Μία παραγνωρισμένη διάσταση της ιστορίας των επαναστατικών κινημάτων αποτελεί η σημασία της στρατιωτικής οργάνωσης και η διαλεκτική της με την πολιτική στρατηγική του επαναστατικού υποκειμένου. Το αφιέρωμα της Α.Φ. για τον ρόλο των οργανωμένων ένοπλων δυνάμεων στην πάλη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό θα χωριστεί σε δύο μέρη, εξετάζοντας κατά σειρά τις περιπτώσεις των Μπολσεβίκων και της CNT-FAI ως ενδεικτικά παραδείγματα των δύο κυριότερων ριζοσπαστικών ρευμάτων της σοσιαλιστικής παράδοσης. Μέσω αυτής της συγκριτικής οπτικής θα αναδειχθεί η βαρύτητα της στρατιωτικής οργάνωσης στο επαναστατικό προσές και η ανάγκη των επαναστατικών υποκειμένων να απαντούν σε καίρια ζητήματα προετοιμασίας, επιχειρησιακής δράσης αλλά και ιδεολογικού βάθους, που αποδείχθηκαν και θα αποδεικνύονται πάντα ζωτικής σημασίας για τη νικηφόρα έκβαση του ταξικού κινήματος.
Μέχρι την έκρηξη του Οκτώβρη το 1917, το ρωσικό επαναστατικό κίνημα διένυσε μια περίοδο 60 χρόνων λυσσαλέων ταξικών συγκρούσεων και επεισοδίων. Από τους ναρόντνικους και τους Ρώσους ριζοσπαστάστες της δεκαετίας του 1870, στην είσοδο του μαρξισμού και των πρώτων σοσιαλιστικών σχηματισμών, τη Ματωμένη Κυριακή και την επανάσταση του 1905, έως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Φλεβάρη του ’17, εκδηλώθηκαν, δοκιμάστηκαν, απέτυχαν, αναπροσδιορίστηκαν και εντέλει ωρίμασαν, στρατηγικές και τακτικές που κυοφόρησαν το σημαντικότερο γεγονός του 20ου αι.
Μέσα σε αυτήν την αιματοβαμμένη κινηματική αλυσίδα παραστάσεων, η επανάσταση του 1905 αποτέλεσε καταλύτη για την εξέλιξη του ρωσικού επαναστατικού κινήματος, όχι διότι υπήρξε μια πρόβα της μπολσεβικικής επανάστασης όπως λέγεται συχνά αφήνοντας να πλανιέται μια επιφανειακή ανάγνωση της ιστορίας, αλλά γιατί έδωσε την ευκαιρία στους ριζοσπάστες της εποχής να κατανοήσουν πώς γίνεται και γιατί χάνεται μια επανάσταση.
Αναλύοντας την ήττα του 1905 αλλά και διαβλέποντας τις ευκαιρίες που ανοίγονται για το ρωσικό κίνημα, ο Λένιν επέμεινε στην ανάγκη της εργατικής τάξης να «μάθει να πολεμά». Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές παρατάξεις ή οργανώσεις που είτε γλυκάθηκαν σταδιακά στις κοινοβουλευτικές παραχωρήσεις του τσάρου (μενσεβίκοι, εσέροι) είτε συνέχισαν να δρουν μαχητικά αλλά ασύντακτα (μαξιμαλιστές, αναρχικοί), το μπολσεβικικό κόμμα ήταν ο μόνος ριζοσπαστικός πολιτικός δρων που αποκωδικοποίησε τα μηνύματα της ήττας με διαλεκτικό τρόπο.
Ως εκ τούτων, η τρομερή σε ισχύ καταστολή του τσαρικού καθεστώτος, καθιστούσε επιτακτική τη στιβαρή οργάνωση και η στρατιωτικοποίηση του εργατικού κινήματος.
