Έχοντας κλείσει 5 χρόνια από τις διώξεις και 3 από την έναρξη της δίκης της Χρυσής Αυγής, οι οργανώσεις του ταξικού κινήματος κινούνται ανάμεσα σε δύο απόψεις: α) «Τα δικαστήρια δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το φασισμό» με όλη την επιχειρηματολογία που συνοδεύει αυτή η θέση. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη τα δικαστήρια «είναι στημένα», «θα τους αθωώσουν» και εν πάση περιπτώσει η όποια απόφαση δεν μπορεί να παίξει ρόλο στον ταξικό συσχετισμό. β) «η καταδίκη της Χρυσής Αυγής είναι ο μοναδικός δρόμος διάλυσης του φασισμού» και συγκροτούν κινήματα «πίεσης» προς την κυβέρνηση και το δικαστικό σώμα ώστε να έρθει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και οι δύο θέσεις είναι λανθασμένες για διαφορετικούς λόγους.
Δικαστικό σύστημα και διάκριση εξουσιών
Ο δικαστικός θεσμός δεν είναι ταξικά ουδέτερος. Η περίφημη «διάκριση των εξουσιών» δεν μετατρέπει το δικαστή σε ουδέτερο ον που μπορεί να κάνει κανένα ανθρώπινο λάθος έστω και με ταξικό πρόσημο. Η διάκριση των εξουσιών που έχει εγκαθιδρύσει δύο αιώνες τώρα ο καπιταλισμός είναι ένα ανώτερο επίπεδο νομιμοποίησης της αστικής πολιτικής. Μέσα από την αντικειμενοποίηση των μηχανισμών και την εξάπλωση της γραφειοκρατίας, ο κάθε εντεταλμένος κρατικός υπάλληλος αισθάνεται απλά ουδέτερο εκτελεστικό όργανο. Κανένας μπάτσος, δικαστής, ανθρωποφύλακας ή δήμιος δεν αισθάνεται υπαίτιος για την εφαρμογή της όποιας ποινής.
Πριν από τον καπιταλισμό το ρόλο των «δικαστηρίων» έπαιζε ο τοπικός σερίφης, βασιλιάς, σουλτάνος, στρατιωτικό άγημα που αξιολογούσαν, συλλαμβάνανε και επιβάλανε ποινές. Ο νόμος του βασιλιά ή αυτοδικία ήταν οι νόμοι που επικρατούσαν. Μέσα από τον καταμερισμό εργασίας που έφερε η αστική δημοκρατία και την προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός ορθολογικού Κοινωνικού Συμβολαίου, δημιούργησε τους νόμους και τη δικαστική εξουσία.
Μέσα από αυτό το πλέγμα ο κάθε δικαστής αισθάνεται «ανεύθυνος» στην εφαρμογή ενός άδικου νόμου μιας που «δεν είναι η δουλειά του να κρίνει τους νόμους». Από την άλλη το πρέπει να σεβαστεί όλο το γραφειοκρατικό σύστημα τυπολατρίας, δικαστικών αποδεικτικών, εντεταλμένων οργάνων ώστε να επιβιώσει στην επαγγελματική του καριέρα για να μη διωχθεί ο ίδιος για «παραλείψεις».
Δικαστικό σύστημα ως μέρος του αστικού μπλοκ
Μέσα από τη διάκριση των εξουσιών τα δικαστήρια ως διαδικασία επιβολής των νόμων φυσικά και έχουν την πλήρη κοινωνική νομιμοποίηση. Αυτό είναι λογικό να συμβαίνει σε κάθε κοινωνία που δεν βρίσκεται σε φάση ανατροπής. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να αναγνωρίσουμε και τέτοια νομιμοποίηση έχει κάθε συστατικός θεσμός της αστικής δημοκρατίας όπως η Αστυνομία, ο Στρατός, η Εκκλησία κλπ.
