Ένα απλό γεγονός, μία ακόμα δολοφονία μαύρου από την αστυνομία. Αυτή τη φορά όμως άλλαξε την ιστορία. Ούτε η επερχόμενη οικονομική κρίση, ούτε η χυδαιότητα Τραμπ, ούτε ακόμα και η ανικανότητα του συστήματος υγείας απέναντι στην επιδημία του κορονοϊού δεν μπόρεσαν να φέρουν τον κατακλυσμό των εξελίξεων που έφερε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόϊντ στην Μινεσότα στις 25 Μάη.
Το σενάριο ήταν έτοιμο από προηγούμενες εποχές. Μια κάποια αναταραχή στην πόλη, κάποιες ταραχές στα γκέτο, κάποιες διαδηλώσεις από τους συνήθεις υπόπτους και με το κατάλληλο μείγμα καταστολής και ενσωμάτωσης, σε μία εβδομάδα η δολοφονία Φλόϊντ θα ήταν κομμάτι της στατιστικής και μία ακόμα ιστορία για το κίνημα Black Lives Matters.
Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί ετοιμαζόντουσαν για τις προεδρικές εκλογές σε έξι μήνες, οι μεν Δημοκρατικοί έχοντας ξεμπλέξει με το αγκάθι του Μπέρνι Σάντερς, και έτοιμοι για μία ακόμα τετραετία στην αντιπολίτευση, ενώ ο Τραμπ αντιμετώπιζε την κρίση της πολιτικής του τόσο στο εξωτερικό – πιο επιθετική πολιτική ή πιο ήρεμη τακτική είτε απέναντι στους αντιπάλους είτε απέναντι στους συμμάχους – όσο και στο εσωτερικό, καθώς το οικονομικό του πρόγραμμα παρέμενε ακόμα στις προεκλογικές φανφαρολογίες του 2016, αφού ούτε ένα εργοστάσιο δεν είχε επιστρέψει στην χώρα και τα κέρδη των καπιταλιστών οφείλονται περισσότερο στο τεράστιο πακέτο φοροαπαλλαγών 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων του 2017.
Μια δολοφονία που επιταχύνει την ιστορία
Αντίθετα, ένας χείμαρρος ξεχείλισε σε όλη την Αμερική καθώς σε εκατοντάδες μεγάλες και μικρές πόλεις έγιναν συνεχείς διαδηλώσεις με έντονη την διάθεση της σύγκρουσης με τον ρατσισμό και αστυνομική βία (οι μαύροι έχουν 300% περισσότερες πιθανότητες να σκοτωθούν από μπάτσους σε σχέση με τους λευκούς, παρότι έχουν 130% λιγότερες πιθανότητες να οπλοφορούν και το 98% των μπάτσων-δολοφόνων δεν αντιμετωπίζει τελικά καμία κατηγορία). Στην αρχή με κέντρο τις επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα, οι διαδηλωτές έκαψαν το κτήριο υπεύθυνου για την δολοφονία του Φλόιντ της αστυνομίας της Μινεάπολη (μέλη της ήταν οι δολοφόνοι μπάτσοι του Φλόιντ) στις 28 Μαΐου (πράξη που θεωρήθηκε δικαιολογημένη από το 54% των Αμερικανών σε εθνική δημοσκόπηση) και σε καθημερινή βάση διαδηλώσεις και συγκρούσεις με μία αστυνομία που κατέβασε όλο το πολεμικό οπλοστάσιο της στους δρόμους, σε 24 πολιτείες κινητοποιήθηκε η Εθνοφρουρά, ενώ σε 200 πόλεις επιβλήθηκε νυκτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας που δεν τηρήθηκε και πολύ καθώς πολλοί δεν είχαν όρεξη να μένουν σπίτι τους αυτές τις υπέροχες μέρες.