«Τα στρατιωτικά ζητήματα, μέχρι και τα πιο λεπτομερή, είναι υποχρεωμένος να τα μελετάει ο καθένας τον καιρό του εμφυλίου, και το ενδιαφέρον των εργατών για τα ζητήματα αυτά είναι πολύ δικαιολογημένο και πολύ υγιές φαινόμενο. Είναι υποχρεωμένος κανείς να οργανώνεις γενικά επιτελεία ή ορίζει εφημερεύοντα μέλη της οργάνωσης. Η οργάνωση περιπόλων, ο στρατωνισμός των τμημάτων – όλ’ αυτά είναι καθαρά στρατιωτικές λειτουργίες, όλ’ αυτά είναι προκαταρκτικές επιχειρήσεις ενός επαναστατικού στρατού, όλ’ αυτά είναι οργάνωση της ένοπλης εξέγερσης, οργάνωσης της επαναστατικής εξουσίας που αντρώνεται και δυναμώνει…» (Λένιν, Άπαντα τόμος 11 σελ. 190-194, Σύγχρονη Εποχή)
Τα τμήματα που αναφέρει ο Λένιν ήταν οι λαϊκοεργατικές πολιτοφυλακές που δημιουργήθηκαν κατά την επανάσταση του 1905 με σκοπό να περιφρουρήσουν τις απεργίες, τους χώρους δουλειάς και γενικά τον λαϊκό αγώνα από τις επιθέσεις της αστυνομίας και των Μαύρων Εκατονταρχιών. Επρόκειτο ουσιαστικά για τον ένοπλο βραχίονα του επαναστατικού κινήματος, αποτελούμενο από κατά κύριο λόγο από εργοστασιακούς εργάτες όλων των κομμάτων και των «αποχρώσεων». Αν και η προλεταριακή νίκη δεν κατέστη εφικτή, οι μαχητικές ομάδες της πρώτης ρωσικής επανάστασης άφησαν το στίγμα τους και προετοίμασαν τις δομές για την επόμενη αποφασιστική αναμέτρηση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τον τσαρισμό.
Δέκα χρόνια μετά, στις αρχές του 1917 τα αστικά κέντρα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας κλυδωνίζονται από νέον επαναστατικό αναβρασμό, χάρη στην οικονομική καχεξία που έχει προκαλέσει ο πόλεμος και στην εξαθλίωση των ρωσικών στρατευμάτων που καταρρέουν στο μέτωπο. Μπροστά σε αυτήν την οξεία κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση, ο τσαρισμός πέφτει και την εξουσία αναλαμβάνει η σύμπραξη των ρεφορμιστών σοσιαλιστών (μεσενβίκοι-εσέροι) μαζί με τα αστικά μορφώματα (Οκτωβριστές, Καντέτοι κλπ). Οι Μπολσεβίκοι παραμένουν εκτός κοινοβουλευτικής νομιμότητας και προετοιμάζονται για τις θανάσιμες αντιφάσεις αυτής της ανίερης συμμαχίας που δεδομένης της φύσης των δυνάμεων που την αποτελούν (συντηρητικοί σοσιαλιστές, αστική τάξη) δεν θα ικανοποιήσει ούτε ένα λαϊκό αίτημα: ούτε θα αναδιανείμει τη γη, ούτε θα εφαρμόσει πραγματικό εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και κυρίως, ούτε θα υποχωρήσει από το σφαγείο του Α’ Π.Π.
Από τον Φλεβάρη του 1917 και έπειτα ολόκληρη η ευρωπαϊκή Ρωσία σφύζει από επαναστατικό οργασμό. Οι εργάτες παίρνουν στα χέρια τους τα εργοστάσια, τα σοβιέτ επαναλειτουργούν και εξαπλώνονται στην ύπαιθρο, οι στρατιώτες εγκαταλείπουν τα χαρακώματα και γυρνούν σπίτι ή οργανώνονται στα συνδικάτα και στους Μπολσεβίκους, οι πολιτοφυλακές εξοπλίζονται. Κοντολογίς, (αν)οικοδομούνται οι δομές μιας παράλληλης λαϊκής εξουσίας που σύντομα θα νιώσει έτοιμη να συντρίψει τον ρεφορμισμό, τους αστούς και τα κατάλοιπα του τσαρισμού έχοντας στο κέντρο του νευρικού της συστήματος το μπολσεβικικό κόμμα.
