Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Έκτοτε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Πολλά έχουν ειπωθεί για τα νοήματα της εξέγερσης, τα υποκείμενά της, για τις διεκδικήσεις τους, τις ανεπάρκειες και τα όριά τους. Άλλα έχουν ξεχαστεί, όπως εξαφανίζονται πάντα όλοι οι «αόρατοι» που δρουν στην ενίοτε μεγάλη ιστορική εποχή. Αλλά περισσότερα είναι αυτά που έχουν διαστρεβλωθεί.
6 Δεκέμβρη, στη διασταύρωση Μεσολογγίου και Τζαβέλα, στα πλαίσια ενός ασήμαντου διαπληκτισμού, ο αστυνομικός Επαμεινώνδας Κορκονέας πυροβολεί και τραυματίζει θανάσιμα τον 15χρονο μαθητή Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Το γεγονός αυτό, πυροδοτεί ένα πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους του κινήματος. Καταλαμβάνεται πλήθος πανεπιστημιακών σχολών σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και από το πρώτο βράδυ ακόμη, πραγματοποιούνται σφοδρές οδομαχίες μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας, με κλιμακούμενη ένταση η οποία, πολύ σύντομα, ξεπερνά το οριοθετημένο έδαφος της εξουσίας, δηλαδή τα Εξάρχεια και επεκτείνεται σε όλο το κέντρο της Αθήνας. Το ίδιο συμβαίνει και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, του Βόλου, του Ηρακλείου, των Ιωαννίνων. Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, με μεγάλους αριθμούς διαδηλωτών και συγκρουσιακά γεγονότα να λαμβάνουν χώρα τις επόμενες μέρες. Επίσης, καταλαμβάνονται πολλά δημαρχεία και δημόσια κτίρια σε όλη τη χώρα. Είναι πλέον πασιφανές, ότι δεν πρόκειται περί μιας κανονικότητας της χώρας, ενώ τα πολιτικά υποκείμενα που συμμετέχουν στις διαδικασίες, την θέτουν ως εξέγερση. Για 18 μέρες στο σύνολο της χώρας δεν υπάρχει καμία άλλη επικαιρότητα πέρα από τη σύγκρουση των εξεγερμένων με το κράτος των αφεντικών.
Ο Δεκέμβρης του ’08 δεν μοιάζει να έρχεται σαν μια συνέχεια των μεγάλων πολιτικών εξεγέρσεων που συνέβησαν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, όπως ο Μάης του ’68, το Πολυτεχνείο του ’73, ή μικρά και μεγάλα ξεσπάσματα στις ιταλικές μητροπόλεις, τα λεγόμενα «μολυβένια χρόνια» της δεκαετίας του ’70. Περισότερο μπορούμε να τον δούμε σαν μια μητροπολιτική ταραχή (urban riots) σε μία ιστορική συνέχεια του Λος Άντζελες του 1992, των εξεγέρσεων στα γαλλικά προάστια και προπομπός εκείνων του Λονδίνου. Παρ’όλα αυτά, ο Δεκέμβρης ήταν μια πολιτική εξέγερση.
