Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη – Οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα
του Γ.Α.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που γνωρίζει τα τελευταία χρόνια νέα όξυνση, έχει ωθήσει την ευρωπαϊκή δεξιά πολιτική στην αναζήτηση νέων μοντέλων διακυβέρνησης, προσαρμοσμένων στην καινούργια οικονομική πραγματικότητα, ώστε να μπορέσει να σώσει τα κέρδη των αστών και να διασφαλίσει την συνέχεια του καπιταλισμού. Παράλληλα φρόντισε να προχωρήσει στην ενίσχυση της καταστολής προκειμένου να μπορέσει να απομονώσει και να τσακίσει τις αντιδράσεις που θα συναντούσε από τα κάτω.
Η Ευρώπη των δικαιωμάτων και του ανθρωπισμού έχει αρχίσει να αλλάζει μορφή. Η αστυνομική καταστολή ενισχύθηκε στο έπακρο, η διάλυση ατομικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων ξετυλίχτηκε μέσα από μια σειρά νέων νόμων βασισμένων στην πολιτική του Δόγματος Σοκ. Οι αλλαγές στο παραδοσιακό μοντέλο εργασίας σχεδιάζουν να τροποποιήσουν τη μισθοδοσία σε φιλοδώρημα, ενώ ο συνδικαλισμός θα μετατραπεί σε ποινικό αδίκημα. Η Ευρώπη μετατράπηκε σε φρούριο με κλειστά σύνορα που προστατεύουν τους Ευρωπαίους πολίτες από τους «κακούς και επικίνδυνους» πρόσφυγες. Η εκτόξευση της ακρίβειας στα βασικά προϊόντα και στην ενέργεια, καθώς και οι συνεχόμενες ιδιωτικοποιήσεις σε ό,τι θεωρούταν δημόσιο αγαθό, συντελούν μία συνολική αυταρχικοποίηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις προχώρησαν στην εδραίωση ενός καθεστώτος προστατευτισμού της οικονομίας. Η δεξιά προκειμένου να εγγυηθεί στην αστική τάξη την σίγουρη εξασφάλιση των κερδών της στη νέα φάση της οικονομικής κρίσης, χρησιμοποίησε το κράτος ως τον ρυθμιστή, ο οποίος θα ελέγχει την κίνηση της αγοράς μέσω νομοθεσιών που θα αφορούν τη ρύθμιση των τιμών σε ενέργεια καθώς και την ποσότητα παροχής αυτής, έως και τα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων.
Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν αποσταθεροποίηση στις κυβερνήσεις και οδηγούν στην αμφισβήτηση και στην απορρύθμιση των παραδοσιακών οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών μοντέλων λειτουργίας της κάθε ευρωπαϊκής χώρας. Στη νέα έκφανση της κρίσης τώρα πλέον είναι φανερή όχι μόνο η οικονομική κρίση αλλά και η πολιτική κρίση που εμφανίζεται σιγά-σιγά και με διαφορετικούς τρόπους σε κάθε χώρα. Η πολιτική κρίση φέρνει την ανάγκη σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή για την ανάδειξη νέων πολιτικών σχημάτων.
Οι αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης το τελευταίο διάστημα ήρθαν για να δείξουν την όξυνση στην οποία έχει βρεθεί η οικονομική κρίση και την αποσταθεροποίηση που διέπει το αστικό μπλοκ μέσα στην προσπάθειά του να σώσει τους καπιταλιστές.