Καθοριστικής σημασίας γεγονός στη διαδικασία αυτή είναι η συγκρότηση της Κόκκινης Φρουράς. Ο όρος διαδόθηκε κυρίως από ένα κείμενο των Μπολσεβίκων τον Μάρτιο του 1917 και σίγουρα αρκετά στελέχη και οπαδοί του κόμματος διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στη δημιουργία των διάσημων πολιτοφυλακών. Ωστόσο, οι Κοκκινοφρουροί δεν ήταν έργο των Μπολσεβίκων αλλά περισσότερο η προσωποποίηση της συνείδησης και της αποφασιστικότητας των Ρώσων εργατών ανεξαρτήτως κομματικής καταβολής. Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία της κόκκινης πολιτοφυλακής γεννήθηκε αυθόρμητα με την πτώση του τσαρισμού από προλετάριους στις φάμπρικες της Πετρούπολης ακολουθώντας αντίστοιχα πρότυπα με τις Μαχητικές Ομάδες του 1905, αναπτύσσοντας όμως σταδιακά σαφώς αναβαθμισμένη οργάνωση, αποστολή και χαρακτήρα.
Η Κόκκινη Φρουρά αποτελείτο από τον ανθό των εργοστασιακών εργατών της Πετρούπολης, συγκεντρώνοντας στις τάξεις τα πιο ακραία ριζοσπαστικά στοιχεία του ταξικού κινήματος. Μέλη της γίνονταν μόνο προλετάριοι από συνδικάτα ή σοσιαλιστικά κόμματα όχι μόνο για να αποφευχθεί η είσοδος ύποπτων στοιχείων αλλά και για να εμποτιστούν τα στελέχη της με την απαραίτητη αφοσίωση στην επαναστατική υπόθεση.
Τα πρώτα αποσπάσματα άρχισαν να περιφρουρούν τις εργατικές διαδηλώσεις στις μεγάλες πόλεις, όμως από τον Απρίλιο του 1917 και μετά αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερη συνοχή, διευρυμένη δράση και αλματώδη εξάπλωση. Δύο λόγοι συμβάλλουν σε αυτό το γεγονός. Πρώτον η δράση Μπολσεβίκων αγωνιστών όπως του Σλιαπνίκοφ και του Γερεμέγεφ, που αρχίζουν να δίνουν συστηματική μορφή και οργάνωση στο αυθόρμητο ξεπέταγμα των Κοκκινοφρουρών. Γενικότερα οι Μπολσεβίκοι ήταν το μοναδικό κόμμα με σημαντική επιρροή στον στρατό και στο ναυτικό (μαζί με τους Εσέρους), κάτι που οφειλόταν στη συστηματική δουλειά των στελεχών στις γραμμές των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων κυρίως κατά τη διάρκεια του Α’ Π.Π.
Μέχρι το καλοκαίρι έχουν δημιουργηθεί σώματα Κόκκινης Φρουράς σε 24 αστικά κέντρα με ορισμένα εξ αυτών να μετρούν χιλιάδες στρατολογημένους εργάτες. Τα τάγματα τις Κόκκινης Φρουράς είχαν μια εγγενή τάση να αποστρέφονται κάθε συγκεντρωτική εξουσία ή έλεγχο, κάτι που φάνηκε και στον Ιούλιο του ’17 όταν ήλθαν σε προστριβή με τους Μπολσεβίκους ηγέτες οι οποίοι προσπάθησαν να κρατήσουν ειρηνικές τις μαζικές εργατικές διαδηλώσεις στην Πετρούπολη, που έτειναν να εξελιχθούν σε ανοιχτή αντικυβερνητική εξέγερση. Το δεύτερο σημείο που οδήγησε σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών στρωμάτων ήταν το αποτυχημένο πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ, που υπέδειξε με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την αστάθεια της αστικής εξουσίας. Η απόπειρα κατάπνιξης των σοβιέτ και η εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας οδήγησε τις επαναστατικές δυνάμεις σε διαρκή επαγρύπνηση.
