Η απειλή του νεοελληνικού φασισμού ή γιατί η Χρυσή Αυγή αναβαθμίζει το ιστορικό corpus του εγχώριου φιδιού
Η διαδρομή των φασιστικών κινήσεων στον ελλαδικό χώρο παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως από (μακρό) ιστορική σκοπιά. Η ανίχνευση ή και καταγραφή τους αποτέλεσαν συχνό πεδίο κινηματικής (έντυπα, βιβλία, μπροσούρες) και μη (ακαδημαϊκής), έρευνας, τα τελευταία χρόνια με αφορμή -σίγουρα- την κοινωνική και πολιτική άνοδο της Χρυσής Αυγής. Το ερώτημα όμως είναι, τί συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε εξετάζοντας το παρελθόν του ελληνικού φασισμού, και ποια η σχέση με αυτό που καλείται να αντιμετωπίσει στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αι. το αντιφασιστικό κίνημα.
Ξεκινώντας από την πολυτάραχη περίοδο του Μεσοπολέμου, οι φασιστικές οργανώσεις ή πρωτοβουλίες που αναδύθηκαν, εμπνευσμένες από την άνοδο του Μουσολίνι και του Χίτλερ και ως ανακλαστικές/αντιδραστικές φοβίες μπροστά στην ΕΣΣΔ και τον ντόπιο «πράκτορα» της το ΚΚΕ, μετρούνται σε δεκάδες. Από την Ένωση Ελλήνων Φασιστών, το Κόμμα Εθνικής Αναδημιουργίας μέχρι τη Σιδηρά Ειρήνη και την Οργάνωση Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών, παρατηρείται μια πληθώρα οργανώσεων με απευθείας αναφορές στον ιταλικό φασισμό και στον γερμανικό ναζισμό. Παρά την κατά καιρούς επιθετική δραστηριότητα που υπέδειξαν και τις συνδέσεις τους με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα των ελληνικών ελίτ (στρατός, επιχειρηματίες, πολιτικά πρόσωπα) οι οργανώσεις αυτές ποτέ δεν απέκτησαν ιδιαίτερη κοινωνική δυναμική, μακρόχρονη παρουσία και φυσικά πολιτική επιρροή. Πρόκειται για γκρούπες που δρούσαν αποσπασματικά και στο σύνολό τους δεν ξεπέρασαν ποτέ τις λίγες εκατοντάδες άτομα. Εξαίρεση σε αυτήν την περίοδο μπορεί να αποτελέσει η Εθνική Ένωση Ελλάς από τη Θεσσαλονίκη, την ισχυρότερη αντικομμουνιστική/αντισημιτική οργάνωση του Μεσοπολέμου, με χιλιάδες μέλη, τοπικά παραρτήματα ανά την επικράτεια και δολοφονική δράση κατά αριστερών και Εβραίων. Ωστόσο ακόμα και η ΕΕΕ παρήκμασε γρήγορα όταν σταμάτησε η πολιτική προστασία και η οικονομική ενίσχυση από το αστικό μπλοκ (βενιζελική παράταξη). Κατόπιν, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου απορρόφησε κομμάτια αυτών των πρωτοβουλιών, οδηγώντας σύγχρονους φιλο-φασίστες ερευνητές (Ι. Χονδροματίδης) στο «δυστυχές» συμπέρασμα ότι ο ελληνικός φασισμός πρακτορεύθηκε στα σπάργανά του από το ντόπιο κεφάλαιο και δεν ανέπτυξε ποτέ πραγματικά αυτόνομη δράση. Κοντολογίς, δεν στάθηκαν ποτέ στο ίδιο ύψος με το εργατικό κίνημα ούτε απείλησαν την αστική δημοκρατία.
Ο Γερμανός πρεσβευτής Άιζενορ, σε αναφορά του προς το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών στις 9/5/1934, αναφέρει:
«Οι αντικομμουνιστικές φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές ελληνικές οργανώσεις είναι κατακερματισμένες και η ανάπτυξή τους εμποδίζεται από τη φυσική απειθαρχία του λαϊκού χαρακτήρα, την τάση να λένε πολλά λόγια και την αντίθεση προς δυναμικές μορφές δράσης. Ο ελληνικός λαός είναι πατριώτης, αλλά το κράτος και η ανάγκη να προσφέρει οποιαδήποτε θυσία για το κράτος τού είναι ξένες ως ιδέες».
