Ιουλιανά: Ο ελληνικός Μάης που συγκλόνισε την Ελλάδα
του Α.Ω.
Οι 70 ημέρες που διάρκεσαν τα Ιουλιανά δεν ήταν όπως θέλει η επίσημη ιστοριογραφία μόνον μία εποχή ανωμαλίας και αποστασίας. Αλλά όπως και ο Γαλλικός Μάης ήταν μια εποχή που κινητοποιήθηκαν μεγάλες λαϊκές μάζες σε ανοικτή αμφισβήτηση του καθεστώτος, καταρρέει η πολιτική της κοινοβουλευτικής δεξιάς αλλά και των ρεφορμιστικών κομμάτων, χρεωκοπεί η μοναρχία και επανεμφανίζονται νέες μορφές αγώνα όπως οι απεργιακές φρουρές και η πολιτική απεργία και ξεκινά η εμφάνιση της επαναστατικής αριστεράς.
Μετά την ήττα του επαναστατικού ρεύματος της περιόδου 1941-1945 και 1946-1949, το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς που επιβλήθηκε με την δύναμη των όπλων προσπάθησε να ρίξει ταφόπλακα στις λαϊκές διεκδικήσεις και στα δικαιώματα. Η σταθερότητα της οικονομικής ανάπτυξης από το 1950 και μετά βασίστηκε στην αστυνομική καταστολή και στο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονήματων, στην απαγόρευση του ΚΚΕ και των αριστερών οργανώσεων και στον απόλυτο έλεγχο των σωματείων από εργοδοτικούς υπαλλήλους και τα δικαστήρια. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίστηκε η ραγδαία ανάπτυξη επιπέδου 8% ετησίως, η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο μετά την Ιαπωνία6 και με κέντρο οικονομικής ανάπτυξης την οικοδομή και τις κατασκευές.
Τίποτα όμως από αυτά δεν έφτανε στους εργαζόμενους και την αγροτιά. Το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι μέχρι το 1974 το υψηλότερο από κάθε άλλη χώρα της τότε ΕΟΚ, 30%. Η μεγάλη ενδημική ανεργία – η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, οι χαμηλοί μισθοί, οι απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, η έλλειψη επαρκούς στέγασης, η παντελής έλλειψη κάθε είδους κοινωνικής πρόνοιας, καθιστά την ζωή εξαιρετικά δύσκολη τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη και εντείνει την μετανάστευση στο εξωτερικό. Όπως είχε πει και ο Γ. Παπανδρέου: «Οι αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι δυστυχούν».
Από το 1960 η κατάσταση αλλάζει. Η ΕΔΑ που έχει ιδρυθεί το 1951 (με κύριο φορέα το παράνομο ΚΚΕ) στις εκλογές του 1958 παίρνει, το 24,4% των ψήφων στέλνοντας ρίγη στο καθεστώς βλέποντας μία αριστερή δύναμη να σηκώνει το μπόι της τόσο γρήγορα μετά την ήττα του 1949. Νέοι εργάτες και εργάτριες επανδρώνουν την παραγωγή και χωρίς τα βάρη της ήττας και με αυτοπεποίθηση βγαίνουν στον αγώνα. Το εργατικό κίνημα έχει αναθαρρήσει και με πρωταγωνιστές τους οικοδόμους ξεκινάνε οι πρώτες μαζικές απεργίες το δεύτερο εξάμηνο του 1960, και μαζί και οι πρώτες μαζικές συγκρούσεις με την αστυνομία, η πρώτη αντιπαράθεση με την αστυνομία μετά τον εμφύλιο. Στη διετία 1960-62 οι απεργίες και οι χαμένες ώρες εργασίας διπλασιάζονται και νέοι κλάδοι μπαίνουν στον αγώνα, όπως η βιομηχανία και η ενέργεια. Ολοένα και περισσότερες απεργίες έχουν πέραν των συνδικαλιστικών αιτημάτων και πολιτικά, ειδικά για τις δημοκρατικές ελευθερίες που στενάζουν από την ιδιότυπη εμφυλιοπολεμική κοινοβουλευτική δημοκρατία που έχει επιβληθεί. Το 1960 το 12% των απεργιών και το 1% των απεργών έχουν και πολιτικά αιτήματα, ενώ το 1965 αντίστοιχα 30% και 76%, δείγμα της πολιτικής ωριμότητας και ριζοσπαστικοποίησης των εργαζομένων.