Τον Σεπτέμβριο του 1917 γινόταν εκπαίδευση όπλων σε 79 εργοστάσια της Πετρούπολης. Ο οπλισμός προερχόταν από τις παραπαίουσες δυνάμεις του στρατού, τις συνεχείς απαλλοτριώσεις αστυνομικών τμημάτων αλλά και τα εργοστάσια πολεμοφοδίων. Παραμονές της επανάστασης του Οκτώβρη, η Κόκκινη Φρουρά της πόλης αριθμούσε 20.000 άνδρες οργανωμένους σε τάγματα των 400-600 ανδρών που το κάθε ένα περιείχε λόχους με τμήματα πολυβολητών, αγγελιαφόρων και νοσοκόμων, ενώ κάποια τάγματα διέθεταν και τεθωρακισμέμα οχήματα. Οι υπαξιωματικοί και οι αξιωματικοί της Κόκκινης Φρουράς εκλέγονταν από τους εργάτες ή από τις εργοστασιακές επιτροπές και τα συνδικάτα, και είτε είχαν ήδη στρατιωτική πείρα είτε περνούσαν ταχύρρυθμη εκπαίδευση από στελέχη των Μπολσεβίκων. Κάθε Κοκκινοφρουρός διέθετε αριθμημένη ταυτότητα και τυχόν παραβίαση της πειθαρχίας ή αλόγιστη χρήση όπλων δικαζόταν από ένα σώμα ενόρκων συντρόφων. Κατά τις παραμονές της επανάστασης η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή της Πετρούπολης (ΣΕΕ) μπορούσε να υπολογίζει σε 20.000 Κοκκινοφρουρούς ενώ οι συνολικές επαναστατικές δυνάμεις σε ολόκληρη τη χώρα ανέρχονταν σε 100.000 άτομα, αριθμός ασύλληπτος εκείνη την περίοδο ακόμα και για την ίδια την κυβέρνηση.
Τον Ιούλιο οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν ακόμα σε θέση να οργανώσουν την εξέγερση με τον απόλυτο τρόπο του Οκτώβρη, ούτε οι επαρχίες διέθεταν υψηλό βαθμό ενεργητικής ετοιμότητας. Αντίθετα, παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης η κατάσταση ήταν σαφώς διαφορετική. Οι Μπολσεβίκοι κυριαρχούσαν εμφανώς στα αστικά κέντρα και στα σοβιέτ και η Κόκκινη Φρουρά είχε πεισθεί ότι η υπομονή είναι αρετή. Εξάλλου, οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας που βρίσκονταν πλησιέστερα στην πρωτεύουσα χάριζαν ένα όπλο καίριας στρατηγικής σημασίας, καθώς σε αυτά τα τμήματα του στρατού η επιρροή των Μπολσεβίκων ήταν σαφώς μεγαλύτερη από οποιασδήποτε άλλης παράταξης. Όπως αναφέρει ο Λένιν, εμφανώς επηρεασμένος από τον Κλαούζεβιτς:
«Να έχεις συντριπτική υπεροχή δυνάμεων στην αποφασιστική στιγμή στο κρίσιμο σημείο – αυτός ο ‘νόμος’ των στρατιωτικών επιτυχιών είναι επίσης και νόμος της πολιτικής επιτυχίας, ιδίως σε έναν τέτοιον σκληρό, έντονο ταξικό πόλεμο, που λέγεται επανάσταση. Η δύναμη του προλεταριάτου σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ’ ό,τι το ποσοστό του προλεταριάτου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει γιατί το προλεταριάτο κυριαρχεί οικονομικά στα κέντρα και στα νευραλγικά σημεία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού…» (Λένιν, Άπαντα τόμος 40, σελ.22-23, Σύγχρονη Εποχή)
Στις 16 Οκτώβρη ιδρύεται από το Σοβιέτ της Πετρούπολης όπου προεδρεύει ο Τρότσκι η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή, που αναλαμβάνει το φορτίο να εκπονήσει το σχέδιο για την έναρξη της εξέγερσης. Η Κόκκινη Φρουρά παραδίδει εαυτόν στους Μπολσεβίκους που την χρησιμοποιούν ως το ατσάλινο ξίφος της επανάστασης. Οι Αντόνοφ-Οβσέενκο, Ποντβόισκι και Τσουντνόφσκι ξημεροβραδιάζονται πάνω από έναν χάρτη της Πετρούπολης καταστρώνοντας μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Ποια σημεία της πόλης πρέπει να καταληφθούν άμεσα, ποια θα είναι η κατανομή των δυνάμεων, πότε θα εκτελεστούν οι εντολές των ανωτέρων. Για μέρες όλα τα ένοπλα τμήματα που αναμένεται να λάβουν μέρος στην επιχείρηση σαρώνουν κάθε γωνιά των στρατηγικών σημείων της πόλης.