Η πιο ηχηρή ανάδειξη νέου πολιτικού σχήματος έκανε την έναρξή της στην Ιταλία στις 25 Σεπτεμβρίου του 2022. Η ακροδεξιά Τζόρτζια Μελόνι εκλέγεται πρωθυπουργός της χώρας. Η Μελόνι ηγείται του κόμματος Fratelli D’Italia (Αδελφοί της Ιταλίας). Το συγκεκριμένο κόμμα αυτοπροσδιορίζεται ως συντηρητικό και έχει τις ρίζες του στο νεοφασιστικό κόμμα – Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα. Για να καταφέρει να γίνει κυβέρνηση εντάχθηκε σε μια συμμαχία, η οποία αποτελείται από το επίσης ακροδεξιό κόμμα της Λέγκα του Βορρά με αρχηγό τον Μ. Σαλβίνι και το κόμμα Φόρτσα Ιτάλια υπό την ηγεσία του Σ. Μπερλουσκόνι, πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας. Παράλληλα, στην ιταλική αντιπολίτευση έχει σχηματιστεί μια κεντροαριστερή συμμαχία. Οι πολιτικές τοποθετήσεις της Μελόνι επικεντρώνονται σε μια αντιμεταναστευτική ρητορική και δηλώνει επίσης ενάντια στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, ενώ ένα άλλο χαρακτηριστικό της πολιτικής της είναι ότι προτρέπει τις Ιταλίδες γυναίκες να κάνουν παιδιά ώστε να προστατεύσουν τον ιταλικό πληθυσμό από την αλλοίωση που δέχεται από τους μετανάστες.
Βασικό όμως χαρακτηριστικό του πολιτικού προγράμματος της Μελόνι, σε συνδυασμό με τις παραπάνω θέσεις, αποτελεί ο ευρωσκεπτικισμός και η ενίσχυση του εθνικού ιταλικού κεφαλαίου χωρίς τις επεμβάσεις της ΕΕ. Οι βλέψεις της στρέφονταν προς μια οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία την οποία παρουσίαζαν σαν πρότυπο κράτους, όπως και την παρουσιάζανε εδώ και χρόνια διάφορα κομμάτια της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Παρόλα αυτά η ίδια η οικονομική κρίση ήρθε προς το παρόν να αλλάξει τις βλέψεις της. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022, δεν της άφησε περιθώρια να συνεχίσει να την υποστηρίζει.
Προχώρησε σε νέα προσαρμογή των πολιτικών της θέσεων και καταδίκασε τη ρωσική εισβολή. Σύμφωνα με δημοσιεύσεις του ιταλικού τύπου ο τελευταίος πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο Ντράγκι, ήρθε σε συνδιάσκεψη με την ΕΕ για να εγγυηθεί για την νέα κυβέρνηση Μελόνι ότι θα ακολουθήσει πιστά το πρόγραμμα κυρώσεων ενάντια στην Ρωσία, ότι θα συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία οικονομικά και στρατιωτικά, όπως και την προσήλωση της Ιταλίας στο NATO. Επίσης, οι εγγυήσεις του Ντράγκι αφορούσαν ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα εγκρίνει νέες αλλαγές στον προϋπολογισμό ώστε να διατηρηθεί υπό έλεγχο το κρατικό χρέος, το οποίο βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη.
Μία ακόμη περίπτωση ακροδεξιάς ανάδειξης σημειώνεται στη Σουηδία, τη χώρα που προσδιοριζόταν ως χώρα – πρότυπο προοδευτικής πολιτικής. Οι τελευταίες εκλογές διεξήχθησαν στις 11 Σεπτεμβρίου του 2022 όπου συνέχισε να βρίσκεται στην πρώτη θέση το Σουηδικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Όμως τη δεύτερη θέση κέρδισε το ακροδεξιό κόμμα «Σουηδοί Δημοκράτες» και την τρίτη το αστικό δεξιό «Κόμμα των Μετριοπαθών». Ενώ στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση που θα γίνει μεταξύ των βουλευτών για την εκλογή πρωθυπουργού αναμένεται συνεργασία των Σουηδών Δημοκρατών με το Κόμμα των Μετριοπαθών. Άρα, η πλειοψηφία της νέας βουλής απαρτίζεται από ακροδεξιό πολιτικό σχήμα που θα έχει τον πρώτο λόγο για την εκλογή πρωθυπουργού. Προεκλογικά οι Σουηδοί Δημοκράτες είχαν ποντάρει στην αύξηση της εγκληματικότητας που την απέδιδαν στο μεγάλο ποσοστό μεταναστών που δέχτηκε η Σουηδία τα προηγούμενα χρόνια. Παράλληλα ήρθαν σε ρήξη με την κυβέρνηση διαφωνώντας στην ένταξη της Σουηδίας στο NATO, θέση που μετά τις εκλογές δεν φαίνεται να υποστηρίζουν.
