Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία: η αντίδραση της αριστεράς και οι αδυναμίες της
του Γιάννη Μιχάλαρου
Το Ναζιστικό Κόμμα δεν ήταν πάντα δημοφιλές και ισχυρό. Στην πραγματικότητα, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν πρωτοεμφανίστηκε, ήταν μικρό και περιθωριοποιημένο. Ήταν ένα μόνο κόμμα από τα πολλά που ‘’ξεφύτρωσαν’’ στη Γερμανία, τροφοδοτούμενα από τις εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις. Με έδρα ίδρυσης το Μόναχο έπρεπε να περιμένει τρία χρόνια για να κάνει την εμφάνισή του στην κεντρική πολιτική σκηνή, φιλόδοξα ομολογουμένως, με το αποτυχημένο πραξικόπημα της μπυραρίας.
Ο Χίτλερ έχοντας ως παράδειγμα τη Μεγάλη Πορεία του Μουσολίνι στην Ιταλία, που είχε προηγηθεί έναν χρόνο και παίρνοντας με το μέρος του τον στρατιωτικό ηγέτη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Έριχ Λούντεντορφ, προσπάθησε πραξικοπηματικά να πάρει την εξουσία στα χέρια του. Το πρότυπο του είχε πετύχει στη χώρα της Αναγέννησης ενώ και στη Γερμανία είχε συγκεντρώσει δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές, πρόθυμους να μπουν στην εμπροσθοφυλακή του πραξικοπήματος. Οι φασίστες ξεκινώντας ως μία ολιγομελής ομάδα στο Μιλάνο το 1919, μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, κατάφεραν να αυξηθούν ποσοτικά, να εξαπολύσουν τρομερές επιθέσεις σε γραφεία και παραρτήματα της αριστεράς, με φόντο την στόχευση απόκτησης της εξουσίας.
Οι βλέψεις του Χίτλερ, ήταν από τότε ξεκάθαρες ως προς τη διεκδίκηση της εξουσίας και την υλοποίηση μέσω αυτής του προγράμματός του. Διδασκόμενος από όσα συνέβησαν στην Ιταλία, δημιούργησε ένα πρόγραμμα που εξασφάλισε τα επόμενα χρόνια μυστική πολιτική στήριξη και γενναιόδωρη χρηματοδότηση από τα πιο ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου, στα οποία ασκούσε ακαταμάχητη έλξη, κυρίως λόγω τριών παραγόντων. Ο πρώτος ήταν οι άμεσες συνέπειες που είχε για τη χώρα η ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι πολύ σκληροί όροι που επέβαλαν στη Γερμανία, η Αγγλία και η Γαλλία, με την μεταβίβαση εδαφών σε γειτονικές χώρες, την ουσιαστική διάλυση του εθνικού στρατού και οι υψηλές πολεμικές αποζημιώσεις που εξάντλησαν τα αποθέματα της οικονομίας, βρήκαν μία γερμανική αστική τάξη πληγωμένη και διατεθειμένη να βρει επιτακτικά λύσεις που θα την επαναφέρουν στην κούρσα του διεθνούς ανταγωνισμού. Η ατιμωτική ήττα στον πόλεμο την έκανε να θέλει να ξανασταθεί στα πόδια της γρήγορα. Η επιδείνωση της γερμανικής οικονομίας συντελέστηκε κατά βάση λόγω των αυστηρών όρων των δανείων που παραχώρησαν οι ΗΠΑ, με σκοπό την αποπλήρωση των πολεμικών αποζημιώσεων. Τα υψηλά επιτόκια, οι σύντομες προθεσμίες αποπληρωμής τους, η μεγάλη εξάρτηση από την αμερικάνικη οικονομία, σε συνδυασμό με το εντεινόμενο τύπωμα χαρτονομίσματος και την δραματική αύξηση του πληθωρισμού δημιούργησαν μία δυσμενή οικονομική πραγματικότητα για τη γερμανική οικονομία, παρά τις φρούδες ελπίδες του γερμανικού κεφαλαίου τα πρώτα χρόνια, έπειτα από την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επαναστατικών ξεσηκωμών της εργατικής τάξης τις χρονιές 1919-1923.
