Μάης ’68: Η επανάσταση από το παρασκήνιο στο προσκήνιο
του Γιάννη Μιχάλαρου
Όλα τα σημάδια έδειχναν πως το καθεστώς του Ντε Γκωλ δε μπορούσε να κλονιστεί. Από τις 13 Μαΐου του 1958, που ανέλαβε την εξουσία, κατάφερε να οργανώσει ένα κράτος προσωποκεντρικό, το οποίο στην ουσία ανέθετε τις περισσότερες εξουσίες στον αρχηγό του. Τυπικά, η Γαλλία τη δεκαετία του ’50 κατατάσσονταν στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες, αλλά τα χαρακτηριστικά της οργάνωσης και της κατανομής της κρατικής εξουσίας σε αυτή, δε θύμιζαν τόσο το “άνθος” της αστικής δημοκρατίας, ούτε τα υπόλοιπα κρατικά καπιταλιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο έλεγχος που ασκούσε ο Ντε Γκωλ στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η συγκεντρωτική και τέλεια ιεραρχημένη κρατική διοίκηση δημιουργούσαν ένα ασφυκτικό περιβάλλον γύρω από τις διαδικασίες του εργατικού κινήματος και κυρίως τις επιδιώξεις του. Επίσης, κατάφερε να αποκτήσει δύο πολύ σημαντικά παράσημα στην πολιτική του σταδιοδρομία καθώς διαπραγματεύτηκε με επιτυχία τους όρους της λήξης του αποικιοκρατικού πολέμου στην Αλγερία και έσυρε τη Γαλλία στις ράγες του εκσυγχρονισμού δημιουργώντας μια υπολογίσιμη δύναμη ικανή ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Ο πρόεδρος, στρατηγός Ντε Γκωλ ήταν ένας δοκιμασμένος, αποτελεσματικός και αξιόπιστος ηγέτης στα μάτια της γαλλικής αστικής τάξης.
Και ήταν απόλυτα λογικό θα έλεγε κανείς, αφού η ίδια η πραγματικότητα δεν τον διέψευδε. Συγκεκριμένα, οι δείκτες ευημερίας στη Γαλλία δεν μαρτυρούσαν μία οικονομία που βρίσκεται σε κρίση, αλλά μία από αυτές που μπορεί να τερματίσει πρώτες έναντι των ανταγωνιστών τους. Οι νεοφυείς προσπάθειες για εκσυγχρονισμό της χώρας τροφοδοτούσαν την αγορά με ένα ευρύ φάσμα προϊόντων που σε συνδυασμό με τα υψηλά επίπεδα κερδοφορίας του Κεφαλαίου, επέτρεπαν στα πλατιά λαϊκά στρώματα, την πρόσβαση σε έναν πολυποίκιλο καταναλωτισμό. Τα αφεντικά γέμιζαν τα πορτοφόλια τους και προσέφεραν ως καρότο ένα μικρό μερίδιο της πίτας που ήταν αρκετό, ακόμα και στην εργατική τάξη, για να κάνει ρεαλιστικά σχέδια για ένα καλύτερο μέλλον και να μην τολμάει να διεκδικεί περισσότερα.
Στην πράξη όμως, αυτό δεν έγινε παρ’ όλες τις φανφάρες των μέσων μαζικής ενημέρωσης και τους ανεβασμένους οικονομικούς δείκτες της ανάπτυξης, αυτούς στους οποίους επιλεκτικά έδινε σημασία η αστική τάξη, ώστε να βαυκαλίζεται και να ανατροφοδοτεί το αστικό της όνειρο. Ο πολιτικός προγραμματισμός ήταν προσανατολισμένος προς αυτή την κατεύθυνση αλλά τελικά αποδείχθηκε για άλλη μία φορά πως ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να απαλύνει τις οικονομικές και κοινωνικές αντιφάσεις που οδηγούν στην πλήρη αμφισβήτησή του.
