Η γυναικεία καταπίεση είναι κάτι που υπάρχει στις μέρες μας, παρότι έχουν περάσει περισσότερο από 200 χρόνια που εμφανίστηκαν τα πρώτα κινήματα στην ιστορία τα οποία διεκδίκησαν την ισότητα των δύο, μέχρι τότε, φύλων. Την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, παράλληλα με την «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη» του πρώτου Συντάγματος της Γαλλίας το 1791, η Ολέμπ ντε Γκουζ αντικαθιστώντας τις λέξεις σε γένος αρσενικό με θηλυκό στον τίτλο, κατέθεσε την «Διακήρυξη των δικαιωμάτων της Γυναίκας και της Πολίτιδας». Προκλητικός τίτλος, αλλά στην ουσία, σε όλα τα άρθρα της Διακήρυξης πρόσθεσε ότι τα δικαιώματα ανήκουν εξίσου «στον Άνδρα και στη Γυναίκα», δίνοντας έμφαση στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Βέβαια, ακόμα και στα πιο προοδευτικά μυαλά της εποχής η πρόταση αυτή φαίνονταν εξωπραγματική, έτσι ο δεσποτισμός των αντρών κέρδισε αποκλείοντας τις γυναίκες από την πολιτική και κοινωνική ζωή.
Η μαζικοποίηση ενός συγκροτημένου γυναικείου κινήματος ήρθε μετά το 1830 με τις Σαινσιμονίστριες και την Φλωρά Τριστάν, όπου το ζήτημα της ισότητας των φύλων έρχεται ξανά στην επικαιρότητα, αυτή την φορά δίνοντας έμφαση στην διπλή καταπίεση της εργάτριας και της γυναίκας, όπου με την επανάσταση του 1948 και την Δεύτερα Γαλλική Δημοκρατία κορυφώνεται.
Την ίδια περίοδο, οι Μαρξ και Έγκελς δημοσιεύουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου απαντώντας στις κατηγορίες που τους προσάπτει η αστική τάξη της εποχής, περί ¨κοινοκτημοσύνη των γυναικών¨, καταγγέλλουν την αντίληψη των αστών για το ρόλο των γυναικών ως «εργαλεία παραγωγής» είτε σαν εργάτριες είτε σαν το μέσο αναπαραγωγής εργατικών χεριών, που στον φόβο πως οι κομμουνιστές θα κοινωνικοποιήσουν τα μέσα παραγωγής, θα συμπεριλαμβάνει και αυτές, ενώ στην ουσία η χειραφετική διαδικασία θα αφορούσε τους πάντες ανεξαρτήτως. Η αναγκαστική εργασία ιδιοποίησε προς όφελος των καπιταλιστών όχι μόνο τους χώρους που έπαιζαν τα παιδιά, αλλά επίσης και τους χώρους ελεύθερης εργασίας στο σπίτι μέσα σε υποφερτά όρια, για την υποστήριξη της οικογένειας». Έτσι η οικιακή εργασία καθορίζεται από τον Μαρξ, σαν πραγματική εργασία που προσφέρει έμμεσα στην καπιταλιστική παραγωγή και από την άλλη, κάνει ξεκάθαρο πως η έξοδος της γυναίκας από το σπίτι και η ένταξη της στην αγορά εργασίας, μπορεί να αποτελεί ένα μέρος της χειραφέτησης της, αλλά όχι την ολοκληρωτική, όσο γίνεται στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Βέβαια η ημερομηνία ορόσημο 8 Μαρτίου 1957, με την απεργία 20.000 γυναικών εργατριών κλωστοϋφαντουργίας στις βιομηχανίες της Νέας Υόρκης, θα αποτελέσει την πρώτη σύνδεση εργατικού και γυναικείου κινήματος, με αιτήματα ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς, μείωση των ωρών εργασίας και ίσος μισθός για όλους, όχι μόνο μεταξύ αντρών και γυναικών, άλλα και μεταξύ εργαζομένων αγγλοσαξονικής καταγωγής και μη, απαιτώντας την κατάργηση κάθε φυλετικής ή εθνοτικής διάκρισης. Κατάληξη αυτής της απεργίας ήταν το αιματοκύλισμα της από την αστυνομία και από μπράβους των βιομηχάνων, όπως και οι μαζικές απολύσεις το επόμενο διάστημα.