Η Ένωση Κέντρου που έχει ιδρυθεί το 1961 από τον Γ. Παπανδρέου και άλλες μικρότερες κεντρώες και δεξιές δυνάμεις, έχει σκοπό να παίξει τον ρόλο αναχώματος μεταξύ ΕΔΑ και κινήματος και να προστατεύσει το καθεστώς ως συνεπής αντιπολίτευση ή εναλλακτική κυβερνητική δύναμη μαζί με την ΕΡΕ, με ελάχιστες κινήσεις φιλελευθεροποίησης της σκληρής γραμμής του καθεστώτος. Αυτός όμως ο δειλός αστικός εκσυγχρονισμός που φέρνει ο Γ. Παπανδρέου συμπίπτει με την άνοδο της αριστεράς και τη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης και πολύ γρήγορα περιορίζεται. Το 1963 δολοφονείται ο Λαμπράκης και ο Καραμανλής μετά την ήττα στις εκλογές που ακολουθούν διαφεύγει στο εξωτερικό με ψεύτικο όνομα, τα προεόρτια της πολιτικής κρίσης εμφανίζονται δυνατά. Μαζικές διαδηλώσεις ακολουθούν την κηδεία του Λαμπράκη ενώ η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη που ιδρύεται, αποκτά πολύ γρήγορα πάνω από 150.000 μέλη με παραρτήματα σε όλη τη χώρα. Απαλλαγμένο από την καραμανλική τρομοκρατία το εργατικό κίνημα δίνει μαζικές μάχες, ειδικά σε μεγάλους βιομηχανικούς χώρους όπως η εμβληματική μάχη των 400 εργατών και εργατριών στο εργοστάσιο Καρέλα στο Λαύριο τον Ιούνιο του 1964.
Το 1965, η κρίση κορυφώνεται με κέντρο τη θέση του στρατού στη μετεμφυλιακή δομή της εξουσίας, τον έλεγχό του από τη μοναρχία ή την εκλεγμένη κυβέρνηση και τη συνέχιση της διατήρησης της μοναρχίας ως κεντρικού πόλου εξουσίας με διεθνείς διασυνδέσεις και ισχυρές εσωτερικές σχέσεις και επιρροή. Ο Γλύξμπουργκ αρνείται στις 15 Ιουλίου την ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Άμυνας από τον τότε εκλεγμένο πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου της Ένωσης Κέντρου, θέλοντας να συνεχίζει να επιβάλλει τα δικά του παλατιανά πρόσωπα. Ο Παπανδρέου εξαναγκάζεται σε παραίτηση και κηρύσσει τον Ανένδοτο, οι διορισμένες κυβερνήσεις από τον Γλύξμπουργκ καταρρέουν η μία πίσω από την άλλη, παρόλες τις άοκνες παρασκηνιακές προσπάθειες. Ο Στρατής Τσίρκας περιγράφει: “Οι εφοπλιστές καταθέτανε νέες γενναίες εισφορές. Οι μεγαλοβιομήχανοι το ίδιο. Εκατομμύρια δολάρια κυκλοφορούσαν στο χρηματιστήριο της Βουλής, προκειμένου να βρεθούν οι 20 ακόμα βουλευτές που χρειάζονταν για να παρθεί η ψήφος εμπιστοσύνης”.
Στις επόμενες 70 ημέρες γίνονται στην Αθήνα μόνον, 400 συγκεντρώσεις που περιλαμβάνουν η καθεμιά από μερικές χιλιάδες έως εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου. Στις 21 Ιουλίου δολοφονείται από την αστυνομία ο Πέτρουλας (αριστερός φοιτητής και εργάτης). Στις 27 Ιουλίου καλείται για πρώτη φορά από το 1946 Γενική Πολιτική Απεργία. Ο Δ. Λιβιεράτος περιγράφει: “Η προετοιμασία δεν είναι επαρκής. Οι απεργιακές επιτροπές δεν έχουν συγκροτηθεί παντού και σε όλη την κλίμακα. Απεργιακές φρουρές δεν υπάρχουν. Και όμως, αυθόρμητα μέσα στα εργοστάσια, στα μαγαζιά, στις γειτονιές, έγινε μια τεράστια προετοιμασία. Ο ένας μετά τον άλλον, αυτοσχέδιες επιτροπές σχηματίζονται, απεργιακές φρουρές της στιγμής δημιουργούνται από αυτούς που βαδίζουν στους δρόμους, από άγνωστους μεταξύ τους εργάτες και η απεργία παίρνει σάρκα και οστά. Η συγκοινωνία έχει σχεδόν σταματήσει, αλλά χιλιάδες, πολλές χιλιάδες εργάτες κατεβαίνουν με τα πόδια στην πλατεία της Δημαρχίας όπου θα γίνει η συγκέντρωση”.
