Κομμουνιστές και εκλογές: στρατηγική και τακτική προσέγγιση
του Αλέξανδρου Γανδή
Ο κοινοβουλευτισμός ως πρωτόλεια δημοκρατία
Η διαδικασία εκλογής με δυνατότητας καθολικής ψηφοφορίας όλων των πολιτών όπως τη βιώνουμε σήμερα στις δυτικές κοινωνίες, δεν είναι προαιώνια και πανανθρώπινη κατάκτηση.
Η αστική τάξη πολύ προσεχτικά διαχειρίζεται την «ελεύθερη» ψήφο όλων των πολιτών. Η συγκρότηση ενός ισχυρού κρατικού μηχανισμού, πρωτοφανούς μεγέθους για την ανθρώπινη ιστορία, όπου ρυθμίζει κάθε ανθρώπινη σχέση (οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική κλπ) και παρεμβαίνει σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα αλλά και φυσικό περιβάλλον δεν μπορεί να υπάρχει με δυνατότητα κυριαρχίας από «μη φιλικές δυνάμεις προς το καθεστώς». Ακόμα και στα μεταπολεμικά βελούδινα χρόνια της πολιτικής συνδιαχείρισης με την αριστερή διανόηση και τα εργατική γραφειοκρατία, έπρεπε να μπουν όρια.
Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν μπορούμε να διαγράψουμε μονοκοντυλιά πως η αστική δημοκρατία έχει δημιουργήσει μια στοιχειώδη παράδοση δημοκρατικής συμμετοχής. Περιοδικά ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να επέμβει και να εκλέξει τους κυβερνώντες (και εξουσιαστές του). Σε αυτές τις περιόδους το σύστημα δημιουργεί μια προσωρινή δυνατότητα «αμφισβήτησης» και αλλαγής. Προφανώς οι αστικές δυνάμεις επιδιώκουν την εξασθένιση αυτής της έντασης. Την αίσθηση του «αδύνατου» αλλαγής διακυβέρνησης και προωθούν την εναλλαγή κυβερνήσεων χωρίς να μπορεί να θιχθεί ο πυρήνας της εξουσίας Διαφορετικά εκλογικά συστήματα με «προϋποθέσεις» συμμετοχής, δικλείδες ασφαλείας με Γερουσίες και Προέδρους που να περιορίζουν το περιθώριο εκλογής «λάθος» κυβέρνησης. Για τους κομμουνιστές οι εκλογές πρέπει να αποτελούν «τέντωμα» αυτής της πολιτικής ευκαιρίας. Προφανώς, στο μέγεθος που υπάρχει και αν μπορούν.
Εκλογές και Πολιτική εξουσία
Οι πολιτικές εκλογές (προεδρικές – κοινοβουλευτικές – δημοτικές) δεν έχουν την ίδια σημασία με αυτές των εργατικών ή φοιτητικών σωματείων. Οι κοινωνικές οργανώσεις και ειδικά οι εργατικές συντεχνίες, αποτελούν τρόπους οργάνωσης του κοινωνικού υποκειμένου. Οι κομμουνιστές αποτελούν τμήμα τους και οφείλουν να βοηθούν στην αυτοοργάνωση τους. Η συμμετοχή σε συνδικαλιστικές εκλογές ή στη συγκρότηση ταξικών – κόκκινων συνδικάτων είναι εργαλείο ταξικής άμυνας. Ακόμα και αν αφορούν διαταξικές ενώσεις (όπως πχ οι φοιτητές) μπορούν να έχουν χρησιμότητα στη σύνταξη της ταξικής πάλης. Οι πολιτικές εκλογές, όμως, έχουν άλλη βαρύτητα και χρησιμότητα.
