Μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους το 2001, οι ΗΠΑ εγκαινίασαν μια νέα φάση επιθετικότητας του ιμπεριαλισμού. Κατακτώντας μια μαζική κοινωνική νομιμοποίηση, επιτέθηκαν στο τότε Κοινωνικό Συμβόλαιο με τη στρατηγική της «θυσίας ενός μέρους της ελευθερίας για να διατηρηθεί η ασφάλεια του έθνους». Για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απαξιώνεται η ρήση του Β. Φραγκλίνου «Όσοι θυσιάζουν στοιχειώδεις ελευθερίες για λίγη ασφάλεια, δεν αξίζουν ούτε ελευθερία ούτε ασφάλεια» και η οποία γίνεται σύνθημα ενός δημοκρατικού αντιπολεμικού κινήματος.
Το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει ανάγκη τους δημοκρατικούς θεσμούς για να λειτουργήσεις. Αντιθέτως, η Δημοκρατία είναι μια συμβιβαστική λύση με τεράστιο οικονομικό κόστος. Όχι μόνο σε επίπεδο γραφειοκρατίας (π.χ. Κοινοβούλιο, Κόμματα, Συνδικάτα κλπ) αλλά και σε επίπεδο κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Η διαδικασία διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους απαιτεί κάποιας μορφής κοινωνικού κράτους και εκχωρήσεις στις πληβείες τάξεις. Η Δημοκρατία «εκχωρείται» από την αστική τάξη μόνο όταν υπάρχουν ταυτόχρονα δύο όροι: από τη μία μαζικά κινήματα και οργανώσεις των πληβείων τάξεων και από την άλλη μια οικονομική άνεση, μια φάση ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας ώστε να «αντέχει» πχ τα επίπεδα μισθών, την ποιότητα και το βάθος του κοινωνικού κράτους κλπ.
Οι πρωταρχικές μορφές καπιταλιστικής κυριαρχίας βασίζονται σε αστυνομικά κράτη και η «Δημοκρατία» έρχεται σε δεύτερη φάση μόνο όταν συνυπάρχουν και οι δύο προϋποθέσεις της παραπάνω παραγράφου. Το κράτος π.χ. των ΗΠΑ είναι μια ιστορία σερίφηδων, ρατσισμού, μαφιόζων και εργοδοτικής τρομοκρατίας όπου η αριστερά εμφανίστηκε να αντιμετωπίσει αυτά τα φαινόμενα. Η ένταξη του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής έγινε με τρομαχτικά κατασταλτικά μέσα. Οι δικτατορίες, δηλαδή, αποτελούν βασικό οικονομικό εργαλείο εξασφάλισης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και η συντριβή των όποιων οργανώσεων της εργατικής τάξης έρχεται σε δεύτερο, συμπληρωματικό επίπεδο.
Η πολιτική της Καραντίνας[1], λοιπόν, δεν είναι κάποιο ιατρικό, ανθρωπιστικό εργαλείο αλλά μια απάνθρωπη κατασταλτική πολιτική. Εμφανίστηκε για πρώτη φόρα στην πανδημία του 14ου αιώνα της Μαύρης Πανώλης. Το καθεστώς τότε μην επενδύοντας στην ιατρική επιστήμη επέλεξε τη στρατηγική της Καραντίνας, δηλαδή της απομόνωσης ενός κομματιού του πληθυσμού, διασώζοντας το υπόλοιπο. Φυσικά, συνοδευόταν με δαιμονοποίηση απροσδιόριστων εχθρών (πχ σεξ, γάτες, Εβραίοι κλπ). Εννοείται πως Καραντίνα δεν υπήρχε για το στρατό και την Εκκλησία. Οι βασικοί πυλώνες της εξουσίας εξαιρούνταν από την πολιτική της Καραντίνας και αποκαλύφθηκε πως ήταν οι βασικοί φορείς εξάπλωσης μέσα από την προσπάθεια κατάληψης και καταστολής των περιοχών.
