Το ταξικό κίνημα στην Ιταλία στις αρχές του 20ου αιώνα
Για πολλές δεκαετίες, η Ιταλία έμοιαζε με ένα καζάνι που βράζει. Ο πολυπληθής αγροτικός νότος αλλά και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ήταν αντικείμενο πολλαπλής εκμετάλλευσης ενός κράτους που συγκροτήθηκε καθυστερημένα και στη βάση δομικών αντιφάσεων (μόνο 2% των Ιταλών είχε αρχικά δικαίωμα ψήφου και το 10% μιλούσε την «ιταλική» γλώσσα). Η μόνη σοσιαλιστική παράδοση που κατόρθωσε να αποκτήσει έρεισμα εκείνη την περίοδο (1870-1890) ήταν ένα δυναμικό αναρχικό κίνημα, το οποίο αξιοποιούσε το λαϊκό μίσος κατά της κεντρικής εξουσίας πυροδοτώντας εξεγερσιακά ξεσπάσματα, χωρίς όμως αποφασιστικά αποτελέσματα. Κατά τα λόγια του Μαλατέστα: «Επειδή η δυστυχία που βασάνιζε τις μάζες ήταν τόσο ανυπόφορη, πιστεύαμε ότι ήταν αρκετό να δώσεις ένα παράδειγμα, βγαίνοντας με όπλα στα χέρια και με το σύνθημα «Κάτω τα αφεντικά», με σκοπό οι εργαζόμενες μάζες να στραφούν ενάντια στους αστούς και να καταλάβουν τη γη, τα εργοστάσια και όλα όσα είχαν παραχθεί με το μόχθο τους και είχαν κλαπεί απ’ αυτούς».
Όπως την ίδια περίοδο αντιλήφθηκε και το κίνημα των ναρόντνικων στη Ρωσία, η πραγματικότητα ήταν σαφώς πιο σύνθετη. Έως το τέλος της δεκαετίας του 1890, λόγω της ραγδαίας εκβιομηχανοποίησης που προωθούνταν εντός Ιταλικού Βασιλείου με κεντρική γεωγραφική ζώνη τα αστικά κέντρα του βορρά (Τορίνο, Μιλάνο κλπ), άρχισε να διαμορφώνεται μια συμπαγής και οργανωμένη εργατική τάξη. Το 1895 μάλιστα ιδρύθηκε το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο αρχικά φιλοξένησε στις τάξεις του εκπροσώπους όλων των προοδευτικών τάσεων, υποδεικνύοντας τη διάθεση για πολιτικοποίηση και για διεκδίκηση περισσότερων ελευθεριών και δικαιωμάτων από πλευράς εργατικών στρωμάτων. Μαζί με τα κομμάτια του μαχητικού συνδικαλισμού που συγκρότησαν το 1912 την Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση (ΙΣΕ), οι σοσιαλιστές έλαβαν μέρος σε μεγάλα απεργιακά κύματα και εργατικές κινητοποιήσεις, εισπράττοντας παράλληλα την αδίστακτη καταστολή αρχών και δυνάμεων ασφαλείας. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι το ΙΣΚ παρέμενε πάντα ένα κόμμα που κυριαρχούσε ο ρεφορμισμός και η τάση για κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις. Συνεπώς αντιμετώπιζε τους αγώνες της εργατικής τάξης ως μοχλό πίεσης προς την κεντρική εξουσία, και όχι ως ένα πεδίο εξάσκησης και σφυρηλάτησης της ταξικής συνείδησης με σκοπό μια αποφασιστική κατάκτηση της εξουσίας. Πρόκειται για την ίδια κατάσταση που ενυπήρχε σε όλη την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία της εποχής, από την οποία μόνο οι Μπολσεβίκοι έσπασαν εγκαίρως διαχωρίζοντας τις γραμμές τους πριν το προδοτικό προσκύνημα της Β’ Διεθνούς, που στήριξε τον πρώτο διακρατικό πόλεμο των μεγάλων δυνάμεων στον 20ο αι.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κόκκινη Διετία 1919-1920
