Η μεριά της ΑΕΚ, των οπαδών αλλά και των υποστηρικτών τους προσπαθούν να ξεδιπλώσουν μια σειρά «δικαιωμάτων» για να γίνει το γήπεδο. Εδώ δε θα μπούμε καθόλου στα νομικά τερτίπια που η ΠΑΕ ΑΕΚ και η Δικέφαλος ΑΕ παρακάμπτει κάθε πολεοδομικό κανονισμό αλλά ούτε στην υποκριτική παραχώρηση του δικαιώματος του γηπέδου της Ερασιτεχνικής ΑΕΚ στην ΠΑΕ. Θέλουμε να δούμε αν η κάθε Ανώνυμη Εταιρεία έχει την οποιαδήποτε σχέση με τον αθλητισμό και κατά πόσο υπάρχει το «δικαίωμα» διεκδίκησης των οπαδών της ΑΕΚ για γήπεδο.
Αθλητική βιομηχανία ή βιομηχανία θεάματος και ψυχαγωγίας;
Χρειάζεται να δούμε τις διαφορές αθλητισμού – αθλητικής βιομηχανίας από τη μία και τη βιομηχανία του θεάματος από την άλλη. Το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο όπως και κάθε άλλη επαγγελματική αθλητική διοργάνωση ανήκει στη σφαίρα της βιομηχανίας του θεάματος και δεν αποτελεί αθλητική δραστηριότητα.
Κτίζεται ένα κανονιστικό σύστημα διεξαγωγής των πρωταθλημάτων και ένας τρόπος προετοιμασίας των συμμετεχόντων που εξυπηρετούν ένα θεαματικό προϊόν προς πώληση και όχι μια εκγύμναση των αθλητών, έστω ανταγωνιστική και εμπορευματοποιημένη. Οι αθλητές προπονούνται όχι για καλύτερες επιδόσεις ή για αυτοβελτίωση αλλά για να έχουν την μάξιμουμ απόδοση σε συγκεκριμένες ημερομηνίες που θα εκτεθούν στο κοινό. Οι επαγγελματικές ομάδες που δημιουργούνται πρέπει να εκπληρώνουν διάφορα κριτήρια ώστε να μπορούν να συμμετέχουν σε διοργανώσεις τύπου Champions League/ ΝΒΑ όπου η αγωνιστική ικανότητα είναι από τις τελευταίες σε σημασία. Αντίστοιχα η δημιουργία ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου προορισμένου να υποδεχτεί αγώνες SUPERLEAGE ή UEFA, ανήκει στην ίδια κατηγορία με ένα multiplex κινηματογραφικών αιθουσών και Mall ή με συναυλιακό ή του Μεγάρου Μουσικής.
Στο επαγγελματικό μπάσκετ η διαφορά είναι εμφανής. Αν και το ΝΒΑ θεωρείται το καλύτερο στον κόσμο, κορυφαίοι αμερικάνοι μπασκετμπολίστες καταποντίζονται όταν έρχονται να παίξουν με ευρωπαϊκούς κανόνες. Αλλά και σε όλα τα αθλητικά γεγονότα, τα τηλεοπτικά ταιμάουτ, οι κανόνες ενδυμασίας (πχ. τα μαγιό-στρινγκ σε γυναικείο μπιτς βόλευ), οι συνεχείς αλλαγές κανονισμών για προσαρμογή στην τηλεοπτική προβολή είναι μόνο μια οπτική αυτής της βιομηχανίας. Η εκμετάλλευση του εμπορικού ονόματος της αθλητικής εταιρείας (πχ. Μάντσεστερ, Ρεάλ, Μπάγιερν) με τουρνέ στο εξωτερικό δημιουργούν μια υπεραξία που δεν έχει σχέση, τελικά με την καθ` εαυτό αγωνιστική αξία της ομάδας όσο θεαματική αξία. Μια ποδοσφαιρική ομάδα της 2ης κατηγορίας Αγγλίας θα έτρωγε πολλά γκολ από οποιαδήποτε ελληνική της 1ης αλλά οι τζίροι που διαχειρίζεται είναι απίστευτα πολλαπλάσιοι. Τέλος οι ακαδημίες παιδιών που συνδέονται με ποδοσφαιρικές (κύρια) εταιρείες περισσότερο λειτουργούν στην πώληση του «σήματος» της εταιρείας παρά στην εκγύμναση των πιτσιρικιών που έρχονται σε αυτές.
