Σε όλη την Ευρώπη έχει διαμορφωθεί ένα πολιτικό δυναμικό που ανήκει στον ακροδεξιό ή και φασιστικό χώρο. Δεν είναι μόνο το ουκρανικό καθεστώς, η Ουγγαρία και η Πολωνία που έχουν τέτοιες κυβερνήσεις. Σε όλες τις δυτικοευρωπαϊκές «δημοκρατίες» υπάρχουν ρατσιστικά και εθνικιστικά κόμματα με διψήφιο εκλογικό ποσοστό αλλά ακόμα και οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, Ρωσίας και Τουρκίας «ακουμπάνε» σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε παρόμοια πολιτικά δυναμικά.
Παρ` όλη τη δυναμική εξάπλωσή τους όμως, ακόμα και όταν καταφέρνουν να μπούνε σε κυβερνήσεις το διεθνές κεφάλαιο «τιθασεύει» τις ακραίες εθνικιστικές πολιτικές είτε σε πολιτικό είτε σε οικονομικό επίπεδο. Σε αυτή τη χρονική στιγμή το υπάρχον κοινωνικό συμβόλαιο ανατρέπεται από την αστική τάξη με τις «δημοκρατικές» διαδικασίες του μεταπολεμικού κόσμου. Αλλά σε μια περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η πολιτική αστάθεια βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Οι πολιτικές αναζητήσεις της αστικής τάξης έχουν ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και πολιτικά κέντρα σχεδιάζουν εναλλακτικές διαδρομές. Είτε λόγω εσωτερικού (ταξικό κίνημα) είτε λόγω εξωτερικού «εχθρού» (όξυνση διεθνούς ανταγωνισμού), είτε στην κυβέρνηση είτε ως μαζική αντιπολίτευση, καλούνται να παίξουν ένα σημαντικό καθεστωτικό ρόλο.
Πολλές οργανώσεις του εργατικού κινήματος έχουν μια τάση να υποτιμούν αυτό τον κίνδυνο ως ανύπαρκτο. Με αναλύσεις περί «μπράβων ή παρακρατικών του αστισμού» ή με πολιτικές «σοσιαλφασισμού» που έβαζαν στο ίδιο τσουβάλι φασισμό – δικτατορία – αστικό κοινοβουλευτισμό και ρεφορμιστική διαχείριση, έκλειναν τα μάτια στις διαδικασίες αναρρίχησης του φασιστικού φαινομένου. Μόνο εκ των υστέρων έκαναν «αυτοκριτική» αλλά το λάθος έρχεται και επαναλαμβάνεται. Πάντα βλέπουν τη στατική, φωτογραφική εικόνα της πολιτικής κατάστασης και όχι τις δυναμικές που αναπτύσσονται. Αλλά ας δούμε, σύντομα, δυο ιστορικά παραδείγματα.
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής την περίοδο 2010 – 2013 είχε αντιμετωπιστεί από την πλειοψηφία της αριστεράς ως περιφερειακό πρόβλημα. Το κυρίαρχο θέμα ήταν το «αντιμνημονιακό μέτωπο» και κάθε προσπάθεια αντιφασιστικής δράσης αντιμετωπιζόταν με δύο επιχειρήματα: α) διασπούσε τον «ενιαίο» αγώνα των πλατειών σηκώνοντας τον αντιρατσιστικό και διεθνιστικό λόγο, αλλά κυρίως β) έβγαζε «λάδι» την δεξιά κυβέρνηση Σαμαρά και (υποτίθεται) δικαιολογούσε το «ενιαίο δημοκρατικό τόξο» μαζί με τις μνημονιακές δυνάμεις. Ταύτιζε την ταξική μάχη μέσα από το «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» χωρίς να διαβάζει τις επόμενες εναλλακτικές στρατηγικές της αστικής τάξης.
Το πραξικόπημα του 1967 βρήκε την Αυγή στο τυπογραφείο με κεντρικό άρθρο «γιατί δεν θα γίνει πραξικόπημα». Το πραξικόπημα έριξε μια από τις πιο λαομίσητες κυβερνήσεις της Δεξιάς, αυτή που χτίστηκε με την αποστασία του 1965 από κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα του βασιλιά. Αλλά και αυτή του 1965 είχε ρίξει την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, του πρωθυπουργού που άνηκε στην Ένωση Κέντρου και ήταν πρωθυπουργός στα Δεκεμβριανά και υπουργός στην Εθνική Κυβέρνηση ενάντια στον Δημοκρατικό Στρατό. Με βάση τη λογική του «ενιαίου αστικού μπλοκ» θα έπρεπε να δούμε την Αποστασία, τη δολοφονία Λαμπράκη και το στρατιωτικό πραξικόπημα ως «ενδοαστική διαμάχη» και να κρατήσουμε «ίσες αποστάσεις».
Η προσπάθεια συγκρότησης ενός μαζικού ακροδεξιού πολιτικού εργαλείου πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Πρέπει να πάψουν οι οργανώσεις του ταξικού κινήματος να βλέπουν τον εαυτό τους ως αντιπολιτευτική, κινηματική δύναμη της εκάστοτε κυβέρνησης αλλά να δουν πως θα μπορέσουν να αναμετρηθούν με τον βασικό πυρήνα του αστισμού. Το τσάκισμα της ακροδεξιάς θα αδυνατήσει τη δυνατότητα παραπέρα επίθεσης που ετοιμάζει το διεθνές κεφάλαιο.