Στην πλειοψηφία των συλλογικοτήτων της αριστεράς και της αναρχίας κυκλοφορεί μια απίστευτη αφήγηση για το Μακεδονικό. Σύμφωνα με αυτή, το Μακεδονικό «είναι ανιστόρητο», «είναι ανύπαρκτο σαν έθνος» και πρόκειται για κατασκευή του ΝΑΤΟ ώστε να πατήσει στα Βαλκάνια. Βασική στόχευση της «εισβολής» του ΝΑΤΟ είναι η μεταβολή των συνόρων στην περιοχή ειδικά απέναντι στη «δημοκρατική Ελλάδα» που (δήθεν) αντιστέκεται στα σχέδια του. Μέσα σε μια εξυπνακίστικη ανάλυση διαγράφεται μονοκονδυλιά ο συσχετισμός, σημερινός αλλά και διαχρονικός, δυνάμεων στα Βαλκάνια. Προφανώς οι εν λόγω οργανώσεις ξεχνάνε πως τα τελευταία 70 χρόνια ο βασικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ στην περιοχή είναι η Ελλάδα. Ξεχνάνε το φόρο αίματος που πλήρωσε το ταξικό κίνημα στον Εμφύλιο για να παραμείνει η «χώρα μας» στη Δύση. Ξεχνάνε το ρόλο του χωροφύλακα που έπαιξε η «πατρίδα μας» στην «ανασυγκρότηση» των Βαλκανίων στη δεκαετία του `90 με την οικονομική και στρατιωτική επέκταση των δυνάμεων «μας» σε Αλβανία, Σερβία, Βουλγαρία και Μακεδονία. Φυσικά, ξεχνάνε πως η Δημοκρατία της Μακεδονίας ιδρύθηκε στη Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία.
Ξαφνικά λοιπόν, το 2018 οργανώσεις του εργατικού κινήματος ανακαλύπτουν τη γοητεία του αστικού καθωσπρεπισμού και μιλάνε για ΠΓΔΜ αντί για Μακεδονία. Φυσικά, τέτοια σπουδή δεν δείχνουν για τη «Γραικία» και τους «Γραικούς» μιας που το επίσημο αναγνωρισμένο όνομα της χώρας μας είναι Greece και Greeks με αρχικά Gr και το Ελλάδα – Έλληνες είναι δική μας αυτοαναφορική ταυτότητα. Η αποδοχή της αφήγησης του ελληνικού αστισμού εισχωρεί ακόμα και στις δικές μας οργανώσεις. Γιατί το πρόβλημα με το Μακεδονικό δεν είναι θέμα ιστορικής οπτικής αλλά κρίσιμης πολιτικής τοποθέτησης.
Αν το «γειτονικό κράτος» αποτελείται από μια κατασκευασμένη εθνότητα μιας και δεν υπάρχει «Πουγουδουμιώτικος λαός» και αυτή υπηρετεί τα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, τότε το σύνθημα «αλληλεγγύη όλων των λαών» δεν απευθύνεται στα τους κατοίκους του προτεκτοράτου. Αν βόρεια της Θεσσαλονίκης, νότια του Βελιγραδίου, ανατολικά των Τιράνων και δυτικά της Σόφιας δεν υπάρχει ένα κράτος που δεν εκπροσωπεί μια συγκεκριμένη εθνική αναγκαιότητα αλλά είναι κατασκευασμένο για να εξυπηρετεί τις ανάγκες του ΝΑΤΟ, τότε απλά πρέπει να διαλυθεί με κάθε τρόπο. Το επόμενο στάδιο της λογικής αυτής είναι να υπάρχει «αλληλεγγύη των υπαρκτών λαών» ενάντια σε αυτό. Δυστυχώς, η διπλή αυτή παραποίηση της ιστορίας και των πραγματικών πολιτικών συσχετισμών είναι ένα ακόμα βήμα πιο κοντά στην ενσωμάτωση της ελληνικής σωβινιστικής αφήγησης, όμως πάντα με «αντιιμπεριαλιστικό» προσωπείο.
Τα συλλαλητήρια του εθνικιστικού μίσους, λοιπόν, δεν είναι εθνικιστικά αλλά υπό «ακροδεξιά ηγεμονία», μια ηγεμονία που μπορεί να διεκδικηθεί ή και να «πιέσουμε» για αλλαγή προσήμου. Μέσα από τη στοχοποίηση της Μακεδονίας ως «όργανο των ΗΠΑ και εχθρό των Βαλκανικών λαών» οργανώσεις της αριστεράς και της αναρχίας αναγνωρίζουν τα εθνικιστικά συλλαλητήρια ως συνέχεια του αντιμνημονιακού κινήματος των «πλατειών» και κριτικάρουν εποικοδομητικά τους διοργανωτές που δεν μιλήσανε για τις ευθύνες της ΕΕ και τους πλειστηριασμούς.
Πολύ φυσιολογικά αποδέχονται πως τα δικά μας κοινωνικά κομμάτια «παρασύρθηκαν» και συμμετείχαν στο συλλαλητήριο και πρέπει να ξανακερδηθούν. Τα δικά μας κομμάτια, λοιπόν, δεν παρασύρονται από τη Χρυσή Αυγή, δεν μιλάνε για γυφτοσκοπιανούς, δεν είναι απεργοσπάστες, δεν βρίζουν τους «τεμπέληδες του δημοσίου» και τα «τσογλάνια που δεν θέλουν να δουλέψουν την Κυριακή», ούτε ψήφισαν «ναι» στο δημοψήφισμα για το μνημόνιο. Τα δικά μας κομμάτια δεν σιχαίνονται τους πρόσφυγες και μετανάστες και δεν εύχονται να μπει η αστυνομία στα Εξάρχεια και στα Πανεπιστήμια για να καθαρίσουν από την αλητεία. Τα δικά μας κομμάτια δεν είναι απολίτικα και παρασυρμένα στο ρατσισμό, στον εθνικισμό, στον φασισμό και στην αντεργατική πολιτική. Τα δικά μας κομμάτια διαφέρουν από τον ακροδεξιό εσμό μέσα από τον τρόπο που τοποθετούνται και συμμετέχουν στην πολιτική ζωή.
Τα δικά μας κομμάτια δεν συγκροτούνται γύρω από επαγγελματικές αλλά από πολιτικές ταυτότητες. Τα δικά μας κομμάτια αναζητούν διεθνιστικές απαντήσεις και για το Μακεδονικό. Μπορούμε να αναζητήσουμε προτεραιότητες και τρόπους πάλης, αλλά βασική προϋπόθεση είναι η απόρριψη της ελληνικής εθνικιστικής αφήγησης. Χωρίς την ξεκάθαρη διεθνιστική αλληλεγγύη στον υπάρχον Μακεδονικό λαό και την αναζήτηση κοινού ταξικού βηματισμού, δημιουργούμε σύγχυση στα δικά μας κομμάτια και τα στέλνουμε στην αγκαλιά του αστισμού.