Κάπου εδώ και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν ξεκινάει η διαφοροποίηση των τάσεων του γυναικείου κινήματος, που από την μία έχουμε τις σουφραζέτες ή επισήμως την «Εθνική Ένωση των Εταιρειών του Δικαιώματος Ψήφου στις Γυναίκες», αστές και μεσοαστές φεμινίστριες, που έδρασαν κατά βάση στην Αγγλία στις αποικίες και είχαν επιρροή σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Κύριο αίτημα τους ήταν το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, που για πρώτη φορά συμβαίνει το 1893 στην αυτοδιοικούμενη αποικία της Νέας Ζηλανδίας. Από την άλλη, μια μερίδα των φεμινιστριών θα ταυτίσουν τον αγώνα τους με την πάλη των τάξεων και την συμμετοχή των γυναικών σε αυτή και θα στρατευτούν είτε στις εργατικές οργανώσεις της Β’ και μετέπειτα της Γ’ Διεθνούς είτε γύρω από τις ιδέες του αναρχικού κινήματος. Θα υπάρξουν ακόμα και σουφραζέτες, όπως η Σύλβια Πάνκχερστ, που θα έχει τελείως αντίθετη πορεία με την μητέρα της Έμελιν Πάνκχερστ και θα περάσουν από την μία τάση στην άλλη παίζοντας σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση θα έρθει να συντελέσει καθοριστικά στην εξάλειψη όλων των κοινωνικών ανισοτήτων, μαζί με αυτών και των έμφυλων. Πρώτη φορά στην ιστορία κατοχυρώνεται θεσμικά η απόλυτη ισότητα των 2 φύλων, με το πρώτο Σοβιετικό Σύνταγμα του 1918, με τα άρθρα 22 «Η Σ.Ο.Δ.Σ.Ρ αναγνωρίζοντας ισότητα δικαίων στους πολίτες, ανεξαρτήτως φυλής ή εθνικότητας, διακηρύττει ότι αντιτίθεται στους θεμελιώδεις νόμους της Δημοκρατίας, η απονομή ή η ανοχή προνομίων ή πλεονεκτημάτων σε οποιονδήποτε, στηριζόμενων στις ανωτέρω βάσεις, καθώς και κάθε καταπίεση των εθνικών μειοψηφιών ή περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών.» και 64 «Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τα Σοβιέτ ανήκει στους πολίτες της Σ.Ο.Δ.Σ.Ρ. και για τα δυο φύλα και αδιακρίτως θρησκείας, εθνικότητας, κατοικίας κλπ,».
Η Επαναστατική Κυβέρνηση των Μπολσεβίκων δεν θα μείνει μόνο στην Συνταγματική διακήρυξη. Η Αλεξάνδρα Κολοντάι, επιφανής επαναστάτρια, γίνεται Λαϊκός Κομισάριος για την Κοινωνική Πρόνοια και ιδρύει το «Τμήμα Γυναικών», οργάνωση η οποία εργαζόταν πάνω σε θέματα που αφορούσαν τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, την εκπαίδευση, την εργασία και τους νέους νόμους περί γάμων. Η ίδια θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον ρόλο και την θέση της γυναίκας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως την θέση τους στην εργασία και την παραγωγή, την πολιτική και τον ταξικό αγώνα, την οικογένεια και τις σχέσεις με το αντρικό φύλο. Το 1923 θα γίνει η πρώτη πρέσβειρα παγκοσμίως, διορισμένη από την Σοβιετική Κυβέρνηση, στην Νορβηγία και αργότερα σε μια σειρά από άλλα κράτη.
Σε όλες τις ιστορικές περιόδους η συμπύκνωση της ταξικής πάλης και η επαναστατική διαδικασία φέρνουν στην επιφάνεια το γυναικείο ζήτημα. Έτσι και τον Μάη του 68, παράλληλα με την εξέγερση και τα πολιτικά κινήματα που αναδύονται, ξεπροβάλει ένα νέο ρεύμα, που θα θέσει τις βάσεις για τον σύγχρονο φεμινισμό. Η συντηρητική κοινωνία της δεκαετίας του 60, φέρνει τους νέους, αρχικά της Γαλλίας και μετέπειτα όλης της Δύσης, σε μια αποστροφή για αυτή και στην ανάγκη να την αλλάξουν. Η σεξουαλική απελευθέρωση, η αυτοδιάθεση του σώματος, ο αυτοκαθορισμός του φύλου, συνδυάστηκαν με τις σοσιαλιστικές ιδέες με σκοπό την χειραφέτηση της κοινωνίας. Ξαφνικά εμφανίστηκαν δεκάδες φεμινιστικές οργανώσεις, που κάποιες είχαν επαφή με τις οργανώσεις της αριστεράς και κάποιες άλλες όχι, που κοινό τους σημείο ήταν η αντίληψη του υποκειμενισμού, έχοντας ένα ανατρεπτικό και εντυπωσιακό ύφος, μέσα από τις ακτιβίστικες δράσεις τους. Μεγάλη έμφαση δόθηκε στην νομιμοποίηση των αμβλώσεων και των μέσων αντισύλληψης και το 1975 κερδήθηκε η νομοθέτηση για την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτές.
Θα μπορούσαμε να πούμε, πως στις μέρες μας, στην συνολική ακροδεξιά επέλαση που δέχεται η κοινωνία, το δικαίωμα στις αμβλώσεις δεν έχει μείνει στο απυρόβλητο. Η καμπάνια που έστησαν παραχριστιανικές και σκοταδιστικές οργανώσεις σε συνεργασία με την εκκλησία και το κράτος, έρχεται να καταπατήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και να συνεχίσει την ιδεολογική επίθεση της Κυβέρνησης.