Άλλη μία αλλαγή καταγράφεται στη Γερμανία, όπου σύμφωνα με δημοσκοπήσεις το ακροδεξιό AfD αυξάνει τα ποσοστά του στο 15%. Κατόπιν μίας μεγάλης λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση Σολτς, η οποία ακολούθησε μετά από μια σειρά θέσεων του υπουργείου οικονομικών επηρεασμένες από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στα θέματα της έκτακτης εισφοράς του φυσικού αερίου και της παράτασης λειτουργίας των πυρηνικών σταθμών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας είχε χτίσει μία από τις πιο τρομοκρατικές πολιτικές πάνω στον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου συμβούλεψε τον γερμανικό λαό να μαζέψει τρόφιμα από τα σούπερ μάρκετ για να προετοιμάζεται για επέκταση του πολέμου.
Μία άλλη περίπτωση ακροδεξιάς ανόδου αποτελεί αυτή της Ισπανίας. Το 2021 έγιναν περιφερειακές εκλογές στις οποίες κέρδισε την πλειοψηφία το αστικό δεξιό Λαϊκό Κόμμα (PP). Αναδείχθηκε στην πρώτη θέση σε μεγάλες ισπανικές περιφέρειες μεταξύ αυτών η Ανδαλουσία, η Μαδρίτη και η Λεόν. Στην τελευταία συμμάχησε με το ακροδεξιό κόμμα Vox. Οι εθνικές εκλογές στην Ισπανία αναμένεται να διεξαχθούν στα μέσα του 2023 και εφόσον νικητής στις περιφέρειες αναδείχθηκε το Λαϊκό Κόμμα, αντί του κυβερνόντος Ισπανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, προμηνύεται μία συνθήκη η οποία είναι πολύ πιθανό να φέρει το Λαϊκό Κόμμα στην πρώτη θέση στις εθνικές εκλογές με αναμενόμενη συγκυβέρνηση με το Vox. Στην περίπτωση της Γαλλίας από την άλλη αν και στις τελευταίες εκλογές πρώτος αναδείχθηκε ο Μακρόν αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό της ακροδεξιάς ΛεΠεν και του κόμματός της «Εθνική Συσπείρωση».
Στην Ελλάδα η ακροδεξιά έχει ενσωματωθεί στην ΝΔ. Οι πλέον γνωστές προσωπικότητες της κυβέρνησης οι οποίες έχουν καταλάβει και υπουργικές θέσεις είναι οι Γεωργιάδης, Βορίδης και Πλεύρης όλοι πρώην μέλη του ακροδεξιού ΛΑΟΣ, συντηρώντας έτσι σταθερά ένα ακροδεξιό δυναμικό.
Παρόλη την άνοδο αυτών των ακροδεξιών σχημάτων, σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορούν να σταθούν ως εγγυητές των πολιτικών που υποστηρίζουν. Εξαιτίας του ότι έχουν ανέβει σε μια περίοδο που η αποχή των ευρωπαϊκών λαών από τις εκλογές θερίζει λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης λαϊκής αγανάκτησης και απογοήτευσης από τις κυβερνήσεις. Ήδη – χωρίς καν να έχουν προλάβει να σχηματιστούν – έχουν κάνει σημαντικές εκπτώσεις στις θέσεις τους και δεδομένης της μεγάλης πολιτικής κρίσης δεν μπορούν να εγγυηθούν σταθερότητα.
Η στρατηγική που είναι αναγκαίο να χαράξουν οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς είναι το τσάκισμα της πολιτικής της εθνικής ενότητας, που συντηρεί και αναπαράγει την ακροδεξιά ατζέντα του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μπατσοκρατίας, της πολεμοκαπηλίας και των αντιλαϊκών μέτρων στην οποία στηρίζονται αυτές οι κυβερνήσεις, προσπαθώντας να σώσουν το καπιταλιστικό σύστημα. Στοχεύοντας στην ανατροπή του εχθρού που βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα και εν προκειμένω την κυβέρνηση του Μητσοτάκη. Πάνω στην πολιτική κρίση, το αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού που ιστορικά βιώνει την ισχυρότερη φάση της, είναι που πρέπει να δράσει και να εκμεταλλευτεί η αριστερά για να βάλει εμπρός το λαϊκό επαναστατικό πρόταγμα.