Ο ρεφορμισμός του ΙΣΚ πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των ιταλικών συνθηκών προκειμένου να γίνει κατανοητός. Κι αυτό γιατί παρά τις αδυναμίες ή τη μετριοπάθειά του, διέθετε στις τάξεις έναν ικανό αριθμό ριζοσπαστών (πχ ομάδα Μπορντίγκα), φτάνοντας σε σημείο μάλιστα να ακολουθήσει ουδέτερη στάση το 1914, αποφεύγοντας να στηρίξει τη συμμετοχή της Ιταλίας στην κρεατομηχανή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η σημασία των θεσμικών μεταρρυθμίσεων και του κοινοβουλίου, ενώ και η πλευρά των ριζοσπαστών δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα απαγκίστρωσης από τις γραμμές του ΙΣΚ όπου η ηγεμονία του Τουράτι και των ρεφορμιστών παρέμενε πάντα ισχυρότερη. Αντίθετα, ο πιο «αντισυστημικός», όσο και ύπουλα δημαγωγικός λόγος, που εκφράστηκε από τις τάξεις του ΙΣΚ ήταν αυτός του Μπενίτο Μουσολίνι. Ο ίδιος ο Μουσολίνι, που λίγα χρόνια νωρίτερα καταδίκαζε την ιμπεριαλιστική επέμβαση της Ιταλίας στη Λιβύη (ενώ το ΙΣΚ έδινε τη συγκατάθεσή του), το 1914 διατράνωνε την ευκαιρία της εργατικής τάξης να διεθνοποιήσει τον σκοπό της πολεμώντας τις «κακές» μεγάλες δυνάμεις μέσα από τα χαρακώματα του Α’ Π.Π. Αυτή η παρανοϊκή θέση που δυστυχώς βρήκε απήχηση σε ριζοσπάστες της εποχής, ήταν η αιτία να εκδιωχθεί από το ΙΣΚ και πολύ σύντομα να περάσει στο αντιδραστικό μπλοκ των πολιτικο-οικονομικών ελίτ που προωθούσαν την ενεργό συμμετοχή στον πόλεμο.
Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό, οι απαίσιες συνθήκες που επικρατούσαν στο σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου οδήγησαν σε ένα τεράστιο κύμα στρατιωτικής απειθαρχίας, λιποταξιών, εκτελέσεων και καταδικών. Παράλληλα, πολλοί που προέρχονταν από τον απομακρυσμένο ιταλικό νότο και τις αγροτικές περιοχές του ήλθαν σε επαφή με σοσιαλιστές φαντάρους, δημιουργώντας μια ανατρεπτική πολιτική ζύμωση που τάραξε τη στρατιωτική ηγεσία. Όπως είχε γράψει και ο Μουσολίνι: «Αποδέχονται τον πόλεμο σαν ένα καθήκον και δεν συζητούν γι’ αυτό. Ποτέ δεν άκουσα ανθρώπους να μιλάνε για ουδετερότητα ή εμπλοκή. Πιστεύω ότι πολλοί στρατιώτες, καθώς προέρχονταν από απομακρυσμένα χωριά, δεν είχαν καν ακουστά αυτές τις λέξεις». Ωστόσο, μέχρι το τέλος του πολέμου οι αγρότες είχαν φτάσει σε σημείο να στέλνουν καρτ-ποστάλ στα σπίτια τους, παρακινώντας τους συγχωριανούς τους να κάψουν ή να καταστρέψουν τις σοδειές, προκαλώντας έτσι οικονομική κρίση για να σταματήσει ο πόλεμος. Κατά συνέπεια, υπολογίζεται ότι μέχρι το 1917, ο μισός ιταλικός στρατός (πάνω από 2 εκ άνδρες) είχε τεθεί εκτός μάχης είτε λόγω λιποταξιών, φυλακίσεων και εκτελέσεων, είτε λόγω θανάτου στη μάχη. Παρόλα αυτά, η κατάσταση στην ιταλική επικράτεια δεν ήταν πολύ καλύτερη. Οι αγρότες επέστρεφαν σε μια σακατεμένη ύπαιθρο και οι ριζοσπαστικοποιημένοι στρατιώτες που γύριζαν στις πόλεις ήταν ανεπιθύμητοι στους εργοδότες, καταλήγοντας άνεργοι. Ταυτόχρονα, η βαριά βιομηχανία είχε εκμεταλλευτεί την τρομακτική αύξηση της