Η αντικειμενοποίηση των λειτουργιών κάθε θεσμού δεν τους μετατρέπει παρ` όλα αυτά σε ουδέτερο σκεύος προς κάθε χρήση. Ο ρόλος του είναι να φέρνουν μια κανονικοποίηση της καθημερινότητας του καπιταλισμού και να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς του καθεστώτος. Οι εχθροί δεν είναι μόνο οι ταξικές συλλογικότητες του εργατικού κινήματος. Τα αστικά δικαστήρια μέσα από π.χ. τη Δίκη της Νυρεμβέργης, τη Δίκη των Συνταγματαρχών της ελληνικής Χούντας κλπ έπαιξαν το δικό τους ρόλο στο τέλος μια πολιτικής περιόδου που ήθελε να δώσει το αστικό σύστημα. Οι φορολογικές διώξεις στις ΗΠΑ ήταν το κατασταλτικό χαρτί τιθάσευσης της παράνομης, μαφιόζικης μερίδας της αστικής τάξης.
Η δύναμη καταστολής του δικαστικού συστήματος
Η κάθε πολιτική περίοδος έχει τις δικές της ισορροπίες για το τι θεωρείται αδίκημα και το τι όχι. Στην κατοχή μια κλοπή φρατζόλας ψωμιού από φασιστικό φορτηγό σήμαινε άμεση εκτέλεση, σήμερα ένα σουπερμάρκετ που κατήγγειλε παρόμοια κλοπή γνώρισε τη χλεύη και των θεσμών και της κοινωνίας.
Η ευελιξία των όπλων του δεν το κάνει αδύναμο και ανίκανο αλλά ακόμα πιο ισχυρό. Απέναντι στις οργανώσεις και τους αγωνιστές του ταξικού εργατικού κινήματος δεν επιβάλλει ποινές φυλάκισης που πιθανά θα ενίσχυαν την απονομιμοποίηση του θεσμού αλλά εξαγοράσιμες ποινές ή με αναστολή. Δεκάδες σύντροφοι και συντρόφισσες έχουν αποχωρήσει από ενεργά μέλη του κινήματος μέσα από το φόβο σύλληψης εντός περιόδου αναστολής και πολλές συλλογικότητες έχουν «λυγίσει» επιχειρησιακά κάτω από τον όγκο οφειλών από τα δικαστικά πρόστιμα.
Το σύστημα κατηγοριών – συλλήψεων – καταδικών μπορεί να λυγίσει πολλαπλούς οικονομικούς και πολιτικούς αντιπάλους. Η δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά, η δίκη πολιτικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της καταδίκης Τσοχατζόπουλου αλλά και σε διεθνές επίπεδο η καταδίκη του Λούλα στη Βραζιλία και η δίωξη του Ασάνζ (Wikileaks) είναι ένα ελάχιστο μέρος «τακτοποίησης πολιτικών διαφορών» διαμέσου του δικαστικού συστήματος.
Τα δικαστήρια ως πολιτική πραγματικότητα και όχι ως πανάκεια
Για όσες δυνάμεις αναφέρονται στον αντικαπιταλισμό και στην επαναστατική στρατηγική τα δικαστήρια δεν μπορούν να περιγράφονται ως «ουδέτερα» εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η στρατηγική του ταξικού εργατικού κινήματος δεν μπορεί να αρχίζει και να τελειώνει στην πολιτική «πίεση» των θεσμών είτε είναι αυτοί η κυβέρνηση είτε τα δικαστήρια. Οι πολιτικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος δεν μπορούν να αναπαράγουν λογικές ανάθεσης στους αστικούς πολιτικούς μηχανισμούς.
Όμως, και η αντιμετώπιση των αστικών θεσμών δεν βασίζεται σε μια ηθικά στάση απέναντι τους αλλά στη συγκεκριμένη ανάγνωση των πολιτικών συσχετισμών εργασίας – κεφαλαίου. Όποια πολιτική οργάνωση με θέση «καμία εργαλειακή χρήση των δικαστικών θεσμών από θέση αρχής» οφείλει να μην απολογηθεί σε καμία φάση ανάκρισης ή δικής, να μην χρησιμοποιήσει κανένα δικηγόρο ή δικονομικό εργαλείο και να μην ασκήσει έφεση ή εξαγορά.