Ο δεύτερος παράγοντας που ευνόησε την απήχηση του προγράμματος του Χίτλερ, ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 που ενίσχυσε τις συνέπειες της ήττας της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μεγάλη ύφεση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ έκανε τις σύντομες προθεσμίες αποπληρωμής των δανείων, άμεση ανάγκη. Η απαίτηση της άμεσης επιστροφής των δανείων προκάλεσε κρίση ρευστότητας στην εγχώρια αγορά. Οι γερμανικές τράπεζες κατέρρευσαν μη μπορώντας να ανταποκριθούν σε αυτή την εξέλιξη, παρασύροντας στην ποσοστιαία υποβάθμιση την παραγωγική μηχανή της χώρας κατά το ήμισυ και αυξάνοντας δραματικά την ανεργία που επηρέασε παραπάνω από οκτώ εκατομμύρια Γερμανούς πολίτες. Η απόπειρα οικονομικής ανάκαμψης που έγινε, έχασε κάθε προοπτική μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Σύνηθες θύμα αυτής της κατάστασης ήταν για άλλη μια φορά, η εργατική τάξη που βρέθηκε σε απόγνωση, ανίκανη να καλύψει τις βασικές οικονομικές της ανάγκες.
Από μόνοι τους όμως αυτοί οι παράγοντες δεν προεξόφλησαν το αποτέλεσμα της κατάληψης της εξουσίας από τους ναζί. Ο πιο σημαντικός λόγος που ευνόησε την ανάπτυξή τους και οδήγησε στην υποστήριξη των πιο ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων, ήταν η κομμουνιστική απειλή. Το γερμανικό εργατικό κίνημα που τα προηγούμενα χρόνια έγινε ο φόβος και ο τρόμος του παγκόσμιου κεφαλαίου, παρέμενε ακόμα επικίνδυνο για τα σχέδιά τους. Αν και έχαιρε εκτίμησης περισσότερο από τη διεθνή αντεπανάσταση παρά από τους ίδιους τους κομμουνιστές, το ενδεχόμενο της επανάστασης ακόμα και μετά τις αποτυχημένες απόπειρες τις χρονιές 1919-1923 και την εδραίωση της κυριαρχίας του γραφειοκρατικού μηχανισμού υπό την αιγίδα του Στάλιν στη Ρωσία, δεν ήταν όνειρο θερινής νυκτός. Η ανάγκη για την ανατροπή του παρηκμασμένου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της κυριαρχίας της αστικής τάξης, αναδεικνύονταν όλο και περισσότερο, εντάσσοντας στις τάξεις του επαναστατικού προσανατολισμού εκατομμύρια εργάτες σε ολόκληρο τον κόσμο. Η εμπειρία στην Ιταλία που δεν χωνεύθηκε από τα κόμματα της αριστεράς λίγα χρόνια νωρίτερα, τα επαναλαμβανόμενα λάθη από τις ηγεσίες των κομμάτων, η υποτίμηση των εξελίξεων που μύριζαν μπαρούτι οδήγησαν στη συντριβή της εργατικής πρωτοπορίας, στον κατακερματισμό της εργατικής τάξης και στο τέλος στις φρικαλεότητες του Ολοκαυτώματος και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) κυριαρχούσε πολιτικά στη μεγαλύτερη περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, έχοντας κεντρικό ρόλο στις συμμαχίες σχηματισμού κυβερνήσεων. Διαποτισμένο από μία σειρά συμβιβασμών, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάπνιξη της επανάστασης το 1919 και τις επαναστατικές δυνατότητες που ανέπτυξε το εργατικό κίνημα τα επόμενα χρόνια, με εξεγέρσεις που έλαβαν χώρα το 1920 και 1923, είχε χάσει την αίγλη του προς τα πιο μαχητικά πρωτοπόρα κομμάτια του εργατικού κινήματος. Το κόμμα που κάποτε είχε ως ιδρυτικό μέλος τον Φρίντριχ Ένγκελς, λειτουργούσε ως μία ζωντανή τομή ανάμεσα στην απαραίτητη επαναστατική πολιτική και τον συμβιβασμό λόγω των πιέσεων της αστικής τάξης. Αυτή η τομή βρήκε έκφραση και απέναντι στον ναζιστικό κίνδυνο. Αν και τυπικά το καταδίκασε, τα πρώτα χρόνια, ως μία ακραία και επικίνδυνη ομάδα, στην πράξη δεν το αντιμετώπισε με τη δέουσα προσοχή και αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ναζιστικό κόμμα