Η θέση που θα κατατεθεί παρακάτω, φαντάζει ακραία και εριστική. Πώς είναι δυνατόν μια αστική επανάσταση ενάντια στη φεουδαρχία (και μάλιστα από τις πρώτες χρονολογικά) να χαρακτηρίζεται «αντιδραστική»; Μήπως είμαστε ιδεολογικά και πολιτικά προκατειλημμένοι «αντιεθνικιστές» και αρνούμαστε την αντικειμενική πραγματικότητα;
Θα προσπαθήσουμε να καταρρίψουμε έναν καθαγιασμό της ελληνικής επανάστασης του 1821 και μια αντίληψη αντικειμενισμού των ιστορικών γεγονότων. Προφανώς η ιστορική εξέλιξη «από μόνη της» είναι αντικειμενικά προοδευτική. Δηλαδή το μέλλον είναι καλύτερο του παρελθόντος. Όμως η ιστορία γράφεται από μια σύνθεση υποκειμενικών παρεμβάσεων όπου πάντα υπάρχουν διλήμματα και επιλογές.
Η ελληνική αστική τάξη από την πρώτη, κιόλας, περίοδο που ανέλαβε την πολιτική εξουσία ακολούθησε μια σειρά αντιδραστικών και αρνητικών επιλογών και αυτό οφείλεται στον τρόπο που συγκροτήθηκε ως έθνος και, άρα, διαμόρφωσε έναν αντίστοιχο κρατικό μηχανισμό.
Για το Έθνος και το Κράτος
Η αστική τάξη μέσα από την ιστορική της διαμόρφωση με αργούς ή γρήγορους ρυθμούς, κυριάρχησε στην οικονομική σφαίρα. Οι έμποροι και οι βιοτέχνες αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη σημασία στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό έφερε και τεχνολογικές – επιστημονικές ανακαλύψεις που πυροδοτούσαν μια τεράστια δυνατότητα οικονομικής άνθισης, πρωτόγνωρης για την ανθρώπινη ιστορία. Για να μπορούσε να εκμεταλλευτεί η αστική τάξη αυτές τις δυνατότητες, χρειαζόταν συγκεντρωτικές και ομογενοποιημένες δομές και αντιλήψεις.
Η Φεουδαρχία θρεφόταν από την πολυδιάσπαση των ανθρωπίνων κοινοτήτων. Ο Ηγεμόνας, ο Μονάρχης, συντηρούσε έναν κλειστό μηχανισμό ώστε να κυριαρχούσε στις διάσπαρτες φυλές. Η ένταξη «υπηκόων» σε ένα Βασίλειο ή Αυτοκρατορία γινόταν για εκμετάλλευση φόρων και εδαφών και παράλληλα ένταξη νέων δούλων. Όμως οι δούλοι δεν ήταν άπειροι και η κατάκτηση όλο και περισσότερων εδαφών χρειαζόταν όλο και μεγαλύτερους μηχανισμούς. Η διατήρηση ενός «κλειστού» πολιτικού συστήματος και η αδυναμία οποιασδήποτε μορφής ένταξης – αφομοίωσης των κατωτέρων στρωμάτων της κοινωνίας δημιουργούσε συνθήκη αποσταθεροποίησης. Ο Έμπορος και ο Αστός επεδίωκε ένα οργανωμένο περιβάλλον για την οικονομική του ανάπτυξη.
Το Έθνος αποτελεί την ιστορική πολιτική ταυτότητα που έχει ανάγκη ο καπιταλιστής ώστε να εξαπλώσει την κυριαρχία του. Μέσα από αυτό οι λαοί αποκτούν κοινή συνείδηση και σφυρηλατούν κοινά οράματα. Δημιουργούν κοινό «τόπο», όχι μόνο εδαφικά αλλά και ιδεολογικά. Δημιουργείται ένα ενιαίο κοινωνικό σώμα τόσο απαραίτητο για τους καπιταλιστές, ώστε να μπορούν να συγκροτηθούν οι πόλεις και τα εργοστάσια που έχουν ανάγκη. Συγκροτείται ένα νέο «εμείς» όπου οι πληβείες τάξεις συνυπάρχουν με την άρχουσα αλλά μέσα σε ένα πλέγμα «κανόνων δικαίου».
