Στη σύγχρονη μεταπολεμική Ευρώπη υπάρχει μια τεράστια άρνηση να αναγνωριστούν δεξιά, αντιδραστικά και φασιστικά κινήματα. Υπάρχουν πολλές αιτίες για αυτό το φαινόμενο και αυτές βρίσκονται στα λάθος πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται.
Η πλειοψηφία των οργανώσεων αναπαράγει τσιτάτα περί καπιταλισμού που «σαπίζει» εδώ και έναν αιώνα και πως από την περίοδο του ιμπεριαλισμού «έχει φτάσει στο ανώτατο στάδιο» οπότε δεν έχει καμία δυνατότητα να εμπνεύσει κινήματα. Εδώ βρίσκεται ένα δεύτερο «λαϊκίστικο» λάθος. Στη σύγχρονη αντικαπιταλιστική πολιτική σκηνή κυριαρχούν αντιλήψεις «πλήθους» και μηχανιστικής ταύτισης πολιτικών σχηματισμών με κοινωνικών στρωμάτων. Τα αστικά κόμματα αποτελούνται από αστούς, οι φασίστες είναι τσιράκια και μπάτσοι των αφεντικών και οι ταξικές ή ρεφορμιστικές οργανώσεις από εργάτες, φοιτητές και μαθητές. Έτσι η πτώση του καπιταλισμού θα επέλθει από τη μαζική (και συνειδητή) συμμετοχή της τάξης και απέναντι της θα βρει μόνο υπουργούς, μπάτσους και δικαστές. Ένα τρίτο λάθος είναι ότι η ταύτιση της προοδευτικότητας ενός «κινήματος» βασίζεται στην αντιμπατσική – αντικυβερνητική μαχητικότητα και όχι στο «πρόγραμμα» που υπηρετεί. Ένα τέταρτο λάθος είναι η ταύτιση των φασιστικών – ακροδεξιών κινημάτων με την τριπλέτα «Τάγματα Εφόδου – αντιεβραϊσμός – αγκυλωτός σταυρός». Κάθε κίνηση που δεν περιλαμβάνει αυτά τα στοιχεία είναι «θολή» και μπορεί να διεκδικηθεί.
Σε μια περίοδο transit όπως αυτή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η ανασφάλεια, η απονομιμοποίηση των υπαρχόντων θεσμών, η αναζήτηση διαφορετικής προοπτικής μπορεί να πυροδοτήσει εντελώς αντίρροπες δυνάμεις. Η κυριαρχία της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής δεν αποτελεί μια διαδικασία πειθούς αλλά ταξικής πάλης. Η άρνηση του κοινοβουλευτισμού δεν θα προέλθει από μια ενιαία διαδικασία «κινήματος» όπου η επαναστατική στρατηγική θα πλειοψηφήσει στις δυνάμεις που επιθυμούν μια εθνικιστική, αντιμεταναστευτική στρατηγική. Το κάθε στρατόπεδο βασίζεται σε κάποια ιστορικά σύμβολα, διεκδικήσεις και πρόγραμμα και ξεπηδά από διαφορετικά πολιτικά επιτελεία και κοινωνικές ομάδες.
Το αντικαπιταλιστικό στρατόπεδο δεν πρέπει να βαφτίζει το ψάρι – κρέας και να ανακαλύπτει «δυνατότητες» και «εξεγέρσεις» σε κάθε διαδήλωση που μοιάζει να έχει κόσμο. Η πολιτική υποχωρητικότητας σε εθνικιστικές κινήσεις, η αποπολιτικοποίηση της παρέμβασης, η εθελοντική υποστολή σημαιών – ονομάτων για χάρη της «κοινωνικής γείωσης» δεν υπακούουν σε μια νικηφόρα τακτική, ούτε καν σε συμβιβασμό. Πρόκειται για μια εθελοντική παράδοση στον ταξικό αντίπαλο πιο μεγάλη από τον υπάρχον συσχετισμό δύναμης. Είναι διαφορετικό, λοιπόν, να αναζητούμε πως θα μετατρέψουμε ένα συμβιβασμένο εργατικό κίνημα σε νικηφόρο και είναι διαφορετικό να διαλύουμε τις οργανώσεις και το πρόγραμμα μας σε ένα εθνικιστικό χυλό με προκάλυμμα «οικονομικά αιτήματα».