να βρει χώρο για να αναπτυχθεί. Αντιπροσωπευτική αυτής της υποβάθμισης του ναζιστικού κινδύνου, ήταν η δήλωση του Otto Wels, ενός από τους ηγέτες του SPD, το 1923, όπου το αποκάλεσε «μια προσωρινή έξαρση εξτρεμισμού που θα ξεπεραστεί με την ενίσχυση της Δημοκρατίας». Αυτή η δήλωση μαρτυρούσε την εσφαλμένη πολιτική πεποίθηση πως η φασιστική βία των ταγμάτων εφόδου μπορεί να αντιμετωπιστεί με τους τότε δημοκρατικούς θεσμούς που ξεθώριαζαν στα μάτια του γερμανικού λαού. Η λανθασμένη αντίληψη ότι ο ναζισμός ήταν ένα παροδικό φαινόμενο διαφαίνεται και στη δήλωση του Hermann Müller, τότε Πρωθυπουργού, πως «οι δημοκρατικοί θεσμοί μας είναι αρκετά ισχυροί για να αντέξουν τέτοιες ακραίες προκλήσεις». Η σαθρή αυτή εικόνα, διαψεύστηκε πανηγυρικά προς όφελος των ναζί, με την μετατροπή της θανατικής ποινής που αντιμετώπισε ο Χίτλερ, σαν καθοδηγητής του πραξικοπήματος της Μπυραρίας, σε έκτιση ποινής μόλις 9 μηνών! Μπορεί το κεφάλαιο να μην επέλεγε ακόμα την ταύτισή του με τις ‘’ακραίες’’ λύσεις αλλά έκλεισε το μάτι στον επίδοξο εκπρόσωπό του. Κάτι που η αριστερά δεν έβλεπε ή επέλεγε να μην δει.
Οι εκλογές του 1928 ανέδειξαν ως πρώτη δύναμη το SPD με 29,8% έχοντας μεγάλη διαφορά από το δεύτερο, το κόμμα του κέντρου που συγκέντρωσε το 12,1%. Αξιοσημείωτο ήταν το ποσοστό του ΚΚΓ με 10,6% που μαζί με εκείνο του SPD ξεπέρναγε το 40% των ψηφοφόρων σε αυτή την εκλογική διαδικασία και έδινε πολύ σημαντικό προβάδισμά απέναντι στις ορέξεις του ναζιστικού κόμματος, που έξι χρόνια πριν την κυριαρχία του, συγκέντρωσε μόλις το 2,8% της υποστήριξης των ψηφοφόρων. Σημαντικό στοιχείο που ισχυροποιεί αυτή την εκτίμηση ήταν το ένα εκατομμύριο οργανωμένοι εργάτες υπό την καθοδήγηση του SPD μαζί με τους εκατόν πενήντα χιλιάδες του ΚΚΓ, που διαμόρφωναν πολύ ισχυρούς συσχετισμούς στο σύνολο του φάσματος της αριστεράς και μέχρι εκείνη τη χρονιά, έδειχναν μία συντριπτική υπεροχή στις προοπτικές που φάνταζαν για τα εργατικά συμφέροντα. Το οριστικό χτύπημα στον Χίτλερ, ούτε τότε όμως δόθηκε.
Μέχρι το 1929 το SPD, εμμονικά βαυκαλιζόταν σε σχέση με την επιτυχία της ρεαλιστικής πολιτικής που χάραζε, καταφέρνοντας σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες γρήγορα αποδείχθηκαν πρόσκαιρες. Η βελτίωση της υποδομής των σχολείων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και τα προγράμματα ενίσχυσης για την κατασκευή κοινωνικών κατοικιών και οικιστικών συνεταιρισμών, ήταν μερικές από τις μεταρρυθμίσεις που προωθούσαν την αφήγηση της ειρηνικής εξέλιξης της κοινωνίας μέσω των θεσμών της αστικής δημοκρατίας. Η απαίτηση από τη μεριά της Αμερικής για άμεση αποπληρωμή του χρέους οδήγησε στην καθιέρωση πολιτικών λιτότητας με το SPD, αν και αντιπολιτευόμενο πλέον, να συναινεί ουσιαστικά. Οι σκληρές περικοπές των μισθών, η μάταιη υψηλή φορολογία που επέβαλε το κράτος χωρίς να καταφέρνει να καταφέρει να συγκεντρώσει τα απαραίτητα ποσά, οδήγησαν την ανεργία και τα κρατικά χρέη στα ύψη. Το SPD βρέθηκε εγκλωβισμένο ανάμεσα στην αστική νομιμότητα που τόσο πολύ υπερασπιζόταν και στο πιστόλι που του έβαζε στον κρόταφο η αστική τάξη, που όχι μόνο έπαυε να το εμπιστεύεται, μέρα με τη μέρα, αλλά επιπλέον δε μπορούσε να ξεχάσει πως, λίγες δεκαετίες πιο πριν, το εργατικό κίνημα ορμώμενο από τα σπλάχνα του SPD, ήταν αποφασισμένο να ανατρέψει τους αφέντες του. Ο φόβος για παρόμοια γεγονότα σε συνδυασμό με μία αστική τάξη που έψαχνε αγωνιωδώς διέξοδο, οδήγησαν στην ενίσχυση των ναζί.
