Η επίσκεψη Ερντογάν, οι διαπραγματεύσεις για το Μακεδονικό, η νέα φάση συζητήσεων για το Κυπριακό, οι διεθνείς συμμαχίες με ΗΠΑ, ΕΕ και Ισραήλ δίνουν νέα βάση για τις επιλογές στρατηγικής που διερευνά το ελληνικό κεφάλαιο. Η προπαγάνδα για «καθαρή έξοδο από το μνημόνιο», η κατοχύρωση του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιόπιστου συνομιλητή με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο χρειάζονται νέες τοποθετήσεις από τις οργανώσεις των δυνάμεων της εργασίας.
Ενώ, όμως, βλέπουμε πολυσέλιδες αναλύσεις για το ρόλο της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, του Γερμανικού κεφαλαίου, για τον πόλεμο στη Συρία και το ρόλο του Άσαντ, για τη Ροζάβα και τους Κούρδους της Τουρκίας ή του Μπαρζανί στο Ιράκ, υπάρχει μια δυσκολία αντιμετώπισης των εθνικών στρατηγικών του ελληνικού κεφαλαίου. Προφανώς και η ανάγνωση τόσο σημαντικών (και πολλές φορές σημαντικότερων από την ελληνική εσωτερική πολιτική σκηνή) γεγονότων, οφείλει να την κάνει κάθε πολιτική συλλογικότητα που αναζητά μια αντικαπιταλιστική στρατηγική. Όμως αυτή δεν μπορεί να γίνει με «ουδέτερη» προσέγγιση. Ζούμε σε μια ελληνική πολιτική πραγματικότητα και η κατανόηση και ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ του ελληνικού κεφαλαίου, είναι όρος ύπαρξης ενός επαναστατικού υποκειμένου.
Η επιλογή του ελληνικού αστισμού τις τελευταίες δύο δεκαετίες να προσδεθεί στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική, δημιούργησε μια συσκότιση γύρω από τις εθνικές επιδιώξεις και μια ψευδαίσθηση πως ο εθνικισμός δεν αποτελεί κυρίαρχη επιλογή. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής αλλά, κυρίως, τα ευρωπαϊκά εθνικιστικά κινήματα επαναφέρουν στο προσκήνιο τον εφιάλτη των εθνικιστικών ανταγωνισμών. Η σύγχυση και η αδυναμία κατανόησης του Brexit, του φαινομένου Τραμπ και τελευταία της υπόθεσης της Καταλωνίας επιβάλλουν στο ταξικό κίνημα την επείγουσα προτεραιότητα της συγκεκριμένης αντιμετώπισης του φαινομένου.
Κατανοούμε πως τα «Εθνικά Ζητήματα» αποτελούν το συγκεντρωτικό, σκληρό πυρήνα της αστικής πολιτικής. Δεν είναι μακριά η δεκαετία του `90, όπου για το Μακεδονικό είχαν οδηγηθεί δύο οργανώσεις της Αριστεράς στα δικαστήρια λόγω των «προδοτικών» θέσεων, ενώ το 1994 έγινε απόπειρα δολοφονίας τριών ευρωβουλευτών του ΚΚΕ σε ανοιχτή πολιτική εκδήλωση λόγω της μη συμμόρφωσης του στην εθνική ομοψυχία. Η παρατεταμένη υποτίμηση του εθνικισμού, είχε ευνουχίσει το αντι-μνημονιακό κίνημα επιτρέποντας σε οργανώσεις τύπου «Σπίθα» που χτίστηκαν από τα Εμπορικά Επιμελητήρια και «πάνω πλατείες» να διεκδικήσουν αγωνιστικό προφίλ και εν τέλη την πολιτική ηγεσία του εργατικού κινήματος. Σήμερα, ακόμα και όσες οργανώσεις διεκδικούν ένα λόγο στα εθνικά, παρεμβαίνουν σε χαμηλούς και περιθωριακούς τόνους και αφορούν «δικαιωματικά» καθήκοντα (όπως πχ η μη απέλαση των 9 τούρκων του DHKP-C).
Για τη 22η επέτειο των Ιμίων έχει, πράγματι, εξαντληθεί κάθε επιχείρημα αποχής της πλειοψηφίας των συλλογικοτήτων και κομμάτων της αριστεράς. Είτε ήταν μια μειοψηφική κίνηση ακροδεξιών, είτε σαν μαζική φασιστική κινητοποίηση οι δικαιολογίες εναλλάσσονταν «μη τους δώσουμε σημασία», «δεν είναι πολλοί», «είναι πολλοί και δεν μπορούμε», «δεν γίνεται έτσι» κλπ.
Σήμερα, στα 2018, επιχειρείται κάτι που σπάνια έχει γίνει στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά υπάρχει η δυνατότητα να αλλάξει το κέντρο βάρους μια εθνικιστικής γιορτής και να αναδειχθεί μια διεθνιστική προσέγγιση σε ένα ιστορικό γεγονός. Η κοινή παρουσία Ελλήνων, Τούρκων και Κούρδων αγωνιστών στις 27 Γενάρη δε γίνεται γύρω από δημοκρατική, αντικατασταλτική ατζέντα αλλά από την προσπάθεια κατάθεσης κοινής οπτικής και στρατηγικής γύρω από τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.
Η πιο σημαντική παρακαταθήκη, όμως, αυτής της κινητοποίησης δεν αφορά, μόνο, την αποκατάσταση της ιστορικής, διεθνιστικής αλήθειας γύρω από τα Ίμια. Διαμορφώνει ένα νέο πολιτικό πολιτισμό που επιτρέπει στις διεθνιστικές δυνάμεις να διεκδικήσουν το «δρόμο» απέναντι σε εθνικιστικές ψυχώσεις και υστερίες. Σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που καιροφυλακτούν τα φασιστικά και εθνικιστικά μαζικά κινήματα, η αντίσταση και αντιπαράθεση με αυτά θα γίνει με όρους πολιτικούς, ιδεολογικούς αλλά και με όρους οργανωτικούς και μαζικού κινήματος.
Χρειαζόμαστε ένα μαζικό, διεθνιστικό, εργατικό κίνημα που θα αποφύγει τέσσερις σκοπέλους: α) να πάψει να αρκείται στο «αντί» και να φροντίσει να πάρει το τέμπο της πολιτικής πρωτοβουλίας, β) να φύγει από το γραφικό, δήθεν εξαρχειώτικο λάιφ-στάιλ του «ξευτίλες πατριώτες» και να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με το υπαρκτό εργατικό κίνημα, γ) να πάψει να χρησιμοποιείται η «κοινωνική γείωση στο εργατικό κίνημα ως άλλοθι υποτίμησης των διεθνιστικών καθηκόντων, και δ) να μην υποκύψει σε επερχόμενες λαϊκίστικες, εθνικιστικές στρατηγικές που θα φαντάζουν «μπερδεμένες», «αγνές» αναζητήσεις.
Αυτή τη φορά θα είμαστε πιο έτοιμοι!