παραγωγής μεγιστοποιώντας τα κέρδη της και εφαρμόζοντας δρακόντεια μέτρα στην εργασιακή ζωή, με την απειλή της αποπομπής στο μέτωπο. Οι συγκεκριμένες συνθήκες δημιουργούσαν οπωσδήποτε ένα κολασμένο συγκρουσιακό καμβά, ο οποίος βάφτηκε κόκκινος όταν η λάβα του ρωσικού Οκτώβρη άρχισε να διαχέεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η δραματική ριζοσπαστικοποίηση πλατιών λαϊκών στρωμάτων αντανακλάστηκε αρχικά στη μαζική πύκνωση των γραμμών του ΙΣΚ (400% αύξηση μελών) που εξέλεξε 156 βουλευτές το 1919, της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (2.2 εκ μέλη το 1920) και της ΙΣΕ (500.000 μέλη). Ακόμα πιο αποφασιστική όμως ήταν η καθημερινή δράση και οι νέες συγκρουσιακές πρακτικές που υιοθετούσε το εργατικό κίνημα, κλιμακώνοντας μια περίοδο τρομακτικής κινηματικής έντασης που ονομάστηκε Κόκκινη Διετία (Biennio Rosso). Ο Πιέτρο Νένι, ένας βασικός ηγέτης του ΙΣΚ τότε, έγραφε αργότερα: «Παντού στην Ιταλία ξεπήδησαν αυθόρμητα σοβιέτ για τα τρόφιμα. Στην Εμίλια, στη Ρομάνια, στην Τοσκάνη και στο Μάρτσες, μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις σαν πραγματικές εξεγέρσεις και συχνά υπήρχαν περιπτώσεις συναδέλφωσης μεταξύ των διαδηλωτών και των στρατιωτών. Στη Φλωρεντία, ο κόσμος πήρε τον έλεγχο της πόλης. Στη Γενική Απεργία (4 Ιουλίου) συνέβη το ίδιο στην Ανκόνα, στη Μπολόνια, στο Παλέρμο και αλλού. Λεηλασίες και καταλήψεις γίνονταν από το ένα άκρο της χώρας στο άλλο. Η εξουσία πέρναγε στα χέρια των Εργατικών Κέντρων, στα οποία οι ιδιοκτήτες παρέδιδαν ακόμα και τα κλειδιά των αποθηκών τους».
H Ιταλία βάδιζε ξεκάθαρα σε μια επαναστατική φάση, η οποία κρίθηκε εντέλει στο ότι κανένας «δεν μπήκε επικεφαλής των μαζών, κανένας δεν έδωσε πολιτική φωνή στη δυσαρέσκεια». Το ΙΣΚ υιοθέτησε μια μαχητική ρητορική η οποία έμενε μόνο στα λόγια, καθώς όταν το παιχνίδι παιζόταν στους δρόμους και χρειαζόταν μια αποφασιστική στρατηγική κατάκτησης της εξουσίας το κόμμα ήταν κυριολεκτικά έξω από τα νερά του (δλδ το κοινοβούλιο). Η κομμουνιστική του πτέρυγα (Γκράμσι, Μπορντίγκα κλπ) πλήρωσε τη μεγάλη καθυστέρηση της διάσπασης (μόλις το 1921!), αδυνατώντας να επηρεάσει την καθοριστική στιγμή μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Οι Ιταλοί κομμουνιστές δεν ήταν επουδενί οργανωτικά και πολιτικά έτοιμοι γι’ αυτήν την αποστολή. Επίσης οι αναρχοσυνδικαλιστές της ΙΣΕ, ενώ έκαναν σημαντική δουλειά σε επίπεδο βάσης (σε καταλήψεις, επιτροπές, συμβούλια κλπ) δεν μπορούσαν να αρθρώσουν ένα συγκροτημένο πολιτικό σχέδιο. Κανένα κόμμα ή οργάνωση δεν εκπόνησε ένα σχέδιο κατάκτησης της εξουσίας ή συντριβής του κράτους για την εγκαθίδρυση εργατικής δημοκρατίας το οποίο να συμπεριλάμβανε εντός του τη μεγάλη αγροτική μάζα του νότου, ώστε να συστρατευτεί με την εργατική τάξη του βορρά. Οι αδυναμίες αυτές ήταν καθοριστικές και προδιέγραψαν όχι μόνο την πτώση της Κόκκινης Διετίας, αλλά και πολλές από τις εξελίξεις των μετέπειτα ετών.