Οι πολιτικές εκλογές δεν είναι γκάλοπ ούτε καταγράφουν τον πολιτικό και ταξικό συσχετισμό. Συγκροτούν κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις, δηλαδή το συστημικό δίπολο αστικής διαχείρισης. Οι κομμουνιστικές δυνάμεις δεν συμμετέχουν για την καταγραφή ούτε για να διαμορφώσουν ένα μόνιμο εκλογικό μηχανισμό και γραφειοκρατία. Η εκλογική τακτική τους οφείλει να υπηρετεί το σχέδιο κομμουνιστικής ανατροπής και τη στρατηγική υπονόμευσης της καπιταλιστικής νομιμότητας.
Η Κομμουνιστική Διεθνής από τα μέσα του 19ου αιώνα διατύπωσε πως η δυνατότητα αυτοκυβέρνησης του λαού δεν είναι ένα δίκαιο εκλογικό σύστημα, δεν είναι η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης αλλά η ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης. Όμως η αστική δημοκρατία μέσα από την «ελευθερία» της ψήφου μπορούσε να αποκρύψει τη δικτατορία των οικονομικών και εν τέλει πολιτικών σχέσεων. Για τους κομμουνιστές η σημασία της ανάδειξης αυτής της «ψεύτικης» δημοκρατίας έπρεπε να συμβαδίζει με τις διαδικασίες ανατροπής της.
Η περίπτωση του Οτέλο Καρβάλιο στην Πορτογαλία τη δεκαετία του `70, είναι ίσως από τις τελευταίες προσπάθειες εκμετάλλευσης των εκλογών σε επαναστατική κατεύθυνση όταν οι εξεγερμένοι του Γαλλικού Μάη τύπου Κον – Μπεντίτ αναζητούσαν τη θαλπωρή της ειρηνικής σοσιαλδημοκρατίας. Μετά την επανάσταση των Γαρυφάλλων που έδιωξε τη στρατιωτική χούντα του Σαλαζάρ, υπήρχε μια δυνατή Επαναστατική Αριστερά που έπρεπε να δει πως θα μπει στη δημοκρατική μεταπολίτευση. Η συγκρότηση ένοπλου τμήματος και «νόμιμου» πολιτικού κόμματος ήταν στα πρότυπα του Ιρλανδικού ΙΡΑ και της κουβανέζικης παράδοσης. Λόγω του Προεδρικού συστήματος η υποψηφιότητα του Καρβάλιο πήρε 16,46% και περίπου 800.000 ψήφους. Τέσσερα χρόνια μετά αυτά συρρικνώθηκαν στο 1,4% και 80.000, ενώ το 1985 ο ίδιος συνελήφθη και φυλακίστηκε σαν τρομοκράτης.
Η αντιμετώπιση του ρεφορμισμού
Έχουν περάσει σχεδόν δύο αιώνες από την εμφάνιση του κοινοβουλευτισμού και δεν υπάρχει η πρωταρχική αθωότητα της ενιαίας σοσιαλδημοκρατίας. Μέσα από την ωρίμανση της ταξικής πάλης δεν προέκυψε μόνο η διαμόρφωση της επαναστατικής τρίτης διεθνούς αλλά και «ωρίμανση» των αντιπάλων μας. Τα ρεφορμιστικά κόμματα έχτισαν κρατικές διασυνδέσεις και εξασφαλίσεις, δέθηκαν οργανικά μέσα από τη συνδιαχείριση με τα αστικά επιτελεία και δεν αφήνουν «χώρο» για εισοδιστικά πειράματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Ωραία τα ιστορικά παραδείγματα για τον Λένιν και την τακτική απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία που ενοποιούνταν και διασπώνταν αλλά είναι εντελώς αναντίστοιχα.