Πολύ γρήγορα το κίνημα μετατοπίστηκε από την έκρηξη οργής για την συστημική αστυνομική βία απέναντι στους αφροαμερικανούς, στο αίτημα για την αποχρηματοδότηση της αστυνομίας (στις περισσότερες πόλεις η χρηματοδότηση της αστυνομίας είναι τουλάχιστον διπλάσια των υπηρεσιών υγείας ή παιδείας) και στο γκρέμισμα αγαλμάτων προσωπικοτήτων του παρελθόντος με ιδιαίτερο ρατσιστικό βάρος. Ενέργειες που αρκετές τοπικές και πολιτειακές υπηρεσίες ξεκίνησαν με κάποιο τρόπο να υλοποιούν από μόνες τους.
Το αστικό κατεστημένο φάνηκε αρχικά ανέτοιμο και απροετοίμαστο να αντιμετωπίσει αυτό το ξέσπασμα, ακόμα και ο Τραμπ κρύφτηκε στα υπόγεια καταφύγια του Λευκού Οίκου όταν μία μαχητική διαδήλωση τον περικύκλωσε, παρότι προστατευμένος από την αστυνομία, την μυστική υπηρεσία και την εθνοφυλακή. Πρώτη φορά μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της 11/9 Αμερικανός Πρόεδρος χρειάστηκε κάτι τέτοιο, μόνον που τώρα δεν μπορεί να βομβαρδίσει κάποια χώρα. Από την άλλη μεριά το Δημοκρατικό κόμμα, ο παραδοσιακός νεκροθάφτης των κινημάτων, το μόνο που μπορούσε να εκστομίσει ήταν η πρόταση του Μπάϊντεν προς την αστυνομία «να τους πυροβολούν στα πόδια αντί για την καρδιά». O ίδιος άλλωστε ήταν ο αρχιτέκτονας του Ποινικού Νόμου του 1994 (κυβέρνηση Κλίντον) που θεωρήθηκε κήρυξη πολέμου στους αφροαμερικανούς και για τον οποίο δηλώνει ακόμα και σήμερα αμετανόητα περήφανος. Χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί ο Ομπάμα που το γύρισε στο «οι ζωές σας μετράνε» και υπενθύμισε ότι «οι κινητοποιήσεις δεν είναι αντιπαραθετικές με την ψήφο στις εκλογές» σε μια προσπάθεια να καλύψει την πολιτική κρίση που κυριαρχεί τόσο στους Δημοκρατικούς όσο και σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.
Το τέλος(;) του αμερικάνικου ονείρου
Η εξέγερση που έζησαν οι ΗΠΑ αυτές τις εβδομάδες δεν ήταν απλά ένα σύμπτωμα της ανισότητας ρατσισμού και βίας της αστυνομίας, κατεξοχήν χαρακτηριστικά της αμερικάνικης καπιταλιστικής κοινωνίας – όπως και κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας – αλλά είχε πολλά περισσότερα αίτια πάνω στα οποία ξεχύθηκε η αγανάκτηση των καταπιεσμένων και για αυτό είχε την αντίστοιχη διάρκεια, ένταση και μέγεθος. Μια υποβόσκουσα οικονομική κρίση απροσδιόριστου ακόμα μεγέθους – το 2020 θεωρούνταν ήδη από πέρυσι η χρονιά εισόδου στην ύφεση – που αυξήθηκε εκθετικά λόγω της καραντίνας με εκατομμύρια ανέργους και πολλά ακόμα εκατομμύρια χαμένα μεροκάματα και την εργασιακή ανασφάλεια για ακόμα μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής τάξης εν όψει μάλιστα μίας επερχόμενης νέας καραντίνας, με ένα σύστημα υγείας αποσαθρωμένο και αδιάφορο λειτουργικά για την υγεία όσων δεν έχουν να πληρώσουν τα υπέρογκα ποσά ή απλά δεν είναι επαρκώς ασφαλισμένοι. Μαζί με την εξελισσόμενη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων εργαζομένων και νεολαίας τα τελευταία χρόνια ήδη από τη εποχή του Occupy Wall Street, του Fight for 15$ κατώτατο ωρομίσθιο όπου λευκοί, αφροαμερικανοί, Λατίνοι εργάτες πάλεψαν μαζί απέναντι στον ίδιο εχθρό, στα ίδια αφεντικά, με τον ίδιο κοινό στόχο, ήταν τα στοιχεία που οδήγησαν στην εξέγερση για τον θάνατο του Τζορτζ Φλόϊντ.