Ο Χίτλερ επικαλούμενος τη συνταγματική νομιμότητα, εξακολουθώντας να λαμβάνει μέρος στις νόμιμες εκλογικές διαδικασίες και αρνούμενος να ακολουθήσει τις προτροπές μελών του κόμματός του να προχωρήσει σε νέο πραξικόπημα το 1932, περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Δε βιαζόταν να δώσει τη μάχη απέναντι σε μία αριστερά που αν και διστακτική, παρέμενε ισχυρά δικτυωμένη στην εργατική βάση και νομιμοποιημένη στις συνειδήσεις των πολιτών. Υπομονετικά και εκμεταλλευόμενος την αναποφασιστικότητα της, αύξανε την επιρροή του, μέχρι τις 30 Ιανουαρίου του 1933, που ορκίστηκε ως Καγκελάριος της Γερμανίας από τον διορισμένο από το SPD, Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στρατάρχη, Παύλον Φον Χίντενμπουργκ, που ήταν γνωστός για τις αντικομουνιστικές του πεποιθήσεις και σύμβολο του μιλιταρισμού. Η αντίστροφη μέτρηση είχε μόλις αρχίσει.
Η ελπίδα όμως δεν εξαντλούνταν στην ύπαρξη του SPD. Μπορεί να συγκέντρωνε τα βλέμματα πάνω του ως το πιο μαζικό κόμμα της αριστεράς, με τους εκατομμύρια οργανωμένους εργάτες, αλλά ταυτόχρονα εκείνη την περίοδο έντονη δραστηριότητα είχε αναπτύξει και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Για πολλούς, αποτελούσε τον πολιτικό φορέα της συνέχειας του μπολσεβικισμού, που ιδρυόμενο το 1919 και μαζί με τον Σπάρτακο της Λούξεμπουργκ και του Λίμπνεχτ, έφτασαν πολύ κοντά στη νικηφόρα επανάσταση. Για άλλους ωστόσο δεν ήταν παρά ένας βραχίονας της σταλινικής γραφειοκρατίας καθώς είχε ευθυγραμμιστεί με τις πολιτικές της Κομιντέρν. Παρά ταύτα, είχε ένα σημαντικό πλεονέκτημα καθώς η εμφάνιση του φασισμού δεν εγκαινιαζόταν στη γερμανική πραγματικότητα αλλά είχε ήδη συμβεί στην ιταλική, με το ιταλικό Κόμμα να υιοθετεί παθητική στάση στις εξελίξεις και έναν ολόκληρο λαό να πληρώνει μεγάλο φόρο αίματος. Αυτή η εμπειρία ενώ ευδοκιμούσε σχεδόν για μία δεκαετία, δεν έγινε δίδαγμα. Αντίθετα, η γραμμή του Στάλιν που δήλωνε πως ‘’η σοσιαλδημοκρατία είναι ουσιαστικά η μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού’’ αγκαλιάζονταν από την ηγεσία του ΚΚΓ συμμορφωμένοι με τις πολιτικές επιταγές της σταλινικής γραφειοκρατίας. Στην πράξη υιοθετήθηκε η θεωρία του ‘’σοσιαλφασισμού’’ βάζοντας ρεφορμιστές και φασίστες στην ίδια ζυγαριά, με τις βάσεις αυτής της θεωρίας να εγκρίνονται στο 5ο Συνέδριο της Διεθνούς (17 Ιουνίου – 8 Ιουλίου 1924) και να γίνονται αποδεκτές από τα κομμουνιστικά κόμματα εκείνης της εποχής που έμεναν πιστά στην ηγεμονία του Στάλιν. Καμία διάκριση δε γινόταν στο πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο των δύο συγκεκριμένων πολιτικών φαινομένων και η διάρρηξη με το παρελθόν και την παράδοση των Μπολσεβίκων που κατάφεραν την ευρεία νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, βάθαινε περισσότερο.