Κυριαρχούν τα πολιτικά συνθήματα και αιτήματα, ειδικά ενάντια στην μοναρχία «δε σε θέλει ο λαός παρ’ τη μάνα σου και μπρος». Παρόλες τις εκκλήσεις της ΕΔΑ να σεβαστεί η διαδήλωση την απαγόρευση της αστυνομίας και να μην κατευθυνθεί προς την πλατεία Συντάγματος, οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές μαζικά την αγνοούν. Η ΕΔΑ παρόλο που είχε στο καταστατικό της το αίτημα για αβασίλευτη δημοκρατία (η μόνη κοινοβουλευτική δύναμη) ποτέ «δεν θέτει πολιτειακόν ζήτημα» όχι μόνον εκείνες τις καυτές ημέρες του Ιούλη αλλά ούτε και αργότερα.
Η μεγάλη ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας στην στιγμή της κορύφωσης μένει χωρίς ηγεσία και χωρίς πρόταση για την επόμενη ημέρα. Την στιγμή της πολιτικής κρίσης της αστικής τάξης, των μαζικών διαδηλώσεων και απεργιών, των συνεχόμενων ανυποχώρητων συγκρούσεων με την αστυνομία, δεν υπάρχει η πολιτική δύναμη να δώσει την συνέχεια και να οδηγήσει την επαναστατική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αντικειμενικά, σε επαναστατική κρίση και ιστορική ευκαιρία για την εργατική τάξη. Η ΕΔΑ το μόνο που επιζητούσε ήταν να αναγνωριστεί από την δεξιά και την Ένωση Κέντρου ως συνεπής πολιτική δύναμη που μπορεί να συνομιλήσει υπεύθυνα και να διεκδικήσει θετικές αλλαγές στο καθεστώς. Σκοπός δεν είναι ο Σοσιαλισμός αλλά η «Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή», οι ελιγμοί και οι συμφωνίες με την Ένωση Κέντρου. Πολλές φορές όχι μόνο φάνηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων και των συνθηκών που διαμορφώνονταν στην κοινωνία και στις λαϊκές μάζες αλλά λειτούργησε και πυροσβεστικά – από εκεί έμεινε γνωστή η φράση “πυροσβέστης” – προσπαθώντας να κλείσει απεργίες και να περιορίσει διαδηλώσεις. Έτσι, τις κρίσιμες στιγμές αφήνει τον εξεγερμένο λαό μόνον του ελπίζοντας ότι θα ξεθυμάνει από τον αποπροσανατολισμό και την έλλειψη συνεπούς μαχητικής συνέχειας. Όπως και έγινε.
Από τον Σεπτέμβριο όλα επιστρέφουν στην κοινοβουλευτική νομιμότητα και το καθεστώς παίρνει μία πολύτιμη παράταση ζωής έως τις 21 Απριλίου του 1967 που αποφασίζει να κινηθεί δραστικά και να τελειώνει με τους πρωταγωνιστές του 1965. Την ημέρα εκείνη, όλες οι αυταπάτες της ρεφορμιστικής αριστεράς του ΚΚΕ πιάνονται στον ύπνο από τις ερπύστριες των τανκ, καθώς διατηρούσε ακόμα ελπίδες για τον εκδημοκρατισμό του καθεστώτος σε συνεργασία με ένα φιλελεύθερο κομμάτι της αστικής τάξης μέσω της Ένωσης Κέντρου στις επικείμενες εκλογές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρωτοσέλιδο της 21ης Απριλίου της Αυγής με τίτλο “Γιατί δεν θα γίνει δικτατορία”.
Οι απεργίες θα συνεχιστούν αλλά με μικρότερη ένταση και θα μπουν στον οργανωμένο αγώνα εργαζόμενοι στην ΔΕΗ, τον ΟΤΕ (και λοιπή κοινή ωφέλεια) και τις τράπεζες, που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο εργατικό κίνημα της Μεταπολίτευσης.
Τα Ιουλιανά, δεκαπέντε χρόνια μετά την ήττα του εμφυλίου είναι η πρώτη μεγάλη μάχη της μεταπολεμικής εποχής. Τα χρωστούμενα των ηττών της δεκαετίας του 1940 και των μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων της μεταπολεμικής εποχής της ανάπτυξης έρχονται και ξεσπούν εκείνο το καλοκαίρι. Η έλλειψη όμως μιας επαναστατικής οργανωμένης δύναμης μέσα στην εργατική τάξη που θα κοντράρει τις υποχωρήσεις και τον κοινοβουλευτισμό των ρεφορμιστών και θα δώσει την επαναστατική συνέχεια στα γεγονότα, είναι ο καθοριστικός παράγοντας που καθορίζει την γραμμή μεταξύ ήττας και νίκης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η ήττα κόστισε πολύ.