Το βράδυ μεταξύ 30 και 31 Γενάρη του 1996, Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα πολέμου για δύο βραχονησίδες. Δύο σύγχρονες πολεμικές μηχανές οπλισμένες από χρόνια ετοιμάστηκαν για τον πόλεμο. Η ελληνική αστική τάξη σε μία εποχή πολιτικής και οικονομικής αναβάθμισης διεκδίκησε ακόμα περισσότερο τον έλεγχο του Αιγαίου μέσω του εποικισμού των βράχων του πελάγους ώστε να έχουν και αυτά χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, οδηγώντας την τουρκική αστική τάξη σε ταπείνωση και ασφυξία. Οι αντιδράσεις εκατέρωθεν οδήγησαν σε ένα εφιαλτικό βράδυ.
22 χρόνια πριν η ανάπτυξη έρχεται
Η απεμπλοκή από την πολεμική προσπάθεια εκείνο το βράδυ δεν ήταν μία δουλική ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης, «ευχαριστούμε τους Αμερικάνους», αλλά μία στροφή στρατηγικής που και οι δύο χώρες αντιλαμβανόντουσαν ότι τις εξυπηρετούσε καλύτερα. Η ειρήνη ήταν η επιλογή της εποχής, στην εποχή του «τέλους της ιστορίας» ο πόλεμος μπορούσε να περιμένει. Φυσικά τα «εθνικά συμφέροντα» δεν απεμπολούνται, η ελληνική διπλωματία ήδη από την εποχή της δεκαετίας του 1980 είχε φροντίσει να κατοχυρώσει το χαρτί των 12 μιλίων και οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να το ρίξει και πάλι στην σκακιέρα του Αιγαίου. Μία κίνηση που αμέσως θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε κλειστή ελληνική θάλασσα.
Η «ειρήνη» που τελικά εξασφαλίστηκε βασίστηκε σε μία περίοδο που η οικονομική ανάπτυξη ήταν στην ημερησία διάταξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η προοπτική ανάπτυξης, ο ευρωμονόδρομος είναι ήδη για την Ελλάδα κεντρική επιλογή και η Τουρκία κτύπαγε την πόρτα της Ε.Ε., ενώ την ίδια εποχή η διάλυση του Ανατολικού μπλοκ είχε ανοίξει λαμπρά πεδία οικονομικής επέκτασης τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στην περιοχή της Κασπίας θάλασσας. Η συνθήκη του Μάαστριχτ, η προετοιμασία για το ευρώ, το χρηματιστήριο, ήταν τα εφαλτήρια για καλύτερες εξορμήσεις του ελληνικού κεφαλαίου. Η ισχυρή Ευρώπη της δημοκρατίας και της ανάπτυξης έδινε τα εχέγγυα ότι τα κέρδη θα αυξάνονταν σταθερά. Η επέκταση στα Βαλκάνια με μαζικές επενδύσεις και εξαγορές, το βλέμμα προς τα πετρέλαια του Καυκάσου μέσω της Κασπίας θάλασσας και των νέων αγωγών προς την Ευρώπη, έδειχναν πιο πειστικές και πιο κερδοφόρες για το ελληνικό κεφάλαιο από μία πολεμική εκστρατεία. Η ελληνική οικονομία σκαρφαλώνει στις 25 πιο ισχυρές οικονομίες του πλανήτη. Και οι δύο χώρες φρόντισαν να επανατοποθετήσουν τις συμμαχίες τους, η ελληνική κυβέρνηση παραδίδει τον Οτσαλάν και τερματίζει την συμμαχία με τα κουρδικά εθνικιστικά κόμματα, και η τουρκική κυβέρνηση βγάζει εκτός νόμου το ισλαμικό κόμμα του Ερμπακάν. Η νότια Κύπρος μπαίνει στην Ε.Ε. ανοίγει η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η εθνικιστική υστερία και οι πολεμοκάπηλες κραυγές υποχωρούν για την ώρα.
Κρίση και απορύθμιση, ο κίνδυνος του εθνικισμού
Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας έχει στεγνώσει την κερδοφορία του κεφαλαίου και κάθε δυνατότητα επέκτασης έχει περιοριστεί δραματικά. Η πίτα μικραίνει αλλά οι αρπακτικές ορέξεις των καπιταλιστών μεγαλώνουν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν φαντάζει πια όπως πριν από 20 χρόνια, η ίδια ταλανίζεται από τα δικά της αδιέξοδα. Ακροδεξιά και φασιστικά κόμματα πληθαίνουν σε χώρες της Ε.Ε., όχι απλά ως ομάδες πίεσης αλλά σε κόμματα που διεκδικούν να προβάλλον την δική αντιδραστική ξενοφοβική και εθνικιστική στρατηγική. Η συνεχιζόμενη στασιμότητα της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας μπορεί να μην είναι ακόμα λόγοι για μία ριζική αλλαγή κατεύθυνσης προς τον προστατευτισμό και τον εθνικισμό αλλά κάθε επόμενη αναταραχή, κάθε συνεχιζόμενη έλλειψη προοπτικής ουσιαστικής ανάπτυξης, ενδυναμώνει τέτοιες κατευθύνσεις μακροχρόνια.
Και καμία από τις δύο χώρες του Αιγαίου δεν μπορεί να προβάλει μια εκδοχή επιτυχίας για την δικής της αστική τάξη. Η ελληνική πλευρά προσπαθεί να διαφημίσει ένα success story μετά από απανωτά μνημόνια αλλά καμία επένδυση και καμία ουσιαστική ανάκαμψη δεν φαίνεται στον ορίζοντα, αντίθετα κάθε νέο μέτρο κάθε νεά ανατροπή φέρνει την φτωχοποίηση ακόμα πιο κοντά. Τα κοινωνικά συμβόλαια του παρελθόντος ολοένα και περισσότερο διαγράφονται χωρίς διέξοδο για το μέλλον. Η τουρκική πλευρά έχοντας αντιληφθεί ότι η ευρωπαϊκή προοπτική είναι νεκρή προσπαθεί να ακροβατήσει στην κρίση της Μέσης Ανατολής, αλλά σε κάθε βήμα συναντά ένα ναρκοπέδιο. Οι δύο χώρες εύκολα μπορούν να ξαναμπούν σε έναν νέο γύρο πολεμοκαπηλείας στο επόμενο στάδιο οικονομικής ύφεσης.
Τα διεθνιστικά καθήκοντα
Το ταξικό κίνημα όμως δεν μπορεί να μείνει αμέτοχο στις εξελίξεις. Χωρίς να υποκύπτει στις πιέσεις της αστικής δημοκρατίας για υπεύθυνες λύσεις, χωρίς να υποτιμά τα διεθνιστικά καθήκοντα προς χάριν ενός εύκολα κατανοητού λαϊκού λόγου, θα πρέπει να δώσει την μάχη μέσα στην εργατική τάξη και την νεολαία, ενάντια σε κάθε επερχόμενη λαϊκιστική εθνικιστική στρατηγική, πολιτικά ιδεολογικά αλλά και οργανωτικά.