Τι ισχύει όμως με το καθεστώς Μεταξά; Ο Μεταξάς αποτέλεσε μια ξεχωριστή -για την περίοδο- περίπτωση φασίστα χωρίς «φασιστικό κίνημα». Ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ και ο Φράνκο είχαν κάτω από τα πόδια τους ισχυρό λαϊκό έρεισμα που μαζί με την απαραίτητη αστική/κεφαλαιοκρατική βοήθεια γαντζώθηκαν στην εξουσία. Στην Ελλάδα αυτό δεν συνέβη ποτέ. Το καθεστώς Μεταξά ήταν αποτέλεσμα μιας ενδοαστικής αντιπαράθεσης (βενιζελικοι – αντιβενιζελικοί) του οποίου οι κύκλοι εκμεταλλεύτηκαν ένα βαθύ κενό εξουσίας και με την ξενική συναίνεση (Βρετανία) ανέλαβαν τα ηνία. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν απόλαυσε ποτέ μεγάλη λαϊκή αποδοχή ακόμα και σε περιοχές με ισχυρό συντηρητικό υπόβαθρο (Μάνη). Κοινώς, επρόκειτο για ένα κατασκεύασμα εγκαθιδρυμένο από τα πάνω, το οποίο είχε συγκεκριμένο χρόνο ζωής ανεξάρτητα από τον πόλεμο.
Αντίθετα, η ελληνική φασιστική εκδοχή της Κατοχής γαλουχήθηκε και από τη βάση. Η αδιαμφισβήτητη λειτουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας ως ντόπιοι βραχίονες των ναζιστικών στρατευμάτων γελοιοποιεί ακόμα και σήμερα τις όποιες απόπειρες «εξιλέωσης» από τα έμμισθα τσουτσέκια του αναθεωρητικού στρατοπέδου. Παρόλα αυτά, η κοινωνική ακτινογραφία των Ταγμάτων Ασφαλείας δεν πρέπει να παραδίδεται σε εύκολες και αβίαστες γενικεύσεις. Η μεγάλη πλειονότητα όσων συμμετέχουν σ’ αυτές τις οργανώσεις και σ’ αυτά τα ένοπλα σώματα έχει κάποια κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία την τοποθετούν στον χώρο της άκρας δεξιάς, χωρίς εντούτοις να την προσδιορίζουν ως φασιστική.
Ο ιδεολογικός λόγος είναι αντικομμουνιστικός, εθνικιστικός, συντηρητικός, όχι όμως σαφώς και πάντα αντικοινοβουλευτικός και πολύ σπάνια ρατσιστικός. Κοινώς, το παν ήταν η αποτροπή κυριαρχία του ΕΑΜ-ΚΚΕ. Επίσης, η συγκρότηση και ανάπτυξη των Τ.Α. έγινε εφικτή μόνο χάρη στην κατοχική και μεγαλοαστική πολιτική και οικονομική βοήθεια, που αφουγκράστηκε οξυδερκώς την πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων που είχε διαρρήξει η αλματώδης εξάπλωση του ΕΑΜ. Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα (πχ η ΠΑΟ ή η Χ), με ξεκάθαρα φασιστικά στοιχεία στις τάξεις της, το συνολικό φαινόμενο δεν υποδεικνύει πολιτική στράτευση στον φασισμό/ναζισμό, αλλά ένταξη στην αντικομμουνιστική υστερία με σκοπό τη διατήρηση της. Μετά τη λήξη του πολέμου, ο ταγματασφαλίτικος κόσμος ενσωματώνεται στο αστικό μπλοκ (και δεν δημιουργείται ένα καθεστώς τύπου Φράνκο) το οποίο κατά τις επόμενες δεκαετίες θα προσπαθήσει να συγκροτήσει μια αστικοκοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου με ξεκάθαρα αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά.
Όταν αυτού του είδους η μεταπολεμική διαχείριση κινδυνεύσει να «ξεφύγει», ο ξένος παράγοντας (ΗΠΑ) και οι ντόπιες κάστες που λειτουργούν ως εντολοδόχοι του θα ρίξουν το χαρτί της 21ης Απριλίου. H χούντα των συνταγματαρχών επιβλήθηκε από τα πάνω και χωρίς κάποιο μαζικό υποστηρικτικό κίνημα, αν και σίγουρα το βαθύ κράτος και κομμάτι του αστικού μπλοκ διείδαν με ικανοποίηση τη νέα εποχή «τάξης και προόδου» που ανοιγόταν στον ορίζοντα. Ωστόσο, η επικράτηση της Χούντας δεν συνδέθηκε με κανενός είδους ηγεμονία των φασιστικών ιδεών στην ελληνική κοινωνία, ούτε στο πολιτικό πεδίο ούτε καν στο πολιτισμικό. Η πτώση της Χούντας και το πέρασμα στη μεταπολιτευτική περίοδο επανέφερε το μοντέλο της μεγάλης δεξιάς παράταξης, η οποία θέλει να παρουσιάζεται ως εγγυήτρια της σταθερότητας και της αστικής δημοκρατίας αλλά την ίδια ώρα κομμάτια της μπορούν να συνδιαλέγονται με τις φασιστικές οργανώσεις του περιθωρίου. Μία από αυτές, η Χρυσή Αυγή έμελλε να γνωρίσει τη μεγαλύτερη εκλογική επιρροή που γνώρισε ποτέ ένα ξεκάθαρα φασιστικό-νεοναζιστικό κόμμα στη χώρα.