Από την πρώτη στιγμή, την εξέγερση πλαισίωσε το σύνολο των αναρχικών πολιτικών συλλογικοτήτων που δρούσαν εκείνον τον καιρό στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Ήταν αυτές που έθεσαν το περιεχόμενο, τη μεθοδολογία και την τακτική. Σαφώς προς μία διαλεκτική κατεύθυνση και με το πλήθος των κοινωνικών αγωνιζόμενων ομάδων που μέσα από τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου έβλεπαν ένα σημείο ταύτισης. Διάφορα ταξικά υποκείμενα, μαθητές, φοιτητές, εργάτες, υπο-απασχολούμενοι καθώς και ένα κομμάτι των κολασμένων και περιθωριοποιημένων που συναντάται σε κάθε δυτική μητρόπολη, έβαλαν την αυτενέργειά τους και προσέδωσαν έναν πλούτο χαρακτηριστικών στα σημαίνοντα της εξέγερσης. Από τη μεριά των εξεγερμένων, δοκιμάστηκε όλο το οπλοστάσιο των σύγχρονων κινημάτων του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος καθώς και των νικηφόρων φοιτητικών αγώνων της περιόδου 2006-2007. Τα εργαλεία της αυτοοργάνωσης, των αποκεντρωμένων συνελεύσεων με βάση τη συναπόφαση, ήταν ο τρόπος που πάρθηκαν σχεδόν όλες οι αποφάσεις για τις δράσεις που συνέβησαν κατά τις 18 μέρες εξέγερσης. Χωρίς να υπάρχει κάποιος κεντρικός συντονισμός, με κάποιο τρόπο παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξαν ιδιαίτερα αποκλίνουσες στρατηγικές ή τακτικές.
Από τη μεριά της καταστολής, χρησιμοποιήθηκαν επίσης όλα τα εργαλεία. Από το πρώτο βράδυ, το Mega Channel παραποιεί το βίντεο ενός αυτόπτη μάρτυρα της δολοφονίας, βάζοντας κρότους και ήχους από σπασμένες τζαμαρίες, ώστε να στηθεί η αφήγηση ότι έπεφταν πυροβολισμοί εν μέσω ταραχών. Από το σύνολο των καναλιών, παρ’ όλη τη σφοδρή κοινωνική κατακραυγή, εξακολουθούν να προβάλλονται εικόνες των σπασμένων μαγαζιών, των λεηλασιών και να τις καθιστά κεντρική αφήγηση. Εκ μέρους της αστυνομίας, τα δακρυγόνα οι επιθέσεις των ΜΑΤ ακόμα και σε μαθητικές πορείες, με πλήρη σφοδρότητα, είναι στην ημερήσια διάταξη. Στην επαρχία, οι εμπορικοί σύλλογοι αναλαμβάνουν έναν ρόλο τρομοκράτησης των μαγαζατόρων και τους καλούν ακόμα και σε ένοπλη περιφρούρηση των περιουσιών τους. Στην Πάτρα μάλιστα, φασιστικοί μηχανισμοί συνδράμουν στο έργο της καταστολής των διαδηλωτών και η κορυφαία πράξη υπερβάλλοντα ζήλου του κρατικού μηχανισμού, σημειώνεται από την Εισαγγελία Λάρισας, η οποία κατηγορεί ακόμα και ανήλικους μαθητές με τις διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν συνετρίβη από τη μπότα της καταστολής, χωρίς να εννοείται ότι δεν υπήρξε αυτή, οι αντιστάσεις των εξεγερμένων μπόρεσαν να την υπερκεράσουν. Οι συλλογικότητες που έδρασαν δεν βγήκαν στην παρανομία ούτε κυνηγήθηκαν μετά τις μέρες της εξέγερσης. Περισσότερο έφτασε στα «όρια» της μη μπορώντας να αντιπαρατεθεί στο πλήθος αντιφάσεων της σύγχρονης μητροπολιτικής πραγματικότητας. Δεν έθεσε πρόταση εξουσίας και δεν θα μπορούσε άλλωστε. Αλλά και δεν μπόρεσε να διαλύσει την κρίσιμη μάζα των εξουσιαστικών δομών, παρά τις πολύ αξιόλογες και μαχητικές προσπάθειες χιλιάδων εξεγερμένων.