Η τακτική του Λένιν και της Ρόζας απέναντι στο ΡΣΔΕΚ και στο ΣΚΓ ή του Τρότσκι απέναντι στο σταλινικό ΚΚ δεν ήταν η τακτική απέναντι στους ρεφορμιστές αλλά στα επαναστατικά κόμματα που ξέπεσαν στη μεταρρύθμιση. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα της δεκαετίας του `20 δεν ήταν διασπάσεις από ρεφορμιστικά, αλλά από πρώην επαναστατικά που λύγισαν οριστικά στο βάρος της εθνικιστικής λαίλαπας του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η τακτική του «Ενιαίου Μετώπου» αφορούσε κόμματα και συντρόφους που γεννήθηκαν από την ίδια μήτρα, ίδια παράδοση αλλά απάντησαν διαφορετικά στα στρατηγικά ζητήματα που έβαλε ο καπιταλισμός της κρίσης.
Οι εκλογικές αναμετρήσεις στο Μεσοπόλεμο αφορούσαν την εισβολή στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο της Σοσιαλιστικής Επανάστασης και όχι την καταγραφή του συσχετισμού. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η άμεση δυνατότητα εξέγερσης (όπως στη Γερμανία ή στην Ουγγαρία) η τακτική δεν ήταν «ιδεολογική καθαρότητα». Στη Μέση Ανατολή έγινε προσπάθεια στήριξης αστικών αντιιμπεριαλιστικών καθεστώτων (Κεμάλ – Τουρκία) και στη Σουηδία άνοιξε συζήτηση για την ψήφο ανοχής. Ποτέ δεν υποστηρίχτηκε η στρατηγική «μακράς νομίμου ύπαρξης» αλλά ούτε η ιδεολογική καθαρότητα για τη συντήρηση του μηχανισμού.
Εκλογές και Αντικαπιταλιστική Αριστερά
Πλέον η αριστερά που ξεπήδησε από την Επαναστατική περίοδο του 1968 βρίσκεται σε στρατηγικά αδιέξοδα. Γενιές επαναστατών τη δεκαετία του `70 στρίμωχναν το ΚΚΕ πως η τελευταία φορά που υποστήριξε τη δυνατότητα επανάστασης ήταν πριν από 30 χρόνια (δηλ το 1944). Πλέον σήμερα υπάρχουν γενιές αγωνιστών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που αναγνωρίζουν ως τελευταία επαναστατική ευκαιρία τον Γαλλικό Μάη.
Υπάρχουν κόμματα και πολιτικές τάσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με ζωή 50 – 60 – 70 και 80 χρόνια που δεν έχουν δοκιμάσει να αναμετρηθούν με τον καπιταλισμό. Όμως όλο αυτό το διάστημα μπορεί να έχουν κατέβει δεκάδες φορές στις εκλογές. Ο κίνδυνος μετάλλαξης από μηχανισμό εξέγερσης σε οργανισμό διαμαρτυρίας είναι ορατός. Αν δεν έχει γίνει ήδη.
Στα εκλογικά προγράμματα απουσιάζει εντελώς η πρόταση εξουσίας. Ο σοσιαλισμός γίνεται μια ιδεολογική αναφορά αρχών και ο πολιτικός λόγος εξαντλείται στην ανάδειξη του κινήματος και των αντιστάσεων. Ακόμα και αν μπαίνει μια φράση για την «ανατροπή του καπιταλισμού» ή τη «σοσιαλιστική επανάσταση» αυτό δεν συνδέεται με την καθημερινή πολιτική πάλη. Οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι ακτιβισμοί δεν αποτελούν συνεκτικό σχέδιο χτισίματος απονομιμοποίησης των αστικών θεσμών και κομμουνιστικής εξέγερσης αλλά σύνταξη αγώνα μεταρρυθμίσεων. Εννοείται πως οι αγώνες «αιτημάτων» και μεταρρυθμίσεων δεν είναι άχρηστοι και αδιάφοροι αλλά απολύτως απαραίτητοι. Φτάνει να αποτελούν μέρος σχεδίου εξέγερσης.