Η καραντίνα και η απαγόρευση κυκλοφορίας είναι το ύστατο, αντιδημοκρατικό μέτρο μιας κοινωνίας που δεν έχει κανένα προνοιακό σύστημα. Η Ινδία επιστρατεύει το νόμο του βούρδουλα και το αμείλικτο κυνηγητό στους δρόμους. Στην Αφρική ο στρατός έχει το ελεύθερο να πυροβολεί τους «παραβάτες». Ήδη στη Ρουάντα έχουμε τους πρώτους νεκρούς από σφαίρες, όχι από τον ιό. Στην Ουγκάντα έχει επιβληθεί ολική απαγόρευση κυκλοφορίας ακόμα και για έκτακτα περιστατικά υγείας ή απλής τροφοδοσίας, όπου ο στρατός έχει αναλάβει αυτά τα καθήκοντα. Το κράτος, σε κάθε μεριά του πλανήτη, προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις εκατόμβες νεκρών κι όχι τη θεραπεία των αρρώστων.
Η πολιτική της Καραντίνας είναι η άλλη όψη της πολιτικής της Ανοσίας της Αγέλης. Και οι δυο μαζί συνδυαστικά θα μπορούσαν να είναι εργαλεία αντιμετώπισης μιας επιδημίας. Μια στοχευμένη, προστατευμένη απομόνωση ευαίσθητων ομάδων και η παράλληλη δημιουργία αντισωμάτων στην πλειοψηφία του πληθυσμού θα ήταν μια λύση με βάση το γνωσιολογικό επίπεδο αυτής της περιόδου. Εννοείται μια τέτοια πολιτική πρέπει να συνδυάζεται με ένα επαρκέστατο επίπεδο περίθαλψης με χιλιάδες κρεβάτια ΜΕΘ. Και οι δύο εφαρμογές της, όμως, όταν γίνονται από ακροδεξιές κυβερνήσεις του αστισμού έχουν σαν μόνο κριτήριο το οικονομικό κόστος και όχι την ευημερία του πληθυσμού.
Και οι δύο τακτικές, όπως εφαρμόζονται σήμερα, αποδέχονται τις χιλιάδες απώλειες ζωής αφού παίρνουν ως δεδομένο το υπάρχον ανήμπορο επίπεδο περίθαλψης. Η «καραντίνα» ελπίζει σε μια μακρόχρονη κατανομή των θανάτων ώστε να διαχειριστεί το κοινωνικό κόστος. Η «ανοσία της αγέλης» επενδύει στο δόγμα του σοκ, και στην ταχύρρυθμη «εκκαθάριση» της κοινωνίας, γιατί εκτιμά πως το κόστος «καραντίνας» σε μια περίοδο πολλών μηνών θα διαλύσει τον οικονομικό και κοινωνικό πυρήνα με απρόβλεπτες συνέπειες. Το «κόστος», λοιπόν, θα αναγκάσει και τις δυο πολιτικές να κάνουν τράμπα τα εργαλεία τους. Ήδη η Αγγλία αρχίζει να εφαρμόζει καραντίνα ώστε να μετριάσει το κοινωνικό κόστος αλλά και να κόψει τον καταστροφικό ρυθμό εξάπλωσης. Όμως, σύντομα, οι χώρες υπό την πολιτική της καραντίνας θα δοκιμάσουν να επανέλθουν σε κάποια κανονικότητα γιατί το οικονομικό κόστος θα είναι δυσβάσταχτο.
Αυτή η νέα συνθήκη θα δοκιμάσει να αφήσει έξω από τις περιοριστικές πολιτικές το σκληρό πυρήνα του κράτους: τον στρατό και την αστυνομία. Όπως στο Μεσαίωνα, έτσι και τώρα η άρχουσα τάξη θα δοκιμάσει να επιβάλλει την Τάξη με κάθε κόστος, ακόμα και με νέες εκατόμβες νεκρών.
Το καθήκον των Κομμουνιστών δεν είναι τα δίκτυα αλληλεγγύης σε ένα ερημωμένο τοπίο. Δεν είναι ο ρόλος του Ερυθρού Σταυρού (ή Ημισελήνου) σε περίοδο πολέμου. Είμαστε αυτοί που θα βάλουμε τις βάσεις να ανατραπεί αυτό το νέο αστυνομικό κράτος. Όχι γιατί θαυμάζουμε τη Δημοκρατία που το γέννησε, αλλά γιατί συνεχίζουμε να οραματιζόμαστε μια κοινωνία Ελεύθερη και Ανθρώπινη.
[1] Η λέξη καραντίνα προέρχεται από την ενετική παραλλαγή της ιταλικής φράσης quaranta giorni (σαράντα μέρες). Οι σαράντα μέρες αναφέρονται στην υποχρεωτική περίοδο απομόνωσης των πλοίων και του πληρώματος, κατά την επιδημία της Μαύρης Πανώλης.