Οι ευκαιρίες είναι μπροστά
Η πολιτική αστάθεια που συσσωρεύεται δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν και από καμία τάξη. Για πόσο καιρό ακόμα οι καταπιεσμένοι δεν θα μπορούν να αναπνέουν κάτω από την μπότα της αστυνομικής καταπίεσης; Μπορεί το σύστημα της μηδενικής ανοχής του αμερικάνικου αστισμού (αστυνομική καταστολή και μαζικός εγκλεισμός) να διαιωνίζεται χωρίς επιπτώσεις; Ούτε μπορεί όμως να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα με επιφανειακές λύσεις, περισσότερα χρήματα για την παιδεία, καλύτερη εκπαίδευση της αστυνομίας, ένας μαύρος Πρόεδρος. Ολοένα και περισσότεροι καταπιεσμένοι, μαύροι, λευκοί, λατίνοι, αναγνωρίζουν ότι αν δεν μιλήσουν για αναδιανομή του πλούτου, για κοινωνική δικαιοσύνη, για την συνολική δηλαδή ανατροπή, ή όπως κάποια στιγμή ένας ηγέτης των Μαύρων Πανθήρων, ο Μπόμπι Χάτον είπε ‘Πολεμάμε τον καπιταλισμό με τον επαναστατικό σοσιαλισμό’, θα εξακολουθούν να βρίσκονται στο χώμα κάτω από το γόνατο του μπάτσου ή με 12 σφαίρες στο κορμί με μαύρο ή όχι Πρόεδρο. Μπορεί ακόμα οι επαναστατικές οργανώσεις της εργατικής τάξης να βρίσκονται σε αδύναμη θέση αλλά είναι στο χέρι τους να αδράξουν την σημερινή ευκαιρία και να συγκροτήσουν τον στρατό τουε για την επόμενη ταξική σύγκρουση. Και οι αστοί το αντιλαμβάνονται. Δεν ήταν μία ακόμα μπαρούφα του Τραμπ όταν στοχοποιούσε τους ΑΝΤΙΦΑ σαν τρομοκρατική οργάνωση. Ήταν η βαθιά ανησυχία της αμερικάνικης αστικής τάξης για την ανασυγκρότηση της επαναστατικής πρωτοπορίας.
Γιατί πάνω σε τέτοιες στιγμές είναι που ανθίζει ο σπόρος της αλλαγής, και την τελευταία φορά έπρεπε να κινητοποιηθεί ολόκληρη η δύναμη κρούσης του αμερικάνικου κράτους για να τον αντιμετωπίσουν, ήταν το ‘1968’.
Μία ακόμα δολοφονία έφτασε για να αλλάξει η χώρα. Θα κρατήσουμε το όνομα του Τζορτζ Φλόϊντ χαραγμένο στην μνήμη του αμερικάνικου λαού, ένας νεκρός ακόμα στον ταξικό πόλεμο και θα πετάξουμε στην λήθη αυτά των δολοφόνων του. Αυτές οι καυτές εβδομάδες του Μαΐου – Ιουνίου έφεραν στο προσκήνιο όλους αυτούς που δεν έχουν φωνή, με έναν πολύ δυναμικό τρόπο στο κέντρο του «θηρίου» και έστω για λίγο μετέφεραν τον φόβο στην άλλη πλευρά και έδειξαν ότι ο αντίπαλος δεν είναι ανίκητος. Η συνέχεια είναι ακόμα πιο σημαντική καθώς θα πρέπει να επιλέξουν με ποιόν θα συμπορευτούν και με ποιον τρόπο θα δώσουν τις επερχόμενες μάχες, ώστε την επόμενη φορά να είναι ακόμα πιο νικηφόρες.
Α. Ω.