Υποχώρηση: Η δημιουργία και ο ρόλος των Arditi del Popolo (1921-1922)
Όπως συμβαίνει σε κάθε μεγάλη κινηματική περίοδο που δεν κεφαλαιοποιείται με αποφασιστικό τρόπο, αυτό που ακολουθεί είναι υποχώρηση. Μάλιστα, όταν έχει προηγηθεί μια ευρεία ταξική πόλωση με βαθιές τομές και συγκρουσιακές εκρήξεις, η απάντηση των ελίτ τείνει να λαμβάνει δριμύ και εκδικητικό χαρακτήρα. Στην Ιταλία, οι βιομήχανοι και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες είχαν νιώσει τη λαίλαπα της εξεγερσιακής δυναμικής. Από το τέλος του 1920 και την υποχώρηση του Biennio Rosso, προετοίμασαν τη δική τους αντεπίθεση, σε δύο σκέλη. Στα αστικά κέντρα, το ακόμα περιθωριακό Επαναστατικό Φασιστικό Κόμμα του Μουσολίνι εκμεταλλεύτηκε την άμβλυνση της κινηματικής δυναμικής και οι ομάδες εφόδου (squadristi) επέδραμαν σε εργατικά κέντρα, αριστερές εφημερίδες και εργασιακούς χώρους αναγκάζοντας σε θέση άμυνας τις μονάδες της εργατικής τάξης. Ο Μουσολίνι είχε συσπειρώσει ένα σημαντικό μέρος των βετεράνων του Α’ Π.Π. χρησιμοποιώντας εύπεπτη αντισυστημική συνθηματολογία (φορολογία κεφαλαίου, δήμευση εκκλησίας), οι οποίοι έβλεπαν την οργανωμένη εργατική τάξη και τους βιομήχανους ως όψεις του ίδιου «αντι-εθνικού» νομίσματος και υπεύθυνους των δεινών της ανεργίας. Οι φασίστες αύξησαν σημαντικά τις γραμμές τους όταν οι ιταλικές ελίτ κατάλαβαν τη χρησιμότητά τους, ιδιαίτερα μετά την πτώση της Κόκκινης Διετίας, όταν και οι επιθέσεις τους κλιμακώθηκαν επικίνδυνα. Παράλληλα, στην ύπαιθρο, ο «αγροτικός φασισμός» ήταν πέραν του ελέγχου του Μουσολίνι ή της όποιας κρατικής αρχής, επιδεικνύοντας φονικές διαθέσεις και ανεξέλεγκτη δράση. Ο τελευταίος όμως έσπευσε να αξιοποιήσει τα κενά των σοσιαλιστών στο «αγροτικό ζήτημα», υποσχόμενος βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της αγροτιάς σε συνεννόηση με τους γαιοκτήμονες. Όπως έγραφε ο Γκράμσι το 1921: «Στην Εμίλια και στις επαρχίες του Βένετο και του Πολεσίνε, πολλές ενώσεις αγροτών έσκισαν τις κόκκινες σημαίες τους και μεταπήδησαν στους φασίστες… Αυτές οι ενώσεις αφέθηκαν από τις εθνικές οργανώσεις να τα βγάλουν πέρα μόνες τους -είπαν στους αγρότες να μην αντισταθούν, να είναι δειλοί και να δέχονται παθητικά όλες τις αδικίες και τους εκφοβισμούς. Τι σημασία έχει να συνεχίζεις να αποκαλείς τον εαυτό σου σοσιαλιστή και επαναστάτη αν αυτό που εισπράττεις είναι ξύλο και σφαίρες…». Αυτό το αντιδραστικό μπλοκ βετεράνων στρατιωτών και μεταμορφωμένων αγροτών που ενισχυόταν από οικονομικές ελίτ, κρατικές αρχές και γαιοκτήμονες, άρχισε να αποτελεί ελκυστική πρόταση για κομμάτια της νεολαίας και του αστικού φάσματος, εκδηλώνοντας ένα φεστιβάλ ωμής βίας κατά του ταξικού κινήματος.