Η φαινομενική δύναμη που εξέπεμπε, ήταν αυτή που προσέφερε την ευκαιρία της εξέγερσης. Τα προηγούμενα χρόνια, στο παρασκήνιο των κοινωνικών εξελίξεων, εκκολάπτονταν και συσσωρευόταν ολοένα και περισσότερο η οργή της νεολαίας και της εργατικής τάξης για τη μορφή και τον προσανατολισμό που είχε πάρει η γαλλική κοινωνία. Ο συγκεντρωτικός και αυταρχικός χαρακτήρας του κράτους δημιουργούσε ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που κατείχαν την εξουσία και σε αυτούς που ήταν οι δέκτες της. Η δυνατότητα συμμετοχής μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες, σε κρατικές δομές από τμήματα της κοινωνίας, θα ήταν μία πρόσκαιρη έστω λύση, ένας δίαυλος αποσυμπίεσης της συσσωρευμένης κοινωνικής αγανάκτησης. Η απουσία αυτού του μηχανισμού διαμεσολάβησης ευνόησε τη δημιουργία της ψευδαίσθησης στους πολίτες, ότι αυτοί έχουν τον έλεγχο της ζωής τους, με αποτέλεσμα αυτή η αποστασιοποίηση από τα κέντρα εξουσίας, να δημιουργήσει ένα γόνιμο ακροατήριο που ανταποκρίθηκε στα κελεύσματα των πρωτοπόρων φοιτητών, οι οποίοι κατάφεραν να εκφράσουν πολιτικά αυτό το μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας εκμεταλλευόμενοι τη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική συγκυρία.
Η στρατηγική που είχε χαράξει εκείνα τα χρόνια το γαλλικό καθεστώς είχε σημαντική επίδραση και στα πανεπιστήμια. Οι τεχνολογικές ανάγκες του σύγχρονου γαλλικού καπιταλισμού κατέστησαν επιτακτική την αύξηση του αριθμού των φοιτητών, η οποία θα οδηγούσε στη συνέχεια στη δημιουργία εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού ικανού να υπηρετήσει τις αναβαθμισμένες παραγωγικές ανάγκες.
Παρόλα αυτά, οι πανεπιστημιακές δομές παρέμεναν ακατάλληλες για την κάλυψη των αναγκών των νέων χιλιάδων φοιτητών, καθώς παρά την αύξηση του πανεπιστημιακού πληθυσμού, ο αριθμός των διοικητικών υπαλλήλων δεν αυξήθηκε αντίστοιχα, με αποτέλεσμα την αδυναμία έγκαιρης διεκπεραίωσης των απαραίτητων διοικητικών διαδικασιών που απαιτούνται για την ομαλή διεξαγωγή του πανεπιστημιακού βίου.
Παράλληλα, οι πρυτανικές αρχές, φερέφωνα του πολιτικού κατεστημένου, συνέδραμαν στη δημιουργία ενός ασφυκτικού κλίματος στο πανεπιστήμιο συναινώντας συνήθως στην σκληρότητα των γαλλικών κατασταλτικών μηχανισμών, τους οποίους πολλές φορές αποζητούσαν .
Οι ραγδαίες μεταβολές στη δομή της τότε κοινωνικής διαστρωμάτωσης, εξαιτίας του εκσυγχρονισμού της παραγωγής που αύξησε τις ανισότητες, η έλλειψη διαμεσολάβησης ανάμεσα στους έχοντες και στους μη έχοντες με τους πρώτους να ασκούν αυστηρό έλεγχο στους δεύτερους, η απειλή του συντηρητισμού που κατέλυε συνεχώς κάθε προσπάθεια “αναπνοής” από τη μεριά των φοιτητών, δημιούργησαν ένα εύφλεκτο κοινωνικό κοκτέιλ ικανό να βάλει φωτιά στα θεμέλια της γαλλικής κοινωνίας. Αυτό που έλειπε μόνο ήταν η σπίθα.
Ο πυριτόλιθος όμως δεν ήταν μόνο η ιδιαιτερότητα της γαλλικής κοινωνίας αλλά ένας συνδυασμός αυτής με τις διεθνείς εξελίξεις εκείνης της περιόδου που διέψευδαν τις δύο κυρίαρχες, αξιόμαχες προτάσεις του καπιταλισμού και ενός υποκειμενικού παράγοντα που κατάφερε να λειτουργήσει κόντρα σε όλες τις ‘’ρεαλιστικές’’ προβλέψεις.
Οι διεθνείς εξελίξεις ήταν πολύ σημαντικές εκείνη την περίοδο και επηρέασαν τους πρωτοπόρους φοιτητές. Συγχρονισμένοι με τους συναδέλφους τους σε ολόκληρο το κόσμο, τους προηγούμενους μήνες ήταν απασχολημένοι με διαμαρτυρίες για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Οι πολιτικές κινητοποιήσεις στη Γαλλία ήταν μειοψηφικές ακόμα και μέσα στο χώρο των φοιτητών και δεν είχαν σχέση με τις κινητοποιήσεις στην Ιταλία και στην Αμερική. Ακόμα κι έτσι όμως, κατέστη εφικτό να γαλουχηθεί ένα στελεχικό δυναμικό που σε πολύ νεαρή ηλικία, είτε μαθητές είτε φοιτητές, κατάφερε λόγω των συνθηκών, να εφαρμόσει την κτηθείσα θεωρητική γνώση και τις καθοδηγητικές του ικανότητες στο πεδίο των μαχών και στα οδοφράγματα, λίγους μήνες μετέπειτα. Πανευρωπαϊκός συντονισμός έλαβε χώρα το 1967 με γαλλικές φοιτητικές οργανώσεις να συμμετέχουν και να αποκτούν πολύτιμη δικτύωση, εμπειρία και κυρίως προσανατολισμό. Ο Μάης του ‘68 δεν ήταν μόνο γαλλικός Μάης! Η πολωνική και ουγγρική επανάσταση του 1956 έπαιξαν τον ρόλο τους στις σημαντικές προγενέστερες πολιτικές διεργασίες, προετοιμάζοντας ένα σύνολο προσωπικοτήτων που απομακρύνθηκαν από το δόγμα του κρατικού καπιταλισμού των ανατολικών χωρών, ξεσηκώνοντας συζητήσεις γύρω από τον μαρξισμό-λενινισμό και προετοιμάζοντας την υποδοχή για τα πρώτα κελεύσματα της εξέγερσης, λίγα χρόνια μετά. Ο κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία έχασε μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας του με την καταστολή της ‘’Άνοιξης της Πράγας’’ και μαζί του πολλούς φιλικά προσκείμενους ή ταυτιζόμενους με την πολιτική του. Η κρίση στην Τσεχοσλοβακία αποτέλεσε σημαντικό ορόσημο που τροφοδότησε τη συζήτηση γύρω από την απαραίτητη επαναστατική προοπτική. Ξεσκέπασε τις διαθέσεις της γραφειοκρατίας του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος που βρέθηκε ιδιαίτερα κλονισμένο από τη στήριξη που προσέφερε στον αυταρχισμό της Ρωσίας. Νέοι ήρωες και νέοι ορίζοντες ξετυλίγονταν στο φαντασιακό της πρωτοπορίας και αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης και έμπνευσης, δοκιμάζοντας να εισαγάγουν στη Γαλλία συνθήματα και τακτικές που μέχρι τότε δεν απασχολούσαν την πολιτική σκηνή. Ακόμα και πολιτικές προσεγγίσεις που τις θεωρούσαν θαμμένες στο παρελθόν, επανεμφανίστηκαν με ορμή στο πολιτικό προσκήνιο. Ο Τσε Γκεβάρα ενέπνεε το όραμα των νεαρών αγωνιστών ενώ εκδότες επανατύπωναν έργα του Τρότσκι καθώς είχε αυξηθεί ραγδαία η ζήτησή τους. Ο επταετής πόλεμος στην Αλγερία είχε άμεσο αντίκτυπο στην διαμόρφωση της κοινωνικής συνθήκης καθώς τα βασανιστήρια από τη μεριά του γαλλικού ιμπεριαλισμού, οι κτηνωδίες και τα άλλα εγκλήματα άγγιξαν βαθιά τις συνειδήσεις της γαλλικής κοινωνίας. Παράνομα δίκτυα σχηματίστηκαν παρέχοντας βοήθεια στην αλγερινή αντίσταση, ενθάρρυναν τις λιποταξίες στον γαλλικό στρατό, οργάνωναν κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες με έντονο το άρωμα του διεθνισμού και του αντιφασισμού, αντιπαρατιθέμενα με νεοφασιστικές, παρακρατικές οργανώσεις που είχαν διαφορετική άποψη και το εξέφραζαν δεόντως.
Οι καταλήψεις των σχολών που ξεκίνησαν στις 6 Μαΐου, ως απάντηση στην καταστολή της αστυνομίας σε συντεχνιακές κινητοποιήσεις φοιτητών, γρήγορα απέκτησαν εξωστρεφή και μαχητικό χαρακτήρα. Οι φοιτητές, με μπροστάρηδες τα πιο πολιτικοποιημένα στοιχεία που λειτουργούσαν για καιρό στις τάξεις τους, κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν τη μεγάλη κοινωνική δύναμη που απέκτησαν και δοκίμασαν να την ασκήσουν έξω από τους περιορισμούς της φοιτητικής ταυτότητας. Η καχυποψία της εργατικής τάξης απέναντι στο φοιτητικό κίνημα ήταν μία πραγματικότητα, που προέκυπτε αφενός από την ανεπαρκή πολιτική επαφή μεταξύ των δύο και αφετέρου από τη στοχοποίηση των νεαρών φοιτητών, που λάμβανε χώρα από το ΚΚΓ, πολύ πριν την ανάληψη κάθε ριζοσπαστικής κινηματικής πρωτοβουλίας. Άλλωστε η δήλωση στελέχους του ΚΚΓ τις πρώτες μέρες της εξέγερσης που χαρακτήριζε τους φοιτητές ως ‘’ψευτοεπαναστάτες’’ που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των μονοπωλίων και της κυβέρνησης του Ντε Γκωλ , ήταν μία πεποίθηση του ΚΚΓ και το οποίο επιδίωκε να τη μετατρέψει σε κοινή αντίληψη στα μαζικά συνδικάτα που είχε κάτω από τον έλεγχο του. Ήταν μία ισχυρή επιρροή στην εργατική τάξη. Ωστόσο, οι ανοικτές πόρτες των κατειλημμένων σχολών βοήθησαν στο να σπάσουν αυτές οι αυταπάτες και να διαμορφωθεί ο ιστορικός Μάης του ‘68. Βασικό μέλημα των φοιτητών εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν η εξωστρέφεια. Δηλαδή, το πως θα καταφέρουν να διαδώσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς και πως θα επεκτείνουν την κοινωνική τους δύναμη μακριά από τα στενά πανεπιστημιακά όρια χωρίς να εγκλωβιστούν στον εαυτό τους. Η συνειδητοποίηση της υποκειμενικότητάς τους, της δυνατότητας να μπορούν να έχουν λόγο για τις ζωές τους, ήταν πολύτιμο συστατικό για την πυροδότηση της εξέγερσης. Μπορεί τα επαναστατικά ιδεώδη να κυρίευσαν τα νιάτα της Γαλλίας αλλά δεν αρκέστηκαν σε αυτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του αιτήματος, αποτελούσε το Σανσιέ καθώς φοιτητές, μαθητές, εργάτες, καθηγητές και άλλοι πολίτες συγκρότησαν κοινές επιτροπές δράσης δίχως να επιτρέψουν στις διαφορετικές ιδιότητες που κατείχαν στην καπιταλιστική κοινωνία να τους διαχωρίσουν ή να τους δημιουργήσουν προβλήματα. Το καπιταλιστικό πανεπιστήμιο καταλύεται και διαμορφώνεται σε έναν χώρο συλλογικής έκφρασης. Η υπόθεση της απελευθέρωσης γίνεται κτήμα και επιδίωξη όλων
Η κατάληψη του πανεπιστημίου από τους φοιτητές αποτελεί απλά το έναυσμα και την αρχή ενός γενικευμένου αγώνα ο οποίος διαδραματίζεται σταδιακά, καθώς υποστηρίζεται και από άλλα κομμάτια της κοινωνίας, που δεν ανήκουν στις τάξεις των φοιτητών. Γίνεται κατανοητό ειδικά μέσα από την οργάνωση γενικών συνελεύσεων, ότι το αίτημα είναι ένα και κοινό. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση πρακτικών, που θα κλιμακώσουν τον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση του Ντε Γκωλ και τον καπιταλισμό. Αναπόφευκτα ο αντικυβερνητισμός έγινε η αιχμή του δόρατος, καθώς στο πρόσωπο του Ντε Γκωλ συμπυκνώνονταν όλα τα δεινά που είχε περάσει ο γαλλικός λαός όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ήταν ο πρώτος στόχος τον οποίο έπρεπε να πετύχουν οι αγωνιστές στο δρόμο προς την συνολική απελευθέρωση της κοινωνίας, ενώ παράλληλα στους χώρους των καταλήψεων αναπτύχθηκαν ιδεολογικές συζητήσεις, εκδηλώσεις που οραματίζονταν και σχεδίαζαν πως θα είναι η επόμενη μέρα μακριά από τον καπιταλισμό. Η κατάληψη αποτελεί ουσιαστικά ένα στρατόπεδο στον πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό. Αλλά ένα στρατόπεδο που δεν έχει συνηθίσει το καπιταλιστικό σύστημα να αντιμετωπίζει. Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσα από συλλογικές διαδικασίες, στο πλαίσιο των Γενικών Συνελεύσεων, ενώ η ισότητα ανάμεσα στα μέλη της κατάληψης είναι ένα γεγονός αναπόδραστο και αναμφισβήτητο. Οι συζητήσεις έχουν απελευθερωτικό χαρακτήρα και αφετηρία τους κάθε φορά είναι οι πολιτικές εξελίξεις εκείνων των ημερών. Ο σεβασμός στις αποφάσεις στη λήψη των οποίων ο καθένας και η καθεμία μπορεί να συμβάλει, εξασφαλίζει την ομαλότητα στο εσωτερικό του Πανεπιστημίου ενώ οι δράσεις και οι κινητοποιήσεις είναι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων. Επιτροπές αναλαμβάνουν την αρμοδιότητα για την πραγματοποίηση πολιτικών προπαγανδιστικών δράσεων έξω από τις πύλες των καταλήψεων στα εργοστάσια. Εκεί ανταλλάσσονται πληροφορίες, οι φοιτητές έρχονται πιο κοντά με τους εργάτες και συσφίγγονται οι σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι μαθαίνουν πως αυτά που τους ενώνουν είναι πολύ περισσότερα και πιο σημαντικά από αυτά που τους χωρίζουν. Οι εργάτες ακολουθώντας το παράδειγμα των φοιτητών σταμάτησαν να λειτουργούν όπως τους επέβαλε η κυβέρνηση και δεν κατέβηκαν σε μία συνηθισμένη απεργία και οι δέκα εκατομμύρια εργάτες δεν ήταν το μόνο γεγονός που το μαρτυρούσε. Πλέον μιλάνε για απαλλοτρίωση και όχι για συντεχνιακά αιτήματα. Μαθαίνουν πως η διεκδίκηση του σοσιαλιστικού οράματος είναι αυτό που θα επιτρέψει την καλύτερη ζωή σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους και όχι οι κινητοποιήσεις που αποτελούν μοχλό πίεσης και διαπραγμάτευσης με τα αφεντικά. Αυτή η αλλαγή στάσης από την πλευρά και του εργατικού κινήματος τις τελευταίες εβδομάδες της εξέγερσης και η συνειδητοποίηση του πραγματικού στόχου του αγώνα, κατέστησε γελοία την οποιαδήποτε συζήτηση περί μεταρρύθμισης του καπιταλισμού και όχι ανατροπής του.
Ο φοιτητής και μετέπειτα ο εργάτης, δεν κάθισε ήσυχος στη θέση του όπως το πρόταζαν οι πολιτικές του καπιταλισμού και συγκεκριμένα η αυταρχική εξουσία του Ντε Γκωλ που εξαπέλυε με την πρώτη ευκαιρία τους κατασταλτικούς μηχανισμούς για να διευθετήσουν τα προβλήματα. Εκείνο που τρόμαξε το σύστημα είναι πως μία μειοψηφία νέων, περιορισμένων κοινωνικά όπως νόμιζαν, που σε ένα προηγούμενο χρονικό διάστημα ήταν μία ολιγόωρη υπόθεση της αστυνομίας, κατάφερε να ξετρυπώσει και να ‘’σκανδαλίσει’’ το σύνολο της γαλλικής κοινωνίας. Το ζήτημα της διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας είχε πλέον τεθεί για τα καλά και δεν αφορούσε στην αντικατάσταση της κυβέρνησης με μία άλλη παρόμοια. Αυτή η κυρίαρχη θέση και βούληση για την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη, που αντικατοπτρίζονταν σε ολόκληρη την κοινωνία, μετέτρεψε τον Μάη του ‘68 από μια απλή κατάληψη στο πανεπιστημιακό συγκρότημα της Ναντέρ, σε μία βόμβα που εξερράγη και τα θραύσματά της, ταξιδεύουν στο χρόνο μέχρι και σήμερα.