Τα ξημερώματα της 25ης Οκτωβρίου η ελίτ των Κοκκινοφρουρών εισβάλει στα Χειμερινά Ανάκτορα και συλλαμβάνει τους εκπροσώπους της Προσωρινής Κυβέρνησης. Η αστική εξουσία καταλύεται χωρίς να ανοίξει μύτη, χάρη σε με ένα χειρουργικό χτύπημα υπολογισμένο στην εντέλεια από τη Στρατιωτική Επιτροπή της Πετρούπολης. Αντίθετα στη Μόσχα η Κόκκινη Φρουρά θα χρειαστεί να χάσει πολλές δυνάμεις για να τσακίσει τις αντιδραστικές δυνάμεις λόγω σαφούς ποιοτικής διαφοράς ηγεσίας.
Ο ρόλος των Κοκκινοφρουρών δεν θα περιοριστεί φυσικά στις πρώτες επιχειρήσεις για την κατάληψη της εξουσίας. Η Κόκκινη Φρουρά θα εκτελεί για μήνες καθήκοντα κατάληψης χώρων, αστυνόμευσης, πολιτοφυλακής και εξόντωσης της αντίδρασης, λειτουργώντας ως η εμπροσθοφυλακή της επανάστασης, τα πρώτα σώματα που ρίχνονταν στην κόλαση ενός ανελέητου ταξικού πολέμου. Η Κόκκινη Φρουρά θα αποτελέσει το φυτώριο τεράστιων μορφών της επανάστασης, η Κόκκινη Φρουρά θα συντρίψει την επίθεση των Κοζάκων στην Πετρούπολη τις πρώτες κρίσιμες μέρες, η Κόκκινη Φρουρά θα τρέξει στις επαρχίες να σώσει τα σοβιέτ από τις πρώτες επιθέσεις των Λευκών, η Κόκκινη Φρουρά θα είναι η πρώτη μαζική, οργανωμένη και ταξικά συνειδητοποιημένη δύναμη στην ιστορία που θα χύσει το αίμα της για την κοινωνική επανάσταση.
Αργότερα, όταν οι Μπολσεβίκοι θα χρειαστεί να δημιουργήσουν τον Κόκκινο Στρατό, τις πρώτες τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος, μπροστά στον κίνδυνο επίθεσης από τους φορείς του παλαιού καθεστώτος (Μοναρχικοί, αστοί, συντηρητικοί σοσιαλιστές) και τις ξένες ιμπεριαλιστικές χώρες, η Κόκκινη Φρουρά θα αποτελέσει τη βάση του πρώτου λαϊκού επαναστατικού στρατού. Μέχρι το 1922 ο Κόκκινος Στρατός θα συντρίψει τις δυνάμεις των Λευκών και των ξένων κρατών σε μια εποποιία που ανάλογή της δεν είχε υπάρξει ποτέ ξανά στην επαναστατική ιστορία. Δύο δεκαετίες μετά, παρά τις όποιες αδιαμφισβήτητες μεταλλάξεις στη δομή και τον χαρακτήρα του σοβιετικού καθεστώτος και φυσικά των ενόπλων δυνάμεων, ο Κόκκινος Στρατός θα στήσει την κόκκινη σημαία πάνω στο Ράιχσταγκ.
Όλα αυτά θα ήταν αδύνατα αν οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν το πρώτο επαναστατικό υποκείμενο που συνέλαβε τον κομβικό ρόλο της στρατιωτικής οργάνωσης στην ταξική πάλη, καθώς επίσης και τη σημασία της στρατηγικής ως τέχνης και ως εργαλείο για την κοινωνική επανάσταση.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Rex. A Wade, Red Guards and Workers’ Militias in the Russian Revolution, Stanford University Press (1984) – Ίσως η πιο εμπεριστατωμένη μελέτη για την ιστορία και τον ρόλο της Κόκκινης Φρουράς και των εργατικών πολιτοφυλακών στη Ρωσική Επανάσταση.
Victor Serge, Έτος Ένα της Ρωσικής Επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο (2017) – Μια παθιασμένη υπεράσπιση του Κόκκινου Οκτώβρη μεταφέροντας με τον πιο εμβληματικό και ουσιώδη τρόπο τα γεγονότα που καθόρισαν την πιο υψηλή στιγμή στον αγώνα για τη χειραφέτηση του ανθρώπου, μέχρι την επόμενη.
D. Fedotoff White, The Growth of the Red Army, Princeton University Press (1944) – Εξαιρετική μελέτη για τη δημιουργία του Κόκκινου Στρατού και του ρόλου στη διαμόρφωση του σοβιετικού καθεστώτος.