Το αντιμνημονιακό κίνημα το 2009 δεν είχε μόνο τις αριστερές οργανώσεις που υποστήριξαν τις «πλατείες». Τα Εμπορικά Επιμελητήρια, ο Θεοδωράκης, οι «ψεκασμένοι» είχαν συγκροτήσει τη «Σπίθα» και συμμετείχαν με συλλαλητήρια αναζητώντας μια «εθνική» διέξοδο στην κρίση. Ήταν η κοινωνική και πολιτική βάση της «πάνω πλατείας» που νομιμοποίησε για πρώτη φορά στο μαζικό κίνημα την ελληνική σημαία. Παράλληλα η Χρυσή Αυγή από μία ολιγομελή γκρούπα δημιούργησε μαζικούς, ρατσιστικούς, αντεπαναστατικούς θύλακες σε γειτονιές της Αθήνας. Μια ταξική κομμουνιστική στρατηγική θα έπρεπε να συντρίψει τις δύο αντιδραστικές αυτές τάσεις για να μπορέσει να προβληθεί ως αντίπαλο δέος στο αστικό σύστημα. Η επιλογή της μη-σύγκρουσης με αυτά τα κινήματα οδήγησαν στην περιθωριοποίηση των όποιων αντικαπιταλιστικών προτάσεων και την ανάδειξη ενός λαϊκού εθνικισμού από τη μία και μια κεντροαριστερή διαχείριση του καθεστώτος από την άλλη.
Το «κίνημα» λοιπόν στη Βενεζουέλα είναι και «αντιμπατσικό» και αντικυβερνητικό και παλεύει ενάντια στην ανεργία και στην πείνα αλλά την αναζητά στην υποστήριξη και διατήρηση των πολυεθνικών και στη συμμαχία με τις ΗΠΑ. Το Brexit μπορεί να αντιδρά στην ΕΕ αλλά είναι από την πλευρά της αστικής αντίδρασης ενός περήφανου ιμπεριαλιστικού κέντρου. Τα «Κίτρινα Γιλέκα» μπορεί να ζητάνε αυξήσεις και να μάχονται ενάντια στη λιτότητα και στις απολύσεις αλλά είναι η μικροαστική εθνικιστική αντίδραση στην πληγωμένη υπερηφάνεια του γαλλικού αστισμού. Μέσα σε μια διετία τεράστιων εργατικών κινητοποιήσεων αναζητούν εναλλακτική προοπτική σε μια Γαλλία – φρούριο με οικονομικό προστατευτισμό και ενάντια στους μετανάστες.
Η μάχη, λοιπόν, των αντικαπιταλιστικών οργανώσεων δεν είναι ενάντια σε μια «δεξιά» πτέρυγα του ταξικού κινήματος. Δεν πρόκειται για μια σκληρή πολιτική μάχη «εντός» του κινήματος. Για να μπορέσει να υπάρξει μια κομμουνιστική στρατηγική στην υπάρχουσα πολιτική περίοδο θα πρέπει να συγκρουστεί ενάντια στην «εισβολή» των αστικών εθνικιστικών και ρατσιστικών στρατηγικών που προσπαθούν να λανσαριστούν ως «πτέρυγα» του εργατικού κινήματος.
Η δυνατότητα κομμουνιστικής αντεπίθεσης φαντάζει μακρινό όνειρο σήμερα αλλά οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Το εργατικό κίνημα δεν έχει συντριφτεί, ο βόρβορος του εθνικισμού και φασισμού όχι μόνο δεν ηγεμονεύει αλλά έχει σημαντικές αδυναμίες. Αλλά για να μπορέσει να υπάρξει μια ευκαιρία σε αυτή την καπιταλιστική κρίση θα πρέπει να υπάρχει ένα επιτελείο αποφασισμένο να δώσει αυτή τη μάχη αναγνωρίζοντας τους «φίλους» και τους «εχθρούς».