Στις διαδικασίες των εκλογών δεν κατατίθενται ιδεολογίες και ιστορικές αφηγήσεις αλλά προτάσεις εξουσίας. Για τα αστικά κόμματα εξυπηρετούν τη διαχείριση του συστήματος και για τα ρεφορμιστικά (αν υπάρχουν) για να διαμεσολαβήσουν τη λαϊκή αγανάκτηση και αντίσταση σε ρεαλιστικούς δρόμους στην καπιταλιστική νομιμότητα. Οι εκλογές δεν είναι πεδίο ανατροπής και η δυσκολία για τους επαναστάτες είναι πως πρέπει κάθε φορά να έχουν επικαιροποιημένο σχέδιο ανατροπής. Να καταθέτουν ένα σχέδιο επανάστασης ακόμα κι όταν αυτό δεν υπάρχει στον κοντινό ορίζοντα. Η πρόταση κομμουνιστικής εξουσίας δεν είναι ιδεολογική αναφορά στο χαρτί, αλλά διαμόρφωση ενός μηχανισμού και κινήματος που να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες. Να διαβάζει τις αδυναμίες του καθεστώτος και να αναδεικνύει τις όποιες δυνατότητες ανεξάρτητης παρέμβασης του κομμουνιστικού κινήματος.
Στον 21ο αιώνα οι δυνάμεις της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς μπρος στις συμπληγάδες τις καπιταλιστικής κρίσης και της ακροδεξιάς αντεπανάστασης, επέλεξαν σε όλο τον πλανήτη τη μετάλλαξή τους σε «ριζοσπαστική αριστερά». Το σχέδιο ήταν από τη μία να διαμορφώσουν ένα πλατύ κόμμα κινήματος και από την άλλη έναν σκληρό μηχανισμό στο εσωτερικό του που να διαφυλάσσει την «καθαρή στρατηγική» της επανάστασης. Δοκιμάστηκαν πολλαπλά σχέδια είτε με εισοδιστικές τακτικές σε μεγάλα ρεφορμιστικά κόμματα ή το χτίσιμο πλατιών αντικαπιταλιστικών κομμάτων. Στον ελληνικό χώρο είχαμε και τις δύο εκδοχές. Αλλά η κατάληξη τους είναι η ίδια, όπως και τα αντίστοιχα στις ΗΠΑ και Ευρώπη. Το ISO στις ΗΠΑ διαλύθηκε, το NPA στη Γαλλία διασπάστηκε και το SWP στην Αγγλία (σύμφωνα με τη συνέντευξη στην ΕφΣυν του Καλλίνικου τον περασμένο Δεκέμβρη) ανησυχεί για τη ριζοσπαστική αριστερά που έπαψε να είναι αντισυστημική χωρίς να καταφεύγει σε παλαιομοδίτικους χαρακτηρισμούς (ρεφορμισμός, σοσιαλισμός κλπ).
Ελλάδα: υπάρχει αντικαπιταλιστική ανατροπή της ΝΔ;
Η κρίση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και των δυνάμεων που δοκίμασαν αντικαπιταλιστικό εισοδισμό στο ΣΥΡΙΖΑ (ΔΕΑ, Ξεκίνημα, ΚΟΕ κλπ) έχουν την ίδια μήτρα αλλά, δυστυχώς, οι δυνάμεις αυτές βάζουν το κάρο μπρος από τα άλογα και έτσι ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Όλος αυτός ο χώρος «σφάζεται» για την τακτική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και το οργανωτικό. Όμως οι διαφορετικές δημοτικές κινήσεις και οι συγκεντρώσεις των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν είναι η αιτία αλλά η προσπάθεια μετακύλισης του πολιτικού αδιεξόδου στον «εσωτερικό εχθρό» και σε οργανωτικά ζητήματα. Ακόμα και αν αύριο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έφτιαχνε ενιαίο έντυπο και γραφεία, ενοποιούσε τις δημοτικές κινήσεις και πραγματοποιούσε ενιαία διαδήλωση στην αντιρατσιστική της 18ης Μάρτη δεν θα ανατρέπονταν οι συσχετισμοί επανάστασης – ρεφορμισμού. Γιατί το πρόβλημα που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ σ` αυτές τις εκλογές είναι μεγάλο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει ένα σχέδιο ελάφρυνσης των προβλημάτων του λαού χωρίς απολύτως καμιά δέσμευση. Το φιάσκο του «θα καταργήσουμε τα μνημόνια με ένα άρθρο κι έναn νόμο» έχει γίνει οδηγός για τη δεξιά προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει ούτε μια στοιχειώδης δέσμευση ενάντια στη φτωχοποίηση (πχ κατάργηση του χρηματιστήριου ενέργειας). Αλλά παραμένει ένα μετρήσιμο υπαρκτό πολιτικό εργαλείο.