Ο αθλητισμός δεν χρειάζεται τέτοιους κανόνες. Ποδόσφαιρο μπορείς να παίξεις 5Χ5, 7Χ7, μονότερμα, παγκότερμα, χωρίς οφσάιντ και με τρία κόρνερ – πέναλτι. Μέσα από αυτό μπορείς και να γυμναστείς και να γίνεις τεχνικά καλύτερος. Προφανώς στον καπιταλισμό θα στηθεί και μια αθλητική βιομηχανία γύρω. Φόρμες, μπάλες, παπούτσια, πιθανή ενοικίαση κατάλληλου χώρου μιας και ο δημόσιος χώρος είναι σε διωγμό.
Η δημιουργία οπαδών – θεατών, παράλληλα, σε μια ψυχαγωγική εταιρία ποδοσφαίρου δημιουργεί και κοινωνικές πολιτιστικές ταυτότητες.
Το οπαδικό «κίνημα»
Σε κάθε οργανωμένη κοινωνία δημιουργούνται κοινωνικές «ταυτότητες». Είναι μια ανθρώπινη αναγκαιότητα συλλογικοποίησης όπου το άτομο «ανήκει» σε μια κοινωνική ομάδα όμοιων και μέσα από αυτή αναγνωρίζει τον εαυτό του. Η επαγγελματική ταυτότητα, το έθνος, το θρήσκευμα, η γλώσσα, η μουσική είναι κάποια από τα πολλά χαρακτηριστικά που δημιουργούνται ομάδες. Αυτά δεν είναι ούτε βιολογικά προκαθορισμένα ούτε αιώνια. Η εθνοτική ταυτότητα αφορά κυρίως την αστική κοινωνία. Η σύγχρονη αστική κοινωνία έχει εξαλείψει προηγούμενες και έχει παρουσιάσει νέες. Μέσα από τη μαζική αστικοποίηση η γεωγραφική καταγωγή έχει υποχωρήσει. Ο αστικός τρόπος ζωής έχει δημιουργήσει πολιτιστικές «φυλές» ώστε να ανταπεξέλθει το άτομο στην απρόσωπη καθημερινότητα.
Έτσι ο Παναγιώτης ένας Έλληνας, λευκός, άνδρας, χριστιανός, αμφιφυλόφιλος, Αιγαλεώτης, Τοξότης, με πατέρα Κρητικό και μάνα Τσιγγάνα, Παναθηναϊκός, ροκάς, που δουλεύει κούριερ βασική δουλειά και είναι ιδιοκτήτης – συνέταιρος με τον αδελφό του σε σουβλατζίδικο με δύο υπαλλήλους, έχοντας κληρονομήσει ένα δυάρι από τους γονείς, νερντάς «καμένος» με παιχνίδια RPG, ζωόφιλος με δύο σκυλιά, συλλέκτης γραμματόσημων και μέλος των φίλων του Σκαραβαίου αυτοκινήτου, έχει δυνατότητα να αναπτύξει τις πιο πάνω (ή και άλλες τόσες) κοινωνικές ταυτότητες.