Ο Λέων Τρότσκι στα γραπτά του, επαναλάμβανε σωστά τον διδακτικό χαρακτήρα της πετυχημένης εμπειρίας των Μπολσεβίκων απέναντι στην απόπειρα πραξικοπήματος από το Σώμα των Κοζάκων, με ηγέτη τον στρατηγό Κορνίλοφ, που όχι μόνο κατάφεραν να τον εμποδίσουν, συνεργαζόμενοι με την προσωρινή κυβέρνηση του Κερένσκι αλλά η επιλογή τους ενίσχυσε τη θέληση για την ολοκλήρωση της σοσιαλιστικής επανάστασης προσφέροντας αυτοπεποίθηση στο κόμμα και απαραίτητο χρόνο που δεν θα τον είχαν εξασφαλίσει αν κέρδιζαν οι υποστηρικτές-υπολείμματα της τσαρικής αυτοκρατορίας.
Στο τελικό πρόγραμμα για τον φασισμό, η Διεθνής, πεισματικά, εκτιμούσε ότι «η μέθοδος του φασισμού και η μέθοδος του συνασπισμού με τη σοσιαλδημοκρατία […] χρησιμοποιούνται από την κεφαλαιοκρατία για την επιβράδυνση της επιθετικής πορείας της επανάστασης», χωρίς να υπάρχουν αμφιβολίες για τα κριτήρια επιλογής αντιπαράθεσης του ΚΚΓ απέναντι σε ένα, στην καλύτερη περίπτωση μέχρι το 1928, ναζιστικό κόμμα που έφτανε στο 2,8% της εκλογικής επιρροής. Η δημαγωγία που αντλούταν από την αφήγηση του ‘’σοσιαλφασισμού’’ προσέφερε στους υμνητές της τη εύκολη δυνατότητα να καταγγέλλουν ως συνεργάτες της αστικής τάξης ή αποστάτες όλους εκείνους που συνέχιζαν να χρησιμοποιούν την πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης ως την απαραίτητη μέθοδο που εξασφαλίζει τη νίκη απέναντι στον φασισμό. Με το πέρασμα του χρόνου όσοι είχαν αντίθετη άποψη στο ΚΚΓ εκδιώχθηκαν, διαμορφώνοντας ένα αποστειρωμένο κόμμα με μέλη να εκθειάζουν τη δήλωση του προέδρου Ερνστ Τέλμαν, στο 6ο συνέδριο του κόμματος, το 1928 για «μία εξαιρετικά επικίνδυνη μορφή φασιστικής εξέλιξης με, τη μορφή του σοσιαλφασισμού».
Η ανεπίκαιρη πολυδιάσπαση στο στρατόπεδο της αριστεράς, όπου όλα τα τμήματά της έδιναν προτεραιότητα σε λανθασμένες ανάγκες παρείχε πολιτικό χώρο και χρόνο για την ανάπτυξή των ναζί. Στο τέλος, ένα απροετοίμαστο εργατικό κίνημα βρέθηκε ανίκανο να δώσει τη ζωτικής σημασίας μάχη απέναντι στην πιο σκληρή μορφή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς, που η ίδια η αστική τάξη εγκατέλειπε, υποσκάφθηκε στις συνειδήσεις των πολιτών και η εμμονή σε έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ των κομμάτων της αριστεράς αποφεύγοντας τη συνεργασία μπροστά στην ανάγκη αντιμετώπισης του κοινού εχθρού, δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Αν δεν υπήρχε λάθος ανάλυση των εξελίξεων και κυρίως ατολμία μπροστά στα απαραίτητα καθήκοντα των κομμουνιστών, η ιστορία εκείνων των χρόνων να ήταν διαφορετική και οι πληγές της ανθρωπότητας που τροφοδοτούν εκ νέου παρόμοιες εφορμήσεις, να ήταν χυδαίο αποκύημα της φαντασίας.