Η κατάθεση ενός αντικαπιταλιστικού ψηφοδελτίου προφανώς και είναι πολύ ισχυρό εργαλείο ύπαρξης και αναπαραγωγής των πολιτικών κομμάτων και δεν υποτιμούμε τη χρησιμότητα του. Όμως αν θέλουν να ξεφύγουν από την καταγραφή του ιδεολογικού ρεύματος, θα πρέπει να ισχυριστούν πως την επόμενη τετραετία η ανατροπή της ΝΔ (και του καπιταλισμού) θα γίνει από τα κάτω. Ο χώρος της κινηματικής αντιπολίτευσης «σε οποιαδήποτε κυβέρνηση» που δεν διεκδικεί αντικαπιταλιστικές ανατροπές, καλύπτεται από το ΚΚΕ. Δυστυχώς, το κοντινό παρελθόν δεν μας κάνει αισιόδοξους. Ούτε στις «πλατείες» με τον κόσμο στους δρόμους, ούτε στην καραντίνα με την κρατική τρομοκρατία επιχειρήθηκε μια πρόταση ανατροπής.
Όπως περιγράψαμε και πιο πάνω η στρατηγική της ριζοσπαστικής αριστεράς έχει αποτελέσει πολιτική μετάλλαξη των κομμάτων. Δυστυχώς, επαναλαμβάνουν το ίδιο λάθος του σταλινισμού που διέλυσε τις κομμουνιστικές οργανώσεις. Η διαφύλαξη της επαναστατικής καθαρότητας χωρίς σχέδιο εξέγερσης, πώς μπορεί να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα από την ΕΔΑ της δεκαετίας του `60; Το ΚΚΕ ήταν το κόμμα που είχε βγει από δέκα χρόνια ένοπλου αγώνα και είχε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση για τη δυνατότητα διατήρησης της καθαρότητας του. Αλλά από τότε και μέχρι σήμερα μονίμως ψάχνει πλατιά σχήματα και μετά ανακαλύπτει πως αυτά με κάποιον τρόπο «διαβρώνουν το κόμμα». Όταν τα πλατιά σχήματα γίνονται μόνιμοι μηχανισμοί δεκαετιών, τότε αυτοί κυριαρχούν οργανωτικά και ιδεολογικά στο κέντρο. Ακόμα κι αν προκύψει διάσπαση, το «κέντρο» θα έχει αποσπαστεί από την οργάνωση της καθημερινής εξεγερτικής μάχης.
Δεν ανατρέπει τη φυσιογνωμία ενός κόμματος ούτε η συμμετοχή στις εκλογές, ούτε τα πλατιά σχήματα, ούτε τα μαζικολαϊκά αιτήματα. Όπως δεν συντηρεί τίποτα η αφηρημένη καθαρότητα. Το μόνο που μπορεί και κρίνει, εν τέλει, την επαναστατική στρατηγική είναι η σύνταξη την κομμουνιστικής εξέγερσης στις υπάρχουσες συνθήκες. Όποιος την αναβάλλει για δεκαετίες σε καλύτερες συνθήκες, τότε απλά διακόπτει τη σύνδεση του με την κομμουνιστική εξέγερση.
Και το ζήτημα δεν είναι να αναλύσουμε τα προβλήματα και τους συμβιβασμούς αλλά να καταθέσουμε λύσεις.