Ο αντίπαλος είχε σηκώσει το «γάντι» και το διατράνωνε με κάθε τρόπο. Μπροστά στην παθητικότητα του ΙΣΚ, τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της εργατικής τάξης αντιλήφθηκαν την άμεση ανάγκη για οργάνωση και προστασία από τα φασιστικά τάγματα εφόδου. Ως εκ τούτου, την άνοιξη του 1921 εμφανίστηκαν οι ομάδες των Arditi del Popolo (ελλ. τολμηροί του λαού). Οι πρώτοι Arditi ήταν επίλεκτες μονάδες κρούσης του ιταλικού στρατού στον Α’ Π.Π., στις οποίες είχαν θητεύσει και αρκετοί αριστεροί ή ριζοσπαστικοποιημένοι εργάτες. Το γεγονός ότι και ο πυρήνας φασιστών του Μουσολίνι συγκροτούνταν από βετεράνους των Arditi υποδεικνύει ακριβώς το ιανικό πρόσωπο της εποχής, και μιας κοινωνίας που έψαχνε αγωνιωδώς να βρει πολιτική διέξοδο. Η ραχοκοκαλιά των αντιφασιστών Arditi προήλθε από τους βετεράνους του Προλεταριακού Συνδέσμου που πολιτικά πρόσκειντο εξαρχής στα αριστερά. Αυτοί οι πυρήνες ενώθηκαν με προϋπάρχουσες εργατικές πολιτοφυλακές και πρωτοβουλίες λαϊκής αυτο-άμυνας που αναδύθηκαν από τα κάτω, οργανωμένες από απλούς σοσιαλιστές, κομμουνιστές και αναρχικούς. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα αμυντικό, ενιαιομετωπικό εγχείρημα βάσης με κεντρικό σκοπό το «ζωής ή θανάτου» ζήτημα της αντιμετώπισης του φασισμού. Αν και κατά βάση οργάνωση με στρατιωτικό-επιχειρησιακό ρόλο, οι Arditi ήταν σε στενή συνεργασία με εργατικά κέντρα και συνδικάτα (τα οποία και τους χρηματοδοτούσαν) προκειμένου να διεξάγουν διαδηλώσεις και αντιφασιστικές συγκεντρώσεις. Η εξέλιξη τους ήταν ραγδαία ακριβώς γιατί απαντούσε στο βασικό πρόβλημα της εποχής για την εργατική τάξη: οργάνωση και εξουδετέρωση των φασιστών σε επίπεδο δρόμου. Στις 6 Ιουλίου του 1921, 3.000 Arditi έλαβαν μέρος στην πανεθνική συγκέντρωση της Ρώμης, με την πρωταγωνιστική μορφή του Άλγκο Σεκοντάρι να δηλώνει λίγες μέρες αργότερα ότι οι Arditi «θα κάνουν ό,τι τα επαναστατικά κόμματα μέχρι τώρα ήταν ανίκανα να κάνουν».