Δεν θα σταθούμε στους λόγους που έγινε αυτό, γεγονός που έχει πολυαναλυθεί όλα αυτά τα χρόνια (χρεοκοπία αστικού μπλοκ, πολύπλευρη ανεπάρκεια ταξικού κινήματος, κοινωνικοοικονομική καχεξία, μεταναστευτικό, άνοδος αριστερών τάσεων το 2008-2012), αλλά στα χαρακτηριστικά που συνδέουν τη Χ.Α. με το παρελθόν του ελληνικού φασισμού. Αρχικά η σχέση και η οικονομική ενίσχυση από κομμάτι του αστικού μπλοκ εξουσίας, και δη μέρους του επιχειρηματικού κόσμου, σε μια περίοδο με κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση (Δεκέμβρης 08’) και ένταση των εργατολαϊκών αγώνων (2011-12). Επίσης, η τριβή της με την καθεστωτική Δεξιά (Σαμαράς, Μπαλτάκος, Κρανιδιώτης κλπ) υποδεικνύει τη μακρά συνέχεια της «κοινής πολυκατοικίας» του Καρατζαφέρη.
Όμως, οι 440.000 ψήφοι του 2012 που έβαλαν τη Χ.Α. στη βουλή έθεσαν για πρώτη φορά με τόσο σοβαρή επιτακτικότητα, το ζήτημα του φασιστικού κινδύνου σε υψηλό πολιτικό επίπεδο. Τα συνεχόμενα πογκρόμ, η δολοφονία Λουκμάν και κατόπιν η δολοφονία Φύσσα φανέρωσαν ακόμα μία παράμετρο καθοριστική για την εξέταση του φασιστικού κινδύνου: την αυτονόμησή του από την κυρίαρχη «οικογένεια». Ο ριζοσπαστισμός της Χ.Α. είχε ξεκάθαρα μεγεθυντικές τάσεις μέχρι την αστική απάντηση και το σύρσιμο σε δίκη του κομματικού της μηχανισμού, λόγω του πολιτικού κόστους που προκαλούσε στην συστημική δεξιά η αυτονομιστική δράση της οργάνωσης. Μια δράση που περιέλαβε μεταξύ άλλων εντυπωσιακές μιμητικές τάσεις από την εργαλειοθήκη του ταξικού κινήματος, όπως λαϊκές συνελεύσεις, πρωτοβουλίες για τους πλειστηριασμούς κλπ. Παρά τη μεγάλη «ήττα» που γνώρισε η Χ.Α. μετά τη δολοφονία Φύσσα, την επί μία διετία υποχώρησή της σε επίπεδο δρόμου και την κυβίστηση του στρατηγικού μετασχηματισμού της σε «νομοταγές» ακροδεξιό κόμμα, η Χ.Α. εξακολουθεί να διατηρεί μια εκλογική δυναμική του 7% που της επιτρέπει να θεωρεί εαυτόν εν δυνάμει σημαντικό παίκτη σε περίπτωση συστημικής ανάγκης. Η εκλογική και συνάμα πολιτική επιρροή της Χ.Α. και η χάραξη δική της στρατηγικής και δράσης από το 2013 έως σήμερα αποτελούν καίρια διαφοροποιητικά στοιχεία με το παρελθόν, που δεν πρέπει να υποτιμώνται σε οποιαδήποτε ακτινογραφία ή πολιτική ανάγνωση της κατάστασης. Αν θέλουμε να συλλάβουμε πόσο καταστροφικά μπορεί να είναι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ας σκεφτούμε πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μια περίπτωση νέου συγκρουσιακού κύκλου και εργατικών αγώνων, κοινωνικής πόλωσης και συστημικής κρίσης. Όπου το παρόν αστικό μπλοκ διαχείρισης φαντάζει πιο διάτρητο από ποτέ, έχοντας το αριστερό του χέρι σε πήλινους ιμάντες και το δεξί του σε γύψο. Εξού και η ανασυγκρότηση του δικού μας στρατοπέδου είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
Rote Fahne