωνικού κανιβαλισμού.
Στην πρωτεύουσα η δράση της ΟΡ.Μ.Α. έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση ενός διεθνιστικού μπλοκ που να πιστέψει στις δικές του δυνάμεις. Η πρωτοβουλία της για τη συγκρότηση ενός Διεθνιστικού Μετώπου στηριζόμενη από οργανώσεις όπως η ΟΚΔΕ Σπάρτακος, το ΕΕΚ και η Ροσινάντε κατάφερε να πιέσει την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και την αναρχία σε πολιτικό επίπεδο έτσι ώστε να παραμερίσουν τους δισταγμούς τους, να σταματήσουν να μιλούν για ΠΓΔΜιες και βόρειους γείτονες, και να ανοίξουν τη συζήτηση για άμεση αντιπαράθεση με τον εθνικισμό. Οι απαντήσεις που δόθηκαν μέσα από τις αντισυγκεντρώσεις, τις ακυρώσεις των αμιγώς φασιστικών καλεσμάτων(κι ας είχαν το φερετζέ του πατριώτη) σε αυτή την τόσο πυκνή χρονιά φάνταζαν αδιανόητες για το εργατικό κίνημα 25 χρόνια πριν. Τέλος για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό οργανώθηκαν αυτόνομα διεθνιστικά καλέσματα που επιστέγασαν τη αδυναμία του εθνικισμού να απαντήσει ακόμα και τις μέρες που ψηφίζονταν η συμφωνία των Πρεσπών. Η τελευταία διεθνιστική αντισυγκέντρωση που οργανώθηκε ως απάντηση στο συλλαλητήριο των εθνικιστών είχε μεν λιγότερο όγκο από την περσινή ήταν όμως μια αμιγώς πολιτική συγκέντρωση. Το κάψιμο της Libertatia την περασμένη χρονιά τσίγκλησε τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά του κινήματος και κατέβασε περισσότερους συντρόφους στο δρόμο. Η φετινή μας συγκέντρωση όμως, είχε ως βασική στόχευση την ανάδειξη μιας θετικής διεθνιστικής πρότασης στη βάση της οποίας θα προχωρήσει η αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να βλογήσουμε τα γένια μας. Ως κομμάτι του εργατικού κινήματος που στοχεύει στην ανατροπή της καταπίεσης εκ μέρους της τάξης των αφεντικών και στο χτίσιμο μιας ισχυρής αντικαπιταλιστικής προοπτικής, γνωρίζουμε ότι ο διεθνισμός είναι ειδικά αυτή τη στιγμή (όπως ήταν πάντα σε περιόδους αμφισβήτησης του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος ) το βασικότερο εργαλείο στη φαρέτρα μας. Έρχεται από μακριά. Μέσα από μια ματωμένη ιστορία 150 χρόνων ήταν πάντα ο πυλώνας στήριξης όλων των επαναστατικών διαδικασιών που γνώρισε ο πλανήτης. Όσες φορές κέρδισε το στρατόπεδο μας, το κατάφερε επειδή μπόρεσε να γκρεμίσει τα τείχη που έχτιζε ο εθνικισμός και μαζί μ’ αυτόν εκμηδένιζε τα σύνορα που χωρίζουν τους εργάτες. Κατά τον ίδιο τρόπο η δόμηση ενός συγκροτημένου διεθνιστικού πλαισίου σήμερα, που να πράττει τοπικά αλλά να σκέφτεται παγκόσμια είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον κόσμο των αφεντικών, των μικροαστών ,των φασιστών και σ’ αυτόν των εργαζομένων, των καταπιεσμένων, των κομμουνιστών δεν θα γίνεται για πολύ καιρό ακόμα μέσα στα “πολιτισμένα” πλαίσια της αστικής δημοκρατίας ειδικά τη στιγμή που αυτή βρίσκεται σε κρίση. Όποιος νομίζει ότι αυτοί οι δυο κόσμοι μπορούν να συνυπάρξουν για καιρό, καλό είναι να ξαναρίξουν μια ματιά στην ιστορία. Είναι δεδομένο πως ή εμείς θα επικρατήσουμε πάνω τους ή αυτοί.