Βέβαια, η εθνικιστική επέλαση συνεχιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1921 και 1922. Όπως είχε παρατηρήσει ο αναρχικός Αρμάντο Μπόργκι: «Κάθε φορά οι φασίστες συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους σε λίγα επιλεγμένα μέρη. Αφού κατέστρεφαν μια περιοχή, πήγαιναν στην επόμενη. Απομόνωναν τις περιοχές που φοβούνταν περισσότερο από την υπόλοιπη χώρα και τις άφηναν για το τέλος. Όσοι δεν είχαν ακόμα δεχτεί επίθεση των φασιστών δεν το έβλεπαν τι συνέβαινε -δεν μπορούσαν να καταλάβουν». Αυτοί που σίγουρα δεν μπορούσαν να καταλάβουν ήταν οι σοσιαλιστές. Το ΙΣΚ έμοιαζε ανίκανο να δράσει έξω από το πλαίσιο των θεσμών και του κοινοβουλίου, αποτινάσσοντας κάθε σχέση με τους Arditi, παρόλο που μέλη του κόμματος συμμετείχαν ενεργά στο κίνημα. Η υπογραφή του «συμφώνου ειρήνης» με τον κυρίαρχο από εθνικιστές κυβερνητικό συνασπισμό του 1921, αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα της παρανοϊκής φύσης του ρεφορμισμού σε περιόδους ταξικής πόλωσης. Τα πολύ σημαντικά λόγια του ίδιου του Μουσολίνι επισημαίνουν ότι ο φασισμός αφουγκράστηκε καλά τους αντιπάλους του: «Είναι ανίκανοι τόσο σαν μεταρρυθμιστές όσο και σαν επαναστάτες. Δεν έχουν καμία δράση ούτε στο κοινοβούλιο ούτε στους δρόμους. Η εικόνα της φθοράς ενός κόμματος που μετά από μια μεγάλη νίκη ψάχνει μάταια να βρει κάτι για να διοχετεύσει τη δύναμή του και είναι απρόθυμο να προχωρήσει είτε σε μεταρρύθμιση είτε σε επανάσταση, μας διασκεδάζει. Αυτή είναι η δική μας εκδίκηση και ήρθε νωρίτερα απ’ ό,τι ελπίζαμε».
Από την άλλη, στο νεόκοπο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, επικρατούσε η λογική του σεχταρισμού. Η ηγετική φράξια του Μπορντίγκα απέφευγε τη σύνδεση με τους Arditi και γενικότερα έτερες οργανώσεις καθώς δεν συνιστούσαν έναν αμιγή «προλεταριακό στρατό» που στόχευε στην επανάσταση, θέση που εισέπραξε την αποδοκιμασία τόσο του Γκράμσι, όσο και του Λένιν. Φυσικά σε μοριακό επίπεδο πλείστοι όσοι κομμουνιστές είχαν ενεργό και ηγετικό ρόλο στη συγκρότηση και τη δράση των Arditi. Το διάστημα που το αντιφασιστικό κίνημα βρέθηκε σε άνοδο (1921-1922) σημαδεύτηκε από δύο μεγάλες στρατιωτικές νίκες στον βορρά, αρχικά στην πόλη της Σερτσάνα και τέλος στην πόλη της Πάρμα. Ενδιάμεσα είχαν ανακόψει και αποτρέψει φασιστικές επιθέσεις, ενώ χάλασαν την πρώτη «πορεία προς της Ρώμη» των 35.000 μελανοχιτώνων.