Η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και η συγκρότηση του Αστικού Κράτους μπορεί να έρθει χρονικά μεταγενέστερα και αποτελεί το «κλείσιμο» των λογαριασμών με την «παλιά» περίοδο της Φεουδαρχίας. Το αστικό κράτος μπορεί να ταυτίζεται με ένα έθνος ή να είναι πολυεθνικό. Αυτό εξαρτάται από τη συγκεκριμένη διαμόρφωση των ταξικών συσχετισμών σε μια περιοχή: αν η αστική τάξη σε μια περιοχή βλέπει την κυριαρχία της να λειτουργεί καλύτερα «συνθετικά» με διαφορετικά έθνη ή επιλέγει την εθνική καθαρότητα ως όχημα κερδοφορίας.
Έθνος και Διαφωτισμός
Βασική αρχή του Διαφωτισμού και της ανερχόμενης αστικής αντίληψης για τη νέα κοινωνία είναι η διαμόρφωση του Έθνους.Μέσα από διαφορετικά κείμενα και από διαφορετικές χρονικές περιόδους, κοινός τόπος για την αστική ιδεολογία ήταν η αντίληψη του «πολίτη», του κάτοικου σε μια συγκεκριμένη περιοχή όπου συγκροτεί ένα ενιαίο έθνος με δημοκρατικούς κανόνες. Μέσα από τη διαμόρφωση ενός Κράτος Δικαίου όπου όλοι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα συγκροτούν μια νέα πολιτική ταυτότητα, την εθνική. Για το Διαφωτισμό δεν έχει σημασία φυλετική καταγωγή και η οικονομική – κοινωνική τάξη.
Μεταγενέστερα, απέναντι στην έννοια του «κατοίκου» μιας περιοχής θα διαμορφωθεί μια δεύτερη αντίληψη εθνοτικής συγκρότησης, αυτής της «κοινής γλώσσας και πολιτισμού». Έτσι κι αλλιώς η πολυφυλετική συγκρότηση ενός έθνους θα χρειαστεί ενιαία γλώσσα, κοινή παιδεία και κουλτούρα. Το αν ένα έθνος μπορεί να είναι πολύγλωσσο και να συμπεριλαμβάνει διαφορετικές κοινότητες και φυλές ή η διαδικασία συγκρότησής του τις ομογενοποιεί, είναι μια διαμάχη που αφορά την εφαρμοσμένη πολιτική της αστικής δημοκρατίας. Και οι δύο μπορούν να συγκροτήσουν «προοδευτικά» για την εποχή τους καθεστώτα. Όμως ήδη από το 19ο και πολύ περισσότερο τον 20ο αιώνα εισέρχονται δύο ακόμα θεωρίες συγκρότησης εθνικών κρατών: η μία γύρω από τη θρησκευτική ομογενοποίηση και η δεύτερη γύρω από το «νόμο του αίματος».
Ειδικά για το ρόλο της θρησκείας, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός θεωρεί πως η θρησκεία όταν αποτελεί πολιτειακό παράγοντα, είναι όρος δυνάστευσης του ανθρώπου. Στο Κοινωνικό Συμβόλαιο ο Ρουσσώ αναφέρει: «… μιλώντας για πολιτεία χριστιανική, η κάθε μία από αυτές τις λέξεις αποκλείει την άλλη. Ο χριστιανισμός δεν κηρύττει παρά τη δουλεία και την εξάρτηση».
Το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του, πέταξε στα σκουπίδια κάθε δημοκρατική – προοδευτική βάση και δήλωσε στη διεθνή Τάξη Πραγμάτων πως ένας νέος παγκόσμιος χωροφύλακας των λαών γεννήθηκε στα Βαλκάνια.
Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους – κράτους γύρω από το θρήσκευμα
Η ελληνική αστική διανόηση στα τέλη του 18ου αιώνα δεν είχε και δεν θα μπορούσε να έχει καμία απολύτως σχέση με το Χριστιανισμό και την Εκκλησία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και το Πατριαρχείο της Ιστανμπούλ ήταν άρρηκτα δεμένο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποτελούσε κομμάτι του κρατικού μηχανισμού με ισχυρή οικονομική και πολιτική εξουσία. Η ανατροπή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τους Διαφωτιστές δεν θα μπορούσε παρά να συμπαρασύρει και τον εκτοπισμό της εκκλησίας από την πολιτική ζωή. Η θρησκεία αφορά τις πνευματικές ανησυχίες του ανθρώπου και δεν πρέπει να διαπλέκεται σε κανένα σημείο με την «επίγεια» καθημερινότητα.
Οι ιδέες του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρείας οραματίζονταν μια Ελλάδα των κατοίκων των Βαλκανίων. Με διαφορετικούς τρόπους και με διαφορετική στρατηγική επιζητούσαν την απελευθέρωση των λαών που βρίσκονταν υπό τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσα από τη Χάρτα, ο Ρήγας σκιαγραφούσε μια ελεύθερη περιοχή ανάμεσα στο Δούναβη και το Λιβυκό Πέλαγος από τη μία και την Αδριατική ως τον Εύξεινο Πόντο από την άλλη. «Βουλγάροι κι᾿ Αρβανήτες, Αρμένοι καὶ Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινὴν ορμή, Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί» γράφει στο Θούριο.
Η Φιλική Εταιρεία συγκροτήθηκε στη Μολδοβλαχία και στην Ιστανμπούλ και είχε από την αρχή πολυεθνική απεύθυνση. Προσπάθησε να διατηρήσει συμμαχίες με αγωνιστές διαφορετικών εθνοτήτων αλλά και συντηρούσε εκπροσώπους σε Ιταλία, Ρωσία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία και Αίγυπτο. Ο ηγετικός ρόλος που έπαιξε στη διαμόρφωση της εξέγερσης του 1821 οδήγησαν στον αφορισμό της ηγετικής ομάδας από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε`. Αντίστοιχο διάταγμα αρνήθηκε να υπογράψει ο Σεϊχουλισλάμης (θρησκευτικός ηγέτης Οθωμανών) Χατζή Χαλίλ Εφέντης γιατί το Κοράνι δεν μπορεί να προτρέπει σε βία με αποτέλεσμα την καθαίρεσή του και την εξορία του στη Λήμνο.
Όλα αυτά μέχρι την πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Εκεί εμφανίζεται το Πρώτο Ελληνικό Σύνταγμα να κηρύσσεται «Εν Ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδας» και να αναγνωρίζεται η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ως «επικρατούσα» στην Ελληνική επικράτεια. Ο Διαφωτισμός έχει πεταχτεί στα σκουπίδια, η Φιλική Εταιρεία είναι ήδη στο περιθώριο και το νέο ελληνικό κράτος δίνει εχέγγυα νομιμοφροσύνης. Το ενοποιητικό στοιχείο συγκρότησης του ελληνικού έθνους είναι η ορθόδοξη θρησκεία και το νέο κράτος στοχεύει στην εθνική και θρησκευτική ομογενοποίηση. Ο εχθρός που αναγνωρίζει, πλέον, η Ελληνική Πολιτεία δεν είναι ο «ζυγός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» αλλά ο αλλόθρησκος και αλλοεθνής.
Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός είτε εξοντώνεται είτε εκτοπίζεται έξω από τα εδάφη της Ελλάδας. Φυσικά αυτό δεν ισχύει για τις θρησκείες των Δυτικών Συμμάχων. Ο Καθολικός πληθυσμός και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία εξασφαλίζει εγγυήσεις ειρηνικής συνύπαρξης. Αφού, βέβαια, αποδεχτούν τον κυριαρχικό ρόλο της Ορθόδοξης εκκλησίας, οι εκκλησίες και οι κοινότητές τους μένουν στο απυρόβλητο γι` αυτό και μέχρι σήμερα υπάρχουν πχ οι καθολικοί της Σύρου.
Ο εθνικός μύθος της συμμετοχής της Χριστιανικής Εκκλησίας στην εθνική εξέγερση χτίζεται μεθοδικά για την εξυπηρέτηση των στόχων της αστικής τάξης. Οι πασίγνωστοι, πλέον, πίνακες του Βρυζάκη για την Αγία Λαύρα και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και του Γαζή για το Κρυφό Σχολειό σφυρηλατούν τη νέα εθνική συνείδηση στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Γιατί όμως έγινε αυτή η επιλογή; Τι σήμαινε αυτή η επιλογή για την ταξική πάλη στην Ελληνική Πολιτεία;
Ο αντιδραστικός ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης
Η ομογενοποίηση του ελληνικού έθνους – κράτους δεν έγινε μόνο στη θρησκεία. Αντίστοιχα έγινε προσπάθεια αφομοίωσης και χαρτογράφησης των πληθυσμών ως «ελληνικά φύλα». Κάθε εθνικό βαλκανικό εθνικό αστικοδημοκρατικό κίνημα συναντούσε την εχθρότητα του ελληνικού κράτους. Πάντα προσπαθούσε να αρνηθεί την ύπαρξή του. Οι Βλάχοι δεν ήταν Ρουμάνικο αλλά κάποιο ελληνικό φύλο. Αντίστοιχα οι Αρβανίτες δεν είναι Αλβανικό αλλά κι αυτό ελληνικό φύλο γι` αυτό και προσπαθούσε να διαλύσει το Αλβανικό Κράτος. Φυσικά, οι Μακεδόνες δεν συγκροτούν έθνος αλλά είναι κομμάτι του ελληνικού (ή βουλγάρικου έθνους), ενώ και οι Κύπριοι θα είχαν μετατραπεί σε «ελληνικό φύλο» αν είχαν αποδεχτεί την «Ένωση» με την Ελλάδα. Οι Πόντιοι που δεν κατάφεραν να έχουν ξεχωριστή κρατική συγκρότηση, η ελληνική αστική πολιτική τους έχει κατατάξει σαν ελληνικό φύλο.
Η ελληνική αστική τάξη ήταν σε πλήρη οικονομική άνθιση ήδη μέσα στα φεουδαρχικά κράτη της Ευρώπης, της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Γι` αυτό δεν αναζητούσε μια ανατροπή των καθεστώτων αλλά μια ήπια συνύπαρξη ενός ελληνικού κράτους με τα υπάρχοντα καθεστώτα. Η ανατροπή του Σουλτάνου θα έφερνε σε αμφισβήτηση τα κέρδη της ελληνικής παροικίας. Αντίστοιχα το ίδιο πρόβλημα θα αντιμετώπιζαν οι ελληνικές κοινότητες αν έπεφταν οι Αυτοκρατορίες στη Βαλκανική, στην Αυστροουγγαρία και στη Ρωσία. Το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του σπάει κάθε δεσμό με τις ριζοσπαστικές θεωρίες και κινήματα και προσπαθεί να παίξει το ρόλο του «τρομοκράτη» απέναντι στα αναδυόμενα εθνικά δημοκρατικά κινήματα της Βαλκανικής.