Όλες αυτές οι ταυτότητες δημιουργούνται από το καπιταλιστικό σύστημα. Δημιουργεί κύκλους συλλογικοποίησης που μέσα από αυτές διατηρείται και αναπαράγεται ο κοινωνικός ιστός. Το κάθε μεμονωμένο άτομο δεν δημιουργεί ταυτότητες. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως ο Παναγιώτης του ανωτέρου παραδείγματος ήταν επιπλέον ξανθός, μονόφρυδος, βαρυκόκαλος και με δύσκαμπτο μυϊκό ιστό, λάτρης του μουσακά και της ξερής, με αγαπημένο χρώμα το κόκκινο. Αυτά τα χαρακτηριστικά δε θα του διαμόρφωναν κοινωνική ταυτότητα γιατί το υπάρχον σύστημα δεν έχει βρει χρησιμότητα και αναγκαιότητα να αναπτύξει αυτές τις κατηγορίες.
Το καπιταλιστικό σύστημα εξ ορισμού, αδυνατεί να ενσωματώσει με αρμονία και επιτυχία όλα τα κοινωνικά κομμάτια. Η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η αδικία σπρώχνουν μέρη της κοινωνίας να υπερτονίσουν κάποια κοινωνικά χαρακτηριστικά ώστε μέσα από μικρές συλλογικότητες να αντέξουν στην περιθωριοποίηση ή και να βρουν μέσα από αυτά δύναμη αντεπίθεσης και κυριαρχίας απέναντι στις αντίπαλες κοινωνικές ομάδες που δημιουργούνται. Ο «λαϊκός εργάτης» απέναντι στα «παιδιά των Βορείων Προαστίων», ο βλάχος επαρχιώτης απέναντι στον Αθηναίο, ο Πειραιώτης απέναντι στο Θεσσαλονικιό, ο ροκάς ή καρεκλάς, Παναθηναϊκός απέναντι στον Ολυμπιακό, ο Αιγαλεώτης απέναντι στον Περιστεριώτη, οι μοντς απέναντι στους ρόκερ, οι χίπιδες και οι λαϊκοί, οι Έλληνες και οι Τούρκοι (γυφτοσκοπιανοί, βρωμοαλβανοί κλπ).
Όσο η αστική κοινωνία πέφτει πιο βαθειά στην κρίση, όσο το σύστημα απορρυθμίζεται και μειώνεται η κοινωνική του νομιμοποίηση τόσο οι πολίτες προσφεύγουν στις «κοινωνικές» ομάδες σαν στοιχειώδες ασφαλές λιμάνι κοινωνικοποίησης τους. Η κοινωνική έκρηξη απέναντι στην καπιταλιστική κρίση δεν έχει από μόνη της θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Οι κοινωνικοί αγώνες και συγκρούσεις εξαρτώνται από τους όρους εμπλοκής τους.
Προοδευτικά και αντιδραστικά Κοινωνικά κινήματα
Προφανώς και υπάρχουν κοινωνικές ταυτότητες που η υποστήριξη τους ως διαφοροποιό στοιχείο φέρουν βαρύ αντιδραστικό προσδιορισμό. Κάθε υποταγή σε κάποιο κοινωνικό χαρακτηριστικό που κτίζεται το κυρίαρχο αστικό μπλοκ είναι φορέας συντηρητισμού. Η υποστήριξη της λευκής φυλής απέναντι στη μαύρη, του άντρα απέναντι στη γυναίκα, του Έλληνα (στην Ελλάδα) απέναντι στους μετανάστες βρίσκεται στην όχθη των συνοδοιπόρων του αστικού στρατοπέδου.
Η προβολή, όμως, μιας εναλλακτικής ταυτότητας δεν σημαίνει πέρασμα στο δικό μας ταξικό στρατόπεδο. Ο εργάτης, η γυναίκα, ο μετανάστης, ο ομοφυλόφιλος, ο πάνκης δεν αποτελούν από μόνα τους κριτήρια ένταξης στο ταξικό κίνημα. Η φεμινιστική ομάδα FEMEN στην Ουκρανία συνεργάζεται στενά με το Δεξιό Τομέα και τη φασιστική κυβέρνηση του Κιέβου. Ο Μίλος Γιαννόπουλος ανοιχτός ομοφυλόφιλος και υποστηρικτής του Τραμπ σπέρνει ρατσιστικό και φασιστικό δηλητήριο στις ομιλίες του. Ο απεργοσπάστης εργάτης, αυτός του Ελληνικού Χρυσού που δε νοιάζεται για τη γη και το κίνημα στις Σκουριές ή το μέλος του Χρυσαυγίτικου Σωματείου του Περάματος δεν είναι συνάδελφοι μας.
