Ιταλία, εκλογές κρίσης αστάθειας και έλλειψης προσανατολισμού
Οι εκλογές στην Ιταλία διέψευσαν κάθε προηγούμενη πρόβλεψη ακόμα και για τα πολυτάραχα δεδομένα της ιταλικής πολιτικής σκηνής των τελευταίων δεκαετιών. Κάθε κορμός, είτε δεξιός είτε κεντροαριστερός, γύρω από τον οποίο αναρίθμητα κυβερνητικά σχήματα στήνονταν όλη την μεταπολεμική περίοδο έχει καταρρεύσει ενώ η ακροδεξιά σηκώνει κεφάλι.
Οι ανατροπές
Η παραδοσιακή χριστιανοδημοκρατική δεξιά στην μορφή της Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι από μία αναμενόμενη θριαμβευτική – σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις – επιστροφή πέφτει στο 14% με απώλεια 2,8 εκατομμύρια ψήφων ενώ η μεταλλαγμένη κεντροαριστερά με το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) του Μάριο Ρέντσι κατρακυλάει στο 18,8% με απώλεια 2,5 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του 2013. Νικητής των εκλογών αναδεικνύεται το Κίνημα των 5 Αστέρων (M5S) ξεπερνώντας κάθε προσδοκία και φτάνοντας 32,6% με αύξηση σχεδόν 3 εκατομμύρια ψήφους. Την ίδια στιγμή τα ακροδεξιά κόμματα κατορθώνουν σημαντικά ποσοστά με την πρωτοκαθεδρία της Λίγκας του Βορρά με 17,3% και αύξηση κατά 4,1 εκατομμύρια ψήφους. Ο Ρέντσι, το αγαπημένο παιδί των αστών στην Ιταλία (μη εκλεγμένος πρωθυπουργός την περίοδο 2014-2016) και πρότυπο ηγέτη για την Ευρωπαϊκή Ένωση που θα έφερνε την πολυπόθητη αναγέννηση στην Ιταλία, οδηγήθηκε στην παραίτηση από την ηγεσία του κόμματος. Το Δημοκρατικό Κόμμα χάνει στελέχη του που παραιτούνται είτε μεταναστεύουν στο Κίνημα των 5 Αστέρων. Ένα κόμμα που υιοθέτησε κάθε νεοφιλελεύθερη πολιτική και μεταρρύθμιση τα τελευταία οκτώ χρόνια σε μία προσπάθεια να βγάλει την χώρα από την οικονομική κρίση αλλά με μηδαμινά αποτελέσματα. Η Ιταλία έχει, μετά την Ελλάδα, την δεύτερη μεγαλύτερη αναλογία χρέους και ΑΕΠ, υψηλή ανεργία, χαμηλή παραγωγικότητα και κανένας καπιταλιστής δεν επενδύει. To ΑΕΠ το 2016 1.8 τρις $ που απέχει πολύ από το 2.4 τρις $ του 2008. Οι ιταλικές τράπεζες είναι σε εξαιρετικά άσχημη κατάσταση καθώς οι υποχρεώσεις τους στο ευρωσύστημα Target2 είναι σήμερα στα 444 δις ευρώ. Η φτώχεια εξαπλώνεται και οι αντεργατικές μεταρρυθμίσεις γίνονται καθεστώς μαζί με την κατάρρευση του συστήματος υγείας, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, και τις αντιδραστικές αλλαγές στην εκπαίδευση.
Ο Μπερλουσκόνι, τρεις φορές πρωθυπουργός στο παρελθόν, απέτυχε να κάνει την επιστροφή του και να γίνει ο ρυθμιστής της ασφάλειας και της σταθερότητας όπως διαμήνυε σε κάθε σαλόνι των Βρυξελλών εξασφαλίζοντας την τιθάσευση κάθε ευρωσκεπτισμού δεξιά και αριστερά και της συνέχιση μίας σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής στα χνάρια του Ρέντσι δεσμευόμενος ο ίδιος να μην δημιουργήσεις εντάσεις και αμφισβητήσεις.