Αυτή η τοποθέτηση της άρχουσας τάξης στήθηκε με μια απίστευτη ταξική ομογενοποίηση. Ο ελληνικός αστισμός δεν ταλαντεύεται καθόλου με αυτές τις επιλογές. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις δεν συμπεριλαμβάνουν καθόλου τις βασικές αρχές της εθνικής και θρησκευτικής ομογενοποίησης. Το Ρώσικο – Αγγλικό και Γαλλικό κόμμα δεν αφορούν καθόλου τη νομιμοποιητική βάση του νέου έθνους – κράτους αλλά τον τρόπο διαχείρισης. Τον 19ο αιώνα δεν υπάρχει κανένας αστικός «εμφύλιος» που να βάζει με οποιοδήποτε τρόπο τη Δημοκρατία και τον Πολίτη ως διακύβευμα.
Γι` αυτό και η αριστερά και το σοσιαλιστικό κίνημα στον ελλαδικό χώρο δεν προέκυψε ως «συνέχεια» μιας δημοκρατικής ταξικής πάλης αλλά σαν «καινούριο» και, μάλλον, «ξενόφερτο» πολιτικό ρεύμα. Ο «κοινωνισμός» και ο «αναρχισμός» σε συνδυασμό με το εργατικό κίνημα συνάντησε το αδυσώπητο μίσος και εχθρότητα του Κράτους και μόλις στα τέλη του 20ου αιώνα δοκιμάζει να τα εντάξει ως συνθετικά, κοινωνικά πεδία της ελληνικής πολιτείας. Μια προσπάθεια, που φυσικά μένει στη μέση γιατί όχι μόνο συναντά τις ισχυρές αντιστάσεις του «βαθέως» κράτους αλλά συμπίπτει με την όξυνση της οικονομικής κρίσης που διαλύει αυτά τα κοινωνικά συμβόλαια που ευδοκίμησαν στις μεταπολεμικές δημοκρατίες.
Με ποιο τρόπο συγκροτήθηκαν άλλα έθνη – κράτη
Το Γαλλικό παράδειγμα είναι πασίγνωστο και πολυχρησιμοποιημένο. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη αποτελεί ιστορικό ορόσημο των Δημοκρατικών κινημάτων. Η ψήφισή του στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 έδωσε με υλικό τρόπο πως μπορεί να δεθεί η δημοκρατική ιδεολογία με την πολιτική πρακτική. Ήταν ένα τεράστιο πολιτικό προχώρημα για την ταξική πάλη και αποτελεί κομβικό σημείο «μετρήματος» των αστικοδημοκρατικών οραμάτων. Φυσικά, η αστική τάξη γρήγορα οδηγήθηκε στην συντηρητική αναπαραγωγή της εξουσίας της δοκιμάζοντας να πετάξει στα σκουπίδια κάθε «άχρηστη» δημοκρατική παραχώρηση που έβαζε σε δοκιμασία την κερδοφορία του κεφαλαίου. Δημοκρατικές εξεγέρσεις έρχονταν σε αντιπαράθεση με Βοναπαρτίστικες αντεπαναστάσεις που αναζητούσαν την καθεστωτική Ειρήνη της Γαλλικής Αυτοκρατορίας.
Στις ΗΠΑ η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776 άνοιγε το δρόμο των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Το νέο αμερικανικό κράτος δεν είχε την πολυτέλεια των προαιώνιων ιστορικών αναφορών. Συγκροτήθηκε κόντρα στις Φεουδαρχικές αποικιοκρατίες αναγνωρίζοντας την πολυφυλετική καταγωγή και την ανεξιθρησκία. Σε όλο το 19ο αιώνα συνεχίστηκαν οι εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις για το ρόλο του αμερικανικού κράτους. Ο Εμφύλιος του 1861 έδωσε μια νέα απάντηση ενάντια στη δουλεία αλλά και υπερασπίζοντας το συγκεντρωτικό κράτος και την ενιαία ταυτότητα του αμερικάνου πολίτη.
