Κάτω τα χέρια από τα σωματεία – συνδικάτα! Αλλά για να τα υπερασπιστούμε αποτελεσματικά, πρέπει να γίνουν Κόκκινα!
Η νέα κλιμάκωση της επίθεσης της κυβέρνησης της ΝΔ αφορά την οργάνωση της εργατικής τάξης. Το αστικό μπλοκ ξέρει πως για να καταστραφεί κάθε δημοκρατική και κοινωνική κατάκτηση του περασμένου αιώνα θα πρέπει να συνθλιβούν τα μέσα μάχης των πληβείων τάξεων. Στη Μεταπολιτευτική ελληνική πολιτική πραγματικότητα αυτά είναι πολύ συγκεκριμένα: η δυνατότητα διαδήλωσης – συγκέντρωσης και της πιο μικρής θεματικής ομάδας, οι διαδικασίες του φοιτητικού κινήματος μέσα από παρεμβάσεις – συνελεύσεις – κινητοποιήσεις, τα Εξάρχεια ως εναλλακτικό κοινωνικό εργαστήρι, οι κοινωνικές – πολιτικές καταλήψεις και η σωματειακή – συνδικαλιστική δράση. Αν ο αστισμός «ξηλώσει» το δικαίωμα στις απεργίες – διαδηλώσεις – συνελεύσεις τότε οι πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην αντικαπιταλιστική στρατηγική έχουν ξεδοντιαστεί. Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται το νέο νομοσχέδιο που δεν αλλάζει μόνο τις εργασιακές σχέσεις αλλά συνθλίβει κάθε δυνατότητα οργάνωσης και παρέμβασης της πολιτικής – αγωνιστικής πρωτοπορίας των εργαζομένων.
Αυτή η επίθεση δεν είναι καινούρια. Από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 η αστική τάξη δεν έχει περιθώρια συνδιαλλαγής και «παραχωρήσεων» προς την εργατική τάξη. Γρήγορα οι ρεφορμιστές ανακάλυψαν πως δεν είχαν «να πουλήσουν» στους εργαζόμενους που εκπροσωπούσαν «νίκες μέσα από σκληρή διαπραγμάτευση». Έτσι κι αλλιώς η συνδικαλιστική ηγεσία περισσότερο έμοιαζε με «εργατική αριστοκρατία» παρά με «συνδικαλιστική γραφειοκρατία». Τα συνδικάτα έχουν πολύ σύντομο χρόνο νόμιμης ύπαρξης στην κοινωνική και πολιτική ζωή και δεν έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν διευρυμένη κοινωνική νομιμοποίηση και αναγκαιότητα. Ούτε δύο γενιές συνδικαλιστών δεν μπόρεσε η αστική τάξη να δεχτεί ως «συνομιλητές» και γρήγορα δοκιμάζει να πετάξει ξανά στο περιθώριο τη συνδικαλιστική δράση. Τα παραδείγματα σαν αυτό του Τσουκαλά (πρώην προέδρου της ΟΤΟΕ) όπου πήρε εφάπαξ 1.000.000€ το 2013 εν μέσω μνημονίων από τους τραπεζίτες στη συνταξιοδότηση του για τις υπηρεσίες που προσέφερε, είναι ένα παράδειγμα αρπακτικού τυχοδιωκτισμού που διέπει τις ηγεσίες των μεγάλων συνδικάτων.
Μέχρι και τότε οι δυνάμεις που αναφέρονται στον αντικαπιταλισμό «άφηναν» την καθημερινή οργάνωση των συνδικάτων στο ρεφορμισμό και ασκούσαν «κριτική από τα αριστερά». Για κάθε σύνθημα πχ εβδομάδα 37,5 ωρών και 750€ βασικό, απαντούσαν με 35ώρο και 1000€ και η «άκρα αριστερά – αναρχία» για 30ώρο και 1400€. Με την εγκατάλειψη των συνδικάτων από τους ρεφορμιστικούς μηχανισμούς βρέθηκαν μαζικά σε θέση διοικήσεων στελέχη από την Επαναστατική Αριστερά και Αναρχία. Για πρώτη φορά μετά τη Μεταπολίτευση παρατάξεις από αυτόν τον χώρο «ελέγχουν» δεκάδες σωματεία και φτάνουν να έχουν εκλεγμένους και σε δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η επιλογή που ακολούθησε η συντριπτική πλειοψηφία των οργανώσεων και μεμονωμένων αγωνιστών είναι να συνεχίσουν τη δουλειά που παράτησαν οι «γραφειοκράτες». Το σχέδιο είναι απλουστευμένο: αν βρεθούν στην ηγεσία έντιμοι αγωνιστές και όχι «ξεπουλημένοι» τότε θα υπάρχει ανάταση του ταξικού κινήματος. Η υποτίμηση, όμως, της δύναμης που ασκεί η «καθημερινότητα», μετατρέπει αυτούς τους αγωνιστές σε κομμάτι του δισταγμού, της ατολμίας και ενισχύει τις πολιτικές του «ρεαλισμού».
Τα συνδικάτα και σωματεία για να είναι ταξικά οφείλουν να είναι στο πλάι του πολιτικού αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και πιο συγκεκριμένα της πτώσης της κυβέρνησης της ΝΔ. Το βλέπαμε τα περασμένα χρόνια πόσο διστακτικοί ήταν οι συνδικαλιστές της άκρας αριστεράς και αναρχίας να ΔΟΚΙΜΑΣΟΥΝ να εμπλέξουν τις εργατικές ενώσεις στις αντιφασιστικές και αντιεθνικιστικές μάχες. Κανένα σωματείο (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) δεν δοκίμασε να αντιπαρατεθεί στο δρόμο με τα φασιστικά ή εθνικιστικά συλλαλητήρια. Το είδαμε πικρά τον τελευταίο χρόνο, όπου η πρώτη και μοναδική εργατική συγκέντρωση για κριτική στη διαχείριση της επιδημίας από την κυβέρνηση της ΝΔ έγινε ένα χρόνο μετά την κήρυξη της πρώτης καραντίνας και αυτή απέφευγε να σχολιάσει καν την απαγόρευση κυκλοφορίας και τα κυνηγητά στους δρόμους και τις πλατείες.
Τα συνδικάτα για να μπορούν να υποστηρίξουν την ύπαρξη τους στη νέα πολιτική πραγματικότητα δεν μπορεί να αναζητούν την αποδοχή του δεξιού μικροαστού, αλλά να αποτελέσουν ξανά πολιορκητικό κριό της αριστεράς για τις ταξικές μάχες. Για να γίνει αυτό όμως, χρειάζεται οι πολιτικές οργανώσεις να μην κρύβονται πίσω από τις κοινωνικές. Πρέπει να σηκωθεί η σημαία της αδιάλλακτης αντιπαράθεσης με το αστικό μπλοκ και να χρησιμοποιηθεί κάθε σωματείο, κάθε στέκι, κάθε σύλλογος για αυτό το σκοπό. Κόντρα στις μεμψιμοιρίες και στην ηττοπάθεια μπορούμε να ανασυγκροτηθούμε νικηφόρα!