Η πολιτική στάση υπεράσπισης απέναντι σε διώξεις ή κατάθεση μηνύσεων και πολιτικής αγωγής, εξαρτάται από το επίπεδο ταξικής πάλης. Ο σκοπός μιας οργάνωσης δεν είναι να «ξεσκεπάσει» μόνο τον ταξικό χαρακτήρα ενός θεσμού αλλά να δει αν υπάρχουν συγκεκριμένες κερκόπορτες που αποσυντονίζουν τον πολιτικό αντίπαλο.
Σε κάθε περίπτωση η απονομιμοποίηση ενός αστικού θεσμού δε θα έρθει με την αγνόηση του ή με τη στοχευμένη περιφρόνηση του, παρά μόνο με την εκπόνηση μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής και συνολικής ανατροπής του συστήματος. Πράγματι υπήρχαν και θα υπάρξουν ξανά περίοδοι που η ταξική μάχη θα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο αντιπαράθεσης που δεν θα υπάρχει κανένας λόγος δικονομικής τακτικής. Όταν θα έχουμε μπει σε ανοικτό εμφύλιο οι δικαστικές παραστάσεις θα είναι εντελώς ανώφελες, αλλά στο σημερινό περιβάλλον η τακτική απέναντι στους θεσμούς οφείλει να συντάσσεται με την όποια ανάλυση για τους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης.
Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής και ο Μαχητικός Αντιφασισμός
Μπαίνοντας, λοιπόν, στον τέταρτο χρόνο της δίκης της Χρυσής Αυγής και στις απολογίες των ναζί, έχει ήδη δρομολογηθεί ο τρόπος τιθάσευσης της φασιστικής συμμορίας. Μόνο με μια εντυπωσιακή και εκ βάθρων ανατροπή του πολιτικού σκηνικού όπου είτε θα αθωωθεί ακόμα και ο Ρουπακιάς ως «βρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα», είτε θα διαλυθεί νομικά η Χρυσή Αυγή και θα πάνε όλα τα μέλη και στελέχη της στη φυλακή, θα έχουμε αλλαγή δεδομένων.
Μέσα από την ετυμηγορία της δίκης θα δούμε πόσο πολύ το πολιτικό σύστημα θα «τραβήξει το αυτί» των φασιστών. Όμως, ήδη έχουν υπάρξει τα πολιτικά βαρίδια για τη νεοναζιστική συμμορία. Οι διώξεις έχουν φέρει τεράστια αποσυσπείρωση μελών και στελεχών ενώ παράλληλα έχει ελαχιστοποιηθεί η διεισδυτικότητα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η Χρυσή Αυγή ως πολιτικό όχημα στάθηκε παντελώς ανίκανο να συγκροτήσει την παραμικρή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Την ώρα που σε όλη την Ευρώπη ξεπηδούν ξενοφοβικά κινήματα, στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί ούτε μια ρατσιστική «επιτροπή κατοίκων».
Αυτό έγινε κατορθωτό γιατί ο Μαχητικός Αντιφασισμός δεν επαναπαύθηκε στις δικαστικές διώξεις αλλά ξήλωσε όλα τα συγκεκριμένα δίκτυα που είχαν απλωμένα οι δολοφόνοι ναζί και παρεμπόδισε την οποιαδήποτε κίνηση ανασυγκρότησης τους. Οι δικαστικές διώξεις είναι ένα χρήσιμο πολιτικό περιβάλλον και πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε για όφελος του ταξικού εργατικού κινήματος.
Η διαμόρφωση ενός Μαζικού Μαχητικού Αντιφασιστικού κινήματος είναι αυτό που θα διαμορφώσει ένα ακόμα πιο ευνοϊκό πολιτικό κλίμα που θα δυσκολέψει την όποια αναζήτηση συμβιβασμού του πολιτικού κατεστημένου με τους νεοναζί. Η επίκληση για «δίκη – καταδίκη» της Χρυσής Αυγής δεν προσφέρει κάτι παραπάνω στην μάχη ενάντια στο φασισμό.
Η ολοκληρωτική σύγκρουση με την επερχόμενη ανασυγκρότηση της ακροδεξιάς είναι αυτή που θα σπρώξει ξανά στο πολιτικό περιθώριο τη φασιστική ατζέντα και θα ξεδοντιάσει είτε τη Χρυσή Αυγή είτε το οποιοδήποτε αναβαπτισμένο νεοφασιστικό πολιτικό σχήμα.