Αλλά και στην «περιοχή» μας το Τουρκικό και Μακεδονικό έθνος χτίστηκαν σε πολιτικές και όχι θρησκευτικές βάσεις. Το τουρκικό έθνος μέσα από την επανάσταση ανεξαρτησίας του 1922 συγκροτήθηκε αφενός ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αφετέρου ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση του 1918. Από την άλλη οι «αυτόχθονες Μακεδόνες» συγκροτήθηκαν ως κάτοικοι της Μακεδονίας που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως Έλληνα – Σέρβο – Βούλγαρο ή Τούρκο.
Φυσικά και μετά 100 – 200 χρόνων καπιταλιστικής κυριαρχίας, έχουμε την εμφάνιση θεοκρατικών καθεστώτων (πχ ισλαμικών) που όμως δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία γιατί έχουν συγκροτηθεί ως αντίθεση στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Αυτή η ιμπεριαλιστική κυριαρχία ανέτρεψε μια «φυσική» ταξική εξέλιξη των τοπικών κοινωνιών της Αφρικής, της Μέσης και Άπω Ανατολής διαλύοντας τους προκαπιταλιστικούς μηχανισμούς τους και νεκρανασταίνοντας τις φυλετικές οργανώσεις.
Η αντιδραστικότητα του καπιταλισμού αλλά και ο ιδιαίτερος ρόλος κάποιων καθεστώτων
Προφανώς ο καπιταλισμός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει εξαντλήσει από το 19ο αιώνα τα όποια προοδευτικά χαρακτηριστικά μπορούσε να έχει. Παρ` όλα αυτά δεν σημαίνει πως ξεπλένουμε τις εγκληματικές τους πράξεις.
Η αστική δημοκρατία παρ` όλες τις διακηρύξεις της δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αναπαραγωγή της αστικής κυριαρχίας, μιας κυριαρχίας υπεύθυνης για εκατομμύρια νεκρούς είτε από κηρυγμένους και αναγνωρισμένους πολέμους είτε από «ακήρυχτους» δηλαδή από την φτώχεια και εξαθλίωση των πληβείων τάξεων.
Αν ο «ευγενικός» Διαφωτισμός αναζητούσε το έθνος που αποτελείται από πολίτες δημοκρατικά οργανωμένους, τα τελευταία 100 χρόνια αναζητούνται φυλετικές, φασιστικές καθαρότητες αλλά και έθνη βασισμένα στην «πολιτική του αίματος». Έθνη αναζητούν εθνικές «συνέχειες» χιλιάδων χρόνων: οι Ιταλοί στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι Έλληνες στην Αρχαία Ελλάδα, οι Γάλλοι στους Γαλάτες κλπ. Κράτη προσπαθούν να χαράξουν εθνικές γραμμές που συνδέονται με εθνικές διεκδικήσεις ή ανολοκλήρωτα οράματα.
Ο ελληνικός αστισμός από την ώρα που συγκροτήθηκε γύρω από το κράτος του, χτίστηκε σε ότι πιο αντιδραστικό επικρατούσε στην πολιτική σκηνή. Ο ρόλος του στα Βαλκάνια θα μπορούσε να εξισωθεί με το ρόλο του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή και μόνο η συντριβή του το 1922 έβαλε μια (προσωρινή) ανάσχεση των φιλοδοξιών του.
Η ελληνική αριστερά από τη μία έβλεπε την αντιδραστικότητα του πολιτικού μπλοκ, αλλά από την άλλη την υποβάθμιζε ως δυναμική. Η θεωρία που επικρατούσε μέχρι και τη Μεταπολίτευση, ήταν πως υπάρχει μια «ανολοκλήρωτη αστική και δημοκρατική επανάσταση καθώς και φεουδαρχικά κατάλοιπα».
Αυτό που μπορούμε να πούμε, πλέον, δύο αιώνες μετά την Επανάσταση του 1821, είναι πως η αστική τάξη έκανε τη δουλειά της πετώντας στο καλάθι των αχρήστων κάθε δημοκρατική πολυτέλεια του Διαφωτισμού, βάζοντας το δίλημμα από νωρίς στο ταξικό κίνημα: Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα.
του Αλέξανδρου Γανδή