Παρ’ όλα αυτά, η καταστολή της εξέγερσης δεν τελείωσε με το πέρας των ημερών της. Και σε επιχειρησιακό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, ιδιαίτερα για τη μορφή της αφήγησής της, επιστρατεύτηκαν τα κορυφαία επιτελεία του αστικού μπλοκ. Από τη μεριά της αστυνομίας, η ίδρυση της δολοφονικής ομάδας Δέλτα, καθώς και η, από νομικής πλευράς, νομοθεσία του κουκουλονόμου, ήταν τα κύρια εργαλεία για να χτυπηθεί η γενιά και το πολιτικό υποκείμενο που πραγμάτωσε την εξέγερση. Από πολιτικής άποψης, κυριάρχησε από τα πρώτα χρόνια, η προσπάθεια της μετατροπής του Δεκέμβρη σε μια «εξέγερση των μαθητών». Το χορό άνοιξε πάλι, από την επόμενη κιόλας χρονιά, το Mega Channel, παρουσιάζοντας μια εκπομπή αφιερωμένη στην εξέγερση με ακριβώς αυτόν τον τίτλο. Πολύ σπέκουλα έχει γίνει προς αυτήν την κατεύθυνση ώστε να αποδομηθούν τα νοήματά της.
Σίγουρα, η τόσο μαζική συμμετοχή των μαθητών στα γεγονότα της εξέγερσης, έδωσε εκείνο το καιρό, έναν απίστευτο αέρα και μια σχεδόν καθολική κοινωνική νομιμοποίηση όλων των υποκειμένων της εξέγερσης. Οι αξέχαστες στιγμές με τα αναποδογυρισμένα μπατσικά στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά και οι πολύωρες πολιορκίες του αστυνομικού τμήματος της Κέρκυρας και της Πετρούπολης από μαθητικές πορείες, νομιμοποίησαν μάλλον αυτήν την πρακτική για το σύνολο των εξεγερμένων. Σήμερα είναι η κρατική προπαγάνδα και ένα κομμάτι του αγώνα που «τσιμπάει» σε αυτήν, η οποία την αφαιρεί ουσιαστικά από τα χέρια των εξεγερμένων και την παραδίδει, μεταλλαγμένη όμως σαν μια ρομαντική εφηβική «τρέλα», στα χέρια των μαθητών της γενιάς του ’08. Τα εργαλεία της εξέγερσης, στην πιο συγκινητική έκφανση τους, εκχυδαῒζονται στο βωμό του «political correct». Ο μικρός «Γαβριάς των οδοφραγμάτων», από ένα σύμβολο ανηλεούς αγώνα και παράδειγμα της ομορφιάς της επανάστασης, καταλήγει σε μια μη-ανθρώπινη καρικατούρα, η οποία άγεται και φέρεται υπό το καθεστώς θολών κατανοήσεων, δικαιολογημένες από την ηλικία της. Μόνο σε ένα τέτοιο καθεστώς μπορεί κάποιος να νομιμοποιηθεί σαν κομμάτι της εξέγερσης, ένα πλαίσιο τελικά στο οποίο δεν χωρά κανένας.
Ο Δεκέμβρης του ’08 δεν ήταν μια μαθητική εξέγερση γιατί σαν μαθητική αποκλειστικά, δεν θα μπορούσε να είναι εξέγερση. ΄Ηταν, όπως είπαμε και παραπάνω, μια πολιτική εξέγερση η οποία διεκδίκησε να έρθει σε ρήξη με όλες τις κυρίαρχες νόρμες που αποτελούσαν στο, μέχρι τότε, οικονομικό «θαύμα» της Ελλάδας. Διεκδίκησε, μέσω της συνθηματολογίας αλλά και όχι μόνο, να κοντράρει τους πυλώνες του συστήματος εξουσίας. Για όλους αυτούς τους λόγους και για το συνολικό πρόταγμα ανατροπής, αγκαλιάστηκε από ένα τόσο μεγάλο πλήθος κοινωνικών ομάδων. Ένα από αυτά ήταν και οι μαθητές. Ο τρόμος που έφεραν στα αστικά επιτελεία κάτω από τα γραφεία τους, να στήνουν οδοφράγματα τα παιδιά τους, είναι κάτι που δεν μπορούμε να το αφήσουμε να γυρίσει μπούμερανγκ σε όλους όσους αναφέρονται στην εξέγερση σαν μια μέθοδο για την ανατροπή του καπιταλισμού.