Η εκτίμηση των Arditi χρειάζεται να εξετάζεται σε δύο επίπεδα, αυτό της βάσης και αυτό του κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Σε επίπεδο βάσης, αποτέλεσαν ένα ενιαιομετωπικό κίνημα απόκρουσης της φασιστικής βίας με κεντρική δύναμη τα ριζοσπαστικοποιημένα εργατικά στρώματα του ιταλικού βορρά. Η δράση τους πέτυχε ως έναν βαθμό να αντιμετωπίσει τη δυναμική του φασισμού σε επίπεδο δρόμου, αναγκάζοντάς τους ταυτόχρονα σε εσωτερικούς τριγμούς, γεγονός που δεν πρέπει να παραλείπεται. Μέχρι ο Μουσολίνι και οι συν αυτώ να λάβουν το χρίσμα της εξουσίας από τις ιταλικές πολιτικο-οικονομικές ελίτ, ο φασισμός διένυσε μια περίοδο «τεσταρίσματος» της ωριμότητας του να κυβερνήσει, και κυβέρνηση σημαίνει συναίνεση και κανονικότητα, όχι μόνο σφαίρες και ατσάλι. Παρόλα αυτά, οι Arditi δεν απέτρεψαν τη φασιστική κυριαρχία. Δεν μπόρεσαν να απλώσουν σε αποφασιστικό βαθμό το μοντέλο τους ή να συντονίσουν τις μονάδες τους με τρόπο που θα κατόρθωνε πιο καθοριστικές νίκες. Επίσης δεν μπορούσαν να γεμίσουν το πολιτικό κενό των λανθασμένων τακτικών σοσιαλιστών και κομμουνιστών. Επρόκειτο για τα λογικά όρια μιας στρατιωτικής οργάνωσης, που χρειάζεται απαραίτητα τον επαναστατικό πολιτικό βραχίονα ώστε να τραντάξει συθέμελα και εντέλει να μετασχηματίσει το πολιτικό καθεστώς. Εξού και ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι η ήττα ήταν δική τους, αλλά ολόκληρου του ταξικού στρατοπέδου.
Οι λόγοι και τα διδάγματα της ήττας
Η διπλή ήττα των ιταλικών προοδευτικών δυνάμεων κατά το 1919-20 και 1921-22 είχε διαφορετικές εκδηλώσεις, αλλά κοινά αίτια και πολιτικούς δρώντες. Η Κόκκινη Διετία ήταν ξεκάθαρα μια εκστρατεία επίθεσης του εργατικού κινήματος και των χαμηλότερων λαϊκών στρωμάτων ενάντια στις ελίτ. Εκτονώθηκε και κατόπιν ηττήθηκε, λόγω του ότι το μόνο κόμμα που μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη δυναμική ήταν το ΙΣΚ, το οποίο ήταν αμετάκλητα ρεφορμιστικό. Η αργοπορημένη διάσπαση των Ιταλών κομμουνιστών υποδεικνύει αρχικά την ανεπαρκέστατη πολιτική τους προετοιμασία και κατά δεύτερον, τη διαχρονική δικαίωση του Λένιν για το έγκυρο «ξεκαθάρισμα των γραμμών». Κάθε συλλογικό πολιτικό υποκείμενο που προσβλέπει στον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν μπορεί να κουβαλά ή να συμβαδίζει με τη ρεφορμιστική πτέρυγα γιατί αυτή θα τον παρασύρει στον βάλτο.
Στην περίοδο του 1921-22 αντίθετα, το κίνημα βρέθηκε σε θέση άμυνας και μάλιστα μετά από ακραία ταξική πόλωση, γεγονός που σηματοδοτεί πάντα οξυμένη αντιδραστική αντεπίθεση. Μπροστά στην αξιοθρήνητη, «κοινοβουλευτική» και αυτοκτονικά παθητική άμυνα που πρέσβευε το ΙΣΚ, και στη σεχταριστική, απομονωτική τακτική του ΚΚΙ, συγκροτήθηκαν οι Arditi del Popolo ως αμυντικό εργαλείο του ταξικού κινήματος ενάντια στη φασιστική επέλαση. Παρά την αδιαμφισβήτητα γενναία προσπάθεια, το εγχείρημα ηττήθηκε όχι γιατί οι φασίστες ήταν ισχυροί στρατιωτικά, αλλά γιατί ο φασισμός κέρδισε σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Η ιταλική εμπειρία μας επισημαίνει με κάθε τρόπο την καταλυτική σημασία του