Στα κινήματα γειτονιάς το σύνθημα «έξω οι πρεζέμποροι από τη γειτονιά μας» μπορεί να φαντάζει μάχη με τη «νύχτα» και τους νταβατζήδες αλλά συνήθως είναι προκάλυμμα νεοσυντηρητικού κυνηγιού μαγισσών. Η υπεράσπιση της δημόσιας χρήσης της γης και του χώρου είναι ένα κατ` αρχήν ασφαλές ταξικό κριτήριο. Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται κινήσεις υπεράσπισης της ατομικής ιδιοκτησίας και επιχειρηματικότητας. Μια τοπική κίνηση για την υπεράσπιση ενός πάρκου απέναντι στην καταπάτηση του από μια επιχείρηση βρίσκεται σε σωστή κατεύθυνση. Η δήθεν υπεράσπιση του, όμως, από τη δυνατότητα χρήσης του από μετανάστες παρεμποδίζει την ελεύθερη δημόσια χρήση του, ενδυναμώνει τα ιδιοκτησιακά συναισθήματα των «προνομιούχων» κατοίκων και περνάει στην αντιδραστική μεριά του πολιτικού χάρτη.
Στις πολιτιστικές ταυτότητες τις περισσότερες φορές τα πράγματα δεν περιπλέκονται. Συνειδητά μένουν στο περιθώριο των πολιτικών ανταγωνισμών, αποδέχονται τη μερικότητα και απλά αναζητούν τη δυνατότητα μιας σχετικής «αυτονομίας» απέναντι στο κυρίαρχο αστικό περιβάλλον.
Οι τοπικιστικές κόντρες πόλεων ή γειτονιών αφορούν κόντρες στα καφενεία ή επετειακές μάχες χουλιγκάνων. Οι «μάχες» ροκάδων ενάντια στους ντισκόβιους, τα ιστορικά βρωμόξυλα πάνκηδων ενάντια στους «φλώρους» στη συναυλία Clash – Boy George το 1985, ή του κοινού των Prodigy ενάντια στους ρεϊβάδες στα 90s εντάσσονται στην προσπάθεια αυτοκαθορισμού της κάθε συγκεκριμένη κοινωνικής ομάδας. Αυτές οι αντιπαραθέσεις είναι κομμάτι της σύγχρονης πόλης και το καπιταλιστικό σύστημα έχει μάθει να τις εντάσσει και να τις ανέχεται.
Υπάρχουν, όμως, φάσεις όπου η πολιτιστική ταυτότητα κυριαρχείται από σημαντικά πολιτικά ζητήματα. Σε αυτές τις περιόδους βλέπουμε τη μετεξέλιξη του κοινωνικού σε πολιτικό κίνημα. Η αντιπαράθεση αναρχικών πανκ ομάδων απέναντι σε φασιστικές πανκ ομάδες ήταν πολύ σημαντικές στα τέλη της δεκαετίας του 70 και τις αρχές του 80. Στα γήπεδα η εξέδρα της Paris Saint-Germain βρέθηκε στο επίκεντρο «εμφυλίου» για το αν θα υπερισχύσουν οι φασιστικοί ή οι αντιφασιστικοί σύνδεσμοι. Στη Χούντα υπήρξε συνεργασία φιλάθλων ΑΕΚ και Ολυμπιακού ενάντια στην Αστυνομία. Τα ίδια έγιναν και στην περίοδο μετά τη δολοφονία Τεμπονέρα όπου αστυνομικές δυνάμεις βρέθηκαν εγκλωβισμένεςστο ΟΑΚΑ μετά από συντονισμένη επίθεση οπαδών και των δύο ομάδων.