Βέβαια η επίθεση στο δικαίωμα στην άμβλωση δεν είναι ελλαδικό φαινόμενο. Στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να εμφανίζεται ένα τέτοιο αντιδραστικό “κίνημα”, τόσο από τις μαζικές διαδηλώσεις ακροδεξιών, σε πολλές πόλεις της Γαλλίας και της Ισπανίας, αλλά και από τον ρόλο που παίζει η Καθολική Εκκλησία σε Ιταλία και Πολωνία.
Και κάπου εδώ έρχονται ξανά στην επικαιρότητα τα ερωτήματα για το αν μπορεί το κράτος και η κυβέρνηση, πόσο μάλλον παρακρατικές οργανώσεις φονταμενταλιστών, να μιλούν και εν τέλει να αποφασίζουν για την αυτοδιάθεση του σώματος της καθεμίας. Όλα αυτά δεν θα υπήρχαν αν δεν υπήρχαν τα πολιτικά κέντρα, που δεν είναι άλλα από τα είτε παραδοσιακά δεξιά συντηρητικά κόμματα, όπως η ΝΔ στην Ελλάδα ή το πρώην κυβερνών κόμμα στην Ισπανία, PP, είτε τα “εναλλακτικά” ακροδεξιά κόμματα, που πριμοδοτούν αυτές τις οργανώσεις και αντιλήψεις, ανοίγοντας ένα ακόμα μέτωπο για την ακροδεξιά ανασυγκρότηση του κεφαλαίου. Πολιτικές δυνάμεις που υποτίθεται πως έχουν τις ρίζες τους στον Διαφωτισμό και την αστική δημοκρατία, αλλά στην ουσία η μοναδική ταύτιση που μπορούμε να τους κάνουμε, είναι με τον σκοταδισμό και τον μεσαίωνα.
Όπως και να έχει, η απαγόρευση των αμβλώσεων ή ο νομικός περιορισμός τους δεν πρόκειται να τις σταματήσουν, αλλά να αναγκάσουν τις ενδιαφερόμενες να καταφύγουν σε μη ασφαλείς τρόπους. Βάσει έρευνας του Ινστιτούτου Guttmacher, που ασχολείται με την αναπαραγωγική υγεία, οι αριθμοί των γυναικών που τερματίζουν μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη στις χώρες που επιτρέπεται και σε αυτές που δεν επιτρέπεται, είναι περίπου ο ίδιος, με την διαφορά ότι στην δεύτερη περίπτωση μπορεί να γίνει από μη εκπαιδευμένο ιατρικό προσωπικό κάτω από επικίνδυνες συνθήκες και χωρίς την απαραίτητη περίθαλψη. Όλα αυτά είναι αρκετά ώστε να προκληθούν τραυματισμοί ακόμα και θάνατοι που φέρνουν τις μη ασφαλείς εκτρώσεις στην τρίτη κύρια αιτία μητρικών θανάτων παγκοσμίως.
Πως πραγματικά πρέπει να απαντήσει το φεμινιστικό κίνημα σε όλο αυτό; Μακριά από λογικές life style φεμινισμού και βιωματισμού, πρέπει να αντιληφθούμε ότι η πατριαρχία δεν είναι αυτό που καταπιέζει την γυναίκα, αλλά το μέσο καταπίεσης που χρησιμοποιεί ο καπιταλισμός. Και πως αλλιώς θα έρθει η απελευθέρωση των γυναικών χωρίς την ανατροπή του καπιταλισμού και την αστική οριοθέτηση της πυρηνικής οικογένειας όπου με τις σχέσεις ιδιοκτησίας και εξάρτησης αναπαράγεται το σύστημα. Δεν δικαιολογούμε ρατσιστικές & σεξιστικές πρακτικές αλλά δεν δημιουργούνται κομουνιστικές προσωπικές σχέσεις μέσα στον καπιταλισμό.
Η ριζική αλλαγή στην κοινωνία δεν θα έρθει από ένα άθροισμα αφηρημένων δικαιωματικών κινημάτων που πότε θα είναι φεμινιστικά, πότε μεταναστών, πότε πολιτικών κρατουμένων και όλα μαζί θα συνθέτουν ένα ενιαίο. Όπως ο αντιφασιστικός αγώνας χρειαζόταν ένα κίνημα που να υπερβαίνει την τοπικότητα και την εσωστρέφεια της δράσης του, για να νικήσει την ΧΑ, έτσι για να εκλείψει η κάθε μορφή καταπίεσης, πρέπει να υπάρξει ένα κομμουνιστικό κίνημα που να υπερβαίνει τις ταυτότητες, τις εθνικότητες και τις συντεχνίες.
Το χρέος του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος είναι να αναδείξουν το πραγματικό πρόβλημα και να συμπαρασύρουν όλες τις αγωνίστριες στην ταξική πάλη για την ολική χειραφέτηση. Έχοντας ως δεδομένο ότι «η κομμουνιστική εξέγερση είναι η ταυτόχρονη κατάργηση της μισθωτής εργασίας και της ανδρικής κυριαρχίας», πρέπει να εργαστούμε για να δημιουργήσουμε το υποκείμενο και τις συνθήκες για αυτή την στιγμή.
Λέων Βογιατζόγλου