πολιτικού υποκειμένου, προκειμένου να μετουσιωθεί μια ισχυρή κινηματική δυναμική με αποφασιστικό τρόπο. Ένας κεντρικός πόλος που δρώντας θα μπορούσε να ερμηνεύει σύνθετες καταστάσεις ξεκάθαρα και να καλεί σε αποφασιστική δράση στις σημαντικές στροφές του κινήματος. Συν τοις άλλοις, αποκαλύπτει δύο ακόμα διδάγματα διαχρονικού χαρακτήρα. Πρώτον, ότι σε περιόδους βαθιάς συστημικής κρίσης, σε μια κατάσταση που η εξουσία ταλαντεύεται και διεκδικείται από τις εργατικές μάζες, το αστικό κράτος και οι θεσμοί του δεν θα σταματήσουν την άνοδο του φασισμού. Αντίθετα, θα τον χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο επιβολής συστημικής σταθερότητας. Δεύτερον, ακριβώς επειδή οι κινηματικές οργανώσεις οφείλουν να διαβάζουν το διακύβευμα κάθε περιόδου και τις εναλλαγές επίθεσης και άμυνας, η πρόταξη της ιδεολογικής καθαρότητας στον αντιφασιστικό αγώνα μπορεί να αποδειχθεί οδυνηρό πολιτικό και τακτικό σφάλμα. Οι Ιταλοί κομμουνιστές ανέγνωσαν το 1921-22 με όρους της Κόκκινης Διετίας, και το πλήρωσαν ανεπανόρθωτα. Δεν στερούνται δικαιολογιών. Ο φασισμός στην ιταλική του εκδοχή ήταν κάτι νέο, και αρκετά αιφνιδιαστικός στον τρόπο λειτουργίας και εκδήλωσής του. Ούτε σημαίνει πως αν υπήρχαν όλες οι ευνοϊκές προϋποθέσεις η νίκη θα ήταν δεδομένη. Ωστόσο, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές οδηγούν στη συντριβή. Γι’ αυτό και χρειάστηκε να περάσουν 23 χρόνια, προκειμένου οι Ιταλοί παρτιζάνοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να πάρουν έστω την πολιτική εκδίκηση από τον Μουσολίνι και τον ιταλικό φασισμό, με την κρεμάλα-σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα.
Διάβασε ακόμα:
- T.Behan: Arditi del Popolo – Η ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο (2003). Πλήρης περιγραφή της συγκεκριμένης πολιτικής περιόδου και με τη σημαντικότερη βιβλιογραφία. Μαρξιστής συγγραφέας με επικριτική ανάλυση πάνω στα σφάλματα σοσιαλιστών και κομμουνιστών.
- Α.Staid: Arditi del Popolo – Ο πρώτος ένοπλος αγώνας ενάντια στο φασισμό 1921-1922, εκδ. Ευτοπία (2012). Μια ελευθεριακή προσέγγιση πάνω στους Arditi και την εν γένει περίοδο, διαβάζεται συμπληρωματικά με το προηγούμενο.
- Τα Υπέρ και τα Κατά-Φάκελλοι Mondadori: Μουσολίνι, εκδ. Φυτράκης (1972). Συλλεκτική ξένη σειρά βιογραφιών με πάντα πλούσια βιβλιογραφία, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’70. Η γνώση του τρόπου σκέψης των απέναντι είναι καθοριστική παράμετρος σε κάθε είδους πόλεμο.
- Π. Κακούτσι: Ολτρετορέντε – Μια καθόλου συνηθισμένη αντιφασιστική ιστορία, εκδ. Απρόβλεπτες (2019). Πρόσφατη έκδοση μυθιστορηματικής αφήγησης της μάχης της Πάρμα, κατά την οποία οι Arditi κατατρόπωσαν τις αριθμητικά υπέρτερες φασιστικές δυνάμεις.
Δες αν δεν έχεις δει:
- 1900 (Novecento), του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Επικό ιστορικό δράμα που καταπιάνεται με τους κοινωνικούς αγώνες στην Ιταλία από το 1900 μέχρι τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου το 1945, μέσα από τις ζωές δυο φίλων με εκ διαμέτρου αντίθετη ταξική και πολιτική προέλευση.
Legio X Equestris