Από την άλλη, όμως, βλέπουμε και τη μετατροπή οπαδών σε προσωπικό στρατό επιδιώξεων των επιχειρηματικών συμφερόντων των μεγαλοϊδιοκτητών. Ο φίλαθλος που χαίρεται με τα λεφτά που φέρνει μια μεταγραφή, τις λοβιτούρες που στήνει η «προεδράρα» με τους διαιτητές, αυτός που έχει καταπιεί αμάσητη την ανάγκη «οικονομικής αυτοδυναμίας» του συλλόγου, έχει μετατραπεί από θεατή και κριτή πολιτιστικού προϊόντος σε αυλοκόλακα και πολιορκητικό κριό ιδιοτελών συμφερόντων.
Το «ιερό» δικαίωμα των οπαδών της ΑΕΚ για γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια είναι αντιδραστικό και ενισχύει την ιδιοκτησιακή αντίληψη του φιλάθλου. Δεν πατάει σε καμιά κοινωνική ανάγκη διαμορφωμένη με συλλογικά κριτήρια παρά στην ύπαρξη και υποστήριξη ενός πολύ συγκεκριμένου σχεδίου του Μελισσανίδη. Η υποταγή των φιλάθλων – θεατών πολιτιστικών γεγονότων σε τυφλούς χειροκροτητές και «δυναμικούς» υποστηρικτές των αφεντικών τους, θα διαμόρφωνε τη σύγχρονη πόλη σε φέουδα γύρω απόεπιχειρηματικά σχέδια. Η αστική κοινοβουλευτική διαμεσολάβηση θα αντικατασταθεί από το «δίκιο» της ομάδας που θα ηγεμόνευε. Γιατί να μην πάρει και το υπόλοιπο Νέο Φάληρο ο Μαρινάκης να φέρει και πόλο – βόλεϊ κοντά σε ΣΕΦ και Καραϊσκάκη; Γιατί ο Παναθηναϊκός να μη «βυθίσει» την Αλεξάνδρας ή να πάρει το Βοτανικό; Γιατί οι φίλοι της Φόρμουλα 1 να μην πάρουν τη Δραπετσώνα και να την κάνουν πίστα αγώνων; Γιατί να μην πάρουν το Ελληνικό να κάνουν Mall και γήπεδο γκολφ; Γιατί στο φινάλε στο Άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας να μη χτίσει και ο Ολυμπιακός μια ακαδημία ή στο Κερατσίνι η ΑΕΚ; Μπορούν οι «φίλαθλοι – οπαδοί» να επιβάλλουν στα ταξικά κοινωνικά κινήματα τις επιλογές των αφεντικών τους;
Η υπεράσπιση της ταυτότητας του συλλόγου απέναντι σε κάθε κοινωνική, συλλογική διαδικασία διαμορφώνει μια πρώτη ύλη λαϊκίστικου, ακροδεξιού συρφετού. Κινήσεις που είναι ικανές να εναντιωθούν σε ταξικά εργατικά σωματεία, αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και καταλήψεις, αριστερές και αναρχικές συλλογικότητες είναι το ζυμάρι που βρίσκεται ένα βήμα πριν παραδοθεί για πλάσιμο στον Φύρερ που θα τους δώσει τη Μεγάλη Διέξοδο και Σωτηρία.