Τα δύο προηγούμενα κυρίαρχα κόμματα δεν μπορούν πια να καθορίσουν τις εξελίξεις. Αντίθετα το Κίνημα των 5 Αστέρων φαίνεται να είναι ο ρυθμιστής των εξελίξεων από την μία μεριά αλλά και από την άλλη πλευρά η Λέγκα θέλει να παίξει και αυτή καθοριστικό ρόλο για την επόμενη κυβέρνηση της Ιταλίας υποσκελίζοντας την Φόρτσα Ιτάλια.
Το Κίνημα των 5 Αστέρων (M5S), ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα με ιστορία 8 χρόνων με θολές θέσεις που κυμαίνονται από αντιδραστικές έως προοδευτικές, έχει βρεθεί στην θέση του ρυθμιστή των εξελίξεων παραμερίζοντας για πρώτη φορά την προηγούμενη τακτική «ενάντια σε όλους» που το καθόρισε σε σημαντικό βαθμό και του έδωσε εν μέρει την πρωτοκαθεδρία στις εκλογές. Ήδη από την προεκλογική περίοδο έχει εγκαταλείψει τις πιο ‘ακραίες’ ευρωσκεπτικές θέσεις. Ο ιδρυτής του δήλωνε λίγο πριν τις εκλογές «είμαστε λίγο χριστιανοδημοκράτες, λίγο δεξιοί, λίγο αριστεροί, λίγο κεντρώοι… μπορούμε να προσαρμοστούμε…» σε μία προφανή δήλωση προς κάθε κατεύθυνση ότι το κόμμα του μπορεί να ταιριάξει σε κάθε ανάγκη συμμαχίας για μία μελλοντική κυβέρνηση, όπως έχει προσαρμόσει όλη την ρητορική του στην κυρίαρχη λογική των τελευταίων μηνών στην Ιταλία γύρω από τα θέματα νόμου και τάξης ενισχύοντας και αυτό την ρατσιστική και αντιμεταναστευτική ρητορική και την ίδια στιγμή οι ευρωσκεπτικές αναλύσεις του κόμματος χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους. Η ρευστότητα των θέσεων που ήταν το κυρίαρχο αν όχι και το μοναδικό πολιτικό χαρακτηριστικό του M5S αρχίζει και χάνεται και ακριβώς αυτό μπορεί να του στοιχίσει εκλογικά στις επόμενες εκλογές, που στην Ιταλία έχουν την συνήθεια να γίνονται τακτικά. Αλλά μέχρι τότε πρέπει να λυθεί το στοίχημα των συμμαχιών για να προκύψει μία κάποια κυβέρνηση.
Η άκρα δεξιά
Και εδώ εμφανίζεται η μεγάλη έκπληξη των εκλογών. Καθώς η Φόρτσα Ιτάλια βυθίζεται στην δική της κρίση και γίνεται αναπληρωματικός παίκτης, στο δεξιό μέτωπο ένας παλιός γνώριμος εμφανίζεται ιδιαίτερα ενισχυμένος και παίρνει την πρωτοκαθεδρία στον κεντροδεξιό συνασπισμό απέναντι στον Μπερλουσκόνι. Η Λίγκα του Βορρά με 5,6 εκατομμύρια ψήφους έρχεται να δείξει ότι δίπλα στην αποδυνάμωση της παραδοσιακής δεξιάς και κεντροδεξιάς, ενισχύεται η άκρα δεξιά. Η Λίγκα του Βορρά έχει πάψει να είναι ‘του Βορρά’ καθώς έχει εγκαταλείψει σχεδόν πλήρως τον παλιό τοπικισμό της και γίνεται μία ρατσιστική Λίγκα της Ιταλίας, δεν φταίνε πια οι Σικελοί και οι Ναπολιτάνοι αλλά οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, αυξάνοντας τις ρατσιστικές θέσεις που παραδοσιακά είχε αλλά πια σκληραίνοντας ακόμα πιο πολύ την ρατσιστική ρητορική αλλά και με επιθέσεις. Για την μεγάλη αντιφασιστική συγκέντρωση που έγινε στην Ματσεράτα ενάντια στην δολοφονική επίθεση με όπλο από τοπικό στέλεχος της φασιστικής Φόρτσα Νουόβα αλλά ταυτόχρονα και υποψήφιος της Λίγκα στις τοπικές εκλογές (υπάρχουν συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ των κουστουμιών και των τραμπούκων) σε έξι Αφρικανούς μετανάστες, ο Σαλβίνι – ηγέτης της Λίγκα – δήλωνε «τον κάνει [η διαδήλωση] να ντρέπεται που είναι Ιταλός». Η προεκλογική εκστρατεία της Λίγκα βασίστηκε στα δύο συνθήματα «Πρώτα οι Ιταλοί» και «Στοπ στην εισβολή» ενδεικτικό της προτεραιότητας που δόθηκε σε μία πολιτική αντιμεταναστευτική και αντιπροσφυγική με σκληρούς όρους πλειοδοτώντας απέναντι στον Μπερλουσκόνι που υπόσχεται 600.000 απελάσεις. Οι προεκλογικές συγκεντρώσεις της Λίγκας αντιμετωπίστηκαν σε πολλές περιπτώσεις δυναμικά από δυνάμεις του ταξικού κινήματος παρόλα αυτά δεν ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να αντιτάξουν ένα διαφορετικό πολιτικό ρεύμα κόντρα στην ανερχομένη ακροδεξιά.
Τη ίδια στιγμή η Λίγκα υιοθετεί την νέα τροποποιημένη ευρωσκεπτική σκέψη που υπάρχει στην Ευρώπη και σύμφωνα με τις τελευταίες δηλώσεις του Σαλβίνι «…θεωρώ ότι είναι ανέφικτη μια ξαφνική και μοναχική έξοδος της Ιταλίας από το Ευρώ», προσθέτοντας «…θα πρέπει να αγνοήσουν το ποσοστό του 3% στην σχέση ελλείμματος-ΑΕΠ», ενώ η θέση της Λίγκα για το ευρώ «…ήταν είναι και θα παραμείνει ένα λανθασμένο νόμισμα». Τα μεγάλα ελλείματα και οι παράλογες απαιτήσεις για πλεονάσματα, τα ισοζύγια εξαγωγών/εισαγωγών, το ακριβό νόμισμα ωθούν ισχυρά κομμάτια του ιταλικού κεφαλαίου σε αναζητήσεις επαναπροσδιορισμού της οικονομικής πολιτικής και των αυστηρών όρων της ευρωζώνης όχι μακριά από την Ε.Ε. αλλά όχι με τους παλιούς καλούς όρους που πια δείχνουν αδιέξοδοι στην κρίση. Δίπλα σε αυτό συνεχίζεται η ίδια και ακόμα πιο εντατική πολιτική των περικοπών για την εργατική τάξη, αλλά με ακόμα πιο αυστηρή πολιτική απέναντι σε μετανάστες και πρσφυγες.
Την σύνθεση των εκλογών από την πλευρά της άκρας δεξιάς συμπληρώνει οι άλλος μεγάλος εταίρος, οι Αδερφοί της Ιταλίας, με άμεσες καταβολές και αναφορές στην μήτρα του ιταλικού φασισμού το MSI (η παλιά μεταπολεμική συνέχεια του μουσολινικού φασισμού), στο 4,35% κερδίζοντας 700 χιλιάδες ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του 2013. Από δίπλα ενισχύθηκαν ένα οχετός ναζιστικών οργανώσεων, η Casa Pound με 260.000 ψήφους και η Φόρτσα Νουόβα με το εκλογικό σχήμα Η Ιταλία στους Ιταλούς με 150.000 ψήφους.
Ο αντιφασισμός ως σημαντική ευκαιρία ανασυγκρότησης του ταξικού κινήματος
Το “Ελεύθεροι και Ίσοι” συμμαχία κομματιών του Δημοκρατικού κόμματος που αποχώρησαν τους προηγούμενους μήνες λαμβάνει 3,3% με 1,1 εκατομμύρια ψήφους, πολύ κάτω από το πιο απαισιόδοξο σενάριο, αφού δεν μπόρεσε να διαφοροποιηθεί καθόλου από την κρίση της κεντροαριστεράς της οποίας όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν οργανικό κομμάτι και για χρόνια έλεγχε το μεγαλύτερο συνδικάτο της χώρας, το CGIL, του οποίου η πολιτική δεν κατόρθωσε τα τελευταία χρόνια να παίξει έναν μαχητικό ρόλο στην οργάνωση εργατικών αγώνων αλλά αντιθέτως οδηγούσε στον συμβιβασμό και στην υποταγή των κυριάρχων πολιτικών.
Ο σχηματισμός της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς Potere al Ρopolo (Εξουσία στο λαό) που συγκροτήθηκε τελευταία στιγμή τον Δεκέμβριο πήρε το 1% με 370.000 ψήφους και το Κομμουνιστικό Κόμμα (με το σημερινό τίτλο από 2012, και υπό άλλες μορφές από το 2009) έχοντας κατέβει για πρώτη φορά από ιδρύσεως του έλαβε 0,35% με 100.000 ψήφους.
Η αντισυστημική ψήφος των Ιταλών μοιράστηκε μεταξύ της λαϊκίστικης ‘σούπας’ των 5 Αστέρων ως αντισυστημικής ψήφου και της μικροαστικής δυσφορίας προς την ακροδεξιά Λίγκα. Η αριστερά δεν κατάφερε να συσπειρώσει την απογοήτευση προς μία αριστερή ταξική κατεύθυνση έστω και την τελευταία στιγμή σε σημαντικό βαθμό. Παρόλα αυτά αποτελεί μία συγκροτημένη δύναμη που ξεπερνά το μέγεθος των εξωκοινοβουλευτικών φασιστικών κομμάτων και ήδη έχει ξεκινήσει την αντιμετώπιση των φασιστικών συμμοριών. Η οργάνωση της αντιφασιστικής διαδήλωσης στην μικρή πόλη Ματσεράτα στις 10 Φλεβάρη με συμμετοχή πάνω από 40.000 κόσμου, όπως και η μεγάλη αντιφασιστική διαδήλωση στην Ρώμη τέλη Φλεβάρη υπό την αιγίδα της ΑΝΡΙ (Εθνική Ένωση Παρτιζάνων Ιταλίας) που ανάγκασε έστω και καιροσκοπικά τον Ρέντσι να κατέβει, μαζί με τις δεκάδες άλλες συγκεντρώσεις σε όλη την Ιταλία για την αντιμετώπιση των συγκεντρώσεων μίσους των φασιστών αλλά και της Λίγκα γενικότερα είναι ένα εχέγγυο για την συνέχεια. Ειδικά οι συγκεντρώσεις της Casa Pound αντιμετωπίστηκαν τις περισσότερες φορές δυναμικά με αντισυγκεντρώσεις από ένα μεγάλο τμήμα (αριστεροί, αναρχικοί και αυτόνομοι) του κινήματος.
Η αρχή της αστάθειας
Αν οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις στην ιταλική βουλή, το Κίνημα των 5 Αστέρων και η Λίγκα μπορέσουν με την βοήθεια της Φόρτσα, να στηρίξουν μία κυβέρνηση θα φανεί τις επόμενες εβδομάδες, όπως και το σενάριο συνεργασίας Δημοκρατικού Κόμματος και M5S. Μεγάλο τμήμα του M5S δύσκολα θα μπορέσει να σταθεί σε μια κυβερνητική συνεργασία με την ακροδεξιά Λίγκα και η Λίγκα αρνείται το ενδεχόμενο συνεργασίας με το Δημοκρατικό κόμμα. Το πολύπλοκο εκλογικό σύστημα της Ιταλίας που στην τελευταία εκδοχή του ευνοεί τους συνασπισμούς κομμάτων θα φροντίσει για αυτό μαζί με τα εκατέρωθεν παζάρια και τις υπόγειες πιέσεις. Αλλά τις επόμενες εβδομάδες η τουλάχιστον «πριν περάσουν έξι μήνες» όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος της καγκελαρίας έχοντας την αρνητική εμπειρία των πέντε μηνών καθυστέρησης για τον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό, θα φανεί μία κάποια λύση. Μέχρι τότε η αβεβαιότητα στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας θα είναι ένα καθημερινό βάσανο. Και όχι μόνον για την Ιταλία αλλά και για ολόκληρη την Ε.Ε. καθώς ολοένα και πιο ανοικτά η οικονομική κρίση μετατρέπεται και σε πολιτική.
Το ποιες αιχμές θα έχει αυτή η κυβέρνηση θα φανεί και αυτό. Αλλά καμία διέξοδος ξεπεράσματος του βάλτου της ιταλικής οικονομίας δεν αναμένεται. Αυτό που οι ιταλικές εκλογές αναδείξαν με εμφατικό τρόπο είναι η προσπάθεια συγκρότησης μίας ακροδεξιάς αστικής συμμαχίας που μπορεί να αμφισβητήσει την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική ακουμπώντας τον πυρήνας της ευρωζώνης, μιλώντας για ανώφελες θυσίες, για τα όρια των ελλειμάτων, και για ένα ακριβό νόμισμα. Αλλά το πρόσημο της συσπείρωσης βρίσκεται σε μια βαθειά αντιδραστική κατεύθυνση αφού προσβλέπει σε μία ενίσχυση του εθνικού κέντρου που για την εκπλήρωση του οικονομικού της προγράμματος, ανοίγει τα μέτωπα καταστολής «νόμου και τάξης» απέναντι στην εργατική τάξη στα κινήματα, ενάντια σε μετανάστες και πρόσφυγες. Δεν είναι τυχαίο οι θριαμβολογίες που άλλα κόμματα στην Ευρώπη που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, η Λεπέν δήλωσε «η Ευρωπαϊκή Ένωση θα περάσει άσχημη νύχτα», προκρίνοντας φυσικά την Λίγκα και ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο πρώην ηγέτης του UKIP, συνεχάρη το M5S.
Αν τα προηγούμενα 8 χρόνια η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης κατάφερε να στέκεται έστω παράταιρα μέσα στην κρίση, οι σημερινές συνθήκες οδηγούν σε καθεστώς μόνιμης αστάθειας, με τους παραδοσιακούς εκφραστές της αστικής πολιτικής αποδυναμωμένους και μία ανερχόμενη ακροδεξιά και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να τρίζει ακόμα πιο πολύ.
Γερμανία: Επιτέλους κυβέρνηση
Την ημέρα των ιταλικών εκλογών στην Γερμανία τακτοποιήθηκε ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός. Χρειάστηκαν 5 μήνες διαβουλεύσεων για να μπορέσει να λήξει η πιο αναπάντεχη πολιτική κρίση στην μεταπολεμική Γερμανία.
Τα αποτελέσματα των τελευταίων γερμανικών εκλογών του Σεπτεμβρίου έδωσαν και στα δύο μεγάλα κόμματα τα χαμηλότερα μεταπολεμικά αποτελέσματα ενώ το ακροδεξιό AfD μπήκε στην Βουλή με το εντυπωσιακό 12,6%. Αυτό που στο πρόσφατο παρελθόν θα ήταν η φυσική εξέλιξη, δύο από τις τρεις προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν συνασπισμός CDU και SPD, ξαφνικά όλα αλλάζουν. Το SPD με τον νέο πρόεδρο Μάρτιν Σουλτς κατευθείαν από τα σαλόνια των Βρυξελλών απέκλεισε κάθε προοπτική ενός συνασπισμού με την Μέρκελ. Η φθορά του SPD των προηγούμενων χρόνων θα οξυνόταν από μία ακόμα συμμαχία με την Μέρκελ.
Το γερμανικό άγχος
Μπορεί η γερμανική οικονομία να είναι η πλέον ακμάζουσα μέσα στην κρίση, αλλά κάθε προοπτική είναι δυσοίωνη. Η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί και ο ορίζοντας είναι γκρίζος. Η ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης μπορεί να αντιμετώπισε την περίοδο της κρίσης από το 2008 και μετά με ανώδυνο σχετικά τρόπο, ρίχνοντας όλο τα βάρη της κρίσης στην εργατική τάξη χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ (1998-2005) και με μία σκληρή εσωτερική δημοσιονομική πολιτική (το 2009 με τροποποίηση του συντάγματος το έλλειμα της κεντρικής κυβέρνησης δεν πρέπει να ξεπερνάει το 0,35% και οι κυβερνήσεις των κρατιδίων δεν επιτρέπεται να έχουν καθόλου έλλειμα). Την ίδια στιγμή η ανεργία αυξάνεται, κυριαρχούν οι ελαστικές σχέσεις εργασίας με πολύ χαμηλούς μισθούς, οι μειωμένες συντάξεις, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά αυξάνονται, το ίδιο και η φτώχεια.
Και στο μέτωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το οποίο εξαρτάται πάρα πολύ η γερμανική οικονομία τα νέα είναι ανησυχητικά. Το βρετανικό Brexit άσχετα με τους όρους τελικής υλοποίησης του, θα δημιουργήσει κενά και αναταράξεις, η αμφισβήτηση της γερμανικής ηγεμονίας από το Παρίσι παρόλες τις ενδιάμεσες συζητήσεις είναι υπαρκτή και φυσικά οι κάθε είδους αμφισβητήσεις για την σκληρή δημοσιονομική πολιτική της ευρωζώνης είτε προέρχονται από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (ειδικά Πολωνία και Ουγγαρία) είτε από την τρίτη οικονομική δύναμη, την Ιταλία με την εκεί άνοδο του ευρωσκεπτισμού στις τελευταίες εκλογές, δημιουργούν στο Βερολίνο επιπρόσθετους πονοκέφαλους.
Αλλά και η απέναντι πλευρά του ατλαντικού μόνον μπελάδες φέρνει με την απειλή εφαρμογής δασμών (25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο) από την κυβέρνηση Τραμπ, δημιουργώντας εμπόδια στις εξαγωγές της γερμανικής βιομηχανίας. Οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος πελάτης γερμανικών προϊόντων κατέχοντας το 9% των γερμανικών εξαγωγών αξίας 118 δις $. Κάθε εμπόδιο, κάθε δολάριο δασμών στις γερμανικές εξαγωγές μπορεί κατά έναν τρόπο στο κεφάλι του Τραμπ να ενισχύει την αμερικάνικη οικονομία (κάτι που ακόμα και κορυφαίοι ρεπουμπλικάνοι αμφισβητούν έντονα), αλλά για την Γερμανία και τους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ μόνον προβλήματα φέρνει. Οι δασμοί μπορούν να εγκαινιάσουν ένα νέο κλίμα οικονομικών πολέμων που δύσκολα μπορούν να γίνει αποδεκτό από το μεγάλο κεφάλαιο αυτή την στιγμή. Ο Τραμπ όσο και να θέλει να παρουσιάσει μία επιθετική πολιτική ακόμα και στους πλέον κοντινούς του συμμάχους όπως η Ε.Ε. στα πλαίσια του δόγματος ‘η Αμερική πρώτα’, πρέπει να λάβει υπόψη του ότι το διατλαντικό εμπόριο κατέχει το 1/3 του παγκόσμιου εμπορίου πέραν των στρατηγικών δεσμών μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Οι πρώτες υποχωρήσεις με την εξαίρεση της Ε.Ε. από την νέα δασμολογική πολιτική είναι ήδη γεγονός. Η Γερμανία δεν έχει να ανησυχεί για έναν άμεσο εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ και μπορεί να επικεντρωθεί στον έμμεσο μέσω των στοχευμένων σκανδάλων όπως αυτό της VW με τους πειραγμένους κινητήρες. Τα μάτια πέφτουν προς την Κίνα που απειλείται με δασμούς ύψους 60 δις $ τον χρόνο.
Πολιτικά αδιέξοδα
Η κίνηση του Σουλτς να απέχει αρχικά από ένα κυβερνητικό συνασπισμό με την Μέρκελ, δεν βασιζόταν μόνον σε μία προσπάθεια να μην φθαρεί το SPD αλλά και ένα παζάρεμα με το CDU για αλλαγές στους οικονομικούς μηχανισμούς της Ε.Ε. προς μία πιο ευρωκεντρική κατεύθυνση. Η εξέλιξη του Μηχανισμού Στήριξης (ESM) και η ενίσχυση του προϋπολογισμού της ευρωζώνης σε στενή συνεργασία με την Γαλλία ήταν τα δύο πιο κεντρικά ζητήματα που έβαζε ο Σουλτς στα παζάρια με την Μέρκελ. Ένα παζάρεμα που έπρεπε να υπερκεράσει τους σκληροπυρηνικούς εντός της CDU και το πιο δεξιό βαυαρικό βραχίονα, την CSU. Το ακραίο φιλελεύθερο και πια πιο ευρωσκεπτικό FDP είχε αποσυρθεί από την συζήτηση για κυβερνητικό συνασπισμό ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο όπως και οι Πράσινοι. Αλλά τα προβλήματα του Σουλτς δεν περιοριζόντουσαν μόνον στα παζάρια με την Μέρκελ, είχε να αντιμετωπίσει και την εσωτερική αντιπολίτευση που δεν έβλεπε με συμπάθεια έναν ακόμα συνασπισμό με την Μέρκελ. Ένα εσωτερικό δημοψήφισμά προκρίθηκε, ειδικά από την νεολαία του SPD που έβαλε και το ζήτημα της αντιμεταναστευτικής πολιτικής της Μέρκελ, αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει την πλειοψηφία. Ένα φαινόμενο γερμανικού Κόρμπιν αποφεύχθηκε.
Αλλά και η Μέρκελ δεν πέρασε τους τελευταίους μήνες ήσυχα. Μπορεί η μεγάλη πλειοψηφία της χριστιανοδημοκρατίας να τάσσεται υπέρ ενός μεγάλου συνασπισμού αλλά όχι χωρίς όρους. Η εσωτερική αντιπολίτευση είναι πολύ ισχυρή. Η δεξιά πτέρυγα του CDU αλλά και ολόκληρο το CSU δεν έλκονται από την συμφωνία για μία έστω μικρή αναβάθμιση των ευρωπαϊκών μηχανισμών και μιας πιο ισχυρής συμμαχίας με την Γαλλία και πολύ περισσότερο με την ανάθεση του υπουργείου οικονομικών στον ίδιο τον Σουλτς. Αλλά ειδικά με την πολιτική διαχείρισης του προσφυγικού. Η προηγούμενη κυβέρνηση υιοθέτησε μία ακόμα πιο σκληρή πολιτική για τους πρόσφυγες – ενδεικτικά ονόμασε το υπουργείο Εσωτερικών σε υπουργείο Εσωτερικών, Πατρίδας και Υποδομών – όπως και αποφάσισε τον περιορισμό των προσφύγων που δέχεται κάθε χρόνο η Γερμανία και μείωση της οικονομικής βοήθειας, παρόλα αυτά προτείνουν την υιοθέτηση ακόμα πιο αυστηρών και περιοριστικών όρων αντιμετώπισης των προσφύγων, με ακόμα πιο κλειστά σύνορα. Η πολιτική σκλήρυνσης για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες δεν έχει περιθώριο αμφισβήτησης και ακόμα πιο πολύ ελάφρυνσης.
Οι ανάγκες όμως του γερμανικού κεφαλαίου δεν μπορούν να περιμένουν. Ο Σουλτς παραιτήθηκε και στο συνέδριο του SPD χρησιμοποιήθηκε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να αποφασίσει υπέρ του συνασπισμού, η συμφωνία CDU και SPD προχώρησε παρά τις γκρίνιες των Βαυαρών και μετά από πέντε μήνες κυοφορίας μία νέα κυβέρνηση ανατέλλει στο Βερολίνο. Μία κυβέρνηση που δεν έχει λύσει κανένα από τα θέματα της προηγούμενης περιόδου.
Η ακροδεξιά αντιπολίτευση
Ο μεγάλος κερδισμένος στις προηγούμενες εκλογές ήταν το ακροδεξιό και ρατσιστικό AfD. Και στους επόμενους μήνες εξακολουθούσε να παραμένει ο μεγάλος κερδισμένος. Δεν γίνεται μόνον η αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι σε έναν συνασπισμό που θα συνεχίσει να υλοποιεί μία πολιτική σκληρών περικοπών και μίας ολοένα πιο σκληρής αντιμετώπισης των προσφύγων αλλά ήδη δημοσκοπικά φαίνεται να υπερσκελίζει το SPD. Και στο γενικότερο κλίμα θα μπορέσει να σπρώξει την ακροδεξιά ατζέντα στην κεντρική πολιτική σκηνή ακόμα πιο δεξιά. Ήδη μέσα στα δύο χριστιανοδημοκρατικά κόμματα οι δεξιές πτέρυγες τους αρχίζουν ολοένα και πιο πολύ να λοξοκοιτάνε προς το AfD, αλλά και εντός του νεοφιλελεύθερου FDP η ακροδεξιά ατζέντα μοιάζει θελκτική.
Ασθενής αντιπολίτευση
Το αριστερό κόμμα Die Linke στις εκλογές πήρε 9,24% και δεν κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει την δυσφορία της κοινωνίας. Πως άλλωστε θα μπορούσε όταν συμμετέχοντας ήδη σε τοπικές κυβερνήσεις υλοποιεί – έστω γκρινιάζοντας μερικές φορές – την πολιτική του SPD σε τοπικό επίπεδο. Εξακολουθεί να έχει αυταπάτες για το μέλλον του ευρώ και την ανάγκη της Ε.Ε. προτείνοντας μία ‘πιο δημοκρατική’ Ευρώπη και συνεχίζει να προωθεί μία πολιτική συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες αναπολώντας τις μέρες του Βίλλυ Μπραντ. Την ίδια στιγμή υποτιμά την αντιμεταναστευτική πολιτική της Μέρκελ θεωρώντας την περισσότερο μία προσπάθεια προσεταιρισμού των Βαυαρών χριστιανοδημοκρατών και όχι μία κεντρική πολιτική στάση της γερμανικής αστικής τάξης επιλέγοντας να ασχολείται με πιο ‘γήινα και καθημερινά εργατικά’ και αφήνοντας την διαχείριση του θέματος στην ουσία στο AfD.
Γκρίζο μέλλον
Τα σύννεφα που μαζεύτηκαν πάνω από το Βερολίνο την επαύριο των προηγούμενων εκλογών όχι μόνον δεν αραίωσαν αλλά αντίθετα πυκνώνουν. Το γερμανικό πολιτικό σύστημα μπαίνει σε περίοδο ασάφειας όπου σε κάθε βήμα ελλοχεύει ο κίνδυνος της παράλυσης από τις εξελίξεις σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και την ίδια στιγμή η ακροδεξιά ανδρώνεται.