Κυπριακό: η μεταπολεμική Μεγάλη Ιδέα του ελληνικού κεφαλαίου
Αλέξανδρος Γανδής
Τα «εθνικά» οράματα και επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου πάντα άνηκαν σε έναν ενδιάμεσο χώρο της φαντασίωσης και της ρεαλιστικής διεκδίκησης. Όταν οι νεόκοποι πολιτικοί ηγέτες του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα προπαγάνδιζαν τη «Μεγάλη Ιδέα», συνειδητά απέφευγαν να κατονομάσουν με ακρίβεια το γεωγραφικό χώρο και τους λαούς που θεωρούσαν πως «άνηκαν» στους Έλληνες. Έτσι για δύο αιώνες ο «ελληνικός χώρος» φτάνει όσο μακριά και η φαντασία του κάθε αφηγητή.
Όμως, η υλοποίηση της όποιας φαντασίωσης είτε της Βυζαντινής επικράτειας είτε του Βασιλείου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μπορεί οι «ονειρώξεις» των εκάστοτε πολιτικών να έφταναν στη Σικελία ή στη φυλή Καλάς στο Αφγανιστάν, οι υλοποιήσιμοι στόχοι εξαρτιόνταν από τις εκάστοτε γεωπολιτικές συνθήκες. Το νησί της Κύπρου, προφανώς και άνηκε στα όνειρα της ελληνικής αστικής τάξης, μπορεί ακόμα και ο Καποδίστριας να καλούσε την Κύπρο να ξεσηκωθεί αλλά έπρεπε να περάσει τουλάχιστον άλλος ένας αιώνας ώστε να μπορεί να μπει στην ατζέντα.
Η Κύπρος πριν την αγγλική κυριαρχία
Η κομβική θέση του νησιού στη Μεσόγειο το καθιστούσε σημαντικό λόγο πολέμων και κυριαρχίας. Ποτέ δεν βρέθηκε σε περιθωριακή οικονομική ή γεωπολιτική θέση και οι συγκρούσεις για την ηγεμονία ήταν συνεχείς.
Βρέθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλλά ήταν από τα πρώτα εδάφη που χάθηκαν προς Δυτικούς διεκδικητές. Ήδη από το 12ο αιώνα η Κύπρος περνά σε «λατινική» εποχή όπου εναλλάσσονται δεκάδες Φράγκοι βασιλιάδες. Τον 15ο αιώνα περνά σε Βενετική κυριαρχία που κρατά μέχρι το 1570 όπου καταλαμβάνεται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενάμισι αιώνα μετά την κατάληψη της Ινσταμπούλ.
Φυσικά και σε όλη αυτή την περίοδο δεν υπήρχαν διώξεις και εκκαθαρίσεις προς το «ορθόδοξο» κομμάτι του νησιού. Αν και τα καθεστώτα άνηκαν στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία που βρισκόταν σε τεράστια διαμάχη με την Ορθόδοξη εκκλησία, αυτό δεν είχε επιπτώσεις ούτε στην οικονομική, ούτε στην κοινωνική ζωή του νησιού.
Όμως αν νομίζει κανείς πως το πέρασμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σήμαινε κάποια αρχή δεινών για το χριστιανικό πληθυσμό, κάνει τρομαχτικό λάθος.
Η Κύπρος ως κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Το πρώτο πράγμα που έκανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν να ξηλώσει τη Λατινική κυριαρχία. Καταργώντας το κυρίαρχο θρησκευτικό σύστημα της Καθολικής εκκλησίας πριμοδότησαν με σημαντικές ελευθερίες και δικαιώματα τον Ορθόδοξο πληθυσμό.
Ήδη από τις πρώτες απογραφές πληθυσμού που έγιναν, οι Καθολικοί ενσωματώθηκαν υπό τους Ορθόδοξους κι έτσι διαμορφώθηκε μια ισχυρή πλειοψηφία του χριστιανικού στοιχείου έναντι των μουσουλμάνων. Σε κανένα σημείο δεν υπήρξαν βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών, ούτε αποικισμοί ώστε να αλλοιωθεί η σύνθεση του νησιού, πάντα οι μουσουλμάνοι ήταν ανάμεσα στο 30 με 40% του πληθυσμού του νησιού. Σε αυτό το πλαίσιο η εκκλησία ήταν σημαντικός σύμμαχος της Πύλης και βοήθησε να χτιστεί αρμονικά το σύστημα κυριαρχίας.
Οι πρώτες εξεγέρσεις ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που έγιναν πριν την Ελληνική Επανάσταση του 1821 δεν ήταν όπως μπορεί να τις φανταστεί ένας αναγνώστης που έχει εμποτιστεί από την προπαγάνδα του ελληνικού εθνικισμού. Η πρώτη εξέγερση έγινε το 1680 ενάντια στη φορολογία υπό τον Μεχμέτ Αγα Μπογιαζόγλου και κράτησε 7 χρόνια. Η δεύτερη του 1765 ήταν πιο οργανωμένη και πιο πολιτική. Τριακόσιοι τούρκοι κατέλαβαν τους νερόμυλους στην Κυραία και απόκοψαν την τροφοδοσία της πρωτεύουσας. Μετά από παραχωρήσεις (που δεν τηρήθηκαν) οι εξεγερμένοι εκλέγουν τον Χαλί Αγά (διοικητής της Κυρήνειας) και συγκεντρώνει 3.000 στρατιώτες (έλληνες και τούρκους). Επειδή η κατάσταση ήταν μη ελεγχόμενη ο Αρχιεπίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας Παΐσιος σπεύδει επειγόντως στην Ινσταμπούλ και φέρνει ενισχύσεις που συντρίβουν την εξέγερση. Πολλές εξεγέρσεις θα ακολουθήσουν με σημαντικότερες αυτές του 1799 και του 1804 όπου είχαν σαν στόχο την Τρόικα που διοικούσε το νησί: τον Διοικητή, τον Αρχιεπίσκοπο και τον δραγουμάνο (δηλ τον διαμεσολαβητή – διερμηνέα ανάμεσα στο Διοικητή και το ελληνικό στοιχείο). Ο δραγουμάνος Χατζηγεωργάκης ήταν ο πλουσιότερος του νησιού και συνομιλητής της Πύλης [1].
Όπως λοιπόν συνέβη σε κάθε προκαπιταλιστική κοινωνία, έτσι και στην Κύπρο συγκροτείται η αστική τάξη. Στην Κύπρο η αστική τάξη συγκροτείται κυρίως γύρω από το χριστιανικό τμήμα, την ελληνική γλώσσα και βρίσκει υποστήριξη στο νέο Ελληνικό Κράτος. Όμως η αστική τάξη της Ελλάδας έχει άλλες προτεραιότητες. Η σταθεροποίηση του καθεστώτος ως κομματιού του αντιδραστικού ευρωπαϊκού άξονα δεν επιτρέπει απερίσκεπτες ενέργειες.
Η Μεγάλη Ιδέα συγκροτείται γύρω από τη διεκδίκηση των Βαλκανίων και την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένα κρατίδιο γύρω από την Πελοπόννησο δεν μπορούσε να βάλει στόχο ένα τόσο μακρινό νησί. Ακόμα και για την Κρήτη χρειάστηκε να περάσει ένας αιώνας για να είναι εφικτή η ενσωμάτωση της. Ειδικά όταν πέρασε υπό αγγλική κυριαρχία κάθε κουβέντα τελείωσε πάραυτα: Η Μεγάλη Ιδέα θα γίνει κόντρα στο Μεγάλο Ασθενή κι όχι ενάντια στη βασική ιμπεριαλιστική μηχανή της περιόδου.
Η Κύπρος ως κομμάτι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (1878 – 1959)
Το πέρασμα της Κύπρου στην Βρετανική Αυτοκρατορία έγινε μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Είναι η περίοδος που οι Μεγάλες Δυνάμεις διαπιστώνουν την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εγγυηθεί τη σταθερότητα στην περιοχή. Αν δεν είχαν στείλει καράβια οι Άγγλοι, η Ρωσία θα έκανε παρέλαση στην Ιστανμπούλ.
Η Κύπρος δεν μπορούσε να αφεθεί στα αδύναμα χέρια της Πύλης και περνά σε Αγγλική Διοίκηση. Η νέα διώρυγα στο Σουέζ και η επέκταση των ιμπεριαλιστών στη Μέση Ανατολή δεν μπορούσε να αφήσει στην τύχη ένα τέτοιο κομβικό γεωπολιτικό εργαλείο.
Μέχρι το 1914 είχε τυπική κυριαρχία η Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά με την ένταξη της στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, έχασε κάθε δικαίωμα. Η Αγγλία «πρόσφερε» την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, αλλά το ελληνικό κεφάλαιο είχε επιλέξει την αυστηρή ουδετερότητα. Η αστική τάξη ήταν νικήτρια αλλά εξουθενωμένη οικονομικά μετά από δύο βαλκανικούς πολέμους και χρειαζόταν ένα στάδιο ανασυγκρότησης. Η «ουδετερότητα» τελείωσε το 1917 με την άνοδο του Βενιζέλου με συνοδεία αγγλικού στρατού και η Μεγάλη Ιδέα ξαναμπαίνει στην επικαιρότητα.
Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν διεκδικεί τίποτα από την Κύπρο και στην Ελλάδα ξεκινάνε οι πρώτες σκέψεις για την «Ένωση». Η επέκταση του Ελληνικού Κράτους στα σημερινά (περίπου) σύνορα κάνουν την ελληνική αστική τάξη να αναζητά νέες «περιπέτειες». Αν στη Βαλκανική παραμένουν ανοιχτά τα μέτωπα γύρω από το Μακεδονικό και το νέο Αλβανικό Κράτος, στην Ανατολική Μεσόγειο ανοίγει η προοπτική των Δωδεκανήσων και της Κύπρου.
Κατά τη διάρκεια της αγγλικής κυριαρχίας όχι μόνο το ελληνικό στοιχείο δεν ένιωσε την παραμικρή «δίωξη» και «κυνηγητό» αλλά πριμοδοτήθηκε ως κομμάτι της ανερχόμενης αστικής τάξης. Το μουσουλμανικό στοιχείο μέσα μειώθηκε από 24,4% του πληθυσμού το 1881 σε 17,5% το 1956 [2]. Αυτό έγινε με πολλούς τρόπους. Μέσα από την κυριαρχία του ελληνικού κεφαλαίου το μουσουλμανικό στοιχείο είτε αποχωρούσε προς φιλόξενα εδάφη για να μην έχει τη μοίρα αντίστοιχων πληθυσμών στην Κρήτη και στη Μητροπολιτική Ελλάδα, είτε ενσωματώνονταν ως «χριστιανοί» στην κυπριακή κοινωνία. Για την περίοδο στα τέλη του 19ου αιώνα περιγράφονται «εντολές» στους τραπεζίτες – δανειστές της Λεμεσού που ελέγχονται εξολοκλήρου από την Ορθόδοξη Εκκλησία να πάψουν να δανείζουν Τούρκους ή Μαρωνίτες μέχρι να «βαπτιστούν» ορθόδοξοι χριστιανοί [3].
Όταν τελειώνει ο Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, ο δρόμος έχει ανοίξει για την ελληνική αστική τάξη. Η Βρετανική Αυτοκρατορία έχει παραχωρήσει τη θέση της στις ΗΠΑ ως κυρίαρχη δύναμη στο Δυτικό κόσμο και δημιουργείται ένα κενό εξουσίας στην Κύπρο. Οι χώρες που άνηκαν είτε στη Γαλλία, είτε στην Αγγλία, είτε ανεξαρτητοποιούνται είτε εντάσσονται υπό αμερικάνικη κυριαρχία.
Μετά το κέρδισμα των Δωδεκανήσων, σειρά είχε η Κύπρος!
Η «ανεξαρτησία» ως προετοιμασία του πραξικοπήματος του 1963
Το 1959 μετά από διασκέψεις σε Ζυρίχη και Λονδίνο, ανακηρύσσεται η Κύπρος ανεξάρτητο κράτος με μερικές υποχρεώσεις. Να μην ανήκει σε κανένα στρατιωτικό μηχανισμό (ΝΑΤΟ κλπ), να διατηρηθούν βάσεις αγγλικές έξω από την κυριαρχία του κράτους, η Αγγλία – Ελλάδα – Τουρκία αποτελούν «εγγυήτριες» δυνάμεις του κράτους και καθιερώνεται ένα Σύνταγμα συλλογικής διακυβέρνησης από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Βασικά χαρακτηριστικά του ήταν η συμμετοχή 70%-30% ελληνοκύπριων – τουρκοκύπριων σε όλη τη δημόσια διοίκηση, δημοτικά – υπουργικά συμβούλια και βουλευτικό σώμα με τον Πρόεδρο τη Δημοκρατίας ελληνοκύπριο και τον αντιπρόεδρο τουρκοκύπριο. Για να περαστεί ένας νόμος πρέπει να είχε την πλειοψηφία και των δύο σωμάτων της Βουλής (Ε/Κ – Τ/Κ) ενώ ο αντιπρόεδρος είχε δικαίωμα βέτο σε θέματα άμυνας – εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας ενώ θα έπρεπε να ιδρυθούν και πέντε δήμοι με τουρκοκυπριακή διοίκηση και ηγεμονία.
Αυτό το κράτος ήταν πρόκληση για τις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης. Αργά και μεθοδικά έχτιζε τη συγκρότηση ακροδεξιάς πολιτικής σκηνής ικανής να ηγηθεί στο νέο πολιτικό περιβάλλον. Η ελληνική αστική τάξη δεν είχε συγκρίσιμο αντίπαλο στο νησί: οι τουρκοκύπριοι παρόλο που συγκροτούσαν το ένα πέμπτο του πληθυσμού είχαν αποκλειστεί από κάθε σημαντικό τμήμα. Μέχρι το 1963 η βιομηχανική παραγωγή άνηκε κατά 94% σε ελληνοκυπριακά αφεντικά, ενώ ακόμα και στη γεωργία έλεγχαν το 87,4% της παραγωγής. Αυτό είχε σαν συνέπεια οι εισαγωγές να ήταν κατά 96,1% στα χέρια ελληνοκύπριων ενώ στις εξαγωγές το ποσοστό αυτό έφτανε το εξωπραγματικό 99,5% [4]!
Το αστικό μπλοκ αρχίζει να βρίσκει τους κατάλληλους εκπροσώπους του για την υποστήριξη των επιδιώξεών τους. Από τη μία η Εκκλησία με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και από την άλλη ο Γ. Γρίβας [5]. Βασικό σκοπό είχαν από τη μία να διαλυθεί η ταξική ενότητα ελληνοκύπριων – τουρκοκυπρίων εργατών που βρισκόταν υπό συγκρότηση και από την άλλη να κατοχυρωθεί ένα αμιγώς ελληνικό κράτος.
Κόντρα στους μεταγενέστερους ισχυρισμούς περί «διαφωνιών» και «προδοτικών πρακτικών» στην πράξη το ελληνικό αστικό μπλοκ κινήθηκε ομογενοποιημένα στην υλοποίηση του «σχεδίου Ακρίτας». Το «σχέδιο Ακρίτας» που ξεκίνησε το 1961 προέβλεπε 4 σημεία: α) «προσβολή των αρνητικών σημείων του Συντάγματος», (β) «Καταγγελία της συνθήκης εγγυήσεως», (γ) «Αυτοδιάθεσις», και (δ) «Υποβολή αιτήσεως προς την Ελλην. Κυβέρνησιν, εάν δέχεται την Κύπρον να ενωθή μετά του λοιπού Ελληνικού Κορμού [6]. Βασικά στελέχη για την υλοποίηση του ήταν οι τότε υπουργοί Εσωτερικών Π. Γιωρκάτζης και Εργασίας Τ. Παπαδόπουλος (μετέπειτα Πρόεδρος το 2003) σημαντικό ρόλο έπαιξε η ΕΛΔΥΚ στην εκπαίδευση των στελεχών τους.
Πράγματι, το 1963 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αρχ. Μακάριος προχωρά μόνο με την πλειοψηφία του ελληνοκυπριακού τμήματος σε «αναθεώρηση» του Συντάγματος, όπου αφαιρείται το δικαίωμα βέτο, η ανάγκη πλειοψηφίας του τουρκοκυπριακού τμήματος της Βουλής και οι ξεχωριστοί Δήμοι.
Οι τουρκοκύπριοι αποχωρούν από τη Βουλή και ξεκινά η παράνομη κατοχή του Κυπριακού κράτους για σαράντα χρόνια από την ελληνοκυπριακή κοινότητα.
1963 – 1974: οι Τουρκοκύπριοι ως νέοι «παλαιστίνιοι»
Μετά το συνταγματικό πραξικόπημα, ξεκινά και η κοινωνική υλοποίηση του. Οι τουρκοκύπριοι εξωθούνται να ζήσουν σε ορισμένους θύλακες, δήθεν «για την ασφάλεια τους». Το 18,5% του πληθυσμού περιορίζεται στο 4,5% των εδαφών. Την στρατιωτική «πίεση» αναλαμβάνει ο ελληνικός στρατός. Το 1964 στέλνονται 2.000 έλληνες φαντάροι που αποδεικνύονται λίγοι. Επειδή βρισκόμαστε παραμονές Ιουλιανών και αποστασίας η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου αρνείται την παραπέρα ενίσχυση και ο ακροδεξιός Υπουργός Άμυνας Π. Γαρουφαλιάς στέλνει άλλους 8.000 κρυφά ως τουρίστες!
Ο περιορισμός των Τουρκοκύπριων σε ελεγχόμενες ζώνες ήταν το ιδανικό σενάριο για την ελληνική αστική τάξη. Οι τουρκοκύπριοι εργάτες θα άφηναν τα χωριά τους για να δουλέψουν σε ελληνικές επιχειρήσεις και θα επέστρεφαν μετά σε αυτά. Όμως για να προχωρήσει το «σχέδιο Ακρίτας» έπρεπε να συμβούν δύο ακόμη πράγματα: να γίνει αποδεκτή από όλη τη Διεθνή Κοινότητα (και την Τουρκία) πως το ελληνικό κράτος είναι ο νόμιμος κληρονόμος της συμφωνίας της Ζυρίχης και να μην υπάρχουν ζώνες που δεν ελέγχει το κράτος και θα δημιουργούσαν αιτιάσεις «αυτονομίας».
Το 1967 χτίζεται στρατιωτική επέμβαση στο θύλακα του χωριού Κοφινού με 24 τουρκοκύπριους νεκρούς. Πλέον το ποτάμι δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Η γενικευμένη σύρραξη είναι προ των πυλών και δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία για το τι μέλλον επιφυλάσσει το ελληνοκυπριακό κράτος στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Το πραξικόπημα στην Ελλάδα δυσκολεύει τη στρατηγική της «Ένωσης». Πολύ δύσκολα θα γινόταν αποδεκτή στα νέα ήθη της νεοσύστατης Ευρωπαϊκής Ένωσης μια χώρα που «εθελοντικά» αυτοδιαλύει το κοινοβούλιο και εντάσσεται σε μια στρατιωτική χούντα.
Η ελληνική αστική τάξη βλέποντας τις κωλυσιεργίες αλλά και υποκινούμενη και από τα δικά της αδιέξοδα προχωρά σε ένα δεύτερο πραξικόπημα. Το 1974 μέσα από την ΕΟΚΑ Β` εκδιώκεται ο Μακάριος (που διαφεύγει στην Αγγλία) και αναλαμβάνει ο Ν. Σαμψών με σκοπό να προχωρήσει στο σχέδιο της «Ένωσης». Η ενέργεια αποτυγχάνει, ο Μακάριος επανέρχεται, η Τουρκία προχωρά σε στρατιωτική επέμβαση ως «εγγυήτρια δύναμη με σκοπό να προστατέψει την τουρκοκυπριακή κοινότητα από την εθνική και δημοκρατική περιθωριοποίηση». Για να αντιληφθεί ο σύγχρονος αναγνώστης πόσο «εχθρικό» ήταν το «πραξικόπημα» του 1974, ο πρωτεργάτης του Ν. Σαμψών κηδεύτηκε το 2001 μετά από λαϊκό προσκύνημα, παρουσία βουλευτών και του Προέδρου του δεξιού κόμματος ΔΗΣΥ και στην κηδεία του χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Αυτό που γνωρίζουμε ως «πρόβλημα κατοχής στην Κύπρο» είναι ένα ακόμα θλιβερό κομμάτι στο παζλ του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και του ελληνικού επεκτατισμού.
1974 – σήμερα: ο ντε φάκτο διαχωρισμός και η ισορροπία τρόμου στην Κύπρο
Μετά το 1974 άρχισε ο ντε φάκτο διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων που ζούσαν μαζί σε μια πολυκοινοτική, πολυφυλετική και πολυθρησκευτική κοινωνία. Όπως είδαμε παραπάνω η συμβίωση δεν ήταν αρμονική και ανέμελη. Ο πρώιμος σχηματισμός της ελληνικής αστικής τάξης δημιούργησε ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό της περιοχής. Οι τουρκοκύπριοι στην Κύπρο βρέθηκαν σε ένα δίλλημα σε ποιον πάτρωνα θα έπρεπε να ακουμπήσουν. Η κλιμάκωση της εθνικιστικής διαμάχης δεν άφησε κανένα περιθώριο να αναπτυχθεί μια διεθνιστική στρατηγική και πολύ φυσιολογικά βρήκαν το εθνικό κράτος της Τουρκίας που, τουλάχιστον, δεν την απειλούσε με εθνοκάθαρση.
Η ύπαρξη και η εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου δεν ισοφαρίζει ούτε στο ελάχιστο την εγκληματική πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης. Η ελληνική αστική τάξη κατάφερε το κρατίδιο της Νοτίου Κύπρου να αναγνωριστεί ως κληρονόμος του δικοινοτικού κράτους του 1959 ενώ τη ΤΔΒΚ παραμένει αναγνωρισμένη μόνο από Τουρκία και Αζερμπαϊτζάν.
Μια προσπάθεια επαναφοράς του δικοινοτικού κράτους έγινε το 2004 με το «σχέδιο Ανάν» αλλά το μόνο που έγινε ήταν να πάρει χαρτί εισόδου στην ΕΕ η ελληνοκυπριακή αστική τάξη και οι Τουρκοκύπριοι να αναζητούν (πάλι) διέξοδο διαμέσου της Τουρκικής αστικής τάξης.
Αριστερά: Ένωση και επαναπροσέγγιση
Η αριστερά στο Κυπριακό μπλέχτηκε στις συμπληγάδες δύο ρεφορμιστικών πολιτικών που διέλυσαν κάθε έντιμη προσπάθεια.
Από τη μία η πολιτική του αφηρημένου και διαταξικού «αντιιμπεριαλισμού» τη δυσκόλευε να διαφοροποιηθεί από το ακροδεξιό αίτημα της «Ένωσης». Βλέποντας μόνο το «τυρί» δηλ. την απεμπλοκή της Κύπρου από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, δεν μπορούσε να δει τη «φάκα» δηλ. τη δημιουργία ενός αντιδραστικού, αντικομμουνιστικού κράτους. Παράλληλα, οι πιέσεις της «σοσιαλιστικής» Σοβιετικής Ένωσης να αποδεχτούν τον Μακάριο ως «αντιιμπεριαλιστή» ηγέτη μιας και έβρισκε συνομιλητή στη Μεσόγειο, ήταν άλλο ένα πρόβλημα.
Η προσπάθεια κοινών αγώνων ελληνοκύπριων – τουρκοκύπριων εργατών δεν έβρισκαν μόνο την εχθρότητα των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας αλλά και την αμφισημία και διστακτικότητα της ελληνικής αριστεράς. Από τη μία έχουμε ιστορικούς κοινούς αγώνες όπως των μεταλλωρύχων το 1948 όπως και τη στυγνή δολοφονία των συνδικαλιστών Καβάζογλου – Μισιαούλη το 1965 για να εμποδιστούν οι γέφυρες επικοινωνίας των δύο κοινοτήτων. Από την άλλη, όμως, δεν μπορείς να αναζητάς «ισότιμη, διζωνική συνύπαρξη» μέσα από την «Ένωση» με την Ελλάδα.
Ακόμα και μετά το 1974 που εγκαταλείφθηκε η «Ένωση» δεν μπορεί να σταθεί διεθνιστική επικοινωνία χωρίς την αναγνώριση των εγκλημάτων της ελληνικής αστικής τάξης και το δικαίωμα των τουρκοκύπριων για αυτοδιάθεση και όποιο κράτος επιθυμούν να ενταχθούν. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, σε άλλο πεδίο.
Κύπρος: το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Μεσογείου (και όχι μόνο!)
Ο άξονας Ελλάδας – Ν. Κύπρου για την εκμετάλλευση των ΑΟΖ, η στρατιωτική συνεργασία με Ισραήλ και γενικά οι εμπορικές συμφωνίες που στήνονται γύρω από το νησί, μετατρέπουν σε σάρκα και οστά το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας». Το ελληνικό κράτος, πιστό στις πολιτικές εξαγγελίες δύο αιώνων, αναζητά κάθε μέρα, σε κάθε ευκαιρία την επέκταση κόντρα σε «εξωτερικούς» και «εσωτερικούς» εχθρούς.
Δεν πρόκειται για μια τυπική εξωτερική πολιτική, αλλά το ξεδίπλωμα ενός αντιδραστικού μηχανισμού που τρομοκρατεί τις πληβείες τάξεις όλων των γειτονικών χωρών.
Αλέξανδρος Γανδής
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Συλλογικό έργο «Το Κυπριακό και τα διεθνιστικά καθήκοντα των ελληνοκυπρίων επαναστατών», εκδ. Εργατική Δημοκρατία 1989 [7]
- Τ. Βουρνάς «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας», εκδ. Τολίδη 1971
- Αγγ. Καλοδούκας «Το Κυπριακό» εκδ. Διεθνιστική Εργατική Αριστερά 2003
[1] Στ. Παντελής: Νέα Ιστορία της Κύπρου, εκδ. Φλώρος 1985
[2] Ε. Τζελέπη: Το Κυπριακό και οι συνωμότες του, εκδ Θεμέλιο 1962
[3] Mete Hatay, Is The Turkish Cypriot Population Shrinking? PRIO Cyprus Centre 2007
[4] Γ. Καμιναρίδης, The Cyprus Economy 1973
[5] Ο Γρίβας ξεκίνησε την «καριέρα» του στη Μικρασιατική εκστρατεία και στον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο ίδρυσε την Οργάνωση «Χ» δηλ. ένα στρατιωτικό φασιστικό τάγμα που πολέμησε τον ΕΛΑΣ σε συνεργασία με τα Τάγματα Ασφαλείας. Μετά το 1946 κατέβηκε στην Κύπρο και ίδρυσε την ΕΟΚΑ και το 1971 την ΕΟΚΑ Β` με σκοπό τη διάλυση της αριστεράς και την Ένωση με την Ελλάδα.
[6] Όταν η Λευκωσία έγινε Σεράγεβο, iospess Ελευθεροτυπία 26/12/1999
[7] Το βιβλίο, «Το Κυπριακό και τα διεθνιστικά καθήκοντα των ελληνοκυπρίων επαναστατών» Β’ έκδοση, αποτελεί συλλογική δουλειά Τούρκων και Ελλήνων αγωνιστών, όχι μονο σαν έκδοση αλλά και σαν συγγραφή από τις εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία 1989. Αποτελεί μια σπουδαία παρακαταθήκη για το εργατικό διεθνιστικό κίνημα. Δεν έχει επανεκδοθεί από τότε και είναι εξαντλημένο. Διατίθεται ηλεκτρονικά στο σύνδεσμο αυτό από την ΟΡΜΑ.