Για την υπεράσπιση του ταξικού κινήματος και της κομμουνιστικής στρατηγικής
Στη σύγχρονη περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η σύνθεση και το άθροισμα οικονομίστικων και συντεχνιακών διεκδικήσεων όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά καιροφυλακτεί και μια επικίνδυνη εκδοχή.Οι διεκδικήσεις αυξήσεων, δουλειάς, κοινωνικών παροχών στην προηγούμενη περίοδο ανάπτυξης, πατούσαν σε ένα «ρεαλιστικό» πεδίο υλοποίησης εντός συστήματος. Η λογική της «δικαιότερης ανακατανομής εισοδήματος» κέρδιζε με μεγαλύτερη ευκολία μαζικά κομμάτια του εργατικού κινήματος. Στη σημερινή περίοδο κρίσης και κλεισιμάτων επιχειρήσεων, εκλείπει η εύκολη μαζική προπαγάνδα. Έχει συντριφτεί από τη συντονισμένη μνημονιακή επίθεση του κεφαλαίου. Ο μη στρατευμένος εργαζόμενος συμβιβάζεται με την «αδυναμία» του αφεντικού του να «προσφέρει» τις προηγούμενες «παροχές». Η αποτυχία, λοιπόν, ξανακερδίσματος των προηγουμένων κατακτήσεων τους μέσα από ένα συλλογικό, διεκδικητικό ταξικό κίνημα, μπορεί να οδηγήσει σε ιδιωτικούς δρόμους επιβίωσης. Κάθε απεργία που δεν κερδίζει – πιθανά – οδηγεί και έναν εργαζόμενο να «γλύψει» το αφεντικό για να σωθεί έστω αυτός. Όλο και περισσότερα λαϊκά κοινωνικά κομμάτια μένουν έρμαια στην κανιβαλιστική φασιστική πρακτική «ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν». Η διαμόρφωση μικρών κοινωνικών ομάδων που θα κυριαρχήσουν στην αντίπαλη, είναι ψωμοτύρι για τη μαζική προπαγάνδα των ναζί.
Η κυριαρχία Μαρινάκη στο Δήμο Πειραιά, Μπέου στο Βόλο έχει ανοίξει τις κερκόπορτες μιμητών. Η αποτυχία Μελισσανίδη να πάρει το Δήμο Φιλαδέλφειας το 2014 έχει εξαπολύσει ένα «από τα κάτω» αντιδραστικό κίνημα «προσκυνημένων». Η εκδίωξη Βασιλόπουλου από τη Δημαρχία και η άνοδος ενός φιλοΑΕΚτζή θα εκτονώσει και θα εξομαλύνει το κλίμα, αλλά ουσιαστικά μέσα από την ήττα για άλλη μια φορά του δικού μας ταξικού κινήματος που θα μείνει αδύναμο να παλέψει μια διαφορετική προοπτική. Το ξεφτίλισμα και η υπονόμευση κάθε δημοκρατικής αστικής νομιμότητας από τη μία αλλά και η διάλυση κάθε κινηματικής αντίστασης από την άλλη, θα βαρύνει με άλλη μια ήττα το ταξικό κίνημα σε όλες τις εκφάνσεις του.
Για την παρεμπόδιση, λοιπόν, του σχεδίου Μελισσανίδη στη Νέα Φιλαδέλφεια, θα αρκούσε και μόνο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα του άλσους και παράλληλα η υποστήριξη αριστερών κινήσεων, τοπικών παραγόντων, καταλήψεων και αυτοδιαχειριζόμενων χώρων που δέχονται τις επιθέσεις του μισθοφορικού στρατού του Μελισσανίδη.
Το τσάκισμα, όμως, κάθε παρακρατικού στρατού νταβατζήδων της νύχτας, είναι απαραίτητος όρος για την ανασυγκρότηση του ταξικού αντικαπιταλιστικού κινήματος. Απέναντι σε μια αστική κοινωνία που απορρυθμίζεται και καταρρέει χρειάζεται να ξαναπροβάλλουμε όχι μόνο την αξία της συλλογικής αντίστασης και αγώνα αλλά και την ταξική προοπτική της επαναστατικής στρατηγικής. Η προώθηση της κομμουνιστικής εξέγερσης ως φορέας υλοποίησης είναι απαραίτητος όρος για το ξεδίπλωμα ενός προγράμματος που θα βασίζεται στην υλοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Απέναντι στον βόρβορο της υποταγής και της συνθηκολόγησης,
υψώνουμε τη σημαία της ταξικής αλληλεγγύης